«Κανείς δεν είναι άσφαλτος»… Αυτός θα ήταν προφανώς ο ιδανικός τίτλος για τα απομνημονεύματα της Άντζελας Δημητρίου (εναλλακτικά «Η Λαίδη κι οι αλήτες»), από τη φράση που με θυμοσοφία είχε εκστομίσει κάποτε και τη χλεύασαν άγρια μετά, αν και τεχνικά ειναι σωστή (έτσι όμως την πατάνε αυτοί που βιάζονται να κράξουν την «πλέμπα» και την πέφτουν γενικά στους εύκολους στόχους). Προσφέρομαι επίσης να γίνω ghost writer της αυτοβιογραφίας αυτής αμισθί, όταν φτάσει εκείνη η ώρα. Περίεργο που δεν το έχει κάνει ακόμα πάντως, με τόσες ιστορίες σε πάλκα, καμαρίνια και μπουντουάρ που θα’ χει να αφηγηθεί. Δεν έχει γίνει ακόμα καθεστώς η μπίζνα της αυτοβιογραφίας στη χώρα μας, αντίθετα από το διεθνές ποπ / ροκ στερέωμα – και τη βιομηχανία της νοσταλγίας – όπου έχουν μπει προ πολλού στο κόλπο όλοι οι αστέρες πάσης φύσεως και μεγέθους. Ας δούμε μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα από την ογκώδη βιβλιογραφία του είδους.
Πιο πρόσφατη περίπτωση, το φετινό βιβλίο της Kim Gordon, Girl in a Band. Γράφει ωραία (το έχει αποδείξει και στο παρελθόν), αλλά είναι λίγο απωθητική η τοξική γεύση σαπουνόπερας – κατινιάς κοινώς, που δε θα ξένιζε το «κοινό» της Άντζελας – που αφήνουν οι έντονες αναφορές στα κερατιάτικα του Thurston Moore, στα «ψέματα, τελεσίγραφα, και υποσχέσεις, στα e-mails και texts που έμοιαζαν σχεδιασμένα να με πιέσουν να πάρω μια απόφαση που εκείνος ήταν πολύ δειλός για να αντιμετωπίσει». Εν τέλει, νοιώθει «κάποια συμπόνια γι’ αυτόν και τον τρόπο που έχασε το γάμο, τη μπάντα, την κόρη, την οικογένεια, τη ζωή που είχαμε μαζί – και τον εαυτό του. Αλλά η συμπόνια είναι πολύ διαφορετική από τη συγχώρεση». Πάλι καλά που υπάρχει κι η συμπόνια.
Δεν είναι λίγοι πάντως εκείνοι οι ροκ σταρ που έχουν γράψει πάνω από μία αυτοβιογραφία (η ζωή κι η καριέρα ως νουβέλα σε συνέχειες), όπως ο γκουρού του πανκ κυνισμού John Lydon, ο οποίος από το πρώτο του βιβλίο (No Irish, No Blacks, No Dogs, του 1993) είχε καταθέσει χύμα μια κοσμοθεωρία λειτουργικού μηδενισμού: «Πολλοί πιστεύουν οτι οι Sex Pistols ήταν εντελώς αρνητικοί. Συμφωνώ απολύτως και πού είναι το πρόβλημα γαμώτο; Καμιά φορά το πιο απόλυτα θετικό πράγμα σε μια βαρετή κοινωνία, είναι ο ολοκληρωτικός αρνητισμός… Δεν έχω χρόνο για ψέμματα και φαντασιώσεις, και ούτε και συ θα έπρεπε να έχεις. Ή ζήσε ή πέθανε».
Μερικοί τα συνδυάζουν και τα δύο. Όπως ο Slash των Guns n’ Roses που στην αυτοβιογραφία του με τον λακωνικά ευρηματικό τίτλο Slash (2007), περιγράφει τη διανοητική του κατάσταση τη στιγμή που οι γιατροί προσπαθούν να κάνουν επανεκκίνηση στην καρδιά του μετά από χρήση ουσιών που θα σκότωναν ελέφαντα: «Δε μετάνιωνα καθόλου για την υπερβολική δόση – ήμουν όμως πολύ τσαντισμένος που έφτασα να πεθάνω και σπατάλησα τη μέρα μου σ’ αυτό το νοσοκομείο».
Σαφώς πιο προβληματισμένος από το lifestyle ουσιών, οργίων και συντριπτικής παρακμής, ο Nikki Sixx των Motley Crue στο βιβλίο του, The Heroin Diaries: A Year in the Life of a Shattered Rock Star (2007): «Εύκολα θα πουλούσα την ψυχή μου, αλλά πρώτα θα έπρεπε να τη βρω… Ο πούτσος μου δε φαινόταν να νοιώθει την παρουσία της. Εκείνη με ρωτούσε τι συμβαίνει, κι εγώ ήμουν τόσο λιώμα που νόμιζα οτι εννοούσε τι συμβαίνει με τον κόσμο, κι άρχισα να της λέω για τη φτώχεια, την ανισότητα και τέτοια. Δε μου έκανε εντύπωση που την κοπάνησε και υποπτεύομαι οτι δε θα ξαναγυρίσει».
