25/1 μείον 2: Ο κίνδυνος της Χρυσής Αυγής

 Ο μόνος πλέον παράγοντας αβεβαιότητας περί την έκβαση της μεθαυριανής εκλογικής αναμέτρησης είναι η …βεβαιότητα για το αποτέλεσμά της.

Η βεβαιότητα αυτή, αφενός μεν μπορεί να λειτουργήσει ως αντικίνητρο για τη συμμετοχή στις εκλογές πολιτών των οποίων το ποσοστό ίσως αποδειχθεί κρίσιμο για την έκβαση της μάχης για την τρίτη θέση, αφετέρου ευνοεί καταρχήν, από τα μικρότερα κόμματα, αυτά που έχουν το λιγότερο σκληρό εκλογικό πυρήνα. 

Ποια είναι αυτά; Το ξέρουμε. Είναι εκείνα που έχουν τη μεγαλύτερη ιδεολογική συνοχή, έστω κι αν για μερικά από αυτά η συνοχή τους δοκιμάζεται συγκυριακά. 

Δοκιμάζεται συγκυριακά η συνοχή του, πιεζόμενου από τη δυναμική του ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ.

Δοκιμάζεται, επίσης, λόγω της θέσης στην οποία βρέθηκε μετά τη δίωξή της ως εγκληματικής οργάνωσης, και η συνοχή της Χρυσής Αυγής. Οι πιθανότητες που συγκεντρώνει να αναδειχθεί σε τρίτη δύναμη είναι, κατά τη γνώμη μου, αυξημένες, σε πείσμα του γεγονότος ότι οι πιθανότητες αυτές παραμένουν δημοσκοπικά ανεξιχνίαστες. Τους λόγους τους υπαινίχθηκα και χθες: κανείς δε μπορεί να είναι σίγουρος για το αν και πού κρύβονται οι δυνάμει ψηφοφόροι της. 

Τα πρώτα σημάδια εγκατάλειψης της «κρυψώνας στο ποτάμι» έχουν πάντως αρχίσει να εμφανίζονται ήδη. Αν επιμείνουν, το «Ποτάμι» θα χάσει μοιραία τη δυναμική που μέχρι σήμερα έμοιαζε να το προορίζει για το ρόλο του ρυθμιστή. Χωρίς αυτό να σημαίνει υποχρεωτικά οριστική απώλεια αυτού του ρόλου.

Πουθενά, διότι, πράγματι, έχουν εξαφανιστεί υπό τη διπλή πίεση του διπολικού ανταγωνισμού μεταξύ Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ και του «ηθικού διλήμματος» που τους δημιουργεί η παρουσία της ηγεσίας της στον Κορυδαλλό; Ή παντού, διότι διασπείρονται ανάμεσα στους μετακινούμενους ψηφοφόρους «κρυπτόμενοι» είτε στα ποσοστά της σχετικά πολύ εκτεταμένης αδιευκρίνιστης ψήφου, είτε στα ποσοστά που εμφανίζονται ως διαρροές προς το ΣΥΡΙΖΑ και το Ποτάμι

Αντιστρόφως, το Ποτάμι, που έμοιαζε να έχει πάρει το κεφάλι της κούρσας για την τρίτη θέση, επωφελούμενο από μία πιο «χαλαρή» και «ανώδυνη» αντιδικομματική ψήφο, μπορεί  κάλλιστα να αποδειχθεί τελικά ότι υπήρξε η «κρυψώνα» των εκλογικών εκπλήξεων της Κυριακής. Άλλωστε,  ακόμα και στις κατεξοχήν ευνοϊκότερες γι’ αυτό ευρωεκλογές, η καθίζηση που παρουσίασε το κόμμα του Σταύρου Θεοδωράκη παρουσιάστηκε τις τελευταίες πριν την κάλπη ώρες. Τίποτα, λοιπόν, δε μπορεί να  αποκλείσει την αποσυσπείρωση της εκλογικής του βάσης, για τους ίδιους, μάλιστα, λόγους που συντρέχουν αντιστρόφως για την άνοδο της συσπείρωσης της Χρυσής Αυγής.

 Τα πρώτα σημάδια εγκατάλειψης της «κρυψώνας στο ποτάμι» έχουν πάντως αρχίσει να εμφανίζονται ήδη. Αν επιμείνουν, το Ποτάμι θα χάσει μοιραία τη δυναμική που μέχρι σήμερα έμοιαζε να το προορίζει για το ρόλο του ρυθμιστή. Χωρίς αυτό να σημαίνει υποχρεωