Η Διεθνής Έκθεση Βιβλίου θέλει… τη Σαλονίκη της

Το κόκκινο ανοιχτό λεωφορείο Sightseeing Thessaloniki σε παίρνει και σε πάει στα Κάστρα, στην Άνω Πόλη, στο Επταπύργιο και σε γυρίζει πάλι στο Λευκό Πύργο σε μια υπνωτιστική διαδρομή όπου το πέρα-δώθε ανάμεσα στο σήμερα και στο χτες, τις εκκλησίες και τις πολυκατοικίες, είναι σαν το γκάζι-φρένο σε δρόμους πήχτρα στην κίνηση, σε σοκάκια και κλειστές στροφές, ανηφόρες και μπαλκόνια μες στη μύτη σου, απ’ όπου θα μπορούσες ν’ αρπάξεις μια φρέζια ή ένα κλωνάρι βασιλικό. Τουρισμός είναι υπνωτισμός. Η φωνή της ξεναγού όσο ανηφορίζουμε την Αγγελάκη εξηγεί τη σημασία της Διεθνούς Έκθεσης για την πόλη της Θεσσαλονίκης και μας πληροφορεί ότι από την ίδρυσή της το 1926 διοργανώνεται ανελλιπώς κάθε χρόνο με εξαίρεση τα μαύρα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου (’40-’48). Κάτι σκίρτησε μέσα μου, ήξερα ότι δε μιλάει για τη δική μας έκθεση, που ξεκίνησε μόνο το 2004, αλλά ήξερα ότι φέτος εμείς οι άδοξοι Νεοέλληνες παρά τρίχα καταφέραμε να μη χάσουμε το μαγιάτικο ραντεβού των βιβλιομανών.

«Η έγκριση του υπουργείου ήρθε στο παρά πέντε, τα χρήματα για την υλοποίησή της εκταμιεύθηκαν στο και πέντε», γράφει η Λαμπρινή Κουζέλη στο Βήμα. Η έγκριση της χρηματοδότησης έγινε στις 18 Μαρτίου και από κει και πέρα κάτω από το όνομα του καθηγητή Χριστόδουλου Γιαλλουρίδη, προέδρου στο Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού, που ανέλαβε τη διοργάνωση, διαβάζει κανείς ονόματα γυναικών: Νόπη Χατζηγεωργίου, Σταυρούλα Κατσιαμπούλα, Φωτεινή Ζαχαράκη, Ισμήνη Ραντούλοβιτς, Λίτσα Καφέ, Ανδριάνα Μαρτίνες, Πωλίνα Γουρδέα, Μερσίλεια Αναστασιάδου, Εύη Γεροκώστα, Δέσποινα Τσούμα, Κατερίνα Αποστολοπούλου. Ένας πυρήνας από στελέχη προερχόμενα κυρίως από το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου με την πείρα της διοργάνωσης των προηγούμενων εκθέσεων και το πείσμα που μπορεί να κάνει θαύματα.

«Αν και με κουτσουρεμένο προϋπολογισμό σε σχέση με πέρυσι και με ελάχιστο χρόνο προετοιμασίας, η πραγματοποίησή της ήταν θαυμαστό και αληθινό κατόρθωμα», έγραψε ο Απόστολος Λυκεσάς στην Εφημερίδα των Συντακτών, «Αυλαία με επιτυχία», η Όλγα Σελλά στην Καθημερινή, «Οι εκδηλώσεις ήταν το ίδιο πολυάριθμες, συχνά το ίδιο ή και περισσότερο ουσιαστικές καθώς οι εκδότες αποφάσισαν μαζικά να τη στηρίξουν και να διοργανώσουν συζητήσεις για τους καλύτερους συγγραφείς τους και τα σημαντικότερα πρόσφατα βιβλία τους», ο Μανώλης Πιμπλής στα Νέα. Από το δελτίο τύπου του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού μαθαίνουμε ότι «μια σταθερά αυξανόμενη προσέλευση επισκεπτών με αποκορύφωμα το διήμερο του Σαββατοκύριακου, που υπερέβη τους 50.000 επισκέπτες, έδωσε ιδιαίτερο παλμό στο θεσμό». Ο ποιητής και μεταφραστής Σπύρος Μοσκόβου, συντάκτης της Deutche Welle σημειώνει ότι: «Η δυναμική της έχει πια αυτονομηθεί από τους αρχικούς εμπνευστές και τους εκάστοτε προϊσταμένους της. Η δύναμή της έγκειται στο πολυπληθές κοινό που συρρέει στις αίθουσές της για να διερευνήσει και να μάθει.»

