Με το Eurogroup της 24ης Απριλίου να πλησιάζει και, απ’ ό,τι φαίνεται, να παρέρχεται άπρακτο για τα ελληνικά διαπραγματευτικά ζητούμενα, και ταυτόχρονα το ένα κακό νέο να διαδέχεται το άλλο σχετικά με την πορεία της ελληνικής οικονομίας, το ερώτημα που πλέον τίθεται είναι αν, παρόλα αυτά, ένα καλό σενάριο μπορεί, έστω και την τελευταία στιγμή, να προκύψει ως λυτρωτική διέξοδος από το αδιέξοδο μέσα στο οποίο φαίνεται να έχει εγκλωβιστεί η χώρα.
Ο Κρούγκμαν, που ήλθε, είδε, μίλησε και μόλις απήλθε, αρχίζοντας να γράφει στους New York Times τις εντυπώσεις του από το ταξίδι και τις επαφές του στην Ελλάδα, φαίνεται να το πιστεύει, με μία αφοπλιστική, μάλιστα, απλότητα.
Αν, μας είπε, δεν είχατε μπει στο ευρώ, ίσως να ήσασταν τώρα σε καλύτερη κατάσταση. Αν είχατε φύγει από το ευρώ το 2010, μπορεί και πάλι να είχατε γλυτώσει το μνημόνιο και να βρισκόσασταν σε φάση ανάκαμψης έχοντας απαλλαγεί και από ένα μεγάλο μέρος του χρέους. Τώρα, όμως, που έχετε πετύχει τη μεγαλύτερη δημοσιονομική προσαρμογή που επετεύχθη ποτέ και πραγματοποιήσει μία εσωτερική υποτίμηση που ισοφαρίζει τα πλεονεκτήματα μίας επιστροφής στη δραχμή, το μόνο που μπορεί να σας σώσει είναι να μείνετε στο ευρώ, να αποφύγετε τη χρεοκοπία και να επιμείνετε σε ένα μόνο πράγμα: τη μείωση των απαιτούμενων ετησίως πλεονασμάτων, ώστε να περισσέψουν τα λεφτά που χρειάζεστε για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης και τη σταθεροποίηση που επιβάλει η επιστροφή στην ανάπτυξη. Όλα τα άλλα είναι ασήμαντα και επικίνδυνα. Τόσο απλά!
Φάνηκαν, άραγε, το ίδιο απλά και στον Τσίπρα, στον οποίο, εικάζω, ότι τα εξηγούσε στις δυόμιση περίπου ώρες που τον είδε στο Μαξίμου; Θα δείξει.
Το σίγουρο πάντως είναι ότι το καλό αυτό σενάριο προϋποθέτει γρήγορες αποφάσεις στο παρά πέντε της εντός ή εκτός ευρώ χρεωκοπίας και εξίσου γρήγορες πρωτοβουλίες αναδιάταξης των πολιτικών συμμαχιών. Όχι μόνον αυτών που είναι αναγκαίες, αλλά και πιο εύκολες, για τη διεύρυνση κοινοβουλευτικής βάσης της κυβέρνησης. Αλλά, κυρίως, αυτών που επιβάλλονται ενόψει της επαναφοράς της χώρας σε τροχιά σταθερού και αδιαπραγμάτευτου ευρωπαϊκού προσανατολισμού.
Σε κάθε περίπτωση, ο στρατηγικός επαναπροσδιορισμός είναι αναπόφευκτος. Υπαγορεύεται από την ίδια τη μετάβαση του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Από την ίδια, δηλαδή, την αλλαγή της θέσης του στο παιχνίδι του πολιτικού ανταγωνισμού. Είναι μάταιο να συνεχίσει να το παίζει ως ο εξ αντανακλάσεως προνομιακός επικαρπωτής των συνεπειών της απαξίωσης των αντιπάλων του.
Για τον Τσίπρα η πρόκληση είναι μεγάλη. Για το ΣΥΡΙΖΑ, όμως, είναι αλήθεια, το δίλημμα που τίθεται είναι υπαρξιακό. Όχι τόσο γιατί η επανατοποθέτηση της στρατηγικής των πολιτικών συμμαχιών σε μια βάση που δε διακινδυνεύει την ευρωπαϊκή αξιοπιστία της χώρας συνεπάγεται την αναθεώρηση της προεκλογικής του ατζέντας. Όσο, κυρίως, γιατί προϋποθέτει το στρατηγικό επαναπροσδιορισμό του ως αναδιοργανωτή ενός μετα-μνημονιακού κομματικού συστήματος χωρίς τα ζεύγη των αντιθέσεων που συντήρησαν το μεταπολιτευτικό δικομματισμό, αλλά και χωρίς τις αβαθείς διαχωριστικές γραμμές που χαράχτηκαν μέσα από τη σύγκρουση των «αντιμνημονιακών» με τις «μνημονιακές» δυνάμεις.