Ο παλιός είναι αλλιώς όμως, και πιο απολαυστική αυτοβιογραφία από αυτή του πατριάρχη αυτού του είδους ροκ σταρ, δύσκολο να πετύχεις. Ο Steven Tyler στο βιβλίο του με τον εξαίσιο τίτλο Does The Noise in my Head Bother You? (2011) περιγράφει γλαφυρά την πορεία του από τους Aerosmith στο American Idol, και το παρακάτω εδάφιο – φόρος τιμής στις επιρροές του, αξίζει νομίζω να παρατεθεί αμετάφραστο: “I have been 61 Highwayed and I did it my wayed; Little-Willie-Johned and been-here-and-goned; million-dollar riffed and Jimmy Cliffed; cotton-picked and Stevie Nicke’d.” Άξιος.
Oι αποκαλούμενοι κάποτε “poodle rockers” του Λος Άντζελες με τα ψεκασμένα μαλλιά, τα spandex παντελόνια και τα επικά λιωσίδια μοιαζουν γατάκια πάντως σε σχέση με το πριαπικό appetite του μπασίστα – γλάστρα των Blur, Alex James, ο οποίος στο χρονικό σεξ, σαμπάνιας και κόκας που είναι το βιβλίο του Bit of a Blur (2006), απέδειξε οτι φλωράντζα – ξεφλωράντζα, κατάφερε να σπάσει πολλά ρεκόρ οργιαστικού lifestyle στα χρόνια του μεγάλου σουξέ των Blur. «Πού και πού βέβαια, σταματούσα να κάνω σεξ», γράφει ανακαλώντας κάποια ευτυχισμένα γενέθλια σε σουίτα εξωτικού ξενοδοχείου συντροφιά με έξι (έξι ρε φίλε!) πανέμορφες γυναίκες, «αλλά μόνο για να κάνω περισσότερα ναρκωτικά, που δεν τελείωναν με τίποτα». Αντιπαθέστατος τύπος (όπως και όλο το παρεάκι στα μπουντουάρ στο Σόχο, Ντάμιεν Χιρστ και σία), στο τέλος του βιβλίου εμφανίζεται ανανήψας, νηφάλιος, κρυφο – Tory, και ευτυχής και πιστός σύζυγος με αγροικία στην αγγλική εξοχή, αντί να νταλκαδιάζει σαν άντρας όπως ο Nikki Sixx.
Οι δύο βιογραφίες του Boy George θα άξιζαν μνείας μόνο για τους ειρωνικά «μάτσο»τίτλους τους, περιέχουν όμως και κάποιες χρήσιμες μικροδιατριβές για την απατηλή υφή των ερωτικών σχέσεων, ασχέτως σεξουαλικής κατεύθυνσης. Όπως αναφέρει στην πρώτη (Take it Like a Man, 1995), «επικρατεί μια ψευδαίσθηση οτι οι γκέι πηδιούνται ενώ οι στρέιτ ερωτεύονται. Απολύτως αναληθές. Όλοι ν’ αγαπηθούν θέλουν». Και δέκα χρόνια μετά, στη δεύτερη (Straight), φαίνεται να έχει αποδεχθεί το γεγονός οτι δε βγάζεις άκρη με τους κώδικες της έλξης: «Αυτό είναι το παράξενο πράγμα με την αγάπη. Το ένα λεπτό έχεις τη γλώσα στο κώλο του άλλου, και το επόμενο δεν μπορείτε να επικοινωνήσετε ούτε στοιχειωδώς».
Tο Scar Tissue (2004) του υπερφίαλου τραγουδιστή των RHCPeppers, Anthony Kiedis (μας είχαν ζαλίσει κάποτε και με τις υποτιθεμένες ελληνικές ρίζες του) είναι κυριολεκτικά ένα overdose από τρελά γκομενικά, ακραίες καταχρήσεις και απόλυτη έλλειψη επικοινωνίας. Κάπου – κάπου όμως, μέσα από το ναρκισσευόμενο παραλήρημα, πετάγεται και καμιά ενδιαφέρουσα διαπίστωση, ειδικά σε σχέση με τη λογική της κουλτούρας του εθισμού: «Συμβαίνει ένα περίεργο πράγμα κάθε φορά που καθαρίζεις. Νοιώθεις οτι ξαναγεννιέσαι, έχει κάτι μεθυστικό αυτή η διαδικασία επιστροφής, κι αυτό γίνεται άλλο ένα στοιχείο στον κύκλο του εθισμού… Κάπου στο πίσω μέρος του μυαλού σου, ξέρεις οτι κάθε φορά που καθαρίζεις, θα έχεις αυτό το υπέροχο νέο συναίσθημα…»
