«Στις σουμάδες σου», εύχονται στην Κύπρο όταν θέλουν να ευχηθούν «και στα δικά σου», «στις χαρές σου» όπως λέμε στην Κρήτη. Η σουμάδα είναι ένα αναψυκτικό που προέρχεται από το γαλάκτωμα του αμυγδάλου και συνηθίζεται κυρίως στην Κύπρο αλλά και σ’ άλλα μέρη της νησιωτικής Ελλάδας. Ήταν για πολλά χρόνια το κατεξοχήν γαμήλιο ποτό για το λευκό του χρώμα αλλά και για τα ευεργετικά βιταμινούχα συστατικά του.
Λέγεται και αμυγδαλόπομα, ενώ στην αρχαιότητα ήταν γνωστό ως θιάσιον ή θιάσον (από τα αθάσια, που είναι τα αμύγδαλα). Η «αθασιά» προέρχεται από τη Μικρά Ασία και έγινε γνωστή στην Ελλάδα και ύστερα στην Ιταλία τον 3ο αι. π.Χ. Θρυλείται ότι η διάδοση της καλλιέργειας της αμυγδαλιάς οφείλεται στους γλυκατζήδες και καλοζωισμένους Ρωμαίους μας.
Πικρά αμύγδαλα, γλυκά αμύγδαλα, όλα για κάποιο σκοπό. Πολλές οι αμυγδαλιές όλες γύρα-γύρα στα χωράφια να συγκρατούν το χώμα από τη διάβρωση του εδάφους, να αντέχουν στην ξηρασία, στους καιρούς και στα χρόνια. Αξιοποιούν τα δέντρα αυτά τα άγονα, τα πετρώδη ξηρά και ασβεστούχα χώματα. Αυτά της πατρίδας μας δηλαδή…
Τους κουρασμένους χωρικούς λίγο τους ένοιαζε η ανθοφορία τους και περισσότερο η συγκομιδή που γινόταν μαζικά τον Σεπτέμβρη για να γεμίσει σακούλια με τον καλά διατηρήσιμο πλούσιο σε βιταμίνες καρπό, να γίνει ο μπακλαβάς της γιορτής και το αμυγδαλωτό του νοικοκύρη το χειμώνα. Για μας που έχουμε ευαισθητοποιηθεί με την πρώιμη ανθοφορία της αμυγδαλίτσας φταίει εκείνος ο «ρομαντικός και ωραιόπαθος» σύμφωνα με το Βάρναλη ποιητής, ο Γεώργιος Δροσίνης, που χαντάκωσε την αμυγδαλιά, όπως χαντακωθήκαμε και εμείς, τα θύματα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, με εκείνο το ποίημα του που κάθε «μποβαρίζουσα» γεροντοκόρη ή μη δασκάλα μας απάγγελνε αυτή την εποχή με δάκρυα στις βλεφαρίδες γιατί πολύ θα ήθελε να έχει υπάρξει η Λολίτα του Δροσίνη και κάθε Δροσίνη που αντιμετώπιζε τη γυναίκα ως κομψοτέχνημα και που προσπαθεί ακούσια ή εκούσια να τη γεράσει και να την πονέσει «γριούλα» πριν την ώρα της…
Τώρα αν την φίλησε στα χείλη την ξαδέλφη του και αν όντως η καλομεγαλωμένη δεκαεξάχρονη Αρσακειάδα τον προκαλούσε κάτω από μια αμυγδαλιά ή κάτω από μια νεραντζιά λίγο μας αφορά. Ούτε και το «στάσου μύγδαλα» μας αφορά και ας θεωρείται ένα από τα πιο υγιεινά σνακ της μεσογειακής διατροφής μας και θα έπρεπε, αν αγαπάμε λίγο τον εαυτό μας, να «σταθούμε» και να το συμπεριλάβουμε στην καθημερινή μας διατροφή.
Αλλά για να αποφύγουμε να ρίξουμε στον Γεώργιο Δροσίνη όλη την ευθύνη, αυτόν που ζούσε απομονωμένος στην Κηφισιά στο δικό του ανθισμένο κόσμο και έφυγε γεμάτος δόξα και τιμές στα βαθιά του γεράματα, ας πούμε ότι και ο μύθος των αρχαίων σε κάτι σχετικό μας παραπέμπει. Σχετικό και εξίσου δακρύβρεχτο και καθότι άκρως αντισεξουαλικό δε βάζω μπρος να σας το διηγηθώ μπας και κρατηθούμε στο ύψος των περιστάσεων.
Αλλά εφόσον δε μας συγκινούν τα φιλιά και ο ρομαντικός ερωτισμός (αλήθεια πού φύεται αυτός;) κάτω ή δίπλα από τις αμυγδαλιές να σας πω εδώ από καθαρά επιστημονικό ενδιαφέρον ότι οι ερευνητές έχουν ανακαλύψει ότι δύο είναι κυρίως οι μηχανισμοί που χρησιμοποιούν τα φυτά για να «ανανεώνουν» το ραντεβού τους με την άνοιξη: η διάρκεια της μέρας και οι αλλαγές στη θερμοκρασία. Σαν να λειτουργεί μέσα τους ένας αυτόματος ηλεκτρονικός διακόπτης-γονίδιο που τους επιτρέπει να αναγνωρίσουν την άνοδο της θερμοκρασίας και να ανθίσουν, να «φουσκώσουν», να ξεσηκωθούν. Τα φυτά ανταποκρίνονται σε ένα συνδυασμό των δύο δεδομένων, που είναι διαφορετικός από είδος σε είδος.
Τώρα συγκεκριμένα για την αμυγδαλιά φημολογείται ότι ανθίζει νωρίτερα λόγω των «ατελών» λουλουδιών της. Τρέχει λοιπόν να προκάνει τον ανταγωνισμό των υπόλοιπων φυτών που σιγά-σιγά προβάλλουν την άνοιξη, ώστε να προσελκύσει τα έντομα για να προλάβει να δέσει τον καρπό της μέσω της μεταφοράς της γύρης από το αρσενικό λουλούδι στο θηλυκό ωάριο. Να προλάβει να καρπίσει, να προλάβει να σώσει τη γενιά της.
Και αν δεν είναι αυτός ο λόγος να αγαπήσεις με πάθος την αμυγδαλίτσα, τότε αφήσου στην ομορφιά της, αφήσου μια στάλα να σε θαμπώσει η εξώκοσμη εικόνα της ανθοφορίας της μέσα στον παγωμένο Κουτσοφλέβαρο.
Μια μυγδαλιά και δίπλα της,
εσύ. Μα πότε ανθίσατε;
Στέκομαι στο παράθυρο
και σας κοιτώ και κλαίω.
Τόση χαρά δεν την μπορούν
τα μάτια.
Δος μου, Θεέ μου,
όλες τις στέρνες τ’ ουρανού
να σ’ τις γιομίσω.
“Μια μυγδαλιά”, ποίημα Νικηφόρου Βρεττάκου
Μελοποίηση: Τερψιχόρη Παπαστεφάνου
Τραγούδι: Δανάη Μπαραμπούτη
Χορωδία Τρικάλων