Αρκάς: Η Ζωή Μετά το Χιούμορ

Το 2000 στο Διεθνές Φεστιβάλ Κόμικς που γινόταν τότε στο Γκάζι είχα βρεθεί σε μια μεγάλη αίθουσα που ήταν αφιερωμένη στον Αρκά, με αφορμή τα είκοσι χρόνια παρουσίας του. Θυμάμαι που η αίθουσα είχε πολύ κόσμο –ο Αρκάς τότε βρισκόταν στο αποκορύφωμα της αναγνώρισης μετά την θριαμβικά παραγωγική δεκαετία του ’90-, ότι το πλήθος διάβαζε σιωπηλά τα μεγάλα στριπ που ήταν αναρτημένα στους τοίχους, με τον Κόκορα, τον Ισοβίτη, τη Θέκλα και το μόνο που άκουγες ήταν δυνατά γέλια. Και θυμάμαι ότι ήταν μια στιγμή σχεδόν ευδαιμονική, να νιώθεις ότι σε συνδέει κοινή αίσθηση χιούμορ με παντελώς άγνωστους σου ανθρώπους και ταυτόχρονα ευγνωμοσύνη προς τον δημιουργό που με το πενάκι και τις λέξεις του δημιουργεί ένα αόρατο νήμα, ένα προστατευτικό κουκούλι προσφέροντας γέλιο, ανακουφιστικό αλλά κι ενίοτε γλυκόπικρο. Γιατί αυτό ήταν το γέλιο που προκαλούσε ο Αρκάς. Τότε. 

2019 κι αναρωτιέμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που γέλασα με καινούριο σκίτσο του Αρκά. Δεν θυμάμαι. Κι όπως φαίνεται δεν είμαι η μόνη. Τα τελευταία χρόνια προσπαθώ να πιάσω το αστείο σε ό,τι παρουσιάζει, κι όσο περνάει ο καιρός όλο και δυσκολεύομαι. Τα πρώτα πυρά εναντίον του ξεκίνησαν όταν ο Αρκάς άρχισε να παίρνει ξεκάθαρη πολιτική στάση, αντιπολιτευτική την τελευταία τετραετία. Οι ΣΥΡΙΖΑίοι ενοχλήθηκαν: «Μα τώρα τον έπιασε για πρώτη φορά ο πόνος να σχολιάσει την πολιτική επικαιρότητα;». Δεν έχουν δίκιο. Ο κάθε δημιουργός, ειδικά ο κάθε σατιρικός δημιουργός, έχει το απόλυτο δικαίωμα να διαλέγει ποιο θα είναι κάθε φορά το αντικείμενο της σάτιρας του. Και ποιο το timing της. Ο Αρκάς, για τους δικούς του λόγους, διάλεξε να είναι το κυβερνών κόμμα κι αυτή η τετραετία η αφορμή και η στιγμή για να γίνει απροκάλυπτα πολιτικός. Το θέμα είναι ότι ενώ η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ (πια σκέτο ΣΥΡΙΖΑ) έχει δώσει πάμπολλες αφορμές για ανελέητο τρολάρισμα αλλά και για σαρκαστικό σχολιασμό των κινήσεων της ο Αρκάς δεν κινείται προς καμία από τις δύο κατευθύνσεις. Με έναν υπεραπλουστευτικό λαϊκίστικο λόγο στρέφεται κακόγουστα, και καθόλου ευφάνταστα, όχι εναντίον της κυβέρνησης αλλά εναντίον του κοινοβουλευτισμού. Κι όχι με αντίλογο αναρχικό και πικρό, αλλά με έναν συντηρητικό, σχεδόν φοβικό, λόγο.

Όμως εμένα δε με ενδιαφέρει η πολιτική του τοποθέτηση. 

Ο πρώτος Αρκάς που διάβασα ήταν ο Ισοβίτης. Είχε κάτι αληθινά μαύρο αυτή η ιστορία ενός ανθρώπου που δεν ήταν απλά φυλακισμένος, αλλά φυλακισμένος εφ’ όρου ζωής, και η μοναδική του παρέα ήταν ένα κυνικό ποντίκι που δεν έμοιαζε να αντιλαμβάνεται την τραγικότητα της κατάστασης του φίλου του, ή ακριβώς επειδή την αντιλαμβανόταν κυλιόταν πάνω της με όλη τη βρωμιά του όπως ακριβώς κυλιόταν πάνω της αργότερα το Γουρούνι, που δεν αντιλαμβανόταν το υπαρξιακό αδιέξοδο του Κόκορα. Δεν ήταν όλα τα αστεία του Αρκά «σοφιστικέ», ούτε είχαν αναγκαστικά υπόβαθρο κάποια ουσιαστικότερη αναζήτηση. Ο Αρκάς έκανε και πλάκα πιο χοντροκομμένη, το είχε αποδείξει στο Ξυπνάς μέσα μου το Ζώο ή στον Καστράτο του με τη σεξουαλική απελπισία της Λουκρητίας. Όμως, όταν τα διάβαζες, ένιωθες ότι ο δημιουργός ήταν ξεκάθαρα με το μέρος της που ακόμη και στα χερούλια των τηγανιών έβλεπε έναν δονητή ή στον βασιλικό της γλάστρας έβρισκε αφορμή για να τριφτεί ερωτικά. Όταν διαβάζαμε τη Λουκρητία νιώθαμε την ασφυξία της μέσα στο αποστειρωμένο, κλινικό, ασέξουαλ περιβάλλον της. Το χιούμορ του Αρκά, εκείνη την περίοδο, δεν είχε, ευτυχώς, τίποτα το πολιτικά ορθό, έβαζε στο στόχαστρο του τις οικογενειακές σχέσεις με τις Χαμηλές Πτήσεις, το θάνατο με το Η Ζωή Μετά.  Και γι’ αυτό δεν μπορώ να εκλάβω παρά ως φτηνή δικαιολογία το παρακάτω σκίτσο με το οποίο απάντησε, σχετικά πρόσφατα, σε όσους του ασκούν όψιμη κριτική…

