Την πρώτη Κυριακή του Οκτώβρη πήγα την κόρη μου στην Ακρόπολη. Τα πλήθη τουριστών ήταν μειωμένα, αν και όχι ευτακαταφρόνητα. Σύννεφα πάνω απ΄το λεκανοπέδιο, θερμοκρασία που υποχρέωνε το βάλε-βγάλε της ζακέτας, κατάσχεση του μπουκαλιού νερού στην είσοδο μήπως κι είχαμε βιτριόλι εκεί μέσα, ανάβαση πίσω από τακούνια στιλέτο, από αθλητικά, από μπαστούνια, από φωτογραφικές και βιντεο-μηχανές με βάρος. Διάθεση άκρως νοσταλγική για τα χρόνια των σπουδών αρχαιολογίας (μαμά), διάθεση τώρα-θα-δω-την-Αθηνά-και-τον-Ποσειδώνα-σε-θέση-μάχης-που-μαθαίνω-στο-σχολείο (κόρη). Στην κορφή του λόφου δεν ξέρω πώς να περιγράψω αυτό που μας περίμενε, ούτε γιατί το βρήκαμε τόσο βαθιά μελαγχολικό. Είχαμε ήδη παρακολουθήσει στο ΥouΤube τα ντοκιμαντέρ με τη λίστα των καταστροφέων του Παρθενώνος, από τους Βησιγότθους μοναχούς ως τον Βενετό Μοροζίνι. Γνωρίζαμε ότι η επίσκεψη θα γινόταν σε ένα χώρο-μνημείο της δυνατότητας καταστροφής καθαυτής. Αλλά ίσως το φως στα μάρμαρα, που αν υπάρχει κάτι που λέγεται ‘σκούρο φως’ ήταν αυτό, ίσως ο παρατακτικός ζήλος των επισκεπτών που είχαν πληρώσει 12 ευρώ έκαστος για να σκοντάψει στις κοτρόνες ατενίζοντας τις σκαλωσιές-θαύμα της σύγχρονης μηχανικής, με όλα τα διασωθέντα έργα τέχνης να έχουν μετατεθεί σε μουσεία για τα οποία θα πλήρωναν άλλα εισιτήρια, ίσως οι Καρυάτιδες που ήταν αδύνατον να μην θεωρήσεις ότι κοίταζαν μεταφορικά και κυριολεκτικά από απόσταση το ακατανόητο πήγαινε-έλα – αυτά και άλλα παρόμοια «ίσως», μαζί και το πιο πρόσφατο «ίσως» της Αμφίπολης, στο οποίο ελληνικές αρχές και ελληναριστές έχουν πέσει σαν γύπες, πάντα προστατεύοντας εθνικές κληρονομιές (δεν ξέρεις πόσο μπορεί να πιάσουν στο μέλλον) και σίγουρα μηρυκάζοντας τις πιθανότητες ενός νέου γύρου του ντέρμπι Εθνική Υπερηφάνια για το Παρελθόν ενάντια στην Προφανή Εθνική Μιζέρια στο Παρόν (παραπέμπω στα εμετικά σχόλια αναγνωστών που ακολουθούν την συνέντευξη του αρχαιολόγου Γιάννη Χαμηλάκη επί του θέματος στο Βιβλιοδρόμιο των Νέων, 30.8.14, στο Διαδίκτυο).
Ίσως όλα αυτά τα «ίσως» συγκεράστηκαν με την πολιτική μελαγχολία του αθηναϊκού φθινοπώρου έτσι ώστε να μας δημιουργηθεί η αίσθηση ότι αυτό που κάναμε πάνω στο βράχο δεν ήταν ούτε αναψυχή ούτε εκπαίδευση. Κάτι άλλο κάναμε εκεί πάνω, κουρασμένοι, αμήχανοι και ολίγον εξαπατημένοι όπως και όλοι οι υπόλοιποι, το οποίο αποτυπώθηκε ευκρινέστερα στα φωτογραφικά ντοκουμέντα που μας δείχνουν ως ασήμαντους και ανώνυμους αιγύπτιους εργάτες πυραμίδων μπροστά από κάτι που σίγουρα υπερβαίνει τα ανθρώπινα μέτρα και που στις μέρες μας λέγεται κεφαλαιοκρατική οικονομία: όλα και όλοι θα γίνουν οικονομία, δεν θα ξεφύγει τίποτα και κανείς, από καμία εποχή. Τραβηγμένα με iPhone (μέγας θρίαμβος της outsourced φτηνής εργασίας), τα ντοκουμέντα όπου οι ‘επισκέπτες’ θεαματοποιούνται και θεματοποιούνται κάτω από την πιο industrial δραστηριότητα των υλικών μηχανών: παράγαμε οικονομία. Ανεξαρτήτως ηλικίας και προσδοκιών, ο ρόλος μας στο αποψιλωμένο τοπίο ήταν παρηγορητικά ορατός. Ρόλος που έγινε ανυπόφορος στην κατάβαση όπου συνάντησα πρώην αριστούχο συμφοιτήτρια σε ρόλο ξεναγού να έχει πάρει την ανηφόρα, φωνάζοντάς μου εν παρόδω ‘ναι, είμαι και ξεναγός, είδες η κρίση;’ και λίγο πιο κάτω ογδοντάχρονη κυρία να πουλάει φωτογραφίες του μνημείου σε καλύτερες εποχές με τη φράση ‘ένα ευρώ μόνο, τι είναι ένα ευρώ!’, όπου παραδέχομαι ότι η σιδηρά μου θέληση κατά της ελεημοσύνης λύγισε και έστειλα την κόρη μου να κάνει τη συναλλαγή, γιατί εγώ δεν άντεχα, ελπίζοντας ότι ένα εφτάχρονο ‘τυχερό’ παιδί δεν θα κατανοούσε το βάθος της ταπείνωσης από την οποία είχα πει να μην ζητήσει ρέστα.
Η επίσκεψη στο Μουσείο της Ακρόπολης, όψιμο μνημείο κυρίως της σύγχρονης αναγκαιότητας του πολιτισμού ως οικονομική δραστηριότητα (όπως και το Βρετανικό Μουσείο, να μην κάνουμε διακρίσεις), δεν μας ανέβασε το πολιτισμικό ηθικό. Κυριολεκτικά δεν ήξερα τι να πω, και μάλλον δεν γινότανε να πω οτιδήποτε θετικό το οποίο δεν θα ηχούσε ύπουλα επίπλαστο, τίποτα που να μη με έκανε να ακουστώ σαν ταλαίπωρη ρέπλικα με εμφυτεύματα μνήμης λαμπρών στιγμών πολιτισμού αντί για ανθρώπινο ον προικισμένο με κριτικό λόγο. Στην Αθήνα του 2014, υπό την απειλή βροχής, δεν είναι δύσκολο να σου κάτσει στο λαιμό η αίσθηση της μετα-αποκαλυπτικής Blade Runner (που όταν γυρίστηκε, το 1982, είχε ως φόντο το ‘μακρινό’ 2019 όπου άνθρωποι και ρέπλικες-εργάτες βρίσκονται στο έλεος ‘corporations’). Στη νεο-noir μας οικονομία, ο κριτικός λόγος μού επέβαλε να πάω το παιδί μια βόλτα και παραδίπλα, στην Οικία Τσοχατζόπουλου, ως εξίσου σημαντικό σύμβολο της εθνικής της κληρονομιάς, και ενδεχομένως με περισσότερη επεξηγηματική δύναμη ως προς την πραγματικότητα στην οποία ζουν ‘τυχερά’ και ‘άτυχα’ εφτάχρονα. Δεν την πήγα όμως. Την έβαλα ωστόσο να παρακολουθήσει το βίντεο στον τελευταίο όροφο του Μουσείου για την ιστορία καταστροφών του Παρθενώνα, προς εμπέδωση της ιδέας ότι η ιστορία του πολιτισμού έχει υπάρξει ως τώρα μια παράλληλη ιστορία βαρβαρότητας – στην οποία παρεμπιπτόντως πρωταγωνιστούν ο Χριστιανισμός και το Ισλάμ. Αν και το μόνο που ήθελε το παιδί ήταν να περπατήσει πάνω στο γυαλί-δάπεδο που κλείνει τα απομεινάρια των στρώσεων ανθρώπινου παρελθόντος κάτω από το Μουσείο. Στην ερώτηση «Τι έκαναν, μαμά, εκεί κάτω οι άνθρωποι;» απάντησα, ίσως κάπως ξερά: «δούλευαν».