Ακριβώς επειδή οι εκλογές της ερχόμενης Κυριακής έχουν την ιδιαιτερότητα του διπλού διακυβεύματος για την επιλογή του «καταλληλότερου διαπραγματευτή» της επόμενης ημέρας και ταυτόχρονα του «χρησιμότερου ρυθμιστή» των μετεκλογικών ισορροπιών, το κρισιμότερο ερώτημα είναι πόσοι και ποιοί θα πάνε να ψηφίσουν για τον ένα και ποιοι και πόσοι θα το κάνουν για να υποδείξουν τον άλλο.
Τα δύο διλήμματα δεν έχουν προφανώς ισοδύναμη βαρύτητα. Αποτελούν όμως συνδυαστικά το «δίλημμα της διακυβέρνησης». Το δίλημμα, δηλαδή, που τίθεται σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, μόνο που αυτή τη φορά τίθεται με τρόπο περισσότερο σύνθετο, κρίσιμο και ταυτόχρονα προβληματικό για τις στρατηγικές των κομμάτων που διεκδικούν την εξουσία.
Πολλώ δε μάλλον που ο βαθμός δυσκολίας της εκλογικής εξίσωσης που προσπαθούν να λύσουν, αυξάνεται με την πρόσθεση του αγνώστου που συνιστά το ποσοστό όσων ψηφοφόρων σπεύσουν στις κάλπες για να διασώσουν ένα από τα απειλούμενα με «κοινοβουλευτικό αποκλεισμό» κόμματα.
Το δίλημμα των τελευταίων πιθανόν να αποδυναμώσει αυτό που τίθεται από τα ανταγωνιζόμενα για την τρίτη θέση κόμματα, με αποτέλεσμα οι ασκούμενες στο εκλογικό σώμα πιέσεις να διασπάσουν περισσότερο τις δυνάμεις του.
Σε κάθε πάντως περίπτωση, το εκλογικό εκκρεμές θα μετακινείται ταυτόχρονα, τόσο με τη φορά της επιδιωκόμενης από τα μεγαλύτερα κόμματα πόλωσης, όσο και με τη φορά των φυγόκεντρων δυνάμεων που θα αναπτυχθούν, είτε προς την κατεύθυνση ενός εξισορροπητικού «τρίτου πόλου», είτε προς τα εν κινδύνω ευρισκομμένα μικρότερα κόμματα.
Από το βαθμό της «δραματοποίησης» αυτού του εν τέλει τριοδικού εκλογικού διλήμματος θα εξαρτηθεί τόσο το άθροισμα που θα συγκεντρώσουν τα δύο προπορεύομενα κόμματα όσο και το μέγεθος της καθοριστικής για τους μετεκλογικούς συσχετισμούς διασποράς ψήφων.
Κυρίως δε θα εξαρτηθεί, σε συνδυασμό με το ποσοστό της αποχής, η τύχη του αναδυόμενου «νέου δικομματισμού» και το ύψος στο οποίο θα τοποθετηθεί ο πήχης της αυτοδυναμίας.
ΑΥΤΟΔΥΝΑΜΙΑ: ΣΤΟΧΟΣ Ή ΑΛΛΟΘΙ;
Στην προσπάθειά του να απλοποιήσει την εκλογική εξίσωση, ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε την επίτευξη της αυτοδυναμίας στρατηγικό στόχο. Την προβάλει ως αναγκαία για την ενίσχυση της διαπραγματευτικής του ισχύος. Την παρουσιάζει ως sine qua non προϋπόθεση για την εκπλήρωση των προγραμματικών του δεσμεύσεων.
Αν δεν αποτελεί προμελετημένο άλλοθι για τους ενδεχόμενους μετεκλογικούς του συμβιβασμούς, η επίσημη πλέον υιοθέτηση από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ της στρατηγικής της αυτοδυναμίας συνιστά για την Ιστορία μία από αυτές τις ειρωνείες που μεταμορφώνουν συνήθως τίς πολιτικές δυνάμεις της Αριστεράς σε καθρέφτες των αντιπάλων τους.