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο μπαχτσές είχε απ’ όλα: «Οι οχτώ ειδικά διαμορφωμένες αίθουσες και οι χώροι των παράλληλων εκδηλώσεων που φιλοξένησαν 280 συναντήσεις με Έλληνες και διεθνείς συγγραφείς, παρουσιάσεις βιβλίων, εργαστήρια, το δεύτερο Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών, επαγγελματικά στρογγυλά τραπέζια, ημερίδες, προβολές, μουσικά και ποιητικά δρώμενα, ήταν κατάμεστες από επισκέπτες όλων των ηλικιών και των πεδίων, αναδεικνύοντας την εμπιστοσύνη και τη συμμετοχή του κόσμου της Θεσσαλονίκης και ολόκληρης της χώρας, στη διοργάνωση. Η φετινή Διεθνής Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης επιχείρησε να ενώσει δύο κόσμους σε πολλαπλά επίπεδα: το σύγχρονο κόσμο του διαδικτύου και των κοινωνικών δικτύων με την παραδοσιακή ανάγνωση, τη νέα φιλόδοξη γενιά με την εμπειρία των παλαιότερων, το Βιβλίο με την Τέχνη, την Ελλάδα με την παγκόσμια σκηνή.»

Οι επισκέπτες έτρεχαν πέρα-δώθε στα δύο μακρινάρια, τα περίπτερα 13 και 15, και σωρεύονταν στις διάφορες ανοιχτές αίθουσες παρασυρόμενοι από τα μαγνητικά πεδία των εκδηλώσεων που γίνονταν ταυτόχρονα και πολλές φορές αλληλοεπικαλύπτονταν ηχητικά: μπορούσες να παρακολουθείς τις ομιλίες για τα 2.400 χρόνια του Αριστοτέλη από τους καθηγητές του Διεπιστημονικού Κέντρου Αριστοτελικών Μελετών ΑΠΘ και με το άλλο αυτί να απολαμβάνεις τη γλαφυρή γραφή του Θεόδωρου Γρηγοριάδη από το βιβλίο του Ζωή μεθόρια, που παρουσιαζόταν λίγα μέτρα παρακεί.

Στα θετικά της διοργάνωσης ήταν η απουσία της «γκλαμουριάς» σε συνδυασμό με μια αισθητική αναβάθμιση τόσο στα έντυπα και το διαφημιστικό υλικό (με την υπογραφή του BETROOT DESIGN GROUP) όσο και στο σχεδιασμό των περιπτέρων (TETRAGON). Το «μέγιστον μάθημα» της κρίσης «εξίσωσε» κάπως τις παρουσίες μικρών και μεγάλων εκδοτών και απάλυνε την επιθετικότητα του marketing. Η πιο εντυπωσιακή σε μέγεθος παρουσία ήταν του ομίλου «Εν πλω», που κατείχε την κεντρική θέση στο περίπτερο 15 και φιλοξένησε ποικίλες παρουσιάσεις εκδόσεων που μελετούν και προάγουν ζητήματα πίστης και θρησκευτικότητας. Εκεί είδαμε και τις περισσότερες πωλήσεις: ήταν το βιβλίο με τα κηρύγματα του πατρός Βαρνάβα Γιάγκου, εφημέριου στον Ιερό Ναό της Παναγίας Λαοδηγήτριας ή Λαγουδιανής στη Μεγαλούπολη.

Από το αφιέρωμα «Στα χνάρια του Γ. Π. Σαββίδη (1929-1995): 20 χρόνια μετά».

