Εφτά κλειδιά για να ερμηνεύουμε σωστά τις δημοσκοπήσεις

Μπροστά στην τελική και κρισιμότερη ευθεία προς τις κάλπες, τα κλειδιά που θα ξεκλειδώσουν το μυστήριο του περιεχομένου τους βρίσκονται ακόμα στα χέρια των αγνώστων μιας δύσκολης εκλογικής εξίσωσης.

Οι δημοσκοπήσεις, που πρωταγωνιστούν στις δημόσιες και ιδιωτικές συζητήσεις, δεν μπορούν να αποκαλύψουν κάτι περισσότερο από τη μισή αλήθεια.

Η άλλη μισή θα μείνει κρυφή μέχρι το βράδυ της Κυριακής της 25ης Ιανουαρίου. Μέχρι τότε, δηλαδή, που θα ξέρουμε πόσοι τελικά ψήφισαν, ποιοί ψήφισαν, ποιόν ψήφισαν, γιατί τον ψήφισαν και πότε το αποφάσισαν.

Ως τότε θα μπορούμε απλώς να στοιχηματίζουμε. Και, πάντως, όχι εκ του ασφαλούς. 

Γιατί απλούστατα δε γνωρίζουμε ούτε τι πρόκειται να μεσολαβήσει στο υπολειπόμενο χρονικό διάστημα, ούτε αν και πώς οτιδήποτε συμβεί μπορεί να επηρεάσει το εκλογικό αποτέλεσμα.

Ήδη, έχουν συμβεί αρκετά απρόσμενα. Ποιος, για παράδειγμα, θα μπορούσε να φανταστεί ότι στο προηγούμενο διάστημα την επικαιρότητα δεν θα κατέκλυζαν εκλογικές αντιπαραθέσεις αλλά γεγονότα τόσο δραματικά όσο αυτά του πολύνεκρου παρολίγον ναυαγίου στο Ιόνιο ή τα άλλα τα συγκλονιστικότερα που συντάραξαν μαζί με τη Γαλλία τον κόσμο ολόκληρο ύστερα από το τρομοκρατικό κτύπημα στη Charlie Hebdo;

Μπορεί κανείς να είναι σίγουρος ότι θ’ αφήσουν ανεπηρέαστη την ψυχολογία και τη συμπεριφορά των ψηφοφόρων; Ότι δεν θα αγγίξουν τις πολιτικές χορδές όσων αισθάνονται τον κίνδυνο που για τους μεν απειλεί πρωτίστως τη δημοκρατία και για τους δε κυρίως την εθνική και πολιτιστική ταυτότητα;

Μπορούμε, για παράδειγμα, να εικάσουμε αν τα γεγονότα αυτά ενισχύουν ή αποδυναμώνουν τη γενικώς αποσιωπούμενη  ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ;

Ή μήπως μπορούμε να προδικάσουμε τις επιδράσεις που θα έχουν επί του εκλογικού διακυβεύματος οι αντιφατικές τοποθετήσεις διεθνών παραγόντων και ευρωπαίων αξιωματούχων μετά την προκήρυξη των εκλογών;

Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να υποθέσουμε ότι συνέβαλαν στην περαιτέρω «αποενοχοποίηση» της αρνητικής ψήφου και του ρίσκου που θα αποφασίσουν να πάρουν όσοι θελήσουν να εκφράσουν τώρα το  «αντιμνημονιακό» μένος που δεν εξέφρασαν στις εκλογές του Ιουνίου του 2012 με το φόβο της εξόδου από την ευρωζώνη.

Πόσοι πριν από την προκήρυξη των εκλογών περίμεναν ότι μετά την προκήρυξή τους θα επικρατούσε τόση και, προφανώς, καθόλου τυχαία σύγχυση μεταξύ των αγορών και των ηγεσιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενόψει των ελληνικών πολιτικών εξελίξεων;

Μπορούσε, άραγε, να προβλεφθεί ότι η σύγχυση αυτή θα πολλαπλασιάζονταν εντός των συνόρων, σε βαθμό, μάλιστα, που θα εξήπτε τη φαντασία πολιτικών παραγόντων, όπως, για παράδειγμα, η κυρία Ραχήλ Μακρή, στην οποία μπήκε η ιδέα της εκτύπωσης των 100 δις ευρώ;

 Αν η σύγχυση αυτή συνεχισθεί, συνδυαζόμενη, μάλιστα, με τη συστηματική άρνηση των διεκδικητών της εξουσίας να μιλήσουν με συγκεκριμένους αριθμούς για την οικονομία, οι ροπές με τις οποίες κινείται σήμερα το εκλογικό σώμα δεν θα μείνουν αμετάβλητες.

