Μα φυσικά θα ερχόταν το πρωινό και ετούτη την Πέμπτη αλλά κάθε φορά έρχεται με μια μικρή δόση βιαιότητας και σημαίνει την διακοπή του ύπνου και την επιστροφή από την χώρα του ονείρου στην κανονική ζωή. Αφού ντύθηκα, στολίστηκα, έβαλα αντηλιακό, τάισα τον σκύλο και τα 7 καναρίνια, χάιδεψα την ροζ αγελάδα από προηγούμενο κείμενο στα άσπρα της μαλλιά, είπα καλημέρα στον περιπτερά και ξεκίνησα κατηφορίζοντας το ταξίδι για την πλατεία Κολιάτσου και το κατάστημα, με έναν καφέ και ένα τσιγάρο στο χέρι, με θέρμη και αισιοδοξία στην καρδιά, με θάρρος στην καρδιά και υπομονή για όλα. Μετά ακολούθησε η συνηθισμένη διαδρομή όπου περαστικοί με πράσινες φεράρι και μαύρες λαμποργκίνι με χαιρετούν πηγαίνοντας με 230 χιλιόμετρα στα στενά και εγώ τους μουτζώνω με μια μικρή καθυστέρηση πάντα για να μην σταματήσουν και αργήσουν στις δουλειές του σε οικοδομές και εργοστάσια και καφετέριες, μπαρζ ,κλαμπζ και φαγάδικα. Περίπου στα μισά της διαδρομής βγαίνω ήδη στην Εθνική Οδό κοντά στο Λιανοκλάδι και περνάω τον τύμβο του Μαραθώνα γεμάτος με λύπη στην καρδιά για τον χαμό τόσων αρχαίων νέων και συνεχίζω προς την Βάρη από ένα μυστικό πέρασμα κοντά στον τύμβο που οδηγεί τελικά σε καταπακτές κάτω από την Βουλή και τα Ανάκτορα όπου κάθε μέρα χαιρετάω τον Πρωθυπουργό – ή κάποιον που ηθελημένα του μοιάζει- και συνεχίζω στην στάση του Τρόλεϊ 748 που τελικά συνδέει την μυστική τοποθεσία που μένω συνήθως άμα είναι όλα κανονικά και ασφαλή στην Βοιωτία, με την πλατεία Κολιάτσου που εδράζεται το κάπως μυστηριώδες κατάστημα. Κάπως έτσι και σήμερα. Τίποτα λιγότερο και τίποτε περισσότερο δεν φέρει η κάθε μέρα συγκρινόμενη με τις άλλες, και αυτός είναι κάτι σαν νόμος. Κυρίως στην Βοιωτία, όταν είναι ασφαλής.

Θοδωρής Πανάγος

Share
Published by
Θοδωρής Πανάγος