Μερικούς μήνες πριν, ο Στέφανος Κασσελάκης ήταν ένα πρόσωπο άγνωστο στη δημόσια σφαίρα. Το καλοκαίρι των τεράστιων καταστροφών με τις φωτιές από τη Ρόδο μέχρι τον Έβρο βρέθηκε στην πρώτη γραμμή των μετώπων μιλώντας με τις κοινότητες που επλήγησαν, ενώ παράλληλα άρχισε να μοιράζεται στα social media την πολιτική πλατφόρμα που υπηρετεί. Με τρόπο άμεσο, ανθρώπινο, ανοιχτό σε ιδέες, προτάσεις και διορθώσεις, δίνοντας την αίσθηση σε όλους ότι θα διεκδικήσει πιο ενεργό πολιτικό ρόλο. Πράγμα και που τελικά έγινε, όταν ανακοίνωσε τελευταίος την υποψηφιότητα του για πρόεδρος της αξιωματικές αντιπολίτευσης, ανακατεύοντας μια παρτίδα που όπως έδειχναν όλα τότε θα είχε νικήτρια την Έφη Αχτσιόγλου.
Από τη στιγμή της ανακοίνωσής του, σάρωσε την Ελλάδα και μετέδωσε στα social media κάθε του ενέργεια, κάθε συναναστροφή του με τους πολίτες, απευθυνόμενος με αμεσότητα σε αυτούς που θα αναδείκνυαν τον επόμενο πρόεδρο: την εκλογική βάση. Και μέσα σε τρεις εβδομάδες, με μία αντικειμενικά μέτρια και όχι ρηξικέλευθη online καμπάνια, με ειλικρίνεια, ορατότητα, συμπεριληπτικότητα και με ένα μήνυμα για ένα νέο ελληνικό όνειρο, κατάφερε να φέρει στις κάλπες ένα αριθμό ψηφοφόρων που ο ΣΥΡΙΖΑ δεν περίμενε – οι αρχικές προβλέψεις έλεγαν για 40.000 μέλη, τελικά έγιναν 147.000 καθαρά λόγω του δίπολου Αχτσιόγλου-Κασσελάκη – και τελικά να νικήσει προκαλώντας μια συντριπτική ήττα στην Έφη Αχτσιόγλου που διαφαινόταν το αδιαφιλονίκητο φαβορί. Πώς κέρδισε όμως ο Στέφανος Κασσελάκης;
Η ειλικρίνεια του σχετικά με τον σεξουαλικό του προσανατολισμό – μίλησε ανοιχτά για το ότι είναι ένας παντρεμένος gay άντρας – επιβεβαίωσε μεν σε ένα βαθμό την ομοφοβία ενός μέρους της ελληνικής κοινωνίας, ανέδειξε δε πόσο έτοιμο είναι ένα μεγαλύτερο μέρος να ενστερνιστεί τις σύγχρονες επιταγές της συμπεριληπτικότητας χωρίς το παραμικρό ταμπού και πόσο επιθυμεί νέες θεσμοθετήσεις επί του θέματος. Δημιούργησε buzz και ενδιαφέρον σε διάφορα media που τον κάλεσαν να μιλήσει για τη ζωή του και την επιλογή του να ζει ανοιχτά και αναπολογητικά, όπως θα έπρεπε κάθε ΛΟΑΤΚΙ άτομο. Και η χτεσινή του νίκη απέδειξε ότι ένα δημόσιο πρόσωπο μπορεί – και στην Ελλάδα – να υπάρχει και στην πολιτική χωρίς να κρύβει την ταυτότητα του.
