Την τελευταία εβδομάδα η είδηση που κυριάρχησε στα εγχώρια-και μη- Μ.Μ.Ε, ήταν το ναυάγιο στη θαλάσσια περιοχή του Φαρμακονησίου με 12 νεκρούς, συριακής και αφγανικής υπηκοότητας. Στην αρχή, αραιά και πολύ επιφυλακτικά τα αφιερώματα των εφημερίδων, στη συνέχεια πύκνωσαν, μαζί με ερωτήματα και καταγγελίες για παράνομες ενέργειες του Λιμενικού σώματος κατά τη διάρκεια ρυμούλησης της βάρκας, για καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των επιβαινόντων, διαστρέβλωση των καταθέσεων των επιζήσαντων και εν τέλει για μερίδιο (;) ευθύνης στην τραγική εξέλιξη του συμβάντος.
Αυτό ωστόσο που πέρασε σχετικά στα «ψιλά» και που δημιουργεί κύμα οργής σε οποιονδήποτε κατέχει μια έστω και λίγο διευρυμένη οπτική των πραγμάτων και ψήγματα ανθρωπισμού, είναι το πώς παρουσιάστηκε το γεγονός από τα μεγάλης εμβέλειας κανάλια. Και αναφέρομαι συγκεκριμένα σε αποσπασματική μεν, αναφορά δε του Γιάννη Πρετεντέρη ο οποίος δε δέχεται όπως ανέφερε, την ευθύνη της δικής μας πολιτείας για το «αν έρχονται χιλιάδες οι οποίοι καθ’οδόν μες στο Γενάρη μήνα, παίρνουν τα παιδιά τους, ανεβαίνουν σε μια βάρκα στο Αιγαίο και προφανώς πνίγονται. Δε λέω ότι είναι καλό αυτό, αλλά δε σημαίνει ότι κάποιος φταίει γι αυτό. Από πού προκύπτει ότι εμείς είμαστε υπεύθυνοι;» αρνούμενος στο συντασσόμενο εντέλει μαζί του Τσίμα, για το ότι έχουμε «ποινικό μητρώο» ως χώρα στους θανάτους μεταναστών. Προφανώς ο κ. Πρετεντέρης εννοεί ότι δεν προσκάλεσε κανείς τους ανθρώπους αυτούς να έρθουν στη χώρα μας, ούτε να θέσουν εαυτούς και τις οικογένειές τους σε κίνδυνο, άρα εκείνοι επωμίζονται την ευθύνη, άντε και οι διακινητές τους.
Αυτό το επιχείρημα τίθεται από πολλούς στα πλαίσια μιας «μετριοπαθούς» προσέγγισης του ευρύτερου προβλήματος του μεταναστευτικού. Είναι πραγματικά δύσκολο να χωρέσει στο μυαλό δημοσιογράφων και «μέσω πολιτών», το γεγονός να ξεσηκώνονται οικογένειες Γενάρη μήνα με θαλασσοταραχή να μπουν σε μια βάρκα, γιατί δε μπορεί ούτε και θέλει να αντιληφθεί το μέγεθος της απελπισίας και το βαθμό εκτάκτου ανάγκης που βιώνει κάποιος που προβαίνει σε ένα τέτοιο εγχείρημα. Δεν χωρά στην πραγματικότητά τους. Στην καθημερινότητά μας. Κανείς δεν επιλέγει να φύγει κυνηγημένος από τον τόπο του για να καταλήξει αποδεκατισμένος σε έναν ξένο. Δεν γίνεται να συλλάβουν δημοσιογράφοι και «μέσοι πολίτες» την πεμπτουσία της δυστυχίας αυτών των καταστάσεων, κάνοντας πολιτική ανάλυση πάνω σε θανάτους ανθρώπων, μέσα από τα σαλόνια των καναλιών, στα καφενεία με φίλους ή γράφοντας σχόλια μέσα από την ασφάλεια ενός προστατευμένου περιβάλλοντος.
