Αποικία ακροδεξιάς βίας και θρησκόληπτης ανευθυνότητας

Διανύουμε τις μέρες του κινδύνου. Δεν αχνοφέγγει ο κίνδυνος, ούτε καραδοκεί. Είναι εδώ. Πελώριος και τρομακτικός. Εγκατεστημένος πάνω στο λαιμό μας, να τραντάζει το κεφάλι μας και να κόβει τις ανάσες μας. Δεν ξέρουμε αν θα μας συνθλίψει πρώτα η ακροδεξιά τρομοκρατία ή η επιδημία, έτσι όπως τέμνονται στο τούνελ ενός ιλιγγιώδους σκοταδισμού, σμπαραλιάζοντας βασικές αρχές του κράτους δικαίου, της δημοκρατίας, του ορθολογισμού.

Γι’ αυτό οι δεήσεις μας δεν απευθύνονται στο Θεό αλλά στις εισαγγελικές αρχές της χώρας, μήπως βγουν από την εκούσια καραντίνα της απραξίας και παρέμβουν ώστε να μείνει τίποτα όρθιο, να διασωθεί κάτι από το εγκληματικό κράμα μίσους, άγνοιας και αποπνικτικής δεισιδαιμονίας.

Η ελληνική κοινωνία ξανάζησε περιόδους, όπου οι ναζί κυκλοφορούσαν ανενόχλητοι στους δρόμους, επιβάλλοντας με μαχαίρια και ρόπαλα την αισθητική του φασισμού και την κουλτούρα του φόβου, διαπράττοντας στυγερά εγκλήματα. Η τριετία 2010- 2013 με τα ρατσιστικά πογκρόμ στον Άγιο Παντελεήμονα, τις επιδρομές στο κέντρο της Αθήνας, τις εφόδους σε Λαϊκές Αγορές και αντιεξουσιαστικά στέκια, τα μαχαιρώματα και τα χαστούκια σε τηλεοπτική μετάδοση, είναι πολύ νωπή για να τη λησμονήσουμε. Χρειάστηκε ένας αταλάντευτος αντιφασιστικός αγώνας, ποτισμένος με το αίμα του Παύλου Φύσσα, του Σαχζάζ Λουκμάν, των αιγύπτιων αλιεργατών, των μελών του ΠΑΜΕ και πολλών ακόμα, μια επίπονη και εξονυχιστική δικαστική διερεύνηση, το μεγαλείο ανθρώπων όπως η Μάγδα Φύσσα, η συσπείρωση μέρους του πολιτικού, επιστημονικού και καλλιτεχνικού κόσμου για να περιοριστεί η φασιστική δράση και η απήχηση της. Λίγο πριν ολοκληρωθεί, όμως, η δίκη της Χρυσής Αυγής, διαμορφώθηκαν εκείνες οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που ξηλώνουν την προσπάθεια και ξαναβγάζουν την ακροδεξιά στο δημόσιο χώρο, με το στιλέτο στα δόντια και τη φωτιά στο χέρι.

Από τον Έβρο μέχρι το Αιγαίο ένα σουλάτσο ακροδεξιών τραμπούκων περιφέρεται και καταστρέφει.

Μέχρι στιγμή έχουν καταγραφεί ο εμπρησμός της δομής προσωρινής φιλοξενίας προσφύγων και μεταναστών Stage 2 στη Συκαμνιά της Λέσβου, η πυρπόληση του σχολείου «One happy family» απέναντι από τον καταυλισμό του Καρά Τεπέ στη Λέσβο, φωτιά σε αποθήκη Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης στη Χίο, δύο εμπρησμοί οχημάτων εθελοντών σε ΜΚΟ στη Σάμο, απειλές και επιθέσεις εις βάρος δημοσιογράφων, ακτιβιστών και εργαζομένων σε ΜΚΟ και στα τρία νησιά. Ελάχιστες από αυτές τις δράσεις, ξεκάθαρα ακροδεξιάς απόχρωσης, που στοχοποιούν τους πρόσφυγες αλλά και κάθε είδους θεσμική ή άτυπη βοήθεια προς τον προσφυγικό πληθυσμό, έχουν καταδικαστεί βροντερά από τη συντεταγμένη Πολιτεία και έχουν διερευνηθεί ποινικά. Σε μεγάλο βαθμό παραμένουν ατιμώρητες με την κρατική αλαλία να δίνει ένα σινιάλο ανοχής στη βία.

Μόλις χθες, αφού είχε βουίξει ο τόπος και είχαν εξωθηθεί σε πρόωρη έξοδο δεκάδες εργαζόμενοι και εθελοντές στη Μόρια αφήνοντας την αναγκαστικά λίγο πιο έρημη μέσα στην πληθυσμιακή της ασφυξία, έκανε παρεμβάσεις ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Βασίλης Πλιώτας για ορισμένες από τις παραπάνω ενέργειες. Και να δούμε αν θα εισακουστεί ή εάν θα λειτουργήσει απλώς σαν μια πρόσκαιρη κίνηση κατευνασμού των ψιθύρων.