O Julian Cope στον αιώνα που διανύουμε είναι εξίσου γνωστός με ένα σωρό άλλες ταυτότητες (εικονοκλάστης, ειδήμων, “δρυίδης”, μεσαιωνιστής, παλαιοντολόγος, συγγραφέας πολλών βιβλίων ευρύτατης γκάμας από το kraut rock ως το Στόουνχετζ, συν ένα μυθιστόρημα) εκτός από αυτή του ροκ δημιουργού περφόρμερ, ιδιότητα που εξακολουθεί να συντηρεί, πάντα με το δικό του ιδιοσυγκρασιακό τρόπο. Οι δύο παλιότερες βιογραφίες του (Head–On, 1994 και Repossessed, 1999) όμως, εκτός από απολαυστικότατο ανάγνωσμα, είναι και μια εξαιρετικά διαυγής (παρά την αδυναμία του ήρωα μας στα ψυχεδελικά) ματιά στις τεράστιες αισθητικές φιλοδοξίες της μετα – πανκ κατάστασης στη Βρετανία. Στις αρχές του Head – On, θυμάται στα μέσα των 70’s τον εαυτό του να ονειρεύεται με λαχτάρα τα πανκ σπαράγματα του μυθικού Μανχάταν, ως αποκλεισμένος έφηβος στο πούθενα της Ουαλίας: «Κάθε βδομάδα, μέσα από τη στήλη “New York” της Lisa Robinson στην εφημερίδα Melody Maker, χανόμουν στο θέαμα όλων αυτών των παράξενων πρωταγωνιστών της πανκ σκηνής που έμοιαζαν να διακτινίζονται από άλλο πλανήτη: Patti Smith, Lenny Kaye, Richard Hell, Tom Verlaine, Ramones – αυτοί οι λεπτοί, εξωγήινοι, απίστευτοι, μονίμως ημιλιπόθυμοι καλλιτέχνες μη-καλλιτέχνες, τρίπαραν το μυαλό μου και το γέμιζαν με 10 εκατομμύρια όνειρα».
Η Patti Smith γράφει πολλά γι αυτή τη θρυλική σκηνή στο βιβλίο Just Kids (2010) – που περιστρέφεται γύρω από τη ζωή της, επικεντρώνοντας με συγκινητική τρυφερότητα στη σχέση ζωής που είχε με τον πρόωρα χαμένο Robert Mapplethorpe – ανάμεσα τους κι αυτή τη μαγική βινιέτα για το περίφημο Chelsea Hotel: «Το Τσέλσι ήταν σαν ένα κουκλόσπιτο στη Ζώνη του Λυκόφωτος, με εκατό δωμάτια, καθένα τους ένα μικρό σύμπαν. Τριγυρνούσα στους διαδρόμους ψάχνοντας τα φαντάσματα του, νεκρά ή ζωντανά».
Ακόμα και τα πιο καλογραμμένα “memoirs” όμως, μοιάζουν επιφανειακά και λίγα σε σύγκριση με τα Chronicles (2004) του Bob Dylan (θα βγουν άραγε ποτέ και οι δύο συνέχειες που έχει υποσχεθεί;). Είναι ιδιοφυής ο άτιμος – έχει αυτό το ξεχωριστό, διεισδυτικό, μποέμικα λιτό ιδίωμα στην αντίληψη και το λόγο. Πρέπει να το΄χεις. Όπως γράφει και στο βιβλίο «η δημιουργικότητα σχετίζεται απόλυτα με την εμπειρία, την παρατήρηση και τη φαντασία, κι αν κάποιο από τα τρία αυτά στοιχεία – κλειδιά απουσιάζει, δε λειτουργεί». Απλά πράγματα. Ένα από αυτά που μου είχαν κάνει ιδιάιτερη εντύπωση, ήταν ο θαυμασμός του για το γνωστό δοκίμιο «Περί Πολέμου» του Πρώσου Κλάουζεβιτς, προτίμηση που θα περίμενε κανείς κυρίως από απόστρατο ή από τον Τόνι Σοπράνο (πακέτο φυσικά με την “Τέχνη του Πολέμου” του Σουν Τζου): «Μπορεί να θεωρείται ξεπερασμένο αλλά περιέχει πολλή αλήθεια και διαβάζοντας το κατανοείς πολλά για τη συμβατική ζωή και τις πιέσεις του άμεσου περιβάλλοντος. Όταν ισχυρίζεται οτι η πολιτική έχει υποκαταστήσει την ηθική – και η πολιτική είναι μια βίαιη δύναμη – δεν παίζει… Δεν υπάρχει ηθική τάξη, ξέχασε το. Δε θα έρθει ποτέ η ηθική να οδηγήσει την πολιτική στην υπέρβαση. Έτσι είναι ο κόσμος, τίποτα δε θα τον αλλάξει, και πρέπει να τον κοιτάξεις στα μάτια. Ο Κλάουζεβιτς είναι, κατά κάποιο τρόπο, προφήτης. Χωρίς να το συνειδητοποιείς, κάποια πράγματα στο βιβλίο του, μπορούν να διαμορφώσουν τις ιδέες σου. Αν νομίζεις οτι είσαι ονειροπόλος, διάβασε το βιβλίο και θα διαπιστώσεις οτι δεν είσαι ικανός να ονειρευτείς κάν. Τα όνειρα είναι επικίνδυνα. Διαβάζοντας Κλάουζεβιτς, μαθαίνεις να μην παίρνεις τις σκέψεις σου τόσο σοβαρά…”»