Αρχές δεκαετίας ’80. Παραλιακό χωριό λίγων χιλιάδων κατοίκων 2,5 ώρες από την Αθήνα. Λίγα εξοχικά, αυθαίρετα λυόμενα, ένα δύο ξενοδοχεία με Γάλλους και Γερμανούς κυρίως. Λίγοι και οι παραθεριστές, γνωστοί όλοι μεταξύ τους. Μηδενικές υποδομές, μια ντίσκο, μια δυο καφετέριες βγαλμένες από ταινία με τον Γαρδέλη, ελάχιστα αυτοκίνητα. Οι παραλίες φυσικές και το χωριό είναι χωριό.
Τέλη ’80 – αρχές ’90. Η οικοδομική δραστηριότητα ανθίζει. Πολλά νέα εξοχικά, πιο πολυτελή, φυτρώνουν στα περίχωρα του χωριού. Η αυθαίρετη δόμηση μεσουρανεί, πάντα σύμφωνα με τα έθιμα και τις παραδόσεις του τόπου. Περισσότερα αυτοκίνητα, νέα μπαράκια και καφέ, κάποιες πρώτες υποδομές. Χιλιάδες οι νεαροί και οι νεαρές μετατρέπουν το χωριό και τις παραλίες του σε ένα ιδανικό μέρος για να ανακαλύψεις τη σεξουαλικότητά σου και να τεστάρεις τη δημοτικότητά σου καμιά δεκαπενταριά χρόνια και βάλε πριν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Οι δρόμοι σφύζουν από ζωή και οι νύχτες κυριαρχούνται από τους ρυθμούς της ντόπιας λαϊκο-ποπ μουσικής δημιουργίας και της χάουζ που έρχονται να εκτοπίσουν στο περιθώριο τον απόηχο των 70s και των 80s. Η ντίσκο στέκει ακόμη, αλλά αυτή τη φορά είναι στη σκιά του πάρτυ, με τη στάμπα του περιθωρίου και των ναρκωτικών. Η αστυνομία είναι συχνός επισκέπτης με επιδρομές για την πάταξη της διακίνησης, αλλά και του θορύβου. Τα νέα στέκια δεν ανέχονται τέτοια απομεινάρια του παρελθόντος και οι «αρχές» του χωριού δεν μπορούν παρά να συμφωνήσουν. Άλλωστε η έχθρα με τη ντίσκο κρατάει από την εποχή των Γερμανών και Γάλλων χίπηδων που σκανδάλιζαν το μικρό χωριό. Οι ξένοι τουρίστες συνεχίζουν να έρχονται αλλά τώρα πια μοιάζουν σαν να αποχαιρετούν το άλλοτε μικρό χωριό. Τη θέση τους θα πάρουν σιγά σιγά οι χιλιάδες Αλβανοί και λοιποί «ανατολικοί» που θα πάρουν τη θέση του υπηρετικού προσωπικού για να ολοκληρωθεί η κοινωνική ανέλιξη και να καρφιτσωθεί η ξινίλα στα πρόσωπα, που τη συνοδεύει.