Για τον Έβρο, η ενημέρωση είναι ελάχιστη και αποσπασματική, καθώς στην περιοχή δεν έχουν πρόσβαση ανεξάρτητες πηγές πληροφόρησης και ως εκ τούτου η αλήθεια είναι εξαιρετικά δύσκολο να διακριθεί στο ομιχλώδες τοπίο της προπαγάνδας και των απαγορεύσεων.

Το βέβαιο είναι ότι υπάρχουν ένοπλες περιπολίες πολιτών που από μόνο του είναι προβληματικό και χαράζει ένα ολισθηρό μονοπάτι «αυτοδικίας», όπου ο καθένας θα μπορεί να ερμηνεύσει με τα δικά του κριτήρια τι συνιστά απειλή και θα αναλαμβάνει το ρόλο του τιμωρού στη βάση φυλετικών, εθνοτικών και θρησκευτικών ιεραρχήσεων.

Τους έχουμε δει να ποζάρουν περήφανα και να κάνουν δηλώσεις στην κάμερα με φορτωμένες καραμπίνες στην πλάτη τους. Ακίζονταν μαζί τους κορδωμένος ο υπόδικος ευρωβουλευτής με ηγετικό ρόλο στις επιθέσεις της Χρυσής Αυγής στις γειτονιές του Πειραιά, Γιάννης Λαγός. Ο δημοσιογράφος του CNN Greece Κώστας Πλιάκος που προπηλακίστηκε κι ο ίδιος, τους παρακολούθησε να πιάνουν μετανάστες και να τους χτυπούν. Ο εκδότης της εφημερίδας «Η Γνώμη του Έβρου», Γιάννης Λασκαράκης σε μια αρθρογραφία που εξέπεμπε γνήσια αγωνία, μίλησε για «εθνικιστικό και μισαλλόδοξο τσουνάμι», ζητώντας τη συμπαράσταση των προοδευτικών πολιτών.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Στον Έβρο, επίσης, υπάρχουν νεκροί. Τουλάχιστον τρείς. Ο 22 χρονος Σύρος Μοχαμαντ αλ Αράμπ με την υπόθεση του οποίου ασχολήθηκε η ανεξάρτητη και αναγνωρισμένης αξιοπιστίας ερευνητική ομάδα του Forensic Architecture και επανήλθαν χθες οι New York Times, ενισχύοντας τις αρχικές καταγγελίες για θάνατο από ελληνικά πυρά. Ο Μουχάμαντ Γκουλζάρ, πρώην ένοικος του City Plaza, την υπόθεση του οποίου έχουν αναδείξει διεθνή τηλεοπτικά δίκτυα και το Κέντρο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Δικηγορικού Συλλόγου Κωνσταντινούπολης.  Ενώ στις 9 Μαρτίου οι ίδιες οι αστυνομικές αρχές ανακοίνωσαν ότι εντοπίστηκε πτώμα αγνώστου ανδρός αφρασιατικής καταγωγής στην κοίτη του ποταμού Έβρου. Δε νοείται ένα κράτος που θέλει να θεωρείται έστω και ελάχιστα σοβαρό, να ξεμπερδεύει με τους νεκρούς επαναλαμβάνοντας μονότονα τη φράση “fake news”. Συνιστά ύβρη έναντι της ιερότητας της ζωής και προθάλαμο ζούγκλας. Οφείλει τουλάχιστον να εξετάσει τις συνθήκες θανάτου, να δώσει πειστικές απαντήσεις που δε θα εμπαίζουν τα ντοκουμέντα και να αναζητήσει ευθύνες, ακόμα κι αν πρέπει να στρέψει τον καθρέφτη στο πρόσωπο του. Κατ’ αντίστοιχο τρόπο οφείλει να τοποθετηθεί και ενδεχομένως να λογοδοτήσει για την αποκάλυψη στο ίδιο ρεπορτάζ των New York Times περί ύπαρξης «μυστικού κέντρου» στην περιοχή Πόρος, όπου πρόσφυγες κρατούνται, κακοποιούνται και επαναπροωθούνται στην Τουρκία. Να μας πει αν η ακροδεξιά δεν ξαμολήθηκε μόνο στο δρόμο αλλά μπατσακώθηκε και στον κρατικό μηχανισμό.

Ένταση μεταξύ ελληνικών δυνάμεων ασφάλειας και μεταναστών που επιχείρησαν να περάσουν στην ελληνική πλευρά, στις Καστανιές Έβρου, Τετάρτη 4 Μαρτίου 2020. ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΟΣΙΔΗΣ

Και δεν έφταναν οι ντόπιοι. Ήρθαν και απ’ αλλού. Στη Μυτιλήνη εμφανίστηκαν γερμανοί ναζί, αναμοχλεύοντας φωναχτά και επιθετικά μνήμες από τη σφαγή των Καλαβρύτων, στον Έβρο υπάρχουν ενδείξεις για τη δράση παρόμοιων ομάδων από Γερμανία και Αυστρία, στελέχη του κόμματος της Λεπέν ανακοινώνουν ότι θα περιοδεύσουν στα ελληνοτουρκικά σύνορα και θα συναντηθούν στην Αθήνα με το Φαήλο Κρανιδιώτη, ενώ η εφημερίδα Berliner δημοσιεύσει πληροφορίες για κινητοποίηση 100 ακροδεξιών από διάφορες ευρωπαϊκές χώρες με στόχο την απόβαση στην Ελλάδα.  Κάτω από ποια λογική τα σύνορα, που μένουν επτασφράγιστα για πληθυσμούς που δικαιούνται προστασία σύμφωνα με τις διεθνείς συνθήκες, ανοίγουν για τους απανταχού φασίστες;