Ένα από τα θύματα του πάλαι ποτέ κραταιού δικομματισμού της μεταπολίτευσης, εγκολπώνεται τώρα τη λογική του κομματικού ανταγωνισμού των πρώην θυτών του για να κυριαρχήσει με τη λογική ενός πολυσυλλεκτικού κόμματος εξουσίας
Όντας ο μεγάλος κερδισμένος της γενικότερης ανταλλαγής ψηφοφόρων μεταξύ των κομμάτων και ο απολύτως ευνοούμενος από τίς εκροές ψηφοφόρων της Ν.Δ., η επιλογή της στρατηγικής της αυτοδυναμίας είναι για το ΣΥΡΙΖΑ ο αναγκαίος πολλαπλασιαστής της δυναμικής του.
Η αλήθεια είναι ότι η εξέλιξη αυτή ήταν μάλλον αναμενόμενη. Δε θα μπορούσε να χαθεί για το ΣΥΡΙΖΑ η ευκαιρία να μεγιστοποιήσει τη δυναμική που φαίνεται να τον οδηγεί με διαφορά στην εκλογική νίκη.
Η στιγμή ήταν μάλιστα η κατεξοχήν κατάλληλη. Όντας ο μεγάλος κερδισμένος της γενικότερης ανταλλαγής ψηφοφόρων μεταξύ των κομμάτων και ο απολύτως ευνοούμενος από τίς εκροές ψηφοφόρων της Ν.Δ., η επιλογή της στρατηγικής της αυτοδυναμίας είναι για το ΣΥΡΙΖΑ ο αναγκαίος πολλαπλασιαστής της δυναμικής του.
Πρώτο, διότι, όπως απέδειξε η πρόσφατη αναμέτρηση των ευρωεκλογών, η δυναμική αυτή δεν είναι ανεξάντλητη και ως εκ τούτου χρειάζεται μία διαρκή επανατροφοδότηση με τονωτικές κινήσεις πρός την κατεύθυνση της κεφαλαιοποίησης του πλεονεκτήματος που του προσφέρει η καταγραφόμενη εδώ και καιρό υπεροχή του ως πρός την «παράσταση νίκης» .
Δεύτερο, διότι η εμπέδωση της πεποίθησης ότι η αυτοδυναμία είναι ανέφικτη, εμπεριέχει τον κίνδυνο να αποσυμπιεσθεί η ένταση της πόλωσης για την πρώτη θέση, να γίνει κρισιμότερο το ντέρμπι για την τρίτη θέση, και να «απελευθερωθούν», στρεφόμενες προς τα μικρότερα κόμματα, οι δυνάμεις που θάθελαν να συμμετάσχουν στην εξέλιξή του.
Τρίτο, διότι οι ψηφοφόροι που κάνουν τη διαφορά υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ είναι κυρίως συντηρητικής, αν όχι δεξιάς, προέλευσης πολίτες που, εξουθενωμένοι από την υπερφορολόγιση και εξοργισμένοι με τους χειρισμούς της συγκυβέρνησης, εγκαταλείπουν την εκλογική βάση της Ν.Δ. για να «τιμωρήσουν» το κόμμα των νοικοκυραίων που «κατέστρεψε τίς περιουσίες τους».
Πρόκειται για ψηφοφόρους πολύ εξοικειωμένους με την επιχειρηματολογία της αυτοδυναμίας και ιδιαίτερα δεκτικούς στην επίκλησή της ως απαραίτητου για την πολιτική σταθερότητα όρου.
Εδώ η τύχη της αυτοδυναμίας θα βρεθεί στο έλεος της τροπής που θα πάρει το θρίλερ της εισόδου στη Βουλή όσων κομμάτων βρεθούν κοντά στο κατώφλι του 3%. Δεν είναι απίθανο το ποσοστό των ψηφοφόρων που θα βρεθεί σε αυτή την περιοχή να προσεγγίσει το 10% του όλου εκλογικού σώματος μετατρέποντας σε θρίλερ και την υπόθεση της αυτοδυναμίας.
