Προχθές το βράδυ φόρεσα την επίσημη φανέλα της εθνικής ομάδας (ξέρεις, από αυτά τα δώρα που σου στέλνει η διαφημιστική γιατί είναι κάποιος φίλος σου εκεί ή έχουν παρατηρήσει ότι έχει πολλούς followers κι εσύ μετά βάζεις μια φωτογραφία στα social media με τα απαραίτητα hashtags επειδή ντρέπεσαι την επόμενη φορα που θα συναντήσεις τον φίλο σου και δε θα το έχεις κάνει, και μετά από τους υπόλοιπους φίλους σου οι μισοί σε θεωρούν ξεπουλημένο και οι άλλοι μισοί λαμόγιο που ζει με freebies – κάτι που μπορεί να μην είναι αλήθεια αλλά είναι ο στόχος 3 στους 4 που κάνουν τη δουλειά μας). Για να κατέβω στην στοά Κουρτάκη να δω το ματς με την Κοτ Ντ’ Ιβουάρ στις Νύχτες Μπαλίτσας της Popaganda, by the way θα λειτουργήσουν και με Kόστα Ρίκα. Τη φόρεσα για πλάκα. Για χαβαλέ. Για να τρολάρω την πλειοψηφία της ομήγυρης που σαφώς και δεν πίστευει ότι ως Έλληνες έχουμε κάποιο προνομιακό λογαριασμό στην Παγκόσμια Τράπεζα DNA. Ούτε ότι οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες. Ούτε ότι Έλληνες πολέμουν κάπως, έτσι ώστε το σχήμα χωρίς κλασικό φορ που επέλεξε ο Φερναντοσάντος να θεωρείται προσομοίωση κάποιας τακτικής από τη μάχη των Γαυγάμηλων. Γενικώς, έναν (σημαντικό) αγώνα πήγαμε να δούμε, όχι να ξαναθυμηθούμε το Πλατούν – ακόμα κι αν ο λατρεμένος τυπάρας Γιώργος Καραγκούνης άρχισε τα «με τη βοήθεια του Θεού» στις δηλώσεις μετά τη νίκη. Στην στοά Κουρτάκη, λοιπόν, ένιωθα μια χαρά οικεία. Αλλά στα 2 χιλιόμετρα του πηγαινέλα πάνω στη βέσπα, δεν ένιωθα άνετα. Κι αν με περνάνε για φασιστα; Κι αν νομίζουν ότι είμαι από τους ψεκασμένους που πιστεύουν στον «επιούσιο λαό»; Είναι και η, θεσμική πια, χρυσαυγίτικη μαυρίλα της τελευταίας διετίας που μας έχει δηλητηριάσει για τα καλά, πρώτος εγώ βγάζω τέτοια στερεότυπα συμπεράσματα αν δω πχ. τατού ελληνική σημαία.
Ούτε ότι Έλληνες πολέμουν κάπως, έτσι ώστε το σχήμα χωρίς κλασικό φορ που επέλεξε ο Φερναντοσάντος να θεωρείται προσομοίωση κάποιας τακτικής από τη μάχη των Γαυγάμηλων. Γενικώς, έναν (σημαντικό) αγώνα πήγαμε να δούμε, όχι να ξαναθυμηθούμε το Πλατούν
Πρόβλημά μου θα πείτε, αλλά αν κρίνω από την απόλυτα αναμενομενη κουβέντα που ξέσπασε με τη λήξη του ματς -που αλλού;- στα social media ήταν και πρόβλημα (δηλαδή σύμπλεγμα) πολλών. Προσωπικά, πιστεύω ότι φταίει το αρκετά το 2004. Αυτή η αριστερόστροφη διανοουμενίστικη απόρριψη του ποδοσφαίρου ως «οπίου των λαών» και τα ρέστα, πάντα υπήρχε (εδώ η εγχώρια αριστερά κάποτε θεωρούσε εχθρό το rock ‘n’ roll, στο τόπι θα κόλλαγε;). Ακόμα, κι αν αραδιάζοντας δεκάδες διανοούμενους που αγαπούσαν το ποδόσφαιρο μπορείς μεμιάς να τους ακυρώσεις – ο Πέτρος Τατσόπουλος μου έλεγε πρόσφατα ότι ο μακαρίτης ο Κωστης Παπαγιώργης μόνο για μπάλα ήθελε να μιλάει τα βράδια που ξέφευγε από τα διαβάσματα, τα γραπτά και τις σημειώσεις του. Τέλος πάντων, κάποιοι εστέτ το απέρριπταν, δεν ασχολούνταν, βλέπαμε εμείς οι «λαϊκοί »και όλοι ζούσαμε καλύτερα. Όμως το μέγεθος αυτού που συνέβη στο EURO, τα ανέτρεψε όλα. Ξαφνικά όλοι ΕΠΡΕΠΕ να βλέπουν και μπάλα. Το celebrity πανηγυράκι των χορηγών είναι εύκολο να το ανεχτείς, θεωρώντάς το αναπόφευκτο. Μην είμαστε μοναχοφάηδες, δικαίωμα στο πανηγύρι – ειδικά όταν δε συμβαίνει συχνά – έχουν όλοι. Ακόμα και η Ελεωνόρα Μελέτη. Και το μαγιό της.
Κι επειδή σέβομαι και τον Κλιντ Ίστγουντ, φυσικά όλοι έχουν δικαίωμα και στην άποψη.
