Τέτοιες μέρες, 10 χρόνια πριν, η Αθήνα μύριζε δακρυγόνο και κάρβουνο. Η δολοφονία του 15χρονου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από τον ειδικό φρουρό Επαμεινώνδα Κορκονέα (ένα όνομα που συχνά ξεχνάμε, και κακώς) είχε ξεσηκώσει μαθητές, φοιτητές, συνδικάτα κι οργανώσεις.
Αυτές τις μέρες, εν έτει 2018, το Παρίσι μυρίζει δακρυγόνο και κάρβουνο. Δεν προηγήθηκε δολοφονία τούτη τη φορά – αν και οι υποθέσεις του Ανταμά Τραορέ και του Τεό, θυμάτων αστυνομικής βίας, παραμένουν ανοιχτές. Μια αύξηση στη φορολογία των καυσίμων στάθηκε αρκετή για να φορέσουν οι Γάλλοι τα κίτρινα γιλέκα που φέρουν βάσει νόμου στα αυτοκίνητά τους και να κλείσουν δρόμους, να διαμαρτυρηθούν και, εν τέλει, να καταλάβουν το Παρίσι.
Όπως στο Δεκέμβρη της Αθήνας, έτσι και στο Δεκέμβρη του Παρισιού, οι διαδηλωτές έχουν στήσει οδοφράγματα, έχουν δώσει και δεχθεί ξύλο από τα όργανα της τάξης, έχουν κάψει και έχουν καταστρέψει ιδιωτική και δημόσια περιουσία. «Η βία του κράτους είναι η μεγαλύτερη και σημαντικότερη βία», έλεγαν οι συμμετέχοντες και υποστηρικτές του αθηναϊκού Δεκέμβρη. Τα ίδια λένε τα «κίτρινα γιλέκα» και οι υποστηρικτές τους – σημειωτέον πως σύμφωνα με την τελευταία δημοσκόπηση που έγινε επί του ζητήματος στις 2/12 (δηλαδή μια μέρα μετά τα εκτεταμένα επεισόδια του περασμένου Σαββάτου) από την Harris Interactive, 72% των ερωτηθέντων δηλώνουν πως υποστηρίζουν το κίνημα.
Για το δέντρο που κάηκε, τις καταστροφές στα μαγαζιά και το πλήγμα στον τουρισμό εξανίσταντο οι εχθροί του Δεκέμβρη του 2008. Τις ίδιες ανησυχίες έχουν και όσοι βρίσκονται απέναντι στα «κίτρινα γιλέκα» σήμερα. Τα εκατομμύρια που χάθηκαν από τα μαγαζιά που έκλεισαν κακήν κακώς Σαββατιάτικα, οι τουρίστες που άφησαν τα μουσεία και τα πάρκα για τη θαλπωρή του ξενοδοχείου, οι υλικές καταστροφές και η ντροπιαστική εικόνα που στέλνει το Παρίσι στον κόσμο, είναι τα βέλη στη φαρέτρα των αντί-ζιλέ ζον.
Το Δεκέμβρη του 2008, οι Αθηναίοι (και όχι μόνο) δεν διαδήλωναν υπέρ κάποιας ιδέας, κάποιας ουτοπίας. Διαδήλωναν εναντίον του κράτους, εναντίον της αστυνομίας, εναντίον του επερχόμενου εξευτελισμού των ζωών τους στα χρόνια των μνημονίων. Παρομοίως, οι Γάλλοι δεν φαίνεται να διαδηλώνουν υπέρ κάποιας μορφής του μέλλοντος. Δίχως κοινή ιδεολογία, τα «κίτρινα γιλέκα» φωνάζουν, σπάνε και διαμαρτύρονται για να αποφύγουν το μέλλον που βλέπουν να έρχεται ορμητικά κατά πάνω τους: ένα μέλλον δίχως ελπίδα, με ολοένα αυξανόμενες ανισότητες, ένα μέλλον όπου βασιλεύει η αλαζονεία και η περιφρόνηση με την οποία φέρεται ο Εμανουέλ Α’ στους υπηκόους του.
Οι ομοιότητες μεταξύ των δύο Δεκέμβρηδων είναι πολλές, καθώς φαίνεται. Μια στοιχειώδης διαφορά, ωστόσο, είναι αυτή που ίσως και να παίξει τον πιο σημαντικό ρόλο ως προς την εξέλιξη του κινήματος των κίτρινων γιλέκων. Ο Δεκέμβρης της Αθήνας ήταν μαζικός, ήταν δυναμικός και ήταν διαρκής. Ωστόσο, οι διαδηλωτές – ή όπως αλλιώς προτιμάει κανείς να τους αποκαλεί – προέρχονταν σχεδόν αποκλειστικά από το χώρο της αριστεράς. Τα «κίτρινα γιλέκα», από την άλλη, δεν έχουν ιδεολογική ταυτότητα. Οι διαδηλωτές προέρχονται από όλους τους πολιτικούς χώρους, από την άκρα δεξιά ως την άκρα αριστερά. Το κοινό τους σημείο, όμως, είναι το ότι ανήκουν σχεδόν αποκλειστικά στα ασθενέστερα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα. Αυτό το στοιχείο επαναφέρει στην Ευρώπη την ιδέα των ταξικών κινημάτων, τα οποία έχουν ουσιαστικά εκλείψει μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου.
Όπως έχει δείξει η Ιστορία, είτε μας αρέσει είτε όχι, αυτά τα κινήματα του ιδεολογικού αχταρμά είναι που μετατράπηκαν σε επαναστάσεις. Οι πιο πρόσφατες επαναστάσεις, αυτές της αραβικής άνοιξης, δεν είχαν συγκεκριμένα αιτήματα. «Ψωμί, ελευθερία, κοινωνική δικαιοσύνη» φώναζαν στην πλατεία Ταχρίρ οι Αιγύπτιοι, «ο λαός θέλει την πτώση του καθεστώτος» έλεγαν οι Σύροι στη Δαμασκό και το Χαλέπι. Ανάμεσα στους εξεγερμένους, έβρισκε κανείς φιλο-δυτικούς άθρησκους εκσυγχρονιστές, κομμουνιστές και φανατικούς ισλαμιστές.
«Και δες τι έγινε στην Αίγυπτο και τη Συρία», θα μου πείτε. Τα βλέπω. Δεν είπα ότι τα «κίτρινα γιλέκα» θα φέρουν σώνει και καλά ένα καλύτερο αύριο. Έχουν, όμως, τα φόντα να καταφέρουν να ανατρέψουν τον πολυδιαφημισμένο Μακρόν, που αποδεικνύεται, παρά τις σπουδές του, τις μοντέρνες ιδέες του και τη χαρισματική του προσωπικότητα, ένας Πρόεδρος που είναι κακός στη δουλειά του. Η συνέχεια στους δρόμους του Παρισιού.