Απολογία Κασιδιάρη: Η σχεδόν μονολογική και κακόηχη πρόζα ενός φυρερίσκου

Ο άνθρωπος που άσκησε έμφυλη βία σε τηλεοπτική μετάδοση, έπαιξε καθοδηγητικό ρόλο σ’ ένα από τα πιο ειδεχθή ρατσιστικά πογκρόμ που συντελέστηκαν στους δρόμους της Αθήνας, παρακίνησε τους κατοίκους του Ασπρόπυργου στην τέλεση εγκλημάτων μίσους εις βάρος Ρομά πολιτών, άρθρωσε αγοραίο ομοφοβικό λόγο μέσα στο Κοινοβούλιο ήταν αναμενόμενο ότι θα διέθετε εκείνο το απαραίτητο πλεόνασμα ξετσιπωσιάς, ώστε να μετατρέψει μια αίθουσα δικαστηρίου σε πάλκο κατά το σαιξπηρικό «ο κόσμος είναι μια θεατρική σκηνή».

Σ’ αυτή τη «σκηνή» ο άλλοτε εκπρόσωπος και υπεύθυνος εκπαίδευσης της ναζιστικής οργάνωσης, Ηλίας Κασιδιάρης επιδίωξε μια πρωταγωνιστική εμφάνιση κατά την 392η συνεδρίαση της δίκης της Χρυσής Αυγής.

Από νωρίς το πρωί, προτού ακόμα οι δικαστές καθίσουν στην έδρα είχε φανεί ότι η απολογία Κασιδιάρη θα χρησιμοποιούνταν για τις ανάγκες συσπείρωσης της υπό διάλυσης ομάδας. Η – για πολλούς μήνες – ηχηρά κενή πλευρά του ακροατηρίου που διατίθεται για την υπεράσπιση, γέμισε με ανθρώπους που προφανώς έμειναν ανέγγιχτοι από το αίμα που χύθηκε από χρυσαυγίτικα χέρια και πρόθυμα παρουσιάστηκαν για να αποτελέσουν την πολυάριθμη συνοδεία του Κασιδιάρη στο εδώλιο.

Η άλλη πλευρά, αυτή των θυμάτων, των πενθούντων υποκειμένων και του αντιφασιστικού κινήματος ήταν επίσης γεμάτη, όπως σταθερά συμβαίνει από τη στιγμή που ξεκίνησαν οι απολογίες των κατηγορούμενων, γιατί είναι ξεκάθαρο ότι σ’ αυτή τη διαδικασία αναμέτρησης με την ανευθυνότητα, την αμετροέπεια, την αντιανθρώπινη απάθεια των δολοφόνων κανείς και καμία δεν πρέπει να μείνει μόνος.

Ο πρώην βουλευτής της Χρυσής Αυγής Ηλίας Κασιδιάρης εξέρχεται από το Εφετείο, Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2019. ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΑΠΕ-ΜΠΕ/Παντελής Σαίτας

Ο Ηλίας Κασιδιάρης προσήλθε με κουστούμι και γραβάτα, για να σκεπάσει με τα κολαριστά υφάσματα του «καθωσπρέπει» πολίτη τη σβάστικα που έχει χαράξει στο μπράτσο του και που τόσο αβίαστα προσπάθησαν να ξεπλύνουν τα μιντιακά πλυντήρια του ακροδεξιού lifestyle, μιας και υπήρξε το «αγαπημένο τους παιδί».

Φορτωμένος με μπόλικη χαρτούρα για να ακουμπήσει κάπου το εντελώς έωλο αφήγημα της πολιτικής δίωξης. Το ξεδίπλωσε ανενόχλητα στα πρώτα 20 λεπτά της απολογίας του αναπαριστώντας το θύμα μιας πολιτικής σκευωρίας σ’ ένα μοτίβο προβαρισμένης λεκτικά και κινησιολογικά απαγγελίας. Μίλησε για παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων ο τύπος που δεν αναγνώριζε καν την ιδιότητα του ανθρώπου σε όποιον ξέφευγε από τον αρχέτυπο του λευκού Ελληναρά.

Όταν η Μάγδα Φύσσα – διαρκώς παρούσα στην αίθουσα – διερωτήθηκε «δεν είπες τίποτα γι’ αυτά που έκανες», ακούστηκε ο αντίλαλος μιας βουκολικής βοής μ’ ένα παρατεταμένο και ξεδιάντροπο «εεε».

Στο στάδιο των ερωτήσεων αρνήθηκε να απαντήσει σε ερωτήσεις που αφορούσαν στον έγγραφο και διάχυτο θαυμασμό του προς τον Χίτλερ – τον οποίο είχε χαρακτηρίσει «μέγα κοινωνικό αναμορφωτή» σε αρθρογραφία του, στον εθνικοσοασιαλιστικό χαιρετισμό, στο ναζιστικό τατουάζ με τη σβάστικά, στη φωτογραφία που απεικονίζεται με τη σημαία της Βερμαχτ και την οποία αρχικά απέδωσε σε φωτομοντάζ μόνο που εντοπίστηκε στο κινητό του. Ενέταξε όλα τα παραπάνω στη σφαίρα της «ελεύθερης διακίνησης ιδεών» και κρύφτηκε πίσω από αυτό το επιχείρημα για να μην τοποθετηθεί. Ισχυρίστηκε ότι η ιδεολογία της Χρυσής Αυγής κινείται εντός της νομιμότητας, όταν μόνο οι γνωστές υποθέσεις που βαραίνουν την οργάνωση εμπερικλείουν το μισό ποινικό κώδικα.

