«Έγραψα ένα βιβλίο για πολιτικούς λόγους, και θέλουν να παίξω το παιχνίδι του marketing. Είμαι ένας συγγραφέας που υπέστη βασανιστήρια. Και οι άνθρωποι ξεχνούν γιατί μου συνέβη. Ξεχνούν ότι τα βασανιστήρια είναι πρακτική στο όνομα μιας αφηρημένης δημοκρατίας, στο όνομα μιας αφηρημένης ελευθερίας, και στο όνομα του συγκεκριμένου αντι-κομμουνισμού.»
Περικλής Κοροβέσης στο Nausicaa της Agnes Varda (1970, 90’, ORTF Γαλλία)
Τον Περικλή Κοροβέση δεν τον γνώριζα προσωπικά. Ούτε το Μανώλη Γλέζο. Αλλά δυο τέτοιοι θάνατοι στις παρούσες συνθήκες ιδιώτευσης εγγράφονται κομβικά στην κλίμακα του υπαρξιακού άγχους που συνδέει το πολιτικό με το προσωπικό. Όταν οι κηδείες-λαϊκά προσκυνήματα αντικαθίστανται από ψηφιακό θρήνο στο χώρο μιας παγκόσμιας επιχείρησης με έσοδα 70,7 δις δολάρια το 2019, οι νεκροί καθίστανται πολλαπλώς συμβολικοί. Ένα από τα όσα συμβολίζουν είναι οι ίδιες οι νέες συνθήκες: πληκτρολογούμε απομονωμένες για απώλειες κοινωνικές. Γράφουμε χωριστά, σε περιβάλλοντα πυρηνικής οικογένειας, για ανθρώπους των οποίων η ζωή εκπροσώπησε το δικαίωμα των πολλών στην ανυπακοή, τη γενναιότητα, την αξιοπρέπεια. Το αυτό δικαίωμα έχει αρχίσει να μοιάζει παλιομοδίτικο, αφελές, ακατάλληλο για τις αντικειμενικές αλλά και τις υποκειμενικές μας συνθήκες στον 21ο αιώνα, όταν γίνεται πλέον σαφές ότι «ο κορονοϊός αποτελεί ένα συστημικό τεστ για το κρατικό λογισμικό».
Γεννημένοι στις δεκαετίες του ’20 και ’40 αντίστοιχα, οι Γλέζος και Κοροβέσης ανήκουν από κοινού στην καρδιά του 20ου αιώνα – του αιώνα που σημαδεύτηκε από την πάλη ενάντια στο φασισμό. Αλλά και σε εκείνον τον αιώνα, οι αντιφάσεις υπήρξαν καθοριστικές. Όπως έγραψε μετά το αιματοκύλισμα του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου ο Ούγγρος μαρξιστής φιλόσοφος György Lukács (που η δεξιά κυβέρνηση της Ουγγαρίας εξευτέλισε πρόσφατα με το κλείσιμο του αρχείου του και την μεταφορά του αγάλματός του από το δημόσιο χώρο): “η αντίφαση στο πλαίσιο της οποίας η στρατηγική και οι τακτικές μας δεν καθορίστηκαν από την θεμελιώδη αντιπαράθεση της εποχής, την αντιπαράθεση καπιταλισμού και σοσιαλισμού, αλλά από εκείνη μεταξύ φασισμού και αντιφασισμού, ήταν μια πραγματική ιστορική αντίφαση, μια έκφραση της πραγματικής κίνησης της ιστορίας». Ο 20ος αιώνας απαίτησε άρα να περιθωριοποιηθεί η ουσιαστική αναμέτρηση που αφορούσε στην οικονομική οργάνωση των κοινωνιών ώστε να αναχαιτιστεί μέσα από συμμαχίες λαϊκών μετώπων ο άμεσος κίνδυνος που έθετε για την ανθρώπινο πολιτισμό καθολικά ο φασισμός. Ο Lukács αναγνώρισε ωστόσο ότι πρόκειται για αντίφαση ακριβώς επειδή ο φασισμός δεν είναι παρά η έκτακτη γραμμή άμυνας του καπιταλισμού όταν απειλείται ή όταν οι κρίσεις του (ως συστημικού φαινομένου) οδηγούν σε αμφισβήτηση της ηγεμονίας του κεφαλαίου.