Με εμπεδωμένο το αίσθημα της ανυπαρξίας κινδύνου και κρατούσα την εντύπωση ότι «δεν έχουν να χάσουν τίποτα περισσότερο από μία αριστερή διακυβέρνηση», οι ψηφοφόροι αυτοί, πολλαπλασιαζόμενοι στην εναπομένουσα πορεία πρός τίς κάλπες, αθροίζονται με όσους κρίνουν ότι τα δικαιώματα του ΣΥΡΙΖΑ σε μία «πρώτη ευκαιρία» είναι ασυγκρίτως μεγαλύτερα από τα αντίστοιχα της Ν.Δ. σε μία δεύτερη και αυξάνουν την πιθανότητα να οδηγήσουν τη Ν.Δ. σε μια κατάρρευση ανάλογη με αυτή των εκλογών του 2009.
Αν μάλιστα η Ν.Δ. δεν καταφέρει, παρά τις προσπάθειες που καταβάλει, να συγκρατήσει τίς αμφιπλευρες διαρροές της πρός τη Χ.Α. και τους ΑΝ.ΕΛ. του Πάνου Καμμένου, η πιθανότητα αυτή ενισχύεται, κάνοντας ισχυρότερη τη δυναμική της αυτοδυναμίας. Εκτός και αν η πόλωση ανεβάσει τη θερμοκρασία του προεκλογικού κλίματος και επιτρέψει στο μεγάλο εταίρο της απερχόμενης συγκυβέρνησης να «δανειστεί» ένα σεβαστό μερίδιο από τη βάση του μικρότερου εταίρου του.
Στην τελευταία αυτή περίπτωση το άθροισμα του νέου δικομματισμού θα είναι σχετικά ψηλό.
Στην πρώτη περίπτωση θα παραμείνει σε χαμηλότερα επίπεδα αντιστρέφοντας απλώς τίς πολιτικές ισορροπίες που προέκυψαν μετά την κατάρρευση του παλιού δικομματισμού, στις εκλογές του Ιουνίου 2012.
Θα πρόκειται με άλλα λόγια για αντεστραμένη επανάληψη του έργου των τελευταίων ευρωεκλογών χωρίς όμως τη συμμετοχή των κομμάτων που αυτή τη φορά θα μείνουν εκτός κοινοβουλευτικού νυμφώνος.
Εδώ η τύχη της αυτοδυναμίας θα βρεθεί στο έλεος της τροπής που θα πάρει το θρίλερ της εισόδου στη Βουλή όσων κομμάτων βρεθούν κοντά στο κατώφλι του 3%.
Δεν είναι απίθανο το ποσοστό των ψηφοφόρων που θα βρεθεί σε αυτή την περιοχή να προσεγγίσει το 10% του όλου εκλογικού σώματος μετατρέποντας σε θρίλερ και την υπόθεση της αυτοδυναμίας.
Εκείνο πάντως που παραμένει το κυριότερο εμπόδιο στη στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ είναι η αντίσταση που θα προβάλει το πλειοψηφικό ποσοστό των πολιτών που απορρίπτουν την ιδέα οποιασδήποτε μονοκομματικής διακυβέρνησης. Γνωρίζουμε ότι αυτό το ποσοστό, προεκλογικά τουλάχιστον, υπερέβαινε κατά πολύ το 70%.
ΤΑ ΑΝΤΙΒΑΡΑ ΣΤΗΝ ΑΥΤΟΔΥΝΑΜΙΑ
Εκείνο πάντως που παραμένει το κυριότερο εμπόδιο στη στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ είναι η αντίσταση που θα προβάλει το πλειοψηφικό ποσοστό των πολιτών που απορρίπτουν την ιδέα οποιασδήποτε μονοκομματικής διακυβέρνησης.
Είτε γιατί αξιολογεί ως αναγκαία την ευρύτερη δυνατή εθνική συνεννόηση είτε γιατί εκτιμά ότι οι μονοκομματικές κυβερνήσεις του παρελθόντος είναι αυτές που ευθύνονται για τον εκτροχιασμό της οικονομίας, γνωρίζουμε ότι αυτό το ποσοστό, προεκλογικά τουλάχιστον, υπερέβαινε κατά πολύ το 70%.