Την ίδια στιγμή, στο κρίσιμο μέτωπο μιας ενδεχόμενης επιδημίας του κορονοιού, η Ιερά Σύνοδος εκδίδει μια ανακοίνωση που αποτελεί επί της ουσίας μέθοδο διασποράς ενός ιού, καθώς αντιβαίνει στα επιστημονικά δεδομένα και μπολιάζει τα μυαλά των ανθρώπων με επικίνδυνες ιδεοληψίες και ενοχές, ρισκάροντας την υγεία τους στο βωμό ενός ξεροκέφαλου παιχνιδιού εξουσίας. Ξεκάθαρα, λοιπόν, η Εκκλησία  δεν τηρεί στάση υπευθυνότητας,  οι παπάδες επιμένουν να καλούν σε εκκλησιασμό ή ακόμα και να κοινωνούν χωρίς γονική συναίνεση, όπως καταγγέλθηκε.

Είναι σίγουρα απογοητευτικό αλλά δεν έχει ανατεθεί σε αυτούς η διακυβέρνηση της χώρας και η προστασία της δημόσιας υγείας. Αυτό είναι αρμοδιότητα της Πολιτείας. Το γεγονός ότι η κυβέρνηση δειλιάζει να συμπεριλάβει την Εκκλησία στα μέτρα προστασίας και να παύσει την αναπαραγωγή ανυπόστατων αντιλήψεων, είναι εξωφρενικό και διακυβεύει πολύ σοβαρότερα ζητήματα από το άγχος κάθε πολιτευτή να μη δυσαρεστήσει την ενορία του. Δε γίνεται όταν μαζικοί λατρευτικοί τόποι, όπως η Μέκκα, να κλείνουν, στην Ελλάδα τα μέλη του Κοινοβουλίου να κονταροχτυπιούνται για το ποιος θα κάτσει πιο μπροστά στη λειτουργία της Κυριακής. Όπως δε γίνεται τσαρλατάνοι της κακιάς ώρας να εμπορεύονται το φόβο των ανθρώπων, πουλώντας αλοιφές που υποτίθεται ότι θωρακίζουν τον οργανισμό έναντι του κορονοιού και να μην ενεργοποιείται καμία ποινική διαδικασία.

Τα γράφω μαζί, όχι τόσο για τη χρονική τους σύμπτωση, όσο γιατί πιστεύω ότι εφορμούν από το ίδιο έδαφος. Μπροστά μας χτίζεται μια εκδοχή ελληνικότητας, βγαλμένη από τα σπλάχνα του συντηρητισμού, με βασικές ουσίες την «πατρίδα» και τη «θρησκεία» στην πιο οπισθοδρομική τους μορφή και σε μια αδιάλειπτη ενότητα μεταξύ τους.

Σ’ αυτή την αφήγηση ο «καλός Έλληνας» – αρθρώνεται πάντα με όρους αρρενωπότητας – ξιφουλκεί εναντίον ενός κατασκευασμένου εχθρού που μπορεί να είναι εξωτερικός και άοπλος ή εσωτερικός, δηλαδή οποιοσδήποτε αμφισβητεί τη συνοχή της. Βαφτίζει «προδότες» όσους αντιδρούν στο μισαλλόδοξο παροξυσμό, μοιράζοντας σφαίρες και απειλές κατά της ζωής τους  στα social media – έχουμε λάβει μπόλικες τον τελευταίο καιρό. Καταλύει τη νομιμότητα αλλά το κάνει στο όνομα της εθνικοφροσύνης, οπότε διαφεύγει του νόμου. Είναι καλός χριστιανός, δηλαδή τηρεί απαρέγκλιτα τις προσταγές της Εκκλησίας, αψηφώντας τις εκκλήσεις της επιστήμης και πολλαπλασιάζοντας τον κίνδυνο για τους ευάλωτους συνανθρώπους του.  Ένα δόγμα «κοινωνάω και πολεμάω» σφυρηλατείται και ευνοεί μόνο τις δυνάμεις του σκοταδισμού.

Το ερώτημα στο τέλος της ημέρας είναι πάντα το πώς θα επιλέξουμε να ζήσουμε.

Αν θα ζήσουμε σε μια αποικία ακροδεξιάς βίας και νοσηρής θρησκοληψίας, διασπείροντας μίσος και ασθένειες, περιστρεφόμενοι ανάμεσα στις καραντίνες και τις καραμπίνες.

Είναι ο πιο σίγουρος δρόμος για να μη ζήσουμε όλες και όλοι και να μη ζήσουμε καλά.

Μαρία Λούκα

Share
Published by
Μαρία Λούκα