Υπήρχαν εκδηλώσεις που μπορούσαν να κινήσουν το ενδιαφέρον του πιο απαιτητικού λόγιου όπως η παρουσίαση του Χρηστικού Λεξικού της Νεοελληνικής Γλώσσας της Ακαδημίας Αθηνών με ομιλητές τους Χριστόφορο Χαραλαμπάκη και Ιωάννη Ν. Καζάζη. Ή η παρουσίαση των τριών τόμων (ή 1.600 σελίδων) της Εγκυκλοπαίδειας της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και γλωσσολογίας του λαμπρού ολλανδικού εκδοτικού οίκου E. J. Brill (με έδρα το Leiden) με ομιλητές τους Γεώργιο Κ. Γιαννάκη, Ιωάννη Ν. Καζάζη και Στέφανο Ματθαίο (διοργανώσεις του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας). Στο φιλολογικό καφενείο του περιπτέρου 13 οι εκδόσεις Δέσποινα Κυριακίδη πραγματοποίησαν αφιέρωμα στη μνήμη του καθηγητή και ακαδημαϊκού Αγαπητού Τσοπανάκη. Λίγες ώρες αργότερα, το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού παρουσίασε το επετειακό αφιέρωμα «Στα χνάρια του Γ. Π. Σαββίδη (1929-1995): 20 χρόνια μετά», όπου μίλησαν ο Γιώργος Κεχαγιόγλου, η Μιχαήλα Καραμπίνη-Ιατρού και η Μαρία Αθανασοπούλου. Αξίζει επίσης να σημειωθεί η «Συζήτηση για τη σύγχρονη ποίηση», που οργανώθηκε από το περιοδικό [ΦΡΜΚ] και όπου συμμετείχαν οι ποιητές Βασίλης Αμανατίδης, Ορφέας Απέργης, Κατερίνα Ηλιοπούλου, Παναγιώτης Ιωαννίδης και Γιάννα Μπούκοβα, και η παρουσίαση του βιβλίου Η Θεσσαλονίκη εκτός των τειχών. Εικονογραφία της συνοικίας των Εξοχών (1885-1912) του Βασίλη Κολώνα από τις εκδόσεις University Studio Press.

Από τη «Συζήτηση για τη σύγχρονη ποίηση», που οργανώθηκε από το περιοδικό [ΦΡΜΚ].

Στο αφιέρωμα στην Ιβηροαμερικανική λογοτεχνία «Voces lejanas – Μακρινές φωνές» είχαμε τον Μπόρχες, τον Πεσσόα και τον Μάρκες. Ακούστηκαν ωστόσο και πολλές νέες δυναμικές φωνές. Το αφιέρωμα στον Μπόρχες «Δοκίμια Ι & Δοκίμια ΙΙ» στη μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη των εκδόσεων Πατάκη ακολούθησε η τιμητική εκδήλωση «Ο Φερνάντο Πεσσόα ως μύθος ποιητικός» με τη μεταφράστρια Μαρία Παπαδήμα και το σκηνοθέτη Στέλιο Χαραλαμπόπουλο, ενώ το ίδιο βράδυ ο Αργεντίνος συγγραφέας και εκδότης Damián Tabarovsky συζήτησε και χαλαρά και εκρηκτικά με τον Γιάννη Μπασκόζο και τον Μάκη Προβατά για το γράψιμο, τον Καμύ, τα συμφέροντα, την επανάσταση και την μπάλα. Ο χαριτωμένος αυτός τεχνίτης του λόγου μίλησε και με τον Νίκο Κουρμουλή, που εκπροσωπούσε στη Θεσσαλονίκη το ραδιοφωνικό σταθμό «105,5 στο Κόκκινο», και ιδού εδώ δυο εμπνευστικές δηλώσεις του: «Βασική επιρροή μου από εκείνες που μπορώ να θυμηθώ είναι ο Φλωμπέρ. Γιατί όταν γράφεται ένα κείμενο με πολιτική χροιά δεν είναι τι λέγεται μόνο, αλλά πως μπλέκονται οι λέξεις σε μια πρόταση και μέσα από αυτήν, υπονοείται κάτι άλλο. Μετά είναι η αβάντ-γκαρντ της δεκαετίας του ’30 και μερικοί συγγραφείς του ’60 όπως ο Μανουέλ Πούιγκ και ο Χούλιο Κορτάσαρ. […] Η λογοτεχνία από μόνη της δεν έχει κανέναν σκοπό. Οπότε ο συγγραφέας οφείλει να βρει τον λόγο ύπαρξης της. Παραμένω πιστός στην αλληγορία γι αυτό και το τελευταίο μου μυθιστόρημα μιλά για την πτώση ενός φύλλου, όπου κατά την διάρκεια της παρακολουθούμε πολλές αλλαγές.»

