«Δε θέλουμε ξένους στη γιορτή μας». Ακόμα κι αν δε γιορτάζουμε

Άκουγα ένα διήμερο τώρα τις τοποθετήσεις των εκπροσώπων της πακιστανικής κοινότητας στην Ελλάδα που εξέπεμπαν έναν λιγότερο ή περισσότερο απολογητικό τόνο για ένα γεγονός, για το οποίο δεν θα έπρεπε να νιώθουν την ανάγκη να απολογηθούν, για την απλή παρουσία τους δηλαδή στον δημόσιο χώρο. Βρέθηκαν, ωστόσο, ανακλαστικά κι ακούσια σ’ αυτήν τη θέση ως απόρροια της, πάντα φασαριόζικης, ακροδεξιάς χολής για την προσέλευση μεταναστών στην πλατεία Συντάγματος την παραμονή Πρωτοχρονιάς. Όπως συμβαίνει σ’ αυτές τις περιπτώσεις, είναι η ίδια η μνήμη που μέσα στον απέραντο ωκεανό της, επιλέγει να φέρει στον αφρό κάτι ταιριαστό. Θυμήθηκα, λοιπόν, μια μελαγχολικά εύστοχη διαπίστωση του Maurice Attia στις σελίδες της «Κόκκινης Μασσαλίας». «Οι μετανάστες – έγραφε – ποτέ δε μαθαίνουν καλά τον τόπο της εξορίας τους». Κι όσο τριβελίζει στο μυαλό μου, τόσο σκέφτομαι ότι οι μετανάστες/στριες γνωρίζουν μάλλον με εξονυχιστικές λεπτομέρειες διάφορα στοιχεία της καθημερινότητας της εξορίας τους, όπως πόσα άτομα περιμένουν στη στάση του πρώτου πρωινού δρομολογίου των αστικών λεωφορείων, ποιο είναι το ακριβές μήκος της ουράς σε διάφορες δημόσιες υπηρεσίες, πόση ώρα κάνουν τα φανάρια για να ανάψει πράσινο. Κυρίως, όμως, γνωρίζουν ότι είναι «ξένοι» και ότι ως «ξένοι» δεν μπορούν να μάθουν τον τόπο που ζουν, δεν μπορούν να έχουν καν πρόσβαση στη γνώση για τις κοινωνικές και πολιτιστικές του δραστηριότητες, γιατί δεν είναι προσκεκλημένοι σ’ αυτές.

Μη γελιόμαστε, κανένα πρόσχημα δεν υπήρξε γι’ αυτόν το ντόρο. Ούτε lockdown, ούτε απαγόρευση κυκλοφορίας, ούτε απαγόρευση συναθροίσεων ίσχυε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Μάσκες φορούσαν οι περισσότεροι. Άσε που η επιβολή χρήσης μάσκας στους υπαίθριους χώρους ήταν σχετικά πρόσφατη επαναφορά με αποτέλεσμα να μην έχει εμπεδωθεί πλήρως ούτε από τον γηγενή πληθυσμό. Δεν αναφέρω καν το αυτονόητο, πως οι κατάλληλες μάσκες που προστατεύουν όντως συνεπάγονται ένα οικονομικό κόστος, το οποίο προφανώς δεν μπορούν να επωμιστούν οι φτωχοί άνθρωποι. Είναι άνευ νοήματος μια τέτοια επισήμανση σ’ ένα κράτος που δεν προβλέπει καθολικά δωρεάν testing σε περίοδο έξαρσης της πανδημίας. Επομένως, οι κάθε λογής αντιδράσεις και φωνασκίες είχαν πρόδηλα ρατσιστικό υπόβαθρο. Αντικατόπτριζαν είτε ευθέως, είτε σε λανθάνουσα μορφή το μίσος. Ο Εντουάρντ Λουί κάνει μια σημαντική κωδικοποίηση και διαφοροποίηση για το μίσος. «Το μίσος των κυρίαρχων πηγάζει από την ιδεολογία, γι’ αυτό είναι άκαμπτο, ενώ το μίσος των κυριαρχούμενων δεν είναι παρά ένας αυτοματισμός και άρα είναι πολύ πιο εύκαμπτο» λέει.