Μόνο που εχω κι εγώ δικαίωμα να μην παίρνω στα σοβαρά τους άμπαλους. Τους γραφειοκράτες του προοδευτισμού που νοηματοδοτούν καταπώς τους συμφέρει μια μαζική ψύχωση οπως είναι το ποδόσφαιρο.
Που συνδέεται με τα παιδικά μας χρόνια, με το μοναδικό συναίσθημα αυτογνωσίας που σου προκαλεί η νίκη και η ήττα όταν αθλείσαι, με τους ήρωες που κοσμούσαν τα εφηβικά μας δωμάτια, με την εστία κοινωνικοποίησης που μας παρείχε κάθε είδους μπάλα όταν παρατήσαμε τα γήπεδα κι αρχίσαμε τις μπίρες, με τους δεσμούς που λόγω κάποιας ομάδας αναπτύξαμε με φίλους ή αποτελούν βασική αφορμή, ας πούμε, για να συναντιόμαστε με τους πατεράδες μας μπροστά σε μια οθόνη ή ακόμα καλύτερα στην κερκίδα.
Οι περισσότεροι για αυτό το αόριστο άθροισμα των παραπάνω εξακολουθούμε να βλεπουμε «αθλητικά». Γι’ αυτό γκαρίζουμε, βρίζουμε, εκτονωνόμαστε, στενοχωριόμαστε, κάνουμε καζούρα και παρέχουμε ένα αστείο – μερικές το βρίσκουν και σέξι – θέαμα στις φίλες μας. Είναι το μικρό μας Fight Club, το οποίο όπως έγραφε και χθες ο Σταύρος δεν μπορεί πια να ικανοποιηθεί από το γελοίο ελληνικό πρωτάθλημα και γι’ αυτό περιμένουμε κάθε 4 χρόνια το μουντιαλικό event.
Μου φαίνεται αστείο ακόμα και να το γράφω, αλλά αν πανηγύρισες χθες το αμφισβητούμενο πέναλτι του Σαμαρά, δεν είσαι υποψήφιος κυνηγός κεφαλών μεταναστών. Απλά τα σπορ, επειδή δεν είναι όπερα, είναι πιο τραγανά όταν είσαι με κάποιον. Και είθισται όταν παίζει η χώρα στην οποία ζεις και μιλάς τη γλώσσα της, να την υποστηρίζεις. Χωρίς απαραίτητα να φοράς κουκούλες Κου Κλουξ Κλαν, επειδή οι αντίπαλοι είναι Αφρικανοί.
Ο Σαμαράς έσωσε την Ελλάδα στο παρά 1´…σας θυμίζει κάτι;…Ελλαδάρα!
— Άδωνις Γεωργιάδης (@AdonisGeorgiadi) June 24, 2014
Ναι, εξακολουθούμε και σήμερα να είμαστε νεόπτωχοι σε κρίση/no future γενιά χωρίς προοπτική. Ναι, η μοναδική εξέλιξη που προκάλεσε η πρόκριση είναι να γδυθεί η πορνοστάρ της Sirina στο Σύνταγμα (κάτι που τελικά συνέβη, ευτυχώς που κάποιοι είναι ακόμα συνεπείς σε αυτόν τον τόπο). Ναι, εξακολουθούμε να έχουμε μια άθλια κυβέρνηση που διοικεί με ακροδεξιό πρόσημο. Ναι, με το που σφυρίχθηκε η λήξη βγήκαν οι εθνικιστικές κορώνες και υπερβολές από τα συρτάρια της κάθε αίθουσας σύνταξης. Ναι, ο Άδωνις Γεωργιάδης είναι στον κόσμο του. Ναι, ο Ανδρέας Ψυχάρης τη λέει στον Γκάρι Λίνεκερ για το …ποδόσφαιρο. Ναι, το ποδόσφαιρο λειτουργεί ως κατεξοχην όχημα συλλογικής εξαπάτησης των πολλών από τους λίγους. Ναι, το Μουντιάλ είναι μια γιγαντιαία μπίζνα και ο βραζιλιάνικος λαός έχει δίκιο που διαδηλώνει, ακόμα κι αν δεν συγκινεί αφασικούς αρθρογράφους. Όμως η εθνική δεν πήγε στο Μουντιάλ για να αποσοβήσει κάτι απ’ όλα αυτά.
Ας χαλαρώσουμε λοιπόν…
Ειναι μόνο 90 λεπτά. Τόσα θα είναι και με την Κόστα Ρίκα, και μακάρι να υπάρξει και συνέχεια. Άντε λίγο παραπάνω, αν συνυπολογίσουμε το χρόνο που θα μας πάρει να πανηγυρίσουμε ή να λυπηθούμε σαν μπόμπιρες (όπως σε αυτό το βίντεο από την στοά, όταν ευστόχησε ο Σαμαράς στο πέναλτι). Κι αυτό το πρωτόγονα αγνό, άρα ιερό, συναίσθημα, δε γίνεται να το στερηθούμε, (ούτε να το βιώσουμε ενοχικά) επειδή υπάρχουν κι αυτοί που ευχαριστιούνται περισσότερο ένα retweet από ένα όμορφο γκολ.
Θα την ξαναφορέσω λοιπόν τη φανέλα (για το γούρι). Και θα τους ξανατρολάρω τους δικούς μου.