Το ρατσιστικό πογκρόμ που ακολούθησε μετά τη δολοφονία του Μανώλη Καντάρη το Μάιο του 2011 για το πρωτοπαλίκαρο του Μιχαλολιάκου ήταν μια «αυθόρμητη συγκέντρωση». Είδε οργή αλλά δεν είδε επεισόδια, παρότι χτυπήθηκαν ανελέητα μετανάστες, ενώ δύο μέρες μετά στην ίδια περιοχή δολοφονήθηκε με φασιστική μεθοδολογία ο 21 χρονος μπαγκλαντεσιανός Αλιμ Αμπνούλ Μάναν και η μνήμη του παρέμεινε αδικαίωτη, καθώς ποτέ δε διερευνήθηκε σοβαρά το συγκεκριμένο έγκλημα. Ενώ με αγόγγυστη άνεση χαρακτήρισε «ατυχές συμβάν» τη βία που άσκησε σε δημόσια θέα το 2012 στη Λιάνα Κανέλλη και τη Ρένα Δούρου – πράξη που επικροτήθηκε φωναχτά από τον ίδιο τον αρχηγό. Επιχείρησε, όπως κάνουν οι περισσότεροι κατηγορούμενοι στη δίκη, να αποσυνδέσει τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα από τη Χρυσή Αυγή παρά τα πειστήρια που καταδεικνύουν τον πολύ οργανωμένο τρόπο που έδρασε το τάγμα εφόδου της Νίκαιας και την ανάληψη πολιτικής ευθύνης από τον Μιχαλολιάκο.

Τον Ρουπακιά, λέει, τον είδε για πρώτη φορά στα δελτία ειδήσεων και υποβάθμισε το ρόλο του σε απλού υποστηρικτή, ενώ έχει καταγραφεί η συμμετοχή του σε πολλές διαδικασίες της οργάνωσης και ο ρόλος του ως μέλους του πενταμελούς στην τοπική της Νίκαιας. Μάλιστα για να διανθίσει τον εντελώς ανυπόστατο ισχυρισμό του με κάποιο επίχρισμα κύρους, ανέτρεξε στο περιβόητο σούπερ του τηλεοπτικού σταθμού Σκαι «τον σκότωσε για το ποδόσφαιρο». Γιατί εκεί οδηγεί ενίοτε η σπουδή εξίσωσης ή συσκότισης της φασιστικής βίας. Γίνεται καραμέλα στα χείλη φασιστών. Ευτυχώς ανίσχυρη.

Αντιστοίχως, τον ανήξερο έκανε για τα υπόλοιπα εγκλήματα της ναζιστικής οργάνωσης. Για την πανομοιότυπη ενδυμασία και τα «παιδιά με τα μαύρα» οριακά παρουσίασε τα μπλουζάκια της Χρυσής Αυγής σαν  fashion trend της εποχής, όπου «πωλούνταν μαζικά με πέντε ευρώ στη λαϊκή».

Υπήρξε προσβλητικός σε διάφορα σημεία και ιδιαίτερα εριστικός απέναντι στον αναπληρωτή εισαγγελέα, όπου προκαταβολικά διεμήνυσε ότι δεν πρόκειται να απαντήσει στις ερωτήσεις του, γιατί θεωρεί ότι δεν εργάζεται για την αλήθεια αλλά για τη συγκάλυψη. Εξίσου προσβλητική ήταν και η συμπεριφορά των δικηγόρων υπεράσπισης με άκομψες υποδείξεις προς τους δικαστές και ονομαστικές στοχοποιήσεις Μέσων και δημοσιογράφων.

Στις κάτι παραπάνω από δύο ώρες που διήρκεσε η σχεδόν μονολογική του πρόζα απέφυγε να δώσει εξηγήσεις σε καίρια θέματα της δικογραφίας, επανέλαβε τη λέξη «νομιμότητα» περισσότερες φορές απ’ όσες μπορεί να την έχει ανασύρει σε όλη την υπόλοιπη ζωή του και κατέφυγε σε φθηνές και αφελείς εκδοχές για να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Παρά ταύτα, στο κρισιακό και διαρκώς συρρικνούμενο έδαφος της Χρυσής Αυγής προσπάθησε να διατηρήσει ζωντανή την αρχηγική του φιλοδοξία, επιβεβαιώνοντας εν τέλει μια ανάλγητη, αμετανόητη και πυρηνικά ακροδεξιά προσωπικότητα. Όταν ολοκληρώθηκε η διαδικασία βγήκε έξω – με συνοδεία πάντα -, έκανε δηλώσεις περί «επικείμενης τελικής δικαίωσης» και πήδηξε το καγκελάκι της Αλεξάνδρας –  on camera πάντα, γιατί η καλλιέργεια της σημειολογίας της «μαγκιάς», όσο πρόχειρη ή άγαρμπη κι αν είναι λειτουργεί κυρίως με όρους θεάματος.

Απλά σ’ αυτή την «παράσταση» του νεοναζισμού πρωταγωνιστεί ο θάνατος, όπως έγραφε ο Μάνος Χατζιδάκις. Καμουφλαρισμένος σε κουστούμι ή ωμός με το στιλέτο στο χέρι. Και δεν ξεγελιέται κανείς πια.

Μαρία Λούκα

Share
Published by
Μαρία Λούκα