Καμιά δεκαπεντάρα χρόνια πριν ο Έντουαρντ Νόρτον αυτοανακυρηχθεί ο τελευταίος φονταμενταλιστής προστάτης των δικαιωμάτων του ηθοποιού έναντι του έργου, πριν αρχίσει να πειράζει σενάρια, να ζαλίζει παραγωγούς και να ωθεί σκηνοθέτες σε νευρικές κρίσεις —πριν, με λίγα λόγια, μεταλλαχθεί στο αυτάρεσκο σπαστικό αρχίδι που ψάχνει να χωρέσει τη Μέθοδο στο πράσινο πετσί του Χουλκ, ασπούμε—, είχε κάνει το τεράστιο μπαμ του στην μεγάλη οθόνη, ως ο φαλακρός μαγευτικός πρίγκιπας – ηγέτης των φασιστικών ονειρώξεων των skinheads της Venice Beach στο American History X (1998).
Μια ταινία που έμεινε στη μνήμη των σημερινών 30-35άρηδων, τόσο για την στοιχειωτική βαναυσότητα τηςεικονικότερης απ’ τις σκηνές της ταινίας, (όπου ο Ντέρεκ, ο χαρακτήρας του Νόρτον, βάζει άτυχο νέγρο μικροκακοποιό να “δαγκώσει το πεζοδρόμιο”), όσο και —ίσως σε μικρότερο βαθμό, είν’ η αλήθεια— για την ακρίβεια στην απεικόνιση της άγριας γοητείας της φασιστικής ρητορείας, με την οποία ο αντιήρωάς μας, εκλογικεύει την δολοφονική οργή που συσωρεύει στα σμιλεμένα μουσκούλια του.
Γυμνασμένος, ξυρισμένος και περήφανος, ο Ντέρεκ είναι μια ζωντανή ωρολογιακή βόμβα που κινείται περήφανη κι απειλητική στους δρόμους της αμερικανικής suburbia, όχι γιατί μπορεί χωρίς δισταγμό, ανά πάσα στιγμή να σπάσει το σβέρκο του φουκαρά μη-Καυκάσιου που θα τον κοιτάξει στραβά, αλλά γιατί έχει στο τσεπάκι του όλα αυτά τα στρεβλωτικά διαλογικά εργαλεία της ρατσιστικής ιδεολογίας, και την πεποίθηση που χρειάζεται, για να μαζέψει γύρω του όλους τους υπόλοιπους απογοητευμένους αυγοκέφαλους που ψάχνουν μαγνητικό βορρά να προσανατολίσουν το χαμένο τους μπούσουλα. Αυτούς που, στους δρόμους γύρω τους, δεν βλέπουν γείτονες, φίλους, γνωστούς, περαστικούς, δεν βλέπουν πια τη γειτονιά τους, αλλά ένα γαμημένο πεδίο σύρραξης.
Ξαναβλέποντας την ταινία χθες, μετά τα γνωστά περιστατικά, συνειδητοποιεί κανείς, ότι η πιο ανατριχιαστική της σκηνή, δεν είναι καθόλου αυτή που έχει στο μυαλό ως πλέον αξιομνημόνευτη. Η έκρηξη οργής του Ντέρεκ, η δολοφονία που τον στέλνει στη φυλακή, ξεκινώνας κατά κάποιο τρόπο την αντίστροφη πορεία του σεναρίου του Ντέιβιντ ΜακΚένα, δεν είναι παρά μια προδιαγεγραμμένη εξέλιξη. Μια αναμενόμενη έκρηξη τυχαίου χρονισμού, μια μακάβρια σύμπτωση που σημαίνει την κορύφωση μιας μακράς διαδρομής. Περίπου όπως τα γνωστά, χθεσινά περιστατικά: μια δολοφονία που έρχεται μετά από σειρά βίαιων εκρήξεων, οι οποίες συνοδεύτηκαν από συνωμοσιολογικών επιπέδων γενικευμένες ατιμωρισίες και στρατηγικά σχεδιασμένες πολιτικές πόλωσης.
Η ανατριχιαστικότερη, λοιπόν, σκηνή της ταινίας, με το πρίσμα των γνωστών περιστατικών, είναι η κορωνίδα της φασιστικής ρητορείας, η πορωμένη μεταμόρφωση των δεινών των κοινωνικών ανισορροπιών, σε ρατσιστικές πληγές και αποτελέσματα μιαρών πολιτισμικών προσμίξεων. Μια διαλογική έκρηξη γύρω απ’ το οικογενειακό τραπέζι, μέσα απ’ την οποία ο Ντέρεκ καταφέρνει να σε τρομάξει όχι με τη βαναυσότητα των απόψεών του, αλλά με τη γοητεία τους. Τη γοητεία της ξεκάθαρής τους στόχευσης και της απλότητας με την οποία συνδέει αίτιο κι αιτιατό, απορρίπτωντας την πολυπλοκότητα των κοινωνικών συνιστωσών ως επίπλαστο φίλτρο, φτιαγμένο για να θολώσει τον αποφασισμένο νου και να τον αποπροσανατολίσει απ’ την πραγματική ρίζα των προβλημάτων, χάρην της πολιτικής ορθότητας και του βαυκαλισμού της φιλοξενείας και της ανεκτικότητας, σε ένα περιβάλλον όπου ο λευκός άντρας υποφέρει και ο έγχρωμος χαίρεται, γιατί το ξέρει.