Μάκης Προβατάς, Damián Tabarovsky, Γιάννης Μπασκόζος.

Μια ακόμη αξιομνημόνευτη συζήτηση ήταν οι «Ματιές στην καταλανική λογοτεχνία: Μια σύντομη επισκόπηση», ενώ λίγο αργότερα πραγματοποιήθηκε το αφιέρωμα στον Εδουάρδο Γκαλεάνο «Η πολιτική φωνή της Λατινικής Αμερικής» και παρουσιάστηκε το graphic novel του Rob Davis Δον Κιχώτης που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Χαραμάδα. Τέλος, μια πολύ όμορφη στιγμή ήταν το αφιέρωμα στον μποέμ ποιητή της bossa nova Vinicius de Moraes που συνοδεύτηκε από τη μουσική και το τραγούδι των Martha Moreleón και Román Gómez.

Από την παρουσίαση του βιβλίου του Rob Davis “Δον Κιχώτης”.

Από το αφιέρωμα στον Vinicius de Moraes.

Ερεθιστική ήταν και η συζήτηση του Ουκρανού μπεστσελερίστα Αντρέι Κούρκοφ από το Λένινγκραντ (1961-) με τη Μικέλα Χαρτουλάρη. Παράλληλα με τους νέους Ρώσους και Κροάτες συγγραφείς Όλγα Σλαβνίκοβα, Σεργκέι Σαργκούνοφ, Αλίσα Γκάνιεβα, Χέρβογιε Ίβανσιτς, Ιβάν Σέρσεν άνοιξαν ζωηρά τη συζήτηση για τις ηφαιστειακές ζυμώσεις και μεταλλάξεις που επιτελούνται στη θρυμματισμένη ανατολική επικράτεια του «Μόσκοβου», εκείνου ντε του Μόσκοβου που ξέραμε από το τραγούδι: Ακόμα τούτη η άνοιξη ραγιάδες, ραγιάδες / τούτο το καλοκαίρι / ωσότου να ‘ρθει ο Μόσκοβος, ραγιάδες, ραγιάδες / να φέρει το σεφέρι.

Μόνο τους τίτλους των εκδηλώσεων να διαβάσεις θαρρείς πως πέρασαν μήνες. Κι όμως τέσσερις μερούλες ήταν, Πέμπτη ως Κυριακή, ατέλειωτο περπάτημα από τη μια αίθουσα στην άλλη, λαχτάρα για το κάτι άλλο, για τη συμμετοχή στο «εκφράζεσθαι», σ’ αυτό που κομίζει το τυπωμένο βιβλίο μέσα στο δωμάτιό σου, μέσα στη ζωή σου, στις τέσσερις άκρες της γης. Ένα ρεύμα όχι ηλεκτρικό διαπερνούσε τις ελαφρές δομές του εκθεσιακού χώρου και αν δεν είχες κακή προαίρεση θα μπορούσες να το ονομάσεις πνευματικό. Το αρχοντικό παράστημα του Ντίνου Χριστιανόπουλου έλειψε φέτος, ο άμετρος μετρονόμος είναι κλεισμένος στο σπίτι, δε σεργιανίζει πια στην πόλη του. Αρκετοί σημαντικοί εκδότες απουσίασαν εμφατικά (Πόλις, Ποταμός, Μεταίχμιο, Ψυχογιός κ.ά.).