Τέλη ’90 – αρχές του νέου αιώνα. Με τις τσέπες γεμάτες δάνεια, τα ακριβά αυτοκίνητα, την έλευση της κρέμας γάλακτος και των μανιταριών στην κουζίνα, και την εθνική παραίσθηση των Ολυμπιακών Αγώνων, το μεγάλο πλέον χωριό μοιάζει πολύ πασέ για τους νέους αλλά και τους λίγο μεγαλύτερους «επιτυχημένους». Οι διακοπές στα νησιά, σε περιζήτητους προορισμούς και το εξωτερικό κάνουν την επίσκεψη στο εξοχικό σποραδική με την προϋπόθεση να μείνει κρυφή. Δεν είναι ένα μέρος που σου μπουστάρει το εγώ, τα βάζεις και με τους γονείς σου που ήρθαν κι έχτισαν σε αυτό το no name περίχωρο πια της Αθήνας, (1,5 ώρα απόσταση). Τα μαγαζιά λιγοστεύουν, το ίδιο και οι παραθεριστές από τα εξοχικά. Νέα έκρηξη της λίμπιντο, για όσους έχουν ξεμείνει στο χωριό για διακοπές, με τα γεροδεμένα κορμιά των νεαρών «Αλβανών» και τις ανοικτόχρωμες αποχρώσεις των κοριτσιών που διέσχισαν τα σύνορα νύχτα. Οι ξένοι τουρίστες είναι ανάμνηση και οι αυλές και οι παραλίες των κλειστών ξενοδοχείων γίνονται μυστικοί, μαγικοί τόποι για τα νεαρά ζευγάρια που εξερευνούν τον έρωτα και για τις παρέες που τριπάρουν με τα ναρκωτικά που έχουν όλοι σχεδόν στις τσέπες τους.
Αρχές ’10. Η ισχυρή Ελλάδα τρώει τη φάπα της και μαζί της ξεχνιούνται οι high διακοπές. Περισσότερος κόσμος επιστρέφει στα εξοχικά για διακοπές (να κάνουμε τουλάχιστον κανα μπάνιο), αλλά η νυχτερινή ζωή είναι μετρημένη και τα μπουκάλια με τη σέσουλα δίνουν τη θέση τους σε ένα ποτάκι καμιά φορά. Άλλωστε, ποιος έχει διάθεση να συναντήσει τους γνωστούς και να τους πει τι. Καλύτερα σπίτι παρά την ασφυξία που δημιουργεί ο οξύθυμος πια άνεργος πατέρας και η μητέρα που έχει εξαντληθεί. Γιατί πέρα από τα ρημαγμένα οικονομικά του σπιτιού έχει να διαχειριστεί και το πρόσωπο της οικογένειας προς τα έξω. Οι πιτσιρικάδες βρίσκουν πάλι τον τρόπο τους να διακοπάρουν ακόμη και χωρίς χρήματα καθώς τη ζωή δεν την σταματάει τίποτα. Το χωριό ζωντανεύει ξανά αλλά χωρίς εξαλλοσύνες και πολλά πολλά. Εξοχικά μετατρέπονται σε μόνιμες κατοικίες, λιγότερα τα έξοδα και η Αθήνα πλέον στα 40 λεπτά με τον προαστιακό.
Αρχές ’20 (σήμερα). Πρώτο καλοκαίρι μετά από μια πανδημία. Οι μαζεμένες διακοπές στο χωριό φαίνονται η εύλογη επιλογή κι αυτή τη φορά δεν αποπνέουν μιζέρια και ντροπή. Κάνεις το σωστό για αυτούς που αγαπάς. Άσε που εκεί που πήγαμε να συνέλθουμε από τα μνημόνια, πάλι πρέπει να μαζέψουμε ζημιές και η ανασφάλεια κάθεται ξανά στο στήθος. Οι πιτσιρικάδες που θέλουν να βρεθούν ανάμεσα σε αγνώστους για να φλερτάρουν και να αγκαλιαστούν, βρίσκονται μπροστά σε ένα δίλημμα που έρχεται από πολύ πολύ παλιά. Από τη μια η ακατανίκητη επιθυμία για να ζήσεις τη ζωή και από την άλλη το αίσθημα ενοχής απέναντι στους μεγαλύτερους, την οικογένεια, τους παππούδες. Αυτή τη φορά όχι για την τιμή τους, αλλά για την ασφάλειά τους. Το άγγιγμα και το χάδι αποκτούν ξαφνικά έναν ηλεκτρισμό που είχαν πριν τη σεξουαλική απελευθέρωση. Θα τη βρούν την άκρη. Είπαμε, η ζωή δεν φρενάρεται με τίποτα. To be continued…