Σε κάθε περίπτωση, ο στρατηγικός επαναπροσδιορισμός είναι αναπόφευκτος. Υπαγορεύεται από την ίδια τη μετάβαση του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Από την ίδια, δηλαδή, την αλλαγή της θέσης του στο παιχνίδι του πολιτικού ανταγωνισμού. Είναι μάταιο να συνεχίσει να το παίζει ως ο εξ αντανακλάσεως προνομιακός επικαρπωτής των συνεπειών της απαξίωσης των αντιπάλων του. Θα πρέπει υποχρεωτικά να το παίξει ως ενεργητικός και ευρηματικός ανανεωτής των αντιθέσεων, από τη διαχείριση των οποίων θα μπορεί να βγαίνει κερδισμένος συγκεντρώνοντας προστιθέμενα συγκριτικά πλεονεκτήματα.
Στη διάρκεια της κυριαρχίας του το ΠΑΣΟΚ το έκανε επανειλημμένα και με ιδιαίτερη επιτυχία. Μπόρεσε έτσι, σχετικά γρήγορα, να περάσει από την αντιδεξιά ρητορεία στον πραγματικό κοινωνικό μετασχηματισμό και από τον αντιπαραγωγικό κρατισμό στον ταχύρρυθμο εκσυγχρονισμό της δεκαετίας του 1990. Χρειάσθηκε, βέβαια, γι’ αυτό να συγκρουσθεί με τον εαυτό του, χωρίς, όμως, αυτό να κοστίσει την ηγεμονία του. Αντιθέτως, του χάρισε μία μακροημέρευση, σε στιγμές, μάλιστα, που όλοι προεξοφλούσαν τον πολιτικό του θάνατο.
Είναι αλήθεια ότι μετά το 2012 ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να μετεξελιχθεί σε ιστορικό χρόνο ρεκόρ από μειοψηφικό κόμμα διαμαρτυρίας σε ένα πολυσυλλεκτικό κόμμα εξουσίας.
Είναι, επίσης, αλήθεια ότι η θεαματική αυτή μεταμόρφωσή του συναρτάται άμεσα με την πολιτική πλειοδοσία στην αντίθεση προς το μνημόνιο, που είχε, εν τω μεταξύ, ενοχοποιηθεί για τη δραματική συρρίκνωση του εθνικού προϊόντος, την υφεσιακή κατρακύλα της οικονομίας, τη φτωχοποίηση της κοινωνίας και την αποδιοργάνωση της μεσαίας τάξης.
Από μόνη της, ωστόσο, η αντίθεση αυτή δεν μπορεί πλέον να διατηρήσει τη δυναμική που επέτρεψε στο ΣΥΡΙΖΑ να ηγηθεί του «αντιμνημονιακού μετώπου» . Πρώτον, διότι η αντίθεση στο μνημόνιο δεν αρκεί για να τον διαφοροποιήσει από τις λοιπές και δυνάμει ανταγωνιστικές συνιστώσες του αντιμνημονιακού μετώπου. Δεύτερον, διότι δεν είναι αρκετή για να ομογενοποιήσει τις δικές του εσωτερικές συνιστώσες ως επιβάλει η βιωσιμότητά του ως κυβερνώντος κόμματος. Τρίτον, και κυριότερον, διότι ο συνεχιζόμενος αυτοπροσδιορισμός του ως αντιμνημονιακής δύναμης κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να τον φέρει αντιμέτωπο, είτε με την πραγματικότητα των ενδοευρωπαϊκών συσχετισμών, είτε με τη θέληση της συντριπτικής κοινωνικής πλειοψηφίας, που δεν είναι επ’ ουδενί διατεθειμένη να υποστεί τις συνέπειες είτε της ρήξης με την Ευρωπαϊκή Ένωση, είτε της οικονομικής ασφυξίας στην οποία οδηγείται η χώρα μετά από τις εικονικές και, πάντως, αναποτελεσματικές διαπραγματεύσεις των τριών τελευταίων μηνών. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο που έχουν κάνει ήδη την εμφάνισή τους τα πρώτα ευδιάκριτα σημάδια πολιτικής κόπωσης και δημοσκοπικής κάμψης του κυβερνώντος συνασπισμού εξουσίας.