Σημαντικό σημείο στη νίκη του έπαιξε η αντίληψη του για την επικοινωνία. Ο Κασσελάκης απευθύνθηκε στην εκλογική βάση μέσα από τα social media με αυτοπεποίθηση και φυσικότητα, χωρίς την αμηχανία ή τα τραγελαφικά αποτελέσματα της άγνοιας που είδαμε στις τελευταίες εθνικές εκλογές από πολιτικούς που αναγκάστηκαν από τους συμβούλους τους να γίνουν tiktokers. Το έκανε σε μικρή κλίμακα και κέρδισε, γιατί οι συνυποψήφιοι σύντροφοι του δεν το έκαναν καθόλου. Το να πηγαίνεις σε καφενεία, σε κάθε νομό, με την ελπίδα ακουμπήσεις τη βάση σου, ενώ η βάση σου -ακόμα και μετά τα 60- είναι στο Facebook είναι από μάταιο μέχρι ανόητο, ανάλογα πως το βλέπεις κανείς. Σίγουρα είναι λίγο, για να κερδίσεις εκλογές, εσωκομματικές ή εθνικές. Η ομάδα της Έφης Αχτσιόγλου ενδεχομένως δεν το αντιλήφθηκε ή δεν νοιάστηκε να μπει σε αυτή την αρένα των social media που είναι ο σύγχρονος τρόπος επικοινωνίας των πολιτικών σε και με όλο τον κόσμο. Τα σταθερά τηλέφωνα πλέον έχουν πάει να κάνουν παρέα στα τηλεγραφήματα. Αν κάνεις καμπάνια με αυτόν τρόπο, το μήνυμά σου δεν θα φτάσει στον παραλήπτη του. Λο-λα-να-ε-να-μη-λο. 1+1 = 2. Τόσο απλά.
Δεύτερο και πολύ σημαντικό. Η θεωρητική κατάρτιση στην ιδεολογική ταυτότητα ενός κόμματος, στον μαρξισμό ή σε όποια κοινωνικοοικομική ιδεολογία πιστεύει κάποιος, δεν αποτελεί εγγύηση για αποτελεσματικότητα. Το ευρύ κοινό δεν νοιάζεται για τους θεωρητικούς της αριστεράς. Νοιάζεται για τις φιλολαϊκές πολιτικές και όχι τις φιλολαϊκές προθέσεις και καταλαβαίνει ότι η ανάλγητη δεξιά των λίγων δεν μπορεί να έχει κοινούς στόχους και συμφέροντα με το προλεταριάτο. Η ομάδα του κομματικού σωλήνα του ΣΥΡΙΖΑ απάντησε στην υποψηφιότητα Κασσελάκη βγάζοντας αριστερόμετρο για τους υποστηρικτές της, πράγμα που μπορεί να εκφράζει τους υποψήφιους και τους συμβούλους τους αλλά καθόλου δεν αφορά -μάλλον προσβάλλει- τους ψηφοφόρους. Το πόσο αριστερός ένας υποψήφιος στην πραγματικότητα είναι για εσωκομματικές εξετάσεις και όχι για το ευρύ κοινό και από τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ αποφάσισε να στραφεί στη βάση του για τον νέο του αρχηγό, όφειλε να φροντίσει να μιλήσει με όρους που αφορούν τη μάζα και όχι τον αυστηρό ιδεολογικό πυρήνα της παράταξης, αλλά και να πρέπει να είναι έτοιμος να δεχτεί κάθε αποτέλεσμα. Ο Κασσελάκης μίλησε με αμεσότητα και ευθύτητα για θέματα που αφορούν τους προοδευτικούς ανθρώπους και έδωσε μια νέα ελπίδα, ενώ η Έφη Αχτσιόγλου, μια υποψήφια overachiever, φεμινίστρια, πετυχημένη, αξιοσέβαστη, βγήκε μπροστά με ξύλινο κομματικό λόγο σε μία εποχή που αυτό είναι το τελευταίο που λειτουργεί. Προφανώς και η απάντηση στα επικοινωνιακά τερτίπια του Κυριάκου δεν μπορεί να επικοινωνηθεί με τη γλώσσα της Έφης Αχτσιόγλου.
Η νίκη Κασσελάκη έδειξε ξεκάθαρα τις ανεπάρκειες που οδήγησαν τον ΣΥΡΙΖΑ στο φετινό εκλογικό αποτέλεσμα, έδειξε ότι οι Έλληνες μάλλον θέλουν να φύγουν από το δίπολο αριστερά-δεξιά και θέλουν να ασχοληθούν με το δίπολο προοδευτισμός-συντηρητισμός, έδειξε ότι η κοινωνία είναι πιο έτοιμη για τη νομική κατοχύρωση της ΛΟΑΤΚΙ ατζέντας από όσο πιστεύουν οι πολιτικοί -δεν είχε καμία σημασία ότι είναι gay ο κύριος Κασσελάκης για τη μάζα των ψηφοφόρων, αντιθέτως, εκτίμησαν την ειλικρίνεια και τον όμορφο σύζυγό του- και απέδειξε ότι η εικόνα είναι δύναμη.