Είναι σχεδόν σαν να είναι κάθε πρωινό στο κατάστημα και μια διαφορετική κατάσταση, μια διαφορετική ιστορία, μια χώρα που συμβαίνουν θαυμαστά πράγματα με περίεργες μουσικές και εικόνες που δεν έχει ξαναδεί ποτέ κανένας. Έκλεισα βιαστικά τον συναγερμό παίζοντας με μία ξεχασμένη κατσαρόλα με φακές ολόκληρο το “Χαμόγελο της Τζοκόντα” αλλά σε πολύ πιο γρήγορο ρυθμό ώστε να διαρκεί 45 δευτερόλεπτα μοιάζοντας ουσιαστικά με κραυγή χιμπατζή που πεινάει στην Κουάλα Λουμπούρ έναν ξεχασμένο Απρίλη και αμέσως άρχισαν να μπαίνουν στο κατάστημα οι παράξενοι συνάδελφοι με τις σπάνιες ειδικότητες και ιδιότητες που με κάνουν να νομίζω ότι ίσως πετύχουμε τον στόχο της δημιουργίας εναλλακτικών διακλαδωμένων πολυεδρικών πραγματικοτήτων σχετικά σύντομα. Αφού όλοι καθίσαμε και αρχίσαμε να πίνουμε ό,τι πιο κοντινό σε καφέ ήθελε ο καθένας, μπήκε ξαφνικά ένας υπερκινητικός αρτοποιός με ένα τεράστιο κοφίνι και άρχισε να μοιράζει διάφορους τύπους ψωμιού και σφολιατοειδή σε όλους μας αλλά σχεδόν κανείς δεν δεχόταν να αγοράσει τα περίεργα πολύσπορα, και τα τεράστια χωριάτικα, τα κατάμαυρα σικάλεως και τις φίνες μπαγκέτες αλλά ούτε τα διάφορα είδη τυρόπιτας, λαχματσούν και λουκανικόπιτας. Τον κοίταξα με μια συμπάθεια και αγόρασα ένα κουλούρι Θεσσαλονίκης αλλά λόγω της αποτυχίας και της αναδουλειάς είχε εκνευριστεί ήδη και άρχισε να διαμαρτύρεται έντονα μέχρι την στιγμή που το αφεντικό κατευθείαν από την Αφρική πρότεινε ένα γυαλισμένο χαντζάρι και αμέσως ο φούρναρης άφησε το εμπόρευμα και άρχισε να τρέχει. Είναι κάτι σαν ισοτιμία βίαιου διαμελισμού- χρημάτων, και όλοι προτιμούν οπωσδήποτε την σωματική ακεραιότητα από τα χρηματικά ποσά και αυτό είναι μια νίκη του άγριου Αφρικανού, ένα σαφές κατόρθωμα. Πάντως όλοι έφαγαν τα παρατημένα ψωμιά με περίσσια όρεξη. Μόνον εγώ τελικά είχα πληρώσει 0.50 για το κουλούρι, και ήδη νιώθω ότι στάθηκα σχετικά άτυχος.