Κοίτα Γύρω Σου
«Μετά τη μαρτυρία της Ζέτας Δούκα τέθηκε σε μια ομαδική συζήτηση στην οποία συμμετέχω (μαζί με συμφοιτήτριες/τές από το μεταπτυχιακό του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών) το ερώτημα, αν έχουμε δεχτεί κι εμείς ανάλογη βία. Σκέφτομαι πώς να διατυπώσω την απάντησή μου. Σωματική όχι, αν και έχω δει αντικείμενα να εκσφενδονίζονται. Όμως έχω παρακολουθήσει κι έχω υποστεί βία που ασκείται με άλλα μέσα. Ενώ γράφω λοιπόν, παράλληλα διαβάζω και διαπιστώνω ότι όλες/οι έχουν κάτι προσωπικό να γράψουν.
Έχω συμπληρώσει μια δεκαετία ως εργαζόμενη στο θέατρο και τελευταία έχω το παράξενο αίσθημα ότι πράγματα που έχω ζήσει ή έχω εισπράξει τον απόηχό τους, συμπεριφορές σε πρόβες ή σε δραματικές σχολές, σχόλια, κάποια λεκτικά σχήματα με τα οποία αναφερόμασταν σε πρόσωπα και πράγματα, πλέον δεν γίνονται δεκτά ως μέρος μιας κανονικότητας, μιας έστω δυσάρεστης θεατρικής καθημερινότητας. Ότι δεν θα τα δεχόμασταν αδιαμαρτύρητα ως κάτι που «συμβαίνει». Μακάρι να είναι δεινόσαυροι αυτοί/ές που ασκούσαν και ασκούν κακοποιητικές συμπεριφορές και να χαράζει το τέλος της εποχής τους. Νιώθω κι εγώ κάποιες φορές σαν ένα είδος δεινοσαύρου, απορώ σαν την κυρία Άλβινγκ, πώς γίνεται να ήμουν κι εγώ δεινόσαυρος, να είχα μέσα μου δεινοσαυράκια όλων των ειδών; Και για ισότητα μου μιλούσαν στο σπίτι και “αν σε πειράξει κανείς να μας το πεις” κι όμως ανά περιόδους μπερδεύτηκα τόσο που δεν αναγνώριζα τι μου συμβαίνει. Δεν θέλω να εστιάσω σε συμπεριφορές ποινικά κολάσιμης βίας ή σεξουαλικής παρενόχλησης, αλλά σε ορισμένες “γκρίζες ζώνες”, σε θλιβερά στιγμιότυπα που ενίοτε αφορίζονται με ένα “μεγαλόψυχο” και βαριεστημένο “έλα μωρέ”. Όταν όμως η καθημερινότητα στιγματίζεται εντέλει από τη συσσώρευση αυτών των “μικρών και ατυχών” περιστατικών σε ένα βάθος χρόνου, το άθροισμα δεν είναι αμελητέο ούτε τα περιστατικά απομονωμένα και άσχετα μεταξύ τους.
Θέλω όμως να συζητήσω πράγματα που έχω ζήσει κατ’ επανάληψιν εγώ και κοντινά μου πρόσωπα και γι’ αυτό θα χρησιμοποιήσω μερικά παραδείγματα από μια πλούσια δεξαμενή. Δεν είναι όμως τα παραδείγματα αυτό που θέλω πιο πολύ να καταγράψω, αλλά το νήμα που τα ενώνει. Δεν με ενδιαφέρουν τα πρόσωπα, όσο ορισμένα μοτίβα συμπεριφορών.
Κοιτάζοντας πίσω αλλά έχοντας τα πόδια μου στο τώρα, αναρωτιέμαι: Γιατί δεν έθεσα υπό μορφήν ερωτήματος κάποιες συμπεριφορές; “Γιατί φωνάζει τόσο ο σκηνοθέτης”; “Γιατί είναι τόσο θυμωμένος”; “Αυτός ο δάσκαλος γιατί με κάνει να αισθάνομαι απαίσια”; και “Γιατί αυτός ο καθηγητής μιλάει έτσι στις συμφοιτήτριές μου για την εξωτερική τους εμφάνιση”; “Γιατί ακούω πάλι να λένε ότι οι γυναίκες δεν ξέρουν να σκηνοθετούν”; Έχοντας πάρει κάποιες αποστάσεις μπορώ να πω, ότι οι άνθρωποι που φέρονταν βίαια και υποτιμητικά είχαν προβλήματα.