Η μόνη, προς το παρόν, αντίθεση που μπορεί να συντηρήσει την υπεροχή του είναι η αντίθεση της νέας κυβέρνησης στο παλιό δικομματικό σύστημα. Η κοινή γνώμη έχει χρεώσει στο τελευταίο την κατάρρευση της χώρας, της κοινωνίας και της οικονομίας της. Το έχει γι’ αυτό τιμωρήσει εξοβελίζοντάς το στη γωνία μιας απαξιωμένης αντιπολίτευσης.
Η αντίθεση, όμως, αυτή έχει, επίσης, τα δικά της όρια και μια ημερομηνία λήξης. Δεν μπορεί να ανανεώνεται με την ίδια ένταση, αφού η απαξίωση του παλιού έχει ήδη συντελεσθεί. Δεν μπορεί να επικαιροποιείται εσαεί χωρίς να αποκτά ένα νέο περιεχόμενο. Δεν μπορεί να αποκτήσει νέο περιεχόμενο, αν δεν παράξει τα αποτελέσματα που θα το επιβεβαιώσουν με απτό, ορατό και ουσιαστικό τρόπο. Ιδιαίτερα όταν οι εραστές του νέου παραμένουν πολλοί (της Χρυσής Αυγής συμπεριλαμβανομένης), καιροφυλακτούν και θα γίνονται περισσότεροι και γοητευτικότεροι όσο οι νέοι που σήμερα κυβερνούν παλιώνουν φθειρόμενοι από το χρόνο που χάνουν και την εξουσία που ασκούν χωρίς να ανατροφοδοτούν με παραγωγικές πρωτοβουλίες και ποιοτικές διαφοροποιήσεις τις προσδοκίες της κοινής γνώμης.
Παραγωγικές πρωτοβουλίες και ποιοτικές διαφοροποιήσεις από το παραδοσιακό μοντέλο διακυβέρνησης δεν μπορούν, βέβαια, να υπάρξουν ούτε μέσα από την ανακατασκευή πλαστών αντιθέσεων ανάλογων με αυτές που στη μεταπολίτευση χρησιμοποιήθηκαν για να συγκαλύψουν την έλλειψη αυθεντικών ιδεολογικών διαφορών μεταξύ των πελατειακών δικτύων των δύο εναλλασσόμενων στη διακυβέρνηση πολυσυλλεκτικών κομμάτων, ούτε με επικοινωνιακούς χειρισμούς που ωραιοποιούν την πραγματικότητα και μετατρέπουν την εθνική διαπραγμάτευση με τη διεθνή κοινότητα και τους ευρωπαίους εταίρους σε ένα επικίνδυνο παιχνίδι επίρριψης ευθυνών σε (ξένους) «δαίμονες», με τους οποίους ο λαϊκισμός του παρελθόντος, απώτερου και πιο πρόσφατου, εξήπτε τα πάθη και τροφοδοτούσε τις φαντασιώσεις που μετέτρεπαν την ψευδή κοινωνική συνείδηση σε κυρίαρχη εθνική ιδεολογία.
Το μόνο που μπορεί να προσφέρει η δαιμονοποίηση των εταίρων είναι μερικά επιπλέον επιχειρήματα σε όσους εξ αυτών καλλιεργούν τον άλλον μύθο, που θέλει να βλέπει στην Ελλάδα μία προβληματική χώρα, με απροσάρμοστη κοινωνία και προβληματική ευρωπαϊκή ταυτότητα.
Η Αριστερά υπήρξε ιστορικά ένα από τα πρώτα και μεγαλύτερα θύματά του. Θα ήταν από τις μεγαλύτερες ειρωνείες της ιστορίας, αν εξαιτίας του γινόταν κι η ίδια θήτης του εαυτού της, και, δυστυχώς, όχι μόνο.