Από καμία, μέχρι στιγμής, δημοσκόπηση δεν προκύπτει ότι το ποσοστό αυτό μεταβλήθηκε στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου. Πράγμα που σημαίνει λογικά ότι είναι καταρχήν απαγορευτικό για την επίτευξη της αυτοδυναμίας και αποτρεπτικό της ανόδου του αθροίσματος των δύο μεγαλύτερων κομμάτων σε επίπεδα πολύ ψηλότερα από αυτά που στις ευρωεκλογές του 2012 φάνηκαν να θέτουν ένα, ελαστικό βέβαια αλλά πάντως ενδεικτικό, όριο στη δυναμική του «νέου δικομματισμού».
Ασφαλώς, το «ρεύμα του νικητή» θα παρασύρει πρός την κατεύθυνση του πρώτου κόμματος ένα σημαντικό μέρος του ποσοστού που σήμερα εναντιώνεται στην προοπτική μίας μονοκομματικής διακυβέρνησης. Ταυτόχρονα όμως , η «προεξόφληση του νικητή» λειτουργεί ως συντελεστής ανάσχεσης του ρεύματος και μερικής αναστροφής του.
Ας μη ξεχνάμε ότι πρόκειται για εβδομάδα γκαστρωμένη με επικαιρότητα που θα φορτίσει την εκλογική ατζέντα και δε θα αφήσει ανεπηρέστες κρίσιμες μάζες ψηφοφόρων. Ιδιαίτερα αν τα πρώτα συμπτώματα της επαπειλούμενης ασφυξίας που αρχίζουν να νοιώθουν οι τράπεζες αρχίσουν να μεταδίδονται στο εκλογικό σώμα.
Μεταξύ της «παράστασης νίκης» και της πραγματικής «βεβαιότητας» για το νικητή της αναμέτρησης, υπάρχει μία κρίσιμη ψυχολογική διαφορά που πολλαπλασιάζει τίς πιθανότητες εξισορρόπησης του αποτελέσματος με τη λογική της «ψήφου αντίβαρο» στην πόλωση η οποία μοιραία συγκρούεται με τη δυναμική της αυτοδυναμίας.
Ιδιαίτερα όταν η «ψήφος αντίβαρο» έχει μεν το μειονέκτημα της εναντίωσης στο main stream , έχει όμως και το καθόλου ευκαταφρόνητο, υπό τις περιστάσεις, πλεονέκτημα της αποενοχοποίησης της ψήφου και της απομείωσης του ρίσκου που πάντα εμπεριέχουν οι εκλογές.
Αφού αυτές δεν αποφεύχθηκαν, δε θα είναι λίγοι αυτοί που θα προτιμήσουν να μη το πάρουν και στην πλάτη τους.
Ιδιαίτερα όταν δεν είναι πολλοί περισσότεροι αυτοί που τρέφουν αυξημένες προσδοκίες για την επομένη ημέρα των εκλογών ενώ είναι μάλλον αρκετοί όσοι συνεχίσουν μέσα σε αυτή την τελευταία εβδομάδα να ζυγίζουν τους κινδύνους που προσφέρονται να αναλάβουν.
Ας μη ξεχνάμε ότι πρόκειται για εβδομάδα γκαστρωμένη με επικαιρότητα που θα φορτίσει την εκλογική ατζέντα και δε θα αφήσει ανεπηρέστες κρίσιμες μάζες ψηφοφόρων. Ιδιαίτερα αν τα πρώτα συμπτώματα της επαπειλούμενης ασφυξίας που αρχίζουν να νοιώθουν οι τράπεζες αρχίσουν να μεταδίδονται στο εκλογικό σώμα.
Να θυμίσουμε, άλλωστε, ότι, εκτός από τα απρόοπτα, υπάρχουν και τα προβλεπόμενα για το τέλος της εβδομάδας γεγονότα, που θα αποτελούν οι αναμενόμενες αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Ο Γιώργος Σεφερτζής είναι πολιτικός επιστήμονας-αναλυτής