Η Μάγδα Φύσσα είχε περασμένο στο λαιμό της ένα μεταλλικό μεταγιόν με χαραγμένη τη μορφή του Παύλου. Τις στιγμές που δυσκολεύονταν πολύ και δεν είχε που να κρατηθεί, το τριβε με τα χέρια της. Ήταν η ασπίδα της απέναντι στην αηδία και το ψέμα που πλημμύρισαν την αίθουσα του Εφετείου στο ανώτερο δυνατό επίπεδο. Και κάπως έτσι σήμερα ο Παύλος που λείπει, ήταν εκεί. Η επίκληση του δικού του ονόματος λειτούργησε σαν ξόρκι που λύνει το σφίξιμο και μετατρέπεται σε μια συλλογική βροντή που απαιτεί να νικήσει η ζωή κόντρα στη φασιστική δυστοπία.
Η σημερινή μέρα ήταν ιστορική. Η δική μας Νυρεμβέργη. Ο Νίκος Μιχαλολιάκος, ένας άνθρωπος βουτηγμένος μέχρι το μεδούλι στο φασιστικό δηλητήριο, αφού από τα 16 του συμμετέχει, οργανώνει, υποκινεί πλήθος εγκληματικών ενεργειών, ο αρχηγός των ναζί και νοσταλγός των πιο ειδεχθών καθεστώτων, έκατσε επιτέλους στο εδώλιο του κατηγορουμένου.
Δεν του ήταν άγνωστη αυτή η θέση. Είχε κάτσει στο σκαμνί τη δεκαετία του 70 για μια σειρά από επιθέσεις όπως στη βρετανική πρεσβεία, εις βάρος δημοσιογράφων στην κηδεία του βασανιστή της χούντας Μάλλιου, σε κινηματογράφους με τοποθέτηση βομβών. Μετέπειτα, όμως, τη σκαπούλαρε, αφήνοντας έκθετα τα τότε πρωτοπαλίκαρα του όπως συνέβη με τη δολοφονική επίθεση εις βάρος του Δημήτρη Κουσουρή από τον υπαρχηγό του «Περίανδρο». Οι αρχές που φέρθηκαν στον παρελθόν με εξόφθαλμη αβρότητα στους χρυσαυγίτες, φρόντισαν οι ευθύνες να αφήσουν ανέγγιχτο τον αδιαφιλονίκητο αρχηγό τους.
Τώρα, όμως, η κλεψύδρα των συγκαλύψεων και των υπεκφυγών έχει στερέψει. Ο απόλυτος ηγέτης της ναζιστικής συμμορίας έπρεπε να απολογηθεί για το αδικοχαμένο αίμα.
Οι θέσεις στην πλευρά του αντιφασιστικού ακροατηρίου είχαν γεμίσει ένα δίωρο πριν ανέβει η έδρα. Τις τελευταίες μέρες όποιον κι αν συναντούσες σου έλεγε «θα τα πούμε την Τετάρτη στο δικαστήριο». Υπήρξαν άτομα που ζήτησαν άδεια από τη δουλειά τους, που μετέθεσαν τις υποχρεώσεις τους, που δεν πήγαν στη σχολή τους για να είναι εκεί με την επίγνωση της ιστορικότητας που έφερε η συγκεκριμένη συνεδρίαση αλλά και μ’ ένα βαθύ αίσθημα αλληλεγγύης ότι απέναντι στο τέρας κανείς και καμία δεν πρέπει να μένει μόνος. Λίγοι χώρεσαν. Οι περισσότεροι έμειναν απ’ έξω περιμετρικά κυκλωμένοι από μια ασυνήθιστη αστυνομική παρουσία αλλά οι φωνές τους κάπως υψώνονταν πάνω από τις κλούβες και άπλωναν ένα σινιάλο ανυποχώρητου αγώνα στην πόλη.
Μέσα η Μάγδα, ο Τάκης, η Ειρήνη, οι συγγενείς τους, οι φίλοι του Παύλου που ήταν μαζί του όταν έπεφτε νεκρός από τη μαχαιριά του Ρουπακιά, ο πατέρας του Σαχζάτ Λουκμάν που είδε το σώμα του παιδιού του να επιστρέφει σε φέρετρο στο Πακιστάν. Κι απέναντι ένας άλλος κόσμος που όταν συνειδητοποιούμε ότι υπάρχει, μας τρομάζει. Μια μάζα στρατιωτικοποιημένων οπαδών του μίσους, αδιαπέραστων από τον ανθρώπινο πόνο, έτοιμων να δηλώνουν υποταγή στον αρχηγό και να ποδοπατήσουν την αξία της ύπαρξης. Με «εγέρθητι» τον υποδέχτηκαν. Σηκώθηκαν όρθιοι όταν μπήκε στην αίθουσα και δε ντράπηκαν, γιατί και η ντροπή προϋποθέτει μια ορισμένη ικανότητα ενσυναίσθησης που δε διαθέτουν.