Και ως προς τα παραπάνω, η ιστορική συνθήκη υπήρξε γνωστή: η πάλη κατά του φασισμού ήταν μεν δι-εθνική, αλλά οι κοινωνικές μάζες δεν τάχθηκαν ενωμένες εναντίον του. Αντίθετα, ένα μεγάλο μέρος τους επιθύμησε τον φασισμό – όπως έχει τονίσει πλήθος διανοητών από τον Wilhelm Reich του «Η μαζική ψυχολογία του φασισμού» (1933), τον Georges Battaille που έγραψε το (ως πρόσφατα, πολιτικά αμφιλεγόμενο) “Η ψυχολογική δομή του φασισμού», τον Arthur Rosenberg, συγγραφέα του «Ο φασισμός ως μαζικό κίνημα» (1934), και βέβαια την Clara Zetkin που διέγνωσε ήδη το 1923 στο άρθρο της «Φασισμός» ότι ο τελευταίος ασκεί τη γοητεία του στις τάξεις των εργαζομένων φορώντας τη μάσκα που λέει ‘είμαι ενάντια στο σύστημα’. Αυτή η γνωστή ιστορική συνθήκη του παγκόσμιου διχασμού των μαζών συνέστησε τον κόσμο στον οποίο έδρασαν ο Γλέζος και ο Κοροβέσης.
Πρόκειται για τη συνθήκη που συνεχίζεται στον 21ο αιώνα, ο οποίος δεν εξελίχτηκε όπως προέβλεψε ο Francis Fukuyama στις αρχές της δεκαετίας του ’90, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Ο Fukuyama και λοιποί νεοφιλελεύθεροι μίλησαν τότε για την ανατολή μιας παγκόσμιας δημοκρατίας της ελεύθερης αγοράς. Η ιστορία είχε τελειώσει, το τέλος ήταν αίσιο, και αρκούσε να γίνεται απλή συντήρηση των κεκτημένων. Η παγκοσμιοποίηση εξελίχθηκε μεν έκτοτε ως αυτοκρατορία του κεφαλαίου, όμως η Pax Romana δεν ήρθε ποτέ. Όσο για την προφητεία περί ειρηνικής συνύπαρξης δημοκρατίας – καπιταλισμού, ακόμη και χαμηλών τόνων παρατηρητές έκαναν λόγο ήδη από το 2000 για την άφιξη μιας σκοτεινής «μετα-δημοκρατίας».
Ο 21ος αιώνας (ή η πλανητικά ανοδική καμπύλη της μαζικής διαμαρτυρίας)
Στον αιώνα μας, το πεδίο εκμετάλλευσης επεκτάθηκε τόσο ώστε ο ίδιος ο Fukuyama έφτασε ν’ αναφερθεί στην ανάγκη κατανομής του πλούτου σοσιαλιστικά: κανένα «αόρατο χέρι» της ελεύθερης αγοράς δεν επρόκειτο να επιτελέσει το θαύμα απάλειψης ακραίων κοινωνικο-οικονομικών ιεραρχιών και αποκλεισμών που ορίζουν την παγκοσμιοποίηση. Η οικονομική κρίση του 2008 επέτεινε την κοινωνική δυσφορία όσο και αποτέλεσε ένα προειδοποιητικό μήνυμα για την σχετική ευθραυστότητα της κατάστασης πραγμάτων. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, την προηγούμενη δεκαετία οι μαζικές διαμαρτυρίες αυξήθηκαν παγκοσμίως.
Το 2019 είδαμε αντικυβερνητικές διαμαρτυρίες σε 114 χώρες, ενώ από το 2009 ως το 2019 υπήρξε ετήσια αύξησή τους κατά 11,5% – νούμερο που αυξάνει περισσότερο σε Βόρεια Αμερική και Ευρώπη. Έστω κι αν ως την πανδημία το αυξανόμενο κύμα διαμαρτυριών δεν είχε αναδείξει μια στιγμή-σταθμό όπως η «πτώση του τείχους του Βερολίνου ή η έφοδος στα Χειμερινά Ανάκτορα», η εξουσία γνωρίζει ότι ο Covid-19, που έφερε την κοινωνική απομάκρυνση ως από μηχανής Θεός, εμφανίστηκε σε περίοδο έξαρσης της παγκόσμιας αναταραχής.