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Στη μεγάλη συζήτηση Αθήνα ή Θεσσαλονίκη ο Άρης Λασκαράτος των εκδόσεων Αιώρα απαντά σε έρευνα της Καθημερινής ως εξής: «Σ’ ένα περιβάλλον κρίσης, με εμφανείς τις συνέπειες και στον χώρο του βιβλίου, η Διεθνής Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης είναι η μόνη έκθεση που έχουμε. Και θέλω να έχουμε μια έκθεση βιβλίου! Μια έκθεση ζωντανή, ολιγοήμερη, γεμάτη παρουσιάσεις, αφιερώματα, σεμινάρια και εργαστήρια, επαγγελματικές συναντήσεις. Να παρακολουθεί, σε συνθήκες δημιουργικού διαλόγου, κάθε στάδιο της πορείας του βιβλίου, από τον συγγραφέα μέχρι τον αναγνώστη — συγγραφή, δικαιώματα, μετάφραση, επιμέλεια, χαρτί, γραφιστική, τυπογραφία, βιβλιοδεσία, νέες τεχνολογίες. Να εμπλέκει την τοπική κοινωνία. Υπάρχουν στα Πανεπιστήμια της Θεσσαλονίκης σχολές με αξιόλογο δυναμικό, που θα μπορούσαν να αναλάβουν από θεματικά αφιερώματα μέχρι έρευνες για την ελληνική βιβλιοπαραγωγή. Και να τα παρουσιάζουν στην έκθεση. Όχι μόνο στα ελληνικά, αλλά και στα αγγλικά! Γιατί, φυσικά, θα ήθελα η έκθεση να γίνει διεθνής, να προσελκύσει επαγγελματίες από άλλες χώρες — που όμως απαιτεί στόχευση, γνώση του αντικειμένου και αίσθηση του μέτρου, συνέπεια και συνέχεια. Το ερώτημα “τι έκθεση θέλουμε” είναι πιο σημαντικό από το “πού τη θέλουμε”. Πάντως, η έκθεση της Θεσσαλονίκης καταφέρνει ακόμη να δικαιώνει την παρουσία μας εκεί», ενώ η Κατερίνα Καρύδη από τις εκδόσεις Ίκαρος συμπληρώνει: «Προσωπικά, παρά το κόστος, μου αρέσει να γίνεται στη Θεσσαλονίκη, γιατί όταν βρισκόμαστε μακριά από τα γραφεία μας και τις καθημερινές μας υποχρεώσεις, όλοι, εκδότες, συγγραφείς και δημοσιογράφοι, περνάμε πολλές ώρες στον εκθεσιακό χώρο, συζητάμε, ανταλλάσσουμε απόψεις και ιδέες. Θα ήθελα, όμως, να γίνεται η έκθεση σ’ ένα χώρο νεανικό, σύγχρονο, που να προσελκύει τον κόσμο, να είναι ενταγμένος στη ζωή της πόλης, όπως οι αποθήκες του λιμανιού π.χ. και όχι οι απόκεντρες και παρωχημένες πια εγκαταστάσεις της HELEXPO. Εναλλακτικά, θα μπορούσε να διεξάγεται μία χρονιά στην Αθήνα και μία στη Θεσσαλονίκη.»

Ύστερα από δώδεκα χρόνια ζωής και με το φάντασμα του ΕΚΕΒΙ να πλανιέται στα λαβυρινθώδη δώματα της πολιτικής, η Διεθνής Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης είναι κάτι κεκτημένο, μια υπόσταση, ένας ρούμπος, ένα σταυροδρόμι. Μετά από τόσα μισολιπόθυμα παζάρια, εκπτωτικά πανηγύρια, διαλυτικές συνδικαλιστικές πρακτικές, ας σταθούμε λίγο εδώ κι ας βρούμε κάτι θετικό.

Οι δυο Έλληνες λογοτέχνες-τιμώμενα πρόσωπα στη 12η ΔΕΒΘ συνιστούν αυτό το μείγμα που μοιάζει μια σωστή βάση για να αρχίσει κανείς να καταλαβαίνει τον κόσμο σ’ ένα κρατίδιο που δεν έχει κλείσει ακόμα τα διακόσια του χρόνια: ένας εμβληματικός ποιητής της «αριστεράς» κι ένας στοχαστής της «απέναντι όχθης», ο Μανόλης Αναγνωστάκης και ο Ζήσιμος Λορεντζάτος. Όχι ότι τα «αφιερώματα» είχαν κάποιο ουσιαστικό εκτόπισμα, ήταν όμως σπουδαίο που βλέπαμε τις φωτογραφίες τους, το βλέμμα τους, τα εξώφυλλα των βιβλίων τους και ράκη φράσεων ή στίχους αναρτημένα στα ειδικά πανό. Που ακούγαμε ή διαβάζαμε συχνά το όνομά τους για τέσσερις μέρες: Αίθουσα Λορεντζάτος, Αίθουσα Αναγνωστάκης κ.ο.κ.