Επιπρόσθετα, δηλώνει άγνοια της συνθήκης του Άλλου, όχι ως εγκυκλοπαιδική γνώση αλλά ενσώματα μέσα από την ανταλλαγή με την ετερότητα, και αδυναμία ενσυναίσθησης του τι σημαίνει να είσαι μετανάστης/στρια στην Ελλάδα.  Συνήθως σημαίνει να μένεις σε μικρά, παλιά, υπόγεια, ανήλιαγα και κακοσυντηρημένα διαμερίσματα μαζί με αρκετά ακόμα άτομα, δηλαδή το σπίτι να μην είναι για σένα ένας χώρος άνεσης, ιδιωτικότητας και χαλάρωσης αλλά ένα μέρος υποτυπώδους επιβίωσης. Σημαίνει να δουλεύεις σε βαριές, χειρωνακτικές, κοπιώδεις δουλειές για 12-14 ώρες την ημέρα, πιθανότητα σε κατάσταση μαύρης, ανασφάλιστης και υποαμειβόμενης εργασίας και όταν γυρνάς στο σπίτι σου να πέφτεις ξερός για να βγάλεις την επόμενη μέρα που θα είναι ίδια με την προηγούμενη. Να είσαι μακριά από όλα όσα συνιστούν οικειότητα για σένα, ανθρώπους, οικογένεια, φίλους, γειτονιές και συνήθειες και να συνδέεσαι μαζί τους μόνο μέσα από μια συσκευή κινητού τηλεφώνου, δηλαδή να ζεις με όρους μοναξιάς, έλλειψης και νοσταλγίας. Να βρίσκεσαι σ’ ένα γλωσσικά διαφορετικό περιβάλλον από εκείνο που γνωρίζεις και να μην έχει φροντίσει κανείς ούτε να σε εφοδιάσει με γλωσσικά εργαλεία, ούτε να καταστήσει την πληροφορία μιας, εκ των πραγμάτων, πολυφυλετικής, πολυγλωσσικής, πολυπολιτισμικής χώρας  προσβάσιμη για όλες και όλους. Να μην έχεις ευκαιρίες για ψυχαγωγία και χαρά, να μην σε προσκαλούν σε κανένα ρεβεγιόν, να αποστερείσαι δηλαδή τα συστατικά που υφαίνουν το αξιοβίωτο.

Η στιγμή που οι μετανάστες μαζεύονται στο Σύνταγμα, στο εμβληματικότερο σημείο της πόλης, υψώνοντας με ενθουσιασμό τα κινητά τους για να απαθανατίσουν τα πυροτεχνήματα στην αττική νύχτα και να κάνουν μια βιντεοκλήση με τους δικούς τους σε μια ατμόσφαιρα που δε θα αποπνέει τη θλίψη μιας ζόρικης καθημερινότητας, που συναντιούνται με άλλους μετανάστες σε βραδινή βόλτα κι όχι στο μεροκάματο ή την υπηρεσία ασύλου, που οικειοποιούνται λίγο την κεντρική πλατεία με την προσδοκία μιας γιορτής, είναι η στιγμή ρήξης με την ξενότητα τους και αμφισβήτησης των φυλετικών, εθνοτικών, ταξικών ιεραρχιών. Ένα διάβημα, έστω φευγαλέο μα ουσιώδες, υποκειμενοποίησης. Οι «αόρατοι», οι «περιττοί», οι «αναλώσιμοι» ξεγλιστράνε από την αντικειμενοποίηση, την απομόνωση, τα στερεότυπα κατωτερότητας και μιαρότητας. Αποκτούν ορατότητα και χώρο να αναπνεύσουν, να γελάσουν, να κοιτάξουν ψηλά για να δουν έναν ουρανό που φεγγοβολάει κι όχι ένα ταβάνι που τους καταπλακώνει, να σκεφτούν ότι μπορεί να ανήκουν σε μια κοινότητα και να έχουν μερίδιο σε μια γιορτή. Κι αυτό ενοχλεί. Γαργαλάει το ξενοφοβικό φαντασιακό. Γιατί «δε θέλουμε ξένους στη γιορτή μας». Ακόμα κι αν δεν υπάρχει γιορτή. Ακόμα κι αν δεν γιορτάζουμε τίποτα, καθώς σχοινοβατούμε ανάμεσα σε ερείπια. Κάποια από αυτά είναι δικά μας και θα ήταν προτιμότερο να τα κάνουμε γέφυρες αντί για φαρμακερά και μικρόψυχα τείχη.

Μαρία Λούκα

Share
Published by
Μαρία Λούκα