Το πρωί σαν γνήσιος χρονικός και ορισμένος φορέας του φωτός ήρθε και πάλι, και όσο εγώ απενεργοποιούσα τον συναγερμό τραγουδώντας στα Ισπανικά τραγούδια των Rammstein και του Μίλτου Πασχαλίδη με παράφωνη γυναικεία φωνή, και όσο οι συνάδελφοι από Ισλανδία, Ιταλία, Βουργουνδία, Χιλή, Γη του Πυρός συνέρρεαν στις θέσεις τους για μία ακόμη ημέρα προσπάθειας δημιουργίας συστημάτων εναλλακτικής πραγματικότητας και στοιχηματισμού σε ξένα πρωταθλήματα με φώκιες-σπρίντερ και σπουργίτια-δολοφόνους, μπήκε στο κατάστημα ένας περίεργος ξερακιανός τύπος με μία γκαζόζα στο χέρι και ζήταγε να του χαλάσουμε 500αρικό Ευρώ, σε μονόευρα και δίευρα. Εμείς όλοι μαζί εκπλαγήκαμε και καταλάβαμε ότι η επίσκεψη είναι πολύ ύποπτη και πρακτορογενής και αφού του εξηγήσαμε ότι εδώ δεν είναι η Τράπεζα της Ελλάδος αλλά ένα απλό κατάστημα στην πλατεία Κολιάτσου τον παραπέμψαμε στον Αφρικανό Διευθυντή που κοιμόταν από τα νωρίς κλειδωμένος στο γραφείο του μετά από όργιο χασούρας σε καγκουροδρομίες στο Περθ και στο Μπουρνάζι και ροχάλιζε στεντόρεια. Η Φινλανδέζα ωκεανολόγος έπειτα από κλήρωση ανάλαβε να τον ξυπνήσει με μυστικό βελάκι καφεΐνης και του είπε για τον ξερακιανό τύπο με το χαρτονόμισμα των 500 ευρώ και αυτός τον υποδέχτηκε άμεσα στο γραφείο και συζητάνε κλειδωμένοι για δύο ώρες τώρα. Λογικά όταν η συζήτηση σταματήσει κάποιος από τους δύο θα είναι νεκρός αλλά το πιο πιθανό είναι να μην σταματήσει ποτέ, ή να έχει τέτοια διάρκεια η συζήτηση που τα αίτια του θανάτου ενός εκ των δύο θα θεωρούνται φυσικά. Πάντως το πρωινό που φέρει το φως, έφερε και το μωβ φως του νομίσματος. Εκτυφλωτικόν και ζωογόνον, απολλώνιον και δωρικόν, αστραφτερόν και αρχέγονον.