«Να σε κοιτάει όπως κοιτάει ο Απόστολος το αργυρό του μετάλλιο». Αυτό, νομίζω, πρέπει να καθιερωθεί ως ευχή. Αν νομίζαμε πως όλα τελειώνουν τη στιγμή που ένα χέρι ακουμπάει τον τοίχο της πισίνας, εξασφαλίζοντας για τη χώρα του ένα τόσο σημαντικό μετάλλιο -σκέψου μόνο τι άνθηση του αθλήματος μπορεί να προκαλέσει στη συνέχεια ένα πρώτο μετάλλιο σε Ολυμπιακούς Αγώνες εντός πισίνας- είναι γιατί δεν υπολογίζαμε τι θα ακολουθούσε. Μια απονομή, δηλαδή, που θα συνόψιζε με τον πιο συγκινητικό τρόπο ένα πλήθος συναισθημάτων. Σε ένα βλέμμα που επιτέλους θα ξέσπαγε. Και θα κατέγραφε τόσο καθαρά ό,τι έκρυβε μέσα του ο Απόστολος Χρήστου. Το οποίο παρεμπιπτόντως είχε ξεκινήσει μέρες πριν, με τον πιο «ανάποδο» τρόπο.
Η πρώτη σπουδαία εμφάνιση του Απόστολου Χρήστου θα ήταν τρεις μέρες πριν στον τελικό των 100μ. ύπτιο. Του βασικού αγωνίσματός του. Τότε που θα πετύχαινε την καλύτερη θέση της ελληνικής κολύμβησης σε Ολυμπιάδα, την τέταρτη θέση σε ένα τελικό. Μόνο που αυτό δεν θα του ήταν αρκετό. Όχι με τον τρόπο που έγινε. Για δύο εκατοστά του δευτερολέπτου θα έχανε την ευκαιρία να ανέβει στο βάθρο -ο πρωταθλητής Ευρώπης τερμάτισε σε 52.41 και ο Αμερικανός Ράιαν Μέρφι, που πήρε την τρίτη θέση σε 52.39- κι αυτό ο Απόστολος δεν μπορούσε να το καταπιεί. «Η τέταρτη θέση δεν μου λέει τίποτα, τι τέταρτη, τι όγδοη», θα έλεγε αφήνοντας ελεύθερα, άφιλτρα, την απογοήτευση του να πνίξει την οθόνη κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων που ακολούθησαν την αντικειμενικά μεγάλη επιτυχία – μέχρι εκείνη τη στιγμή το καλύτερο πλασάρισμα για Έλληνα κολυμβητή σε πισίνα Ολυμπιακών ήταν η πέμπτη θέση που είχαν πάρει αμφότεροι ο Σπύρος Γιαννιώτης το 2004 στα 1.500μ. ελεύθερο και ο Κριστιάν Γκολομέεβ το 2021 στα 50μ. ελεύθερο.
Και κάπως έτσι εξέφρασε και τη σκέψη του να μην κατέβει στα 200μ. γιατί τι νόημα θα είχε. Δεν ήταν το βασικό του αγώνισμα, η ψυχολογία του έπιανε ξεκάθαρα πάτο, πιο κάτω κι από δεύτερο υπόγειο, καμία όρεξη, τσάμπα κόπος. Φαντάσου.
Την άλλη μέρα, βεβαίως, το σκέφτηκε ξανά πιο καθαρά, πιο ψύχραιμα, στα 28 του χρόνια είχε μια δεύτερη ευκαιρία σε αυτούς τους αγώνες, άκουσε τον πατέρα του να του λέει: κάνε μια προσπάθεια στα 200 και πάρε το εκεί», μπήκε στην πισίνα, έσφιξε τα δόντια, τσέκαρε τις στροφές του, έριξε μια ακόμη ματιά στην εκκίνηση του, άλλαξε την ψυχολογία του και είπε, υποθέτουμε, πάμε δυνατά και όπου βγει. Και βγήκε.