Η διαδικασία διήρκησε κάτι παραπάνω από τρεις ώρες. Στα πρώτα 50 λεπτά ακούσαμε τον κακοαρθρωμένο και γεμάτο κλάψα μονόλογο του φύρερ. Δήλωσε «αθώος» κάνοντας λόγο για «πολιτική σκευωρία». Αποποιήθηκε την ιδεολογία του, χαρακτηρίζοντας τον εαυτό του «εθνικιστή και όχι ναζιστή», παρότι το 2012 κοκορευόταν ότι «είμαστε η σπορά των ηττημένων του 1945, οι εθνικιστές, οι εθνικοσοσιαλιστές, οι φασίστες».
Έπαθε κενό μνήμης όταν ρωτήθηκε για τη φράση «είμαστε χρυσαυγίτες, εθνικοσοασιαλιστές» και αναβάφτισε το ναζιστικό χαιρετισμό σε «ελληνικό χαιρετισμό των εθνικιστών του Μεσοπολέμου». Αρνήθηκε το καταστατικό στοχοποιώντας ονομαστικά το δημοσιογράφο Δημήτρη Ψαρρά σε τραμπούκικη χορωδία με τον αδερφό και δικηγόρο του Τάκη Μιχαλόλια. Εξιστόρησε κάποια αποσπασματικά κομμάτια της ιστορικής του διαδρομής, η οποία συνέπλευσε σε κάποια τμήματα της με στελέχη της κυβέρνησης, όπως ο Μάκης Βορίδης, καθότι προέρχονται από την ίδια ακροδεξιά μήτρα.
Για τη δολοφονία Φύσσα έκανε τον ανήξερο. Ισχυρίστηκε ότι δε γνώριζε τον Ρουπακιά και προσπάθησε να την υποβαθμίσει σε απλό οπαδό. Αν και καταγράφεται κλήση του Λαγού προς τον ίδιο στις 12.40 το βράδυ της δολοφονίας και ενώ είναι γνωστό ότι ο Λαγός είχε ενημερωθεί ήδη από τον Πατέλη για το γεγονός, επέμεινε ότι η συνομιλία τους με το Λαγό αφορούσε άσχετα πράγματα, ότι ενημερώθηκε την επόμενη μέρα. Δε θυμάται αν ο Λαγός ήταν μαζί του στο αυτοκίνητο την επόμενη μέρα, όπως είχε καταθέσει ο ακροδεξιός ευρωβουλευτής. Δεν ήξερε γιατί όλο το τάγμα της Νίκαιας βρέθηκε εκείνη τη νύχτα στο Κερατσίνι στήνοντας ένα καρτέρι θανάτου στον Παύλο Φύσσα.
Άδειασε το Λαγό για τις συνομιλίες του με τον Πατέλη και το Δεβελέκο. Άδειασε τον Πατέλη, λέγοντας ότι τον απέλυσε από τα γραφεία και ότι έκτοτε δεν τον έχει ξαναδεί σε κομματική οργάνωση. Ήρθε, δηλαδή, σε ευθεία αντίφαση με τις καταθέσεις Λαγού και Πατέλη. Την ανάληψη πολιτικής ευθύνης που είχε κάνει σε παλιότερη συνέντευξη του, την ανακατασκεύασε παιδαριωδώς κάνοντας λόγο για «ρητορικό σχήμα». Για την περιβόητη επικείμενη ομιλία του στη Νίκαια, για την οποία θα μοίραζαν τα άφαντα τρικάκια τα μέλη της τοπικής, δήλωσε ότι δεν είχε αποφασίσει σίγουρα αν θα την κάνει και ότι του φάνηκε «παράξενο» να έβγαιναν για τρικάκια το βράδυ.
Για τη δολοφονία Φύσσα είπε χαρακτηριστικά «έγινε μια συμπλοκή και ο Ρουπακιάς δολοφόνησε έναν άλλο». Δεν τόλμησε ούτε μια φορά να ξεστομίσει το όνομα του Παύλου, γιατί ήξερε ότι θα πνιγόταν με τις λέξεις του. Τους έδωσε όλους, αποκήρυξε διαστρεβλώνοντας τα πάντα, είχε μια και μοναδική στρατηγική να σώσει τον εαυτό του. Γιατί αυτή είναι η πεμπτουσία του φασισμού. Επίδειξη ισχύος στους αδύναμους και τους ευάλωτους, ξεφόρτωμα των ευθυνών και αλληλοεξόντωση όταν κληρώνει η ιστορία. Όχι, δεν έκανε καμία αρχηγική εμφάνιση. Να γλιτώσει προσπάθησε. Το πολιτικό και ηθικό του βάρος, πάντα ελάχιστο, σήμερα εκμηδενίστηκε. Μόνο στο τέλος ψέλλισε κάτι για τα «ορφανά του Μαρξ» για να συσπειρώσει με ναζιστικά κλισέ το ακροατήριο του. Τον συνόδευσαν στην αποχώρηση του κραυγάζοντας «Αίμα, Τιμή, Χρυσή Αυγή» κρυμμένοι πίσω από τις πανοπλίες των αστυνομικών.
Αυτό το «ο Παύλος ζει/ Τσακίστε τους ναζί» ,όμως, που άκουσαν από τόσο κοντά και τόσο έντονα, θα τους κατατρέχει στη θλιβερή και σκοτεινή ζωή τους.