Το θέμα είναι όμως ότι “μαζί τα περάσαμε”, δυστυχώς όχι μέσω της εκατέρωθεν ενσυναίσθησης, τι μπορεί να νιώσει εξάλλου ένας κάδος απορριμμάτων ή ένας σάκος του μποξ; Αλήθεια, αυτοί/ές καταλάβαιναν ή καταλαβαίνουν τώρα πώς φέρονταν; Το άλλο θέμα είναι ότι αν μου έκανε κανείς κάποια χρόνια πριν τις πρώτες δύο ερωτήσεις, θα απαντούσα σε γενικές γραμμές ως εξής: γιατί στην πρόβα σήμερα έγινε αυτό κι εκείνο και νιώθει άσχημα, έχει πιεστεί. Spoiler alert: κι εγώ ένιωθα άσχημα κάποιες φορές.
Μια περίοδο που ένα αγαπημένο μου πρόσωπο διαγνώστηκε και έλαβε θεραπεία για καρκίνο δούλευα ως βοηθός σκηνοθέτη σε μια παράσταση. Για πολλούς λόγους δεν ήταν μια ευτυχής συνεργασία. Θυμάμαι να περνάω ατέλειωτες ώρες στον χώρο προβών, το μυαλό μου να γίνεται σούπα και εκτός από μια φορά που πραγματικά έπαθα κρίση κι ήθελα να παραιτηθώ, κατά τα άλλα δεν ήξερα πώς θα μπορούσα να προβάλω αντιστάσεις σε αυτή την τόσο οριακή για μένα συνθήκη. Να προβάλω αντιστάσεις σε τι;. Στις άπειρες ώρες παραμονής μου χωρίς λόγο στον χώρο προβών και στον τρομερό όγκο δουλειάς που έπρεπε να φέρνουμε εις πέρας στο σπίτι. Με το χέρι στην καρδιά δεν υπήρχε λόγος να είναι τόσο εξουθενωτικές οι συνθήκες. Άλλο να δουλεύεις πολύ και άλλο να θες να ενισχύσεις την εσωτερική σου εικόνα για τη δουλειά σου και τον εαυτό σου με το να αποζητάς την εξάντληση.
Θυμάμαι ότι από τη μία ήθελα να είμαι πολύ καλή στη δουλειά μου και από την άλλη περνούσα άθλια, ζούσα κωμικοτραγικά σκηνικά χωρίς να τραβάω μια κόκκινη γραμμή, η όποια μικροδιεκδίκηση ήταν έμμεση, στρατηγικά αρθρωμένη, όχι μια αυθόρμητη ενήλικη αντίδραση. Όλα αυτά με προβλημάτισαν τότε και κυρίως μετά, γιατί εκείνη την περίοδο με απασχολούσε πολύ το αν χειριζόμουν καλά την κατάσταση. Spoiler ξανά: Όχι! Ποτέ δεν μίλησα πραγματικά στον σκηνοθέτη για όσα με ενοχλούσαν και για την ένταση αυτών των ενοχλήσεων. Τουλάχιστον, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία για το ότι δεν θα ξανασυνεργαστούμε. Στο περιθώριο όλων αυτών υπήρχαν δημιουργικές στιγμές, ανθρώπινες, η χαρά μιας νέας συνάντησης και ναι, “έμαθα πολλά χρήσιμα πράγματα”. Παρόλο που για μένα ήταν μια πολύ δυσάρεστη συνθήκη αναγνωρίζω ότι κανείς δεν είχε αυτό που περιγράφουμε με το κλισέ “κακή πρόθεση”. Όμως στην καρδιά αυτής της εμπειρίας υπάρχει για μένα μια σκηνή.
