Άνθρωποι #2

Έλεγε κάποια πράγματα για την μητέρα του. Είχε έρθει στην Κω σαν αντιπρόσωπος ενός εκδοτικού οίκου. Έτυχε να είμαι απέναντι του όταν  μιλούσε για τη ζωή του στον αδερφό μου. Η μητέρα του ζούσε σε γηροκομείο της Αθήνας. Έπασχε από γεροντική άνοια. Άνοια που είχε προχωρήσει σε μεγάλο βαθμό. Εκείνος είχε μελαγχολήσει. Δεν ήξερε αν στην επιστροφή η γερόντισσα θα τον αναγνώριζε. Ήτανε πια ενενήντα δύο χρονών. Κάποια στιγμή χτύπησε το κινητό του. Ήταν  αυτή.  Η μητέρα του. Της είπε για πολλοστή φορά μέσα στη μέρα και με μειλίχιο ύφος στην απάντηση του ότι βρισκόταν σε ταξίδι. Μιλούσε ωραία ελληνικά και ο λόγος του ήταν γλαφυρός και ακριβής στην απόδοση των συναισθημάτων του. Δεν είναι απλή κατάσταση αυτή με τον ανοιακό ασθενή. Ο άλλος μας κρατάει ζωντανούς. Όταν η μνήμη του πεθάνει χάνουμε μια ορίζουσά μας. Δεν θυμάμαι το όνομα του κυρίου. Είχα αρχίσει να καταθλίβομαι απ’ την περιγραφή  της περιπέτειας της μητέρας του. Ξεχάστηκα μέσα σε συναισθήματα μου θλίψης και συμπόνοιας και δεν συγκράτησα το όνομα του. Υπάρχει και αυτή η άνοια. Η άνοια του εσωστρεφούς.     

Ο Κωνσταντίνος είναι ένα σπάνιο πλάσμα. Πρόκειται για παθολογική περίπτωση μυθομανούς. Αυτή η εκτροπή του απ’ τον ορθολογισμό και την ειλικρίνεια δεν είναι καθόλου ενοχλητική. Αρκεί να κατανοείς κάποια στιγμή ότι αυγατίζει τις αλήθειες του με γερές δόσεις από δελεαστικές, ψεύτικες λεπτομέρειες. Ο Κωνσταντίνος είναι πολύ ανασφαλής.  Ήθελε να γίνει καλλιτέχνης και βρέθηκε στα μικροβιολογικά εργαστήρια του Νοσοκομείου Ευαγγελισμός. Αυτή η ξαστοχιά του στον επαγγελματικό του προσανατολισμό, δημιούργησε στην ψυχή του ένα έλλειμμα. Προσπαθεί με φαντασιώσεις και επινοήσεις να νιώσει επάρκεια στα θέματα που πιστεύει ότι ηττήθηκε. Παρεισφρέουν στην ομιλία του σπουδαίες θεατρικές παραστάσεις, κινηματογραφικές ταινίες, αριστουργηματικά βιβλία.  Τα αναλύει όλα χωρίς να είναι σε θέση να κάνει σε ικανοποιητικό βαθμό κάτι τέτοιο. Η προσωπική του ζωή βρίθει από βιτσιόζικους έρωτες. Όταν την αφηγείται με λεπτομέρειες,  δανείζεται κομμάτια απ’ το έργο του Μαρκησίου Ντε Σαντ, του Γκιγιώμ Απολλιναίρ, του Ραμπελαί και άλλων. Η αγγελική ομορφιά του, το ατσαλάκωτο ντύσιμό του και η υστερική σχέση του με την καθαριότητα καταποντίζουν τα λεγόμενα του στο έθος του να καταθέτει ψεύδη. Νομίζει πως απ’ την ελευθεριότητα προσπορίζεται το διαβατήριο της ένταξης του στις πιο απαιτητικές παρέες καλλιτεχνών.