Το 2019-20 η δεξιά ως πολιτική έκφραση των συμφερόντων του κεφαλαίου έχει την εξουσία, αλλά όχι μια ακλόνητη ηγεμονία. Ο Covid-19, ως οξεία κρίση στο πεδίο της κοινωνικής αναπαραγωγής με επίκεντρο τα συστήματα υγείας, δίχασε σαφώς, και για πρώτη φορά, τη διεθνή δεξιά: η ελληνική δεξιά διαφοροποιήθηκε από την δεξιά του Trump στις ΗΠΑ και του Johnson στη Βρετανία, ενώ στη Βραζιλία ο στρατός τάχθηκε ενάντια στην κυβέρνηση εθνικής καταστροφής του Bolsonaro. Όσον αφορά όμως στην κρίση στο πεδίο της παραγωγής που συνιστά η πανδημία, ο διχασμός της διεθνούς δεξιάς είναι πολύ πιο υποτονικός. Κρίνοντας από τις πρόσφατες αποφάσεις του Eurogroup και τις σχετικές δηλώσεις της Christine Lagarde για την μη διαγραφή χρεών, δε διακρίνεται κάποια αλλαγή πλεύσης από την πρόταξη της κερδοσκοπίας και της ιδιωτικής συσσώρευσης πλούτου με κάθε δυνατό τρόπο και μέσο.
Η βαναυσότητα του κοινωνικού μας συμβολαίου μάς κοιτά στα μάτια: τα αίτια των μαζικών διαμαρτυριών (επισφάλεια, ιδιωτικοποιήσεις κοινών αγαθών, η καταστροφή του κλίματος και άλλα γνωστά) θα παραμείνουν και θα ενταθούν στην επερχόμενη και πρωτοφανή οικονομική κρίση του 2020-21. Θεωρείται πλέον κοινοτοπία ο ισχυρισμός ότι με αφορμή τις αναμενόμενες περιοδικές επιστροφές απειλών παρόμοιων με τον Covid-19, ο κυβερνητικός αυταρχισμός θα αυξηθεί. Όπως είναι λογικό και επόμενο, θα αυξηθεί με μεγαλύτερο βαθμό συναίνεσης: το κεφάλαιο δεν θα υποχωρήσει οραματιζόμενο μια αλλαγή παραδείγματος και άρα την αυτο-κατάλυσή του. Αντίθετα, ο αυξημένος αυταρχισμός θα αναδειχθεί σε δομικό στοιχείο των μεταρρυθμίσεων που θα απαιτηθούν για τη συνέχιση του υπάρχοντος παραδείγματος. Και αν όντως υπερισχύσει η κινεζική οικονομία στο αύριο της πανδημίας, μια εφ΄όλης της ύλης σύγκρουση δεν αποκλείεται.
Οι νεκροί της αριστεράς, το δυσοίωνο συγκείμενο, η διεκδίκηση του «εμείς»
Σε αυτό το δυσοίωνο συγκείμενο, η απώλεια του βασανισμένου αντιφασίστα που έγραψε το Ανθρωποφύλακες, η απώλεια του ανθρώπου που κατέβασε τη ναζιστική σημαία από το βράχο του σημαίνοντος της ύπαρξης πολιτισμού (με όλα τα «ναι μεν αλλά» ως προς τις απαρχές και την τροχιά της καλούμενης «δημοκρατίας»), η απώλεια όσων γνώρισαν στο πετσί τους τη θεμελιώδη σύγκρουση του 20ου αιώνα και τις μεταλλάξεις της και πήραν τη σαφέστερη δυνατή θέση – αυτή η παρέλαση απωλειών βαθαίνει και εξαπλώνεται ως κρίση του πολιτικού ασυνείδητου της αριστεράς.
Δεν λέω της «εθνικής» αριστεράς γιατί η αφομοίωση των Κοροβέση και Γλέζου σε όποιο αφήγημα εθνικής ενότητας συνιστά προσβολή στα ιδεώδη και στη πρακτική αντίστασης και άρνησης της κυρίαρχης ιδεολογίας που έκρινε την ζωή τους. Η προσβολή είναι συγκρίσιμη, ασφαλώς, με τις δηλώσεις που τοποθετούν τους δυο νεκρούς ως υπερασπιστές μιας αφηρημένης «Δημοκρατίας» και μιας εξίσου αφηρημένης «Ελευθερίας» – ιδεώδη που έχει γελοιοποιήσει και διασύρει ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός στις κοινωνίες του πρόσφατου παρελθόντος μας, και που αναμένεται να βιώσουμε σε χειρότερη εκδοχή στο υπόλοιπο του αιώνα.