Δημήτρης Μαυρόπουλος και Σπύρος Γιανναράς.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Συγκράτησα την ομιλία του Χάρη Βλαβιανού για τον ποιητή, την εισήγηση του Σπύρου Γιανναρά για το έργο του Ζήσιμου Λορεντζάτου και τη συγκινητική γνώση του εκδότη του Δόμου Δημήτρη Μαυρόπουλου για το φίλο του. Από το κείμενο του Γιανναρά παραθέτω δυο παραγράφους: «Εδώ πρέπει να σημειώσουμε, καθώς με τα χρόνια αυγατίζουν οι ίδιες διαρκώς παρανοήσεις, ότι ο Λορεντζάτος ουδέποτε επιζήτησε την εγκαθίδρυση μιας κάποιας Civitas Dei, ούτε φυσικά την υποταγή σε έναν Θεό αφέντη ή δυνάστη. Μεταφέρω μια καίρια αναφορά στα Collectanea, χαρακτηριστική της στάσης και του τρόπου του απέναντι στην μεταφυσική: “Φαντάζομαι πως ο σωστότερος κανόνας εις εαυτόν είναι, αφού δεν είσαι που δεν είσαι άγιος ή μοναχός ή κλήρος, αλλά λαός, να μη φέρνεις την πίστη σου ή τη μεταφυσική σου πολύ κοντά – εφαρμοστά θα έλεγα – στη ζωή σου, μα να μη φεύγεις και πολύ μακριά της (…) Και η πρώτη περίπτωση και η δεύτερη, δημιούργησαν και δημιουργούν αμέτρητα ανάπηρα πλάσματα. (…) Και στις δύο περιπτώσεις – α) στρεβλώνεται ο άνθρωπος και β) πάει χαράμι ένα βάφτισμα.” […] Δεδομένου ότι το ερώτημα σχετικά με το νόημα της λογοτεχνίας και κατ’ επέκταση της ζωής δεν μπορεί να αποτελέσει συζήτηση θεωρητική ή αφαιρετικό σχήμα προς εξέταση, η πορεία του Λορεντζάτου ήταν ανέκαθεν μια σχέση προσώπων. Γι’ αυτό και στις μελέτες του διασώζει πάντοτε, αναδεικνύοντας το, κάτι από το πρόσωπο του συνομιλητή του. Σπουδάζοντας τον λόγο του άλλου, του ζωντανού Σεφέρη, την εποχή των Γραμμάτων Σεφέρη-Λορεντζάτου, ή του κεκοιμημένου Σολωμού, ψαύει τη μοναδικότητα του προσωπικού του Λόγου – κάτι που μόνο η τέχνη μπορεί να διασώσει. Με άλλα λόγια τα ίχνη αυτή της πορείας προς το χαμένο κέντρο της τέχνης, η οποία είναι εξαρχής και παραμένει μια αναζήτηση εντός του πεδίου της Ποίησης τα συναντάμε στα μεγάλα αμιγώς θεωρητικά του κείμενα για τη λογοτεχνία, ήτοι στο Χαμένο κέντρο, στην Έννοια της λογοτεχνικής κριτικής και στους Διόσκουρους. Τα τρία αυτά κείμενα δεν είναι παρά τρεις ισάριθμοι διάλογοι – με την πλατωνική έννοια του όρου – με τον Σεφέρη και τον Σαραντάρη.»