Πολύ δε περισσότερο που στη σύγχυση προστίθεται η αναστάτωση που προκαλεί η ανατίμηση του Ελβετικού Φράγκου και η νέα ισοτιμία του Ευρώ με το Δολάριο.

Το πόσο και πώς όλα αυτά και όσα άλλα ενδεχομένως προκύψουν μπορούν να μεταβάλουν τις υπάρχουσες τάσεις της κοινής γνώμης είναι ένας ακόμα άγνωστος. Όπως άγνωστο θα παραμείνει μέχρι τέλους το μέγεθος της αποχής και η τελική κοινωνική, ιδεολογική, δημογραφική και ηλικιακή σύνθεση του πληθυσμού που θα συμμετάσχει στην εκλογική διαδικασία. Χωρίς τη γνώση τους καμία ασφαλής στάθμιση ή πρόβλεψη μπορεί να γίνει, τουλάχιστον επιστημονικά.

Το καλύτερο που μπορεί να γίνει είναι μόνο μία ανάλυση και εκτίμηση της βαρύτητας και της σημασίας των αντίρροπων δυνάμεων που ασκούνται επί του εκλογικού σώματος και οι πιθανές αντιδράσεις του στα διλήμματα που θα διαμορφώσουν τις εκλογικές προτιμήσεις.

 Σε κάθε περίπτωση, είναι καλό να θυμόμαστε: 

Πρώτο, ότι οι δημοσκοπικές αστοχίες, προϊόντος του χρόνου και αυξανομένης της πολιτικής κινητικότητας του εκλογικού σώματος, πολλαπλασιάζονται.

Δεύτερο, ότι οι αστοχίες αυτές πολλαπλασιάζονται κατά τρόπο ευθέως ανάλογο της διαρκώς αυξανόμενης απροσδιοριστίας που χαρακτηρίζει τις πολιτικές συμπεριφορές υπό συνθήκες ραγδαίων αλλαγών και απορρυθμίσεων τόσο των κοινωνικών ισορροπιών όσο και των οικονομικών σχέσεων. 

Τρίτο, ότι οι δημοσκοπήσεις, με τη δημοσιότητα που παίρνουν, γίνονται με τη σειρά τους πολλαπλασιαστές της πολιτικής απροσδιοριστίας προκαλώντας δευτερογενείς επανατοποθετήσεις του εκλογικού σώματος ανάλογα με τις υποκειμενικές ερμηνείες των ευρημάτων τους.

Τέταρτο, ότι η προεξόφληση των εκλογικών αποτελεσμάτων, εκτός από επιστημονικά προβληματική, είναι αφεαυτής ένας παράγοντας επηρεασμού της εκλογικής ψυχολογίας και προς την κατεύθυνση του διαφαινόμενου νικητή και προς την κατεύθυνση όσων πιθανολογείται ότι θα εξισορροπήσουν τους εκλογικούς συσχετισμούς.

Πέμπτο, ότι ακόμα κι αν οι κυρίαρχες τάσεις δεν ανατρέπονται, τα συμπεράσματα που εξάγονται από τις δημοσκοπήσεις παίζουν το ρόλο τους στη διαμόρφωση του κλίματος και των κριτηρίων με τα οποία οι αναποφάσιστοι καθορίζουν τη στάση τους. 

Έκτο, ότι τα τελευταία χρόνια μεγεθύνεται διαρκώς το πλήθος των ψηφοφόρων που ζυγίζουν μέχρι την τελευταία στιγμή τα πράγματα και παίρνουν τις αποφάσεις τους πίσω από το παραβάν.

Έβδομο, ότι η σημασία όλων των παραπάνω μπορεί να αποδειχθεί ακόμα μεγαλύτερη ενόψει των επικείμενων εκλογών, που, εκτός των άλλων, έχουν την ιδιαιτερότητα να είναι οι πρώτες στην πολιτική ιστορία του τόπου που θα διεξαχθούν με τις δημοσκοπήσεις να δημοσιεύονται μέχρι την παραμονή τους και την τροπή τους να κρίνεται όχι μόνο από την έκβαση της μάχης για την πρώτη θέση, αλλά και από τα αποτελέσματα του ντέρμπι για την τρίτη.

Ο Γιώργος Σεφερτζής είναι πολιτικός επιστήμονας-αναλυτής

Γιώργος Σεφερτζής

Share
Published by
Γιώργος Σεφερτζής