Μετά από καιρό μου είπαν ότι σε πρόβες του ιδίου δημιουργού μια ηθοποιός έπαθε ένα σοβαρό τραυματισμό λόγω καταπόνησης για “τις ανάγκες του έργου”. Προφανώς και δεν ήμουν εκεί, δεν έχω ιδία γνώμη και γνώση, αλλά ενθυμούμενη αυτή τη σκηνή που είχα ζήσει, κούνησα το κεφάλι με κατανόηση. Ριψοκίνδυνο το να προσμετρήσω κάτι που έγινε σε ένα πλαίσιο στο οποίο δεν ήμουν παρούσα, δύσκολο να προσδιορίσω πού αρχίζει και πού τελειώνει η εξουσία που ασκείται σε ένα άλλο σώμα και να μιλήσω για το πώς συγκλίνουν ή συγκρούονται η προσωπική και η διαπροσωπική ευθύνη. Θυμάμαι όμως ένα περιστατικό τρομακτικό όχι τόσο για την αθέλητη βία που περιείχε αλλά για τη σιωπή που το ακολούθησε και επικάθησε πάνω του. Θυμάμαι μια ηθοποιό που της ήρθε αδέσποτη στο πόδι μια ζωνιά από ηθοποιό που έπρεπε να χτυπήσει αρκετές φορές τη ζώνη του στο έδαφος. Θυμάμαι ότι κάποιοι ηθοποιοί φώναξαν, “Σταμάτα!”, ότι οι βοηθοί κοιτούσαμε σοκαρισμένες, ίσως να σηκωθήκαμε κιόλας, γιατί ο ίδιος ο έχων τη ζώνη και την ορμή δεν κατάλαβε τι είχε κάνει, η δε ηθοποιός έμενε ακίνητη ακολουθώντας την προϋπάρχουσα σκηνική οδηγία, θυμήθηκα ότι ο σκηνοθέτης δεν είπε τίποτα ούτε εκείνη τη στιγμή ούτε μετά το πέρας της σκηνής ή της πρόβας ούτε ποτέ. Ήταν ένα ατύχημα, ναι, αλλά θυμήθηκα ότι λίγες μέρες πριν είχε συμβεί το ίδιο πάλι με χτυπημένο έναν άλλο ηθοποιό και πάλι κανένα σχόλιο. Δεν υπήρξε ευτυχώς κάποιος σοβαρός τραυματισμός. Για μένα όμως η συζήτηση δεν θα έπρεπε να τελειώνει εκεί.
Αν χρειάζεται να περιμένω το ασθενοφόρο ή να συμβεί το χειρότερο για να χτυπήσω το καμπανάκι, τότε αυτή είναι μια θλιβερή και ανελεύθερη προσδοκία. Σκέφτομαι πως οι ηθοποιοί και οι χορευτές/τριες (και όχι μόνο) θα έπρεπε να είναι σε θέση να υποδείξουν τους τρόπους με τους οποίους (δεν) λειτουργούν τα σώματά τους. Είναι δύσκολο να ασκήσουμε (αυτο)κριτική όταν ο κυρίαρχος λόγος, αυτός που αναπαράγεται ξανά και ξανά, δεν αναγνωρίζει το μερίδιο ευθύνης αυτών που κρατούν σε ένα πλαίσιο τη μεγαλύτερη εξουσία και σπεύδει να ενοχοποιήσει τα θύματα που δεν αντέδρασαν “όταν και όπως έπρεπε”. Ανατρέχοντας όμως στην προσωπική μου ιστορία και τις διηγήσεις φίλων και συναδέλφων, νομίζω ότι είναι χρήσιμο να εξετάσουμε τις σκηνές της μνήμης μας και τους ρόλους που έχουμε διαδραματίσει κατά καιρούς. Αυτό δεν ισοπεδώνει το τοπίο, δεν επιρρίπτει αδιακρίτως σε όλες/ους τις ίδιες ευθύνες, δεν πρέπει να μας καθηλώσει στο, “τι τα θες”, ¨όλοι ίδιοι είναι”, “σάπια όλα”, “παραβιάσεις τριγύρω πολλές, πάρα πολλές”. Ίσα-ίσα θα μας βοηθήσει να βρούμε τις λέξεις που χρειαζόμαστε, λέξεις που, ας μη γελιόμαστε, αν τις είχαμε ήδη στην εργαλειοθήκη μας θα είχαμε μιλήσει ανοιχτά προ πολλού γι’ αυτά και γι’ άλλα πολλά.