Συγγνώμη αλλά για μένα το πρόβλημα είναι ακριβώς το αντίθετο. Ο Αρκάς έχασε την αίσθηση του χιούμορ μπαίνοντας σε εύκολα, προβλέψιμα, βαρετά ως κι ανόητα μονοπάτια, αποφεύγοντας κάθε τι που μπορεί να προκαλέσει όχι μια επανάσταση –ας είμαστε ρεαλιστές ποτέ δεν το έφτανε ως εκεί –αλλά μια έστω αμυδρή κινητοποίηση των φαιών κυττάρων.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Πώς φτάσαμε από την έξαλλη και όλο ζωή Λουκρητία που δεν σεβόταν τη γριά αφεντικίνα της κι έριχνε τολμηρά υπονοούμενα για τον νεκρό άντρα της στην γελοιογραφία που ο σύζυγος συγκρίνει το σαγόνι της γυναίκας του με ρακέτα του τένις επειδή αρνείται να του κάνει πίπα; Σίγουρα όχι από τη μια στιγμή στην άλλη. Όμως ακόμη και τώρα, παρότι ο Αρκάς έχει δώσει αρκετά παρόμοια δείγματα το τελευταίο διάστημα δεν μπορώ να νιώθω μέσα στο κεφάλι μου «φασαρία» με κάθε του καινούριο ατόπημα. Ατόπημα για μένα φυσικά, η σελίδα του Αρκά έχει (τώρα που γράφω) 915.910 likes. Δεν μπορεί να υποστηρίξει κανείς, σε social media όρους, ότι το κοινό του έχει στρέψει την πλάτη. Όμως νιώθω ότι το πιο δραστήριο τωρινό κοινό του Αρκά είναι κατά κύριο λόγο αυτό που τον ανακάλυψε τα τελευταία χρόνια στο Facebook (είτε του ασκούν κριτική, είτε υιοθετούν το λόγο του), ενώ οι φίλοι από την εποχή των πρώτων άλμπουμ μάλλον έχουν ξεμείνει αδρανείς στη σελίδα παρά τον παρακολουθούν στ’ αλήθεια. Εκτός κι αν έχουν γεράσει κι αυτοί, δεν εννοώ ηλικιακά.

Δεν είναι τυχαίο που πολλές φορές ακούω ή διαβάζω την άποψη «Δεν είναι ο Αρκάς που τα σχεδιάζει πια. Έχει ομάδα που το κάνει γι’ αυτόν».  Υπάρχουν ακόμη και εκείνοι που υποστηρίζουν ότι «δεν ζει καν», δίνοντας στον θρύλο του Αρκά –που ούτως ή άλλως είχε καλλιεργηθεί λόγω του ότι ποτέ δεν μάθαμε την ταυτότητα του- σχεδόν Presley-κές διαστάσεις και μας κάνει να τον φανταζόμαστε να βρίσκεται στο τροπικό νησί που ονειρευόταν ο Κόκορας παρέα με όλους τους παλιούς του ήρωες.

Ακόμη πάντως κι αυτή η άποψη «αποκλείεται να είναι ο ίδιος άνθρωπος που έχει σκιτσάρει εκείνα “τα παλιά” κι αυτά “τα καινούρια”» δείχνει πόσο κι εμείς δεν έχουμε αποδεχθεί ότι οι άνθρωποι γίνεται με τα χρόνια συχνά πυκνά να παρουσιάζουν μια στάση και μια συμπεριφορά που θεωρούμε (εμείς γι’ αυτούς) ότι δεν τους αρμόζει καθόλου. Ο Παναγιώτης Μένεγος είχε καταθέσει εδώ μια παρόμοια νοσταλγία για τον Τζιμάκο αλλοτινών εποχών, μαζί με τον προβληματισμό του για τις απόψεις στα τελευταία χρόνια του. Ξέρω ανθρώπους που έκλαιγαν σαν μικρά παιδιά όταν ο Μίκης πήρε μέρος στο συλλαλητήριο για το Μακεδονικό πέρσι τον χειμώνα, βλέποντας το αριστερό είδωλο των νεανικών τους χρόνων να απευθύνεται και να συντάσσεται με χρυσαυγίτες. Ο Αρκάς δεν είναι Πανούσης και σίγουρα δεν είναι Μίκης. Ποτέ δεν έφτασε σε τόσο υψηλό βάθρο. Όμως υπήρχε η εποχή που νιώθαμε εκείνη την ευδαιμονία ενός ιερόσυλου, τουλάχιστον στο πλαίσιο της ελληνικής κοινωνίας, σαρκασμού ενώ γελούσαμε τόσοι άγνωστοι παρέα σε μια μεγάλη αίθουσα ενός φεστιβάλ κόμικ.

Τώρα μένουμε παγωμένοι μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή μας να αναρωτιόμαστε πόσο ασφυκτικά φυλακισμένος θα ένιωθε ο Ισοβίτης του μπροστά σε αυτό το σκίτσο:

Λίνα Ρόκου

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Το 1998 ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού. Από το 2001 εργάζεται ως δημοσιογράφος.

Share
Published by
Λίνα Ρόκου