Ο Χρήστου έπεσε στην πισίνα και πήρε από την αρχή ένα μεγάλο προβάδισμα. Γύρισε στο πρώτο 100άρι σε 55.14, πιο γρήγορα ακόμη κι από το πέρασμα του Άαρον Πίρσολ στο ακατάρριπτο παγκόσμιο ρεκόρ που είχε σημειώσει το 2009. Έχει ενδιαφέρον να ακούσεις τους παρουσιαστές του Eurosport που τον «ανακαλύπτουν» στην πορεία της κούρσας. Κανείς δεν τον «περίμενε». Κανείς δεν τον πρόσεχε. «Είμαστε χαρούμενοι γιατί θα είμαστε σε ωραία θέση» είχε πει ο προπονητής του, Παναγιώτης Βελέντζας, όταν ο Χρήστου είχε περάσει στον τελικό. Δεν ξέραμε τι σημαίνει αυτό, ώσπου είδαμε την κούρσα. Η θέση δύο στην πισίνα, δεν σου επιτρέπει να φαίνεσαι τόσο καθαρά στους υπόλοιπους κολυμβητές. Όσο εσύ τρέχεις σαν τσιτάχ μέσα στο νερό, οι άλλοι νομίζουν πως πλατσουρίζεις σαν ιπποπόταμος. Ώσπου σε βλέπουν μπροστά τους.
Το κόλπο έπιασε. Μπορεί το φαβορί, ο Ούγγρος Χούμπερτ Κος, να κατάφερε να μειώσει τη διαφορά και να τον προσπεράσει, δεν έγινε το ίδιο όμως και με τους άλλους. Η δεύτερη θέση με 1:54.82 ήταν δική του (συντρίβοντας το πανελλήνιο ρεκόρ του Απόστολου Σίσκου, 1:55.42, από τις 19/6 στο Βελιγράδι) και το αργυρό μετάλλιο ήταν έτοιμο να προσγειωθεί λίγο αργότερα στο στήθος του.
«Έφυγα από την Κόλαση και πήγα στον Παράδεισο» θα πει αμέσως μετά τη νίκη, όταν όλοι έτρεξαν πάνω σε αυτό το παιδί από τα δυτικά προάστια της Αθήνας, για μια δήλωση αλλά και για ένα «ευχαριστώ» ή για ένα «είδες βρε, φαντάσου να τα παράταγες». Γιατί πολλές φορές τα καλά έρχονται από εκεί δεν το περιμένεις. Νόμος. Συμπέρασμα. Δίδαγμα. Και από αυτά έχει πολλά η ιστορία αυτή. Μην το βάζεις κάτω. Πάνω από όλα η καλή ψυχολογία. Σεβασμός σε κάθε επιτυχία και ευγνωμοσύνη σε κάθε μεγαλύτερη. Δεν πρέπει να παραπατάμε κάθε προσπάθεια που κάνουμε, ακόμα κι αν πιστεύουμε ότι δεν μπορούμε να τα καταφέρουμε, όπως θα δηλώσει κι ο ίδιος.
Νομίζω πως βασικός στόχος του Απόστολου Χρήστου δεν ήταν ένα μετάλλιο, αλλά να μας κάνει να κλαίμε καλοκαιριάτικα, όπως μου είπε ορθώς και ένας φίλος συνονόματος. Είτε στις παραλίες, είτε στα τσιμεντένια κουτάκια των πόλεων, το σύνθημα που έδωσε «τώρα βαλαντώνουμε στο κλάμα», όταν έπιασε στα χέρια του το μετάλλιο, το κοίταξε και άφησε τα συναισθήματα του ελεύθερα, ανεξέλεγκτα για πρώτη ουσιαστική φορά, μας ένωσε όλους – φορτισμένα και συντονισμένα. Το ένιωθες, δεν μπορεί να μη το ένιωθες.
Υποθέτω, αυτό συμβαίνει πάντα όταν μια αθλητική υπερπροσπάθεια δικαιώνεται. Έχει συμβεί πολλές φορές στο παρελθόν, θα συμβεί και άλλες τόσες και στο μέλλον. Αυτή η βαθιά ανακούφιση και το κρυφό ή φανερό δάκρυ και χαμόγελο του ανθρώπου που προσπαθεί με λύσσα απέναντι σε αντιξοότητες για να φτάσει στον σκοπό του, και να που το καταφέρνει, είναι ένα κύμα που σε παίρνει και σε σηκώνει. Σε όποιο άσχετο μικρόκοσμο κι αν κρύβεσαι.