Ομολογώ λοιπόν, πως δεν μπορώ να ξεχάσω τις λεπτομέρειες αυτής της σκηνής: την ηθοποιό να έχει βουρκώσει, ακίνητη σαν άγαλμα, ενώ η άλλη σκηνή συνεχιζόταν κανονικά. Με την άλλη βοηθό είχαμε φέρει παγοκύστη και κάναμε νοήματα στην κοπέλα η οποία όμως στωικά μας έκανε νόημα να μην κάνουμε κάτι. Θυμάμαι ότι ήθελα να διακόψω, ότι ήθελα να κάνω κάτι, αλλά δεν έκανα τίποτα. Επίσης, θυμάμαι κύματα θυμού να σκάνε στην ακτή χωρίς αποδέκτη.
Καταλαβαίνω ότι αυτό το περιστατικό ωχριά μπροστά σε όσα ακούμε ή ξέρουμε αλλά δεν έχουν γίνει υλικό δημόσιας μαρτυρίας ακόμα, θα ήθελα όμως να πω ότι μετανιώνω βαθιά για τη δική μου θέση και στάση εκείνη τη στιγμή, που μίλησα αργότερα στον ηθοποιό που κρατούσε τη ζώνη, ο οποίος τονίζω δεν είχε καταλάβει τίποτα, ένιωσε πολύ άσχημα και ζήτησε συγγνώμη όταν κατάλαβε τι είχε συμβεί, αλλά έκανα μόνο ένα συγκρατημένο σχόλιο στον σκηνοθέτη την επομένη, ο οποίος όφειλε μετά το ατύχημα να είχε προστατέψει τη συνθήκη. Θυμώνω με κάτι που τότε θεώρησα πως ήταν ξεκάθαρη δειλία από μέρους μου αλλά μετά κατάλαβα ότι ήταν αποτέλεσμα και μιας σειράς διαστρεβλώσεων για το τι εστί κανονικότητα στο θέατρο. Οπότε μοιράζομαι τον θυμό και την απογοήτευσή μου, όχι ως ένδειξη προσωπικής μόνο παθογένειας, αλλά μιας γενικευμένης δυσκολίας. Αναρωτιέμαι και για τον ίδιο τον σκηνοθέτη που ήταν ένας ευγενικός στη συμπεριφορά του άνθρωπος, με τρυφερές κάποιες φορές παρορμήσεις, τι σκεφτόταν; Πώς θεώρησε δηλαδή επιτρεπτό το να συνεχίσει την πρόβα και να μη ρωτήσει την ηθοποιό αν είναι εντάξει; Να μη ζητήσει αργότερα από τον χορογράφο να υποδείξει στον ηθοποιό πώς μπορεί αυτή η κίνηση να γίνει με ασφάλεια; Ή μήπως η υπέρτατη αξία και αρετή για μια παράσταση είναι να συνεχίζει απτόητη εις μάτην των όσων συμβαίνουν; Τι σημαίνει για μας ως υποκείμενα να προσπαθούμε κάθε φορά να φτάσουμε στο τέλος της σκηνής, του έργου, να φτάσουμε στο τέρμα της κάθε συνεργασίας, χωρίς να κοιτάμε τι συμβαίνει γύρω μας και μέσα μας;
Έχω παρατηρήσει σε πρόβες το εξής φαινόμενο σε διάφορες παραλλαγές αλλά με την εξής βασική δομή: κάποιος που κατέχει εξουσία φέρεται με έναν τρόπο που προκαλεί από αμηχανία, μέχρι κλάματα, εκνευρισμό, γνήσια δυσφορία, ψυχοσωματικές εκδηλώσεις, ετεροχρονισμένες έντονες αντιδράσεις. Αν μπει κάποιος άσχετος μέσα μπορεί να πει, “καλέ, τι έχετε πάθει, γιατί είστε όλοι με κατεβασμένα μούτρα”; Οι εντός της πρόβας όμως θα απαντήσουν μόνο με κατεβασμένη τη φωνή, διακριτικά