Ακόμα κι έτσι όμως, ανεξάρτητα από αφηρημένες ανθρωπιστικές θεωρίες και αισθήματα φιλαλληλίας, ένα Κράτος ευθύνεται για τις συνθήκες υποδοχής των ανθρώπων που εισέρχονται στην επικράτειά του, όσο και για τους θανάτους που ενδέχεται να προκληθούν σε αυτήν. Αναλόγως της «μεταχείρισης» φυσικά. Το να προσφέρει η χώρα υποδοχής αρωγή, όχι μόνο στους πρόσφυγες ή τους αιτούντες άσυλο (που εμπίπτουν σε ειδικό, πιο ευνοϊκό καθεστώς γι αυτούς) αλλά σε όλους όσους έστω και παράνομα φτάνουν στα χωρικά της ύδατα ή σύνορα, είναι στα πλαίσια των διεθνών υποχρεώσεών της και του εθνικού της Δικαίου. Δεν εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των Αρχών ή του εκάστοτε Υπουργού, ούτε είναι αποτέλεσμα της μεγαλοψυχίας τους. Ήδη ο Ν.3907/2011 ορίζει Υπηρεσία Πρώτης Υποδοχής μεταναστών και προσφύγων με αποστολή την εξασφάλιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και των δικαιωμάτων τους, σύμφωνα με τις διεθνείς απαράβατες διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας. Περιλαμβάνει δε μια σειρά διαδικασιών, όπως η εξακρίβωση της ταυτότητάς τους, η καταγραφή τους, ο ιατρικός έλεγχος και η ψυχοκοινωνική στήριξη, η ενημέρωσή τους για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους και η μέριμνα για άτομα που ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες.
Σε τελευταία ανάλυση, πώς μπορεί κάποιος πράγματι να τολμά να υποστηρίζει δημόσια ότι «δεν έχουμε ποινικό μητρώο» ως χώρα στους θανάτους αυτών των ανθρώπων, όταν έχει μπροστά του μια τραγωδία σαν κι αυτή. Όταν ήδη έγγραφο του Συνηγόρου του Πολίτη (2915/2007) προς τον τότε Υπουργό, αναφέρει σωρεία καταγγελομένων περιστατικών σοβαρής παραβίασης δικαιωμάτων του ανθρώπου σε βάρος αλλοδαπών που εισέρχονται παράνομα στη χώρα. Όταν υπάρχει καταδίκη της Ελλάδας από το ΕΔΔΑ, για βιασμό μετανάστη από λιμενικό (Zontul κατά Ελλάδας). Όταν η ίδια η Κυβέρνηση αφήνει να εννοηθεί ότι το μείζον πρόβλημα της Ελλάδας είναι οι μετανάστες κι όταν μέλη της περνούν μηνύματα για σκληρή και αμείλικτη στάση απέναντι στην αθρόα εισδοχή μεταναστών. Το τελευταίο βέβαια ερμηνεύεται κατά το δοκούν.
Μέσα σε μια χώρα που πολλοί από τους πολίτες της εκτονώνουν την απελπισία τους με μένος σε οτιδήποτε διαφορετικό, που έχουν καταστήσει μεγαλύτερο εχθρό της ύπαρξής τους τους μετανάστες και που ο ρατσισμός ανθίζει, το να αφήνεις εκμεταλλευόμενος τη θέση σου περιθώρια για επιχειρήματα τύπου «τα θελαν, τα παθαν», είναι σχεδόν εγκληματικό. Η μετριοπάθεια και η δικηγορία του διαβόλου, δεν είναι πανάκεια στην πρόσληψη όλων των καταστάσεων. Είναι απαράδεκτο μπροστά στο θάνατο ανθρώπων, το πρώτο σχόλιο που θα βρεις να κάνεις είναι να θέσεις το θέμα ως μικροπολιτική σκοπιμότητα και να αποποιηθείς των ευθυνών σου. Είτε είσαι Υπουργός, είτε δημοσιογράφος (της κυβέρνησης).
Οι άνθρωποι δεν είναι λαθραίοι, η χειραγώγηση όμως των Μ.Μ.Ε είναι και αθρόα και εξευτελιστική.