Η αποφασιστικότητά του, η ακρίβεια των λεγομένων του, σε αφήνει σχεδόν τόσο αμήχανο όσο και τον κεντρικό συνομιλητή του, στην άλλη πλευρά του τραπεζιού. Έναν συντηρητικό δάσκαλο φορτωμένο με την βαριά κληρονομιά μίσους που κουβαλά η εβραϊκή του καταγωγή, ο οποίος σαστίζει από την έκπληξη του να έχει απέναντί του κάποιον, που θεωρεί αυτονόητη την ανατροπή των όσων ο ίδιος θεωρεί ως αυτονόητα. Ο δάσκαλος, ο άνθρωπος που αντιπροσωπεύει στην οθόνη την αντίθετη, μη φασιστική λογική, αδυνατεί να ξεπεράσει την αμηχανία του, δε βρίσκει τα λόγια να αντικρούσει τα επιχειρήματα του φασισμού, κι όταν τα βρίσκει, δεν έχει φωνή αρκετά δυνατή να τα στηρίξει. Περίπου όπως γίνεται και στην τριγύρω μας πραγματικότητα: ο εκφασισμός της κοινωνίας μας, προχωρεί με σταθερό βηματισμό, πατώντας στα σίγουρα μονοπάτια της υπεραπλούστευσης, της στοχοποίησης και της επιβολής της πιο άγριας και δυνατής φωνής. Κι οι άνθρωποι της πολιτισμένης όχθης απέναντι, παρακολουθούν σαστισμένοι και αμήχανοι, και πλήρως ανίκανοι να χρησιμοποιήσουν την φωνή της λογικής για να αρθρώσουν πειστικό αντίλογο.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο σεναριογράφος βλέπει τη σαγήνη του φασισμού: ξέρει ότι κινδυνεύει οι θεατές του να παραστρατήσουν απ’ την ηθική διαδρομή που θέλει να ακολουθήσουν, και κλιμακώνει την σκηνή φορτώντας στον Ντέρεκ έκρηξη ενδοοικογενειακής βίας, για να δαιμονοποιήσει τον αντιήρωά του. Έτσι μπορεί να συνεφέρνει μερικούς θεατές, δυναμώνει όμως και το κύρος του Ντέρεκ και την περηφάνεια των ακολούθων του, να τον έχουν για ηγέτη. Και μη νομίζεις ότι κι αυτό απέχει πολύ απ’ την πραγματική ζωή: ο δικός σου δαίμονας, είναι κάποιου ο ήρωας.
Σ΄αυτό το σημείο, ο φασίστας μας είναι έτοιμος να πάει στη φυλακή για να αναμορφωθεί. Κι ένας άγριος ομαδικός βιασμός απ’ τους δήθεν ομοϊδεάτες του, είναι το σπρώξιμο που χρειάζεται ο απογοητευμένος πλέον πετσοκέφαλος, για να βρει παρηγοριά και στήριξη σε έναν απ’ τους μισητούς έγχρωμους συγκρατημένους του, και να βγει απ’ τη στενή αποφασισμένος να αλλάξει ζωή. Κι αν στις ταινίες μια τέτοια αφορμή, μαζί με ένα μοντάζ του φουκαρά μας να διαβάζει βιβλία που τού φέρνει ο πρώην Λυκειάρχης του, είναι αρκετά για να σώσουν μια τόσο στρεβλωμένη ψυχή, θα ήταν μάλλον αφελές να πιστέψει κανείς πως κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει και στην αληθινή ζωή.
Όπως αφελές είναι, απ’ την άλλη, να εφυσηχάζουμε σ’ αυτά τα φούμαρα που λέμε μεταξύ μας, ότι αυτή η προστατευόμενη με πολιτικό άσυλο έκρηξη της βίας, του θυμού και της τυφλής ισοπέδωσης, είναι απλώς μια έκφραση αγανάκτησης, ένα λάθος της στιγμής, μια όχι-ακριβώς-πολιτική επιλογή, που να, τώρα, μετά απ’ όλα αυτά, δε μπορεί, θα συμμαζευτεί. Εκτός κι αν, κρεμώντας σκουλαρίκια στο θηρίο, νομίζουμε ότι, όντως, γίνεται πιο όμορφο.