Οι νεκροί της αριστεράς, αυτοί που υπερασπίστηκαν τους πρόσφυγες και τις μετανάστριες και πρόταξαν ως κοινωνικό όραμα όχι την «παραγωγή» αλλά την αλληλεγγύη και την κοινοκτημοσύνη του κοινωνικού πλούτου, αυτοί που αντιτάχθηκαν στην καταστολή, αυτοί που στάθηκαν υπέρμαχοι ενός άλλου παραδείγματος, δεν ανήκουν στο φαντασιακό σώμα είτε του έθνους είτε μιας ανθρωπότητας που βρίσκεται σε «πόλεμο» με μία ασθένεια που δήθεν δεν γνωρίζει ταξικές και φυλετικές ιεραρχίες. Όσο ισχύει ότι τη θανατηφόρα ίωση προκάλεσε το υπάρχον σύστημα παραγωγής με την καταστροφή των οικοσυστημάτων και τις μεθόδους που ακολουθεί το κεφάλαιο της παραγωγής τροφής, άλλο τόσο ισχύει ότι υπάρχουν Πολιτείες στις ΗΠΑ που έχουν αποκλειστικά μαύρους νεκρούς. Κι άλλο τόσο ισχύει ότι η νεοφιλελεύθερη υπονόμευση των δημοσίων συστημάτων υγείας (τα οποία ο καπιταλισμός έφτιαξε κάποτε συμβιβαστικά και με μισή καρδιά για να συντηρήσει το απαραίτητο εργατικό δυναμικό, ενώ όνειρό του ήταν πάντα να συρρικνώσει το τελευταίο με αρωγό τις συνεχείς τεχνολογικές ‘αναβαθμίσεις’) προκάλεσε την κρίση που βιώνουμε. Για πόσο ακόμη θα πιστεύουμε στις αγαθές προθέσεις κυβερνήσεων που μόλις πριν σαράντα μέρες ήταν έτοιμες να ξεπουλήσουν το δικαίωμα στη δημόσια υγεία;
Ή αλλιώς: για πόσο ακόμη θα προσυπογράφουμε την ήττα που το status quo επιθυμεί ως έκβαση των αγώνων των Γλέζου και Κοροβέση; Για πόσο ακόμη θα ανεχόμαστε το σφετερισμό των νεκρών της αριστεράς από τους εκπροσώπους του συστήματος στο οποίο αντιτάχθηκαν – το ίδιο σύστημα που οδήγησε στην ανοδική καμπύλη των μαζικών διαμαρτυριών του αιώνα μας; Για πόσο θα μετέχουμε στην αλλοτρίωση της ιστορικής μνήμης που έχει ως στόχο να μας κρατήσει δέσμιες στο μικροαστικό όνειρο της συνέχισης της κοινωνικο-οικονομικής οργάνωσης ‘όπως πριν’ την πανδημία;
Στις παρούσες συνθήκες, τα παραπάνω ερωτήματα μοιάζουν ρητορικά. Ωστόσο δεν είναι. Κι ούτε τέτοια ερωτήματα υπήρξαν ποτέ ρητορικά για το Γλέζο και τον Κοροβέση, που δεν έδρασαν ως μαχητικοί αριστεροί στα νιάτα τους για να συμβιβαστούν με το δόγμα ΤΙΝΑ (Δεν Υπάρχει Εναλλακτική) στο βάθος του χρόνου τους. Αν το προσφιλές αφήγημα της εγχώριας και διεθνούς δεξιάς είναι ότι η επιθυμία κοινωνικής δικαιοσύνης συνιστά νεανική τρέλα, ο Γλέζος και ο Κοροβέσης το διέψευσαν. Αυτή η διάψευση είναι το νόημα της ζωής τους. Και ο μόνος ειλικρινής φόρος τιμής σε αυτούς τους νεκρούς είναι η αναίρεση της τραγικής μας πλέον συναίνεσης στη διαιώνιση της ηγεμονίας με την οποία ήρθαν σε ρήξη. Αν τους οφείλουμε κάτι, είναι το χτίσιμο ενός ‘εμείς’ πέρα από την συναίνεση με όρους υποταγής.