Δεν αναφέρομαι μόνο στο λαϊκισμό που υπόσχεται τα πάντα στους πάντες χωρίς να προετοιμάζει κανέναν για το ρόλο που του αναλογεί στη συλλογική προσπάθεια επιστροφής της χώρας σε τροχιά ανάπτυξης. Ούτε αναφέρομαι σε αυτόν που ισοπεδώνει τους πάντες, μη επιτρέποντας σε κανέναν να ελπίζει ότι κάποια στιγμή ο επαγγελματισμός και η αξιοκρατία μπορούν να αποτελέσουν και για την Ελλάδα αυτονόητα πρότυπα πολιτικής οργάνωσης και κοινωνικής δράσης. Αναφέρομαι, κυρίως, σε αυτόν που δε μετουσιώνει σε πολιτική συνείδηση την ιστορική γνώση και την εμπειρία του χρόνου μέσα στον οποίο χάθηκαν ή δεν αξιοποιήθηκαν οι μεγάλες εθνικές και κοινωνικές ευκαιρίες. Που δεν επιτρέπει, δηλαδή, και τώρα να φωτισθούν οι πραγματικοί λόγοι για τους οποίους το κομματικό σύστημα κατάφερε να μετατρέψει τη μεγαλύτερη ιστορική επιτυχία της χώρας (την ένταξή της, δηλαδή, στο σκληρό πυρήνα των κρατών της ευρωζώνης) σε καταστροφή των δυνατοτήτων της να πετύχει τη σύγκλισή της προς την κατεύθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης και να ενσωματωθεί, όχι απλά θεσμικά, αλλά και ουσιαστικά, στα αναπτυξιακά, πολιτιστικά, κοινωνικά και πολιτικά πρότυπά της.
Από την εποχή του Δηλιγιάννη μέχρι την εποχή της πρωτοανδρεοπαπανδρεϊκής εξομοίωσης της ΕΟΚ με τις μητροπόλεις του ιμπεριαλισμού που αντιστρατεύονταν τα τριτοκοσμικά εθνοαπελευθερωτικά κινήματα της περιφέρειας του καπιταλισμού, οι αντιδυτικοευρωπαϊκές ιδεοληψίες υπήρξαν, άλλοτε ευθέως, άλλοτε εμμέσως, οι κολυμβήθρες του Σιλωάμ, εντός των οποίων ο νεοελληνισμός εξάγνιζε τις παθογένειες της νόθας απεξάρτησής του από τις ανατολίτικες παραδόσεις του και τις ανορθολογικές προκαταλήψεις του ζώντας το μύθο του ανάδελφου, αλλά εκλεκτού, και γι’ αυτό πάντα υποβλεπόμενου, έθνους.
Η αναβίωση αυτού του μύθου στις μέρες μας θα μπορούσε να δώσει τη χαριστική βολή στις πιθανότητες να προκύψει το καλό σενάριο που, εν ολίγοις, περιγράφει ο Κρούγκμαν και που έχει ως βασική προϋπόθεση την ανάκτηση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ της διεθνούς κοινότητας και της δοκιμαζόμενης Ελλάδας.
Όχι γιατί οι ξένοι είναι άμοιροι των ευθυνών για την κατάντιά της. Ούτε γιατί με τις εμμονές και τις υποτιμητικές και ταπεινωτικές συμπεριφορές τους δεν συνέβαλαν τα μάλλα στην ενεργοποίηση του ελληνικού μεταβυζαντινού συνδρόμου της προτίμησης στο «οθωμανικό φακιόλι» αντί της «παπικής τιάρας».
Αλλά γιατί η δαιμονοποίησή τους δεν προσφέρει κανένα διαπραγματευτικό πλεονέκτημα. Ιδιαίτερα σε μία κυβέρνηση που έχει ήδη αποδεχθεί ότι το μεγαλύτερο μέρος των προαπαιτούμενων για τη χρημαδότηση της χώρας μεταρρυθμίσεων μπορεί κάλλιστα να ενταχθεί στο δικό της πρόγραμμα κοινωνικής σωτηρίας και ότι η εφαρμογή του Νέου Κοινωνικού Συμβολαίου, που θα προτείνει στον ελληνικό λαό τον ερχόμενο Ιούνιο, συνεπάγεται μία, επίσης, νέα συμφωνία με τους δανειστές μας.
Το μόνο που μπορεί να προσφέρει η δαιμονοποίηση των εταίρων είναι μερικά επιπλέον επιχειρήματα σε όσους εξ αυτών καλλιεργούν τον άλλον μύθο, που θέλει να βλέπει στην Ελλάδα μία προβληματική χώρα, με απροσάρμοστη κοινωνία και προβληματική ευρωπαϊκή ταυτότητα.
Ο Γιώργος Σεφερτζής είναι πολιτικός επιστήμονας-αναλυτής