Και για να θυμηθούμε ότι οι ποιητές σε όποιο απ’ τα σκαλιά της κλίμακας αξιών κι αν έχουν πιάσει θέση, απ’ τα ψηλά ως τα χαμηλά, δεν παύουν να είναι αισθητήρες και να καταγράφουν μιαν αλήθεια ας διαβάσουμε τους στίχους του Αναγνωστάκη από τη συλλογή Η Συνέχεια 2 (Μανόλης Αναγνωστάκης, Τα ποιήματα 1941-1971, Νεφέλη 2000):

 [Αντί να φωνασκώ…]

Αντί να φωνασκώ και να συμφύρομαι 
Με τους υπαίθριους ρήτορες και τους αγύρτες 
—Μάντεις κακών και οραματιστές— 
Όταν γκρεμίστηκε το σπίτι μου
Και σκάφτηκε βαθιά με τα υπάρχοντα
(Και δε μιλώ εδώ για χρήματα και τέτοια)
Πήρα τους δρόμους μοναχός σφυρίζοντας.
Ήτανε βέβαια μεγάλη η περιπέτεια
Όμως η πόλις φλέγονταν τόσο όμορφα
Ασύλληπτα πυροτεχνήματα ανεβαίνανε
Στον πράο ουρανό με διαφημίσεις
Αιφνίδιων θανάτων κι αλλαξοπιστήσεων.

Σε λίγο φτάσανε και τα μαντάτα πως
Κάηκαν όλα τα επίσημα αρχεία και βιβλιοθήκες
Οι βιτρίνες των νεωτερισμών και τα μουσεία
Όλες οι ληξιαρχικές πράξεις γεννήσεων
Και θανάτων —έτσι που πια δεν ήξερε
Κανείς αν πέθανε ή αν ζούσε ακόμα—
Όλα τα δούναι και λαβείν των μεσιτών
Από τους οίκους ανοχής τα βιβλιάρια των κοριτσιών
Τα πιεστήρια και τα γραφεία των εφημερίδων.
Εξαίσια νύχτα τελεσίδικη και μόνη
Οριστική (όχι καθόλου όπως οι λύσεις
Στα περιπετειώδη φιλμ).
Τίποτα δεν πουλιόταν πια.
Έτσι λαφρύς και περιττός πήρα τους δρόμους
Βρήκα την Κλαίρη βγαίνοντας
Απ’ τη Συναγωγή κι αγκαλιασμένοι
Κάτω απ’ τις αψίδες των κραυγών
Περάσαμε στην άλλη όχθη με τις τσέπες
Χωρίς πια χώματα, φωτογραφίες και τα παρόμοια.
Τίποτα δεν πουλιόταν πια.  

 

Δύναμη, λιγάκι άχαρη, αλλά δύναμη. Και έντονη επαφή με την πραγματικότητα. Καθώς έχει έρθει ο «αιών της πληροφορίας», και τον διανύουμε νέοι και γέροι, και η πληροφορία έρχεται από παντού και μας κατακλύζει σαν νερό σε βαθμό που να μη βλέπουμε, να μην ακούμε, να μην καρδιοχτυπούμε, δε βρίσκω πιο ασφαλές μέσο επαφής με την πραγματικότητα από τη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο, τη ζωγραφική, το «εκφράζεσθαι» γενικά.

Ας έχει λοιπόν το βιβλίο την πλατιά γιορτή του, ας είναι αυτή στη Θεσσαλονίκη την άνοιξη και αν θέλουμε οπωσδήποτε ας γίνει μια δεύτερη έκθεση στην Αθήνα το φθινόπωρο με τροποποιημένο στόχο αλλά σε κλειστό χώρο και με αντίστοιχη δυναμική και οργάνωση. Και όσον αφορά το επίπεδο αν είναι υψηλό ή χαμηλό ή μεσαίο, το λουλούδι θέλει χώμα για να γίνει, το χώμα είναι η ποσότητα και η πολυφωνία, σε αυτό το πεδίο θα αναδειχθεί και ο ανθός. Τα μπικικίνια από κάπου να πέσουν, η αίτηση του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού για την ένταξη στο ΕΣΠΑ να ευοδωθεί, ώστε ο πρόεδρός του Χριστόδουλος Γιαλλουρίδης,   η γενική συντονίστρια της φετινής διοργάνωσης Νόπη Χατζηγεωργίου και οι συνεργάτες τους να μας δεξιωθούν και του χρόνου στο «Ντορέ» με το μεγάλο χαμόγελο και την ηθική υπεροχή των ανθρώπων που έφεραν εις πέρας μια δύσκολη αποστολή.

Τζούλια Τσιακίρη