ή στην περίπτωση που ο/η δράστης/τρια δεν είναι στον ίδιο χώρο, πολύ δυνατά, θυμωμένα ίσως. Έτσι τηρείται μια καταπληκτική ισορροπία, κατά την οποία τα θύματα ξεσπάνε πολλές φορές εκτός πρόβας (ένας φίλος μού απαγόρευσε ένα διάστημα να του μιλάω για την πρόβα στην οποία δούλευα γιατί δεν ήθελε να ακούει άλλο τις γκροτέσκ ανταποκρίσεις μου), ο δε δράστης όσο δεν λαμβάνει κάποιο σαφές σήμα ότι συνολικά ή σε σημεία της η συμπεριφορά του είναι απαράδεκτη και θα πρέπει να αναθεωρήσει, εξακολουθεί να αγνοεί τα όποια άρρητα αλλά απολύτως δηλωτικά μηνύματα ή να τα εντάσσει σε ένα δικό του/της ευρηματικό αφηγηματικό πλαίσιο, “αδύναμος ο τάδε”, “έχει τα νεύρα της αυτή”, “συνδικαλίζονται αυτοί” και “ούτω καθεξής”. Υπάρχουν βέβαια και οι εντελώς αμετανόητοι που και νέον πινακίδα να εμφανιστεί θα πουν ότι, οι άλλοι φταίνε που δεν μίλησαν όταν έπρεπε και αντιδρούν τώρα εκδικητικά.
Βέβαια, όταν μεταφέρει κανείς στοιχεία αυτής της συνθήκης σε κάποιον/α που δεν μετέχει σε αυτήν θα απαντήσει εύλογα, “κι εσείς τι κάνατε και τι κάνετε”; Πολλές φορές η απάντηση είναι, “όχι πολλά, όχι αρκετά”. Στον εαυτό μου παρατηρούσα ότι ως κορίτσι-νεαρή βοηθός-λίγο μεγαλύτερο κορίτσι-ηθοποιός-βοηθός δυσκολευόμουν να πω, αυτό δεν μπορώ και δεν θέλω να το κάνω/υφίσταμαι. Μου έχουν μιλήσει όμως και άλλες και άλλοι για τις φορές που ένιωσαν ανυπεράσπιστες/οι, έρμαια των συνθηκών και των καταστάσεων, για τις φορές που δεν έφυγαν και το μετάνιωσαν ή έφυγαν και αυτό παρέμεινε μια δική τους κάπως “τρελή”, ακατανόητη σχεδόν ιστορία. Κάποτε πάλι το κλείσιμο της πόρτας πραγματικά ανακουφίζει και αφυπνίζει. Σαν την περίπτωση του Χάρβεϊ Καϊτέλ που εν πλήρη συνειδήσει αντέδρασε σε αυτά που τον ενοχλούσαν και τελικά απολύθηκε από τα “Μάτια ερμητικά κλειστά” του Κιούμπρικ. Τι έχουν τα έρμα και δεν μιλάνε λοιπόν;
Spoiler τρίτο: πολλά έχουν τα έρμα. Τη διάχυτη οικονομική επισφάλεια, την ειδική εργασιακή επισφάλεια στον χώρο του θεάτρου, που ευνοεί νοοτροπίες του είδους, “μάζευε κι ας είν’ και ρώγες”, “μην κλείνεις πόρτες”, “ό,τι κι αν γίνει εσύ εκεί”. Μια σειρά από παρανοήσεις για την καλλιτεχνία που “δεν είναι σαν δουλειά γραφείου” και άρα δεν πειράζει να υψωθούν και λίγο οι τόνοι, πάθος να υπάρχει, ωράριο όχι, συμβάσεις επίσης όχι. Και δεν έχω χάσει την πίστη μου ότι μια παράσταση, ένα έργο, μια/ένας ηθοποιός μπορεί να σώσει τον κόσμο ή έναν άνθρωπο, αλλά αλήθεια μπορεί να γεννηθεί η χειραφέτηση μέσα