Καλια και Φώτης

Διονυσία

Ένα ερημικό (μέσα μου) απόγευμα θέλησα να δω κάποιον φίλο μου. Να πιούμε καφέ. Επειδή ήμουν άσχημα, δεν μπορούσα ούτε τα πόδια μου να σύρω, να κρατήσω τον εαυτό μου ψηλά. Ήταν κάτι εξαιρετικά δύσκολο και αποφάσισα να φτάσω στον τόπο του ραντεβού παίρνοντας ταξί. Ο οδηγός ήταν ένας εξαιρετικά μορφωμένος άνθρωπος. Τόσο μορφωμένος που άκουγα ενεός όσα μου έλεγε για το προσφυγικό. Είχε την μοναδική ικανότητα να συλλέγει πληροφορίες γύρω απ’ το συγκεκριμένο ζήτημα, υποθέτω και με τα άλλα προβλήματα του καιρού μας θα είναι το ίδιο οξυδερκής και διορατικός, και να τις αποκρυσταλλώνει στην μόνη αποδεκτή αλήθεια. Λάτρης της ενημέρωσης, όχι μόνο των γνωστών μέσων αλλά και εκείνης η  οποία  έχει για πυλώνα  την ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ των ανθρώπων που γεμίζουν το αμάξι του. Ίσως η δική μου άγνοια για ιστορικά γεγονότα  να είναι τόσο αδικαιολόγητη που γι’ αυτό ο ταξιτζής μου έδωσε την αίσθηση πως ήταν αυθεντία ολκής. Αν κάτι δεν μου άρεσε ήταν ότι είχε αποδεχτεί πολύ την ανθρώπινη φύση και καθόταν πια στη θέση του παρατηρητή  περιμένοντας μοιρολατρικά να συμβεί ό,τι ήταν να συμβεί. Ο ρασιοναλισμός του δεν μπορούσε να θρέψει κανένα όραμα στη σκέψη του για να δώσει φλόγα σε κάποια επαναστατική ιδέα. Αυτά που καταθέτω δεν μπορεί να είναι κάτι παραπάνω από ένα επιπόλαιο ψυχογράφημα του. Ίσχυε για όσο τον είχα δίπλα μου. Δεν θα σας γράψω τί μου είπε για το προσφυγικό. Ξέρω πως η αριστερά έχει κατακερματίσει την  ομοψυχία των Ελλήνων. Για το προσφυγικό μπορώ να γράψω πως ζούμε σε συνθήκες ενός εθνικού διχασμού. Όσοι δεν είναι με την κυβέρνηση του Τσίπρα είναι βδελύγματα. Μέχρι εκεί φτάνει η ανοχή στο διαφορετικό των υποστηρικτών του. Κι εδώ είναι που μπαίνει η δική μου ανοχή να ακούει όλες τις απόψεις απ’ όπου κι αν προέρχονται. Τους γεφυροποιούς τους θέλουμε. Και τους ειρηνοποιούς. Συντάσσομαι με αυτούς και αγωνίζομαι για το καλό όλων μας. Ξένων και Ελλήνων. Η σύνεση ήταν το μάθημα που πήρα από τον ταξιτζή. Η περίσκεψη, η αυτοσυγκράτηση και η απομάκρυνση από ενθουσιασμούς εξιδανίκευσης.   

Σε μια άλλη μου συνάντηση με ανθρώπους ήρθαν στην αγκαλιά μου δυο παιδιά. Τόσο όμορφα όσο αντανακλαστικά με το αντίκρισμα τους να προσεύχομαι  για το χαμόγελο τους να μην χαλάσει ποτέ. Η Κάλια και η Διονυσία. Νεράιδες απ’ αυτές που λάτρευε και ο Λούις Κάρολ. Παιδιά απ’ αυτά που αενάως ευλογεί ο Χριστός. Σκέφτομαι μήπως βγήκανε από κάποιο παραμύθι. Δεν μπορώ να εξηγήσω αλλοιώς την συμφωνία που φανταζόμουν πως διευθύνανε με τις ανάερες κινήσεις των χεριών, του σώματος και των ποδιών τους. Δυο λυγερόκορμες υπάρξεις ντυμένες με θελξικάρδια φουστάνια. Έτρεχαν γιατί ήξεραν πως ο κόσμος αυτός έχει πρωταγωνιστικούς ρόλους μονάχα για τα πιο μικρά από τα τέκνα του. Προνομιούχες της θείας εύνοιας ήθελαν να σκορπίσουν λίγη και στους άλλους.  Η Διονυσία και η Κάλια είναι απ’ τα πιο γενναιόδωρα μέλη του τάγματος των μικρών μου φίλων. Όταν τις είδα, έπαιζαν σε μία εκκλησία. Ο ναός είχε στολιστεί για να υποδεχτεί κάτι μελλόνυμφους. Η Διονυσία ήταν παρανυφάκι και η Κάλια μια από τις πιο επίσημες καλεσμένες. Το παιχνίδι τους πριν και μετά την τέλεση του γάμου ήταν ανάμεσα σε κάτι κίονες που στήριζαν ένα τμήμα του καμπαναριού. Την μια τις έβλεπα και πιο μετά χάνονταν. Σε κάθε τους εμφάνιση ο λογισμός μου έτρεχε σε κάποιου είδους Θεοφάνια. Αν ήταν τρεις θα ορκιζόμουνα πως είναι οι τρεις Χάριτες.

Φώτης Θαλασσινός

Share
Published by
Φώτης Θαλασσινός