Το βράδυ έδειξε να έρχεται, κάπως νωρίτερα, κάπως πιο δροσερά από όσο έχουμε συνηθίσει, λιγότερο μελαγχολικά και λιγότερο νωχελικά, και οι υπάλληλοι από όλα τα μέρη του κόσμου άρχισαν να φεύγουν με πολλαπλούς προορισμούς, έτοιμοι και γεμάτοι και κουρασμένοι από τον κάματο της ημέρας στο κατάστημα, από τα νεύρα του αφεντικού, από την συνολική χασούρα των 12 ευρώ και από τον ήλιο της Κολιάτσου ,και μόλις ενεργοποίησα τον εξαιρετικά προηγμένο συναγερμό με μια μπαλάντα του Σούμπερτ σε εκτέλεση του Μανώλη Χιώτη και στίχους του Νίκου Γκάτσου στα ισπανικά, άρχισα να κατηφορίζω προς το Μοναστηράκι και την Βέροια, και ακόμα πιο πέρα προς την Σπάρτη και την πλατεία Οσίας Ειρήνης, με μαύρο γυαλί και ασταθές βήμα, με ένα στρατιωτικό παντελόνι και καπέλο του Σύριζα, με γαλότσες της Ούνρα και πανάκριβο μπλουζάκι, και με ένα βλέμμα μέσα από τα γυαλιά που θύμιζε οργή και θάνατο και στον δρόμο πέτυχα έναν κουλουρτσή όπου αγόρασα μία τυρόπιτα, μετά μια πιτσαρία στην Ρώμη και ένα ταβερνείο στην Σιάτιστα, ένα σουβλατζίδικο στην Λιβαδειά και ένα καφέ στο Μάντσεστερ, γενικά πολλά μέρη εναλλασσόταν μπροστά μου ενώ περπάταγα και σκεφτόμουν και ξαφνικά είχα φτάσει ήδη στην Κνωσσό και λίγο πιο πέρα στην Ομόνοια. Είναι σίγουρο, οι εναλλαγές των τόπων είναι εντελώς λάθος αλλά δεν πρέπει να περιμένετε πιο πολλά μετά την παραδοχή της Γιαπωνέζας μαγείρισσας ότι έβαλε στην μανιταρόσουπα τα εντελώς λάθος μανιτάρια. Πάντως μέσες-άκρες έφτασα στο Σύνταγμα μετά από ώρες και ήδη είμαι σε θέση να γράφω αυτό το κείμενο παρά τον αέρα που φυσάει στα Νησιά Πουκέ. Τίποτα δεν κρατάει για πάντα, και κυρίως η μανιταρόσουπα.