από μια απαρχαιωμένη δομή, δέσμια του εξοργιστικού αφορισμού “το θέατρο δεν είναι δημοκρατία”; Τι σημαίνει για την ιστορία μιας παράστασης και τις ζωές όσων δούλεψαν σε αυτήν το να είναι “σπουδαία” αλλά ένας ηθοποιός να έχει παραιτηθεί επειδή έκανε εμετό από το πόσο άσχημα μιλούσε ο σκηνοθέτης στους συναδέλφους του; Τι σημαίνει γι’ αυτόν τον συγκεκριμένο ηθοποιό το να ακούει ξανά και ξανά να λέγεται ότι ο σκηνοθέτης ήταν “τυραννικός και ιδιοφυΐα” και να εξισώνεται αυτό το “και” με ένα υπερβατικό αιτιολογικό “επειδή”, αντί να χωρίζεται από αυτό και να γίνεται αντικείμενο προβληματισμού το γιατί, αν κάποιος/α είναι ιδιοφυής χρειάζεται να καταφύγει σε εξευτελιστικές για τους συνεργάτες συμπεριφορές;
Αυτό που εγώ είδα, στο πετσί μου, στ’ αλήθεια, είναι πως το να υφίστασαι κακοποιητικές συμπεριφορές ή/και να γίνεσαι μάρτυράς τους και να τις κανονικοποιείς είναι μια βαθιά διαβρωτική και διχαστική εμπειρία. Μια “κακή εκπαίδευση” που συχνά δικαιολογεί τη διαιώνιση αυτών των συμπεριφορών με σκεπτικά του στυλ: “κι εγώ υπέφερα στα χέρια του/της τάδε και δεν έβγαλα λέξη κι ορίστε μια χαρά είμαι τώρα, γιατί δεν κάνετε κι εσείς το ίδιο”; Η σιωπή, η απουσία αντίδρασης, όσο γεμάτη από αισθήματα και σκέψεις κι αν είναι κινδυνεύει να εργαλειοποιηθεί για τη διασπορά της ενοχής. Οι νοσηρές συμπεριφορές σπάνια είναι απομονωμένες, ευνοούν και ευνοούνται από στρεβλά συστήματα και τείνουν να αναπαράγουν τον εαυτό τους επί τα χείρω.
Θα ήθελα να μοιραστώ και άλλα για την εμπειρία μου ως γυναίκας στον χώρο, αλλά φοβάμαι πως θα χρειαστώ πολλές λέξεις ακόμα. Γι’ αυτό θα κλείσω με κάτι που μου είχε πει μισοαστεία-μισοσοβαρά ένας πολύ αγαπητός μου άνθρωπος, σε μια στιγμή αρκετά χαλαρή σε κάτι σαν διάλειμμα της πρόβας που λίγο λέγαμε αστεία, λίγο μιλούσαμε για τη ζωή μας δεν θυμάμαι με τι ακριβώς αστειεύτηκα, αλλά η απάντηση που άκουσα ήταν: “Κοίτα γύρω σου, είναι όλοι άντρες! Είσαι μειοψηφία!”. Και κοίταξα κι ήταν όλοι άντρες. Επειδή δεν θυμάμαι με λεπτομέρειες τη συζήτησή μας, δεν έχω ιδέα πώς του ήρθε να μου το πει αυτό, αν του ξέφυγε ή αν προσπαθούσε να μου ανοίξει τα μάτια, τύπου “ξύπνα, είναι ζόρικα τα πράγματα για σένα”. Σε κάθε περίπτωση, τον ευχαριστώ για τις λέξεις του, τώρα όμως μπορώ να τις αλλάξω λίγο και να πω κι εγώ στους δεινοσαύρους μέσα μου και γύρω μου: “Κοίτα γύρω σου, αρχίζουμε και βρίσκουμε τρόπους να μιλήσουμε για αυτά που πριν μας πονούσαν χωρίς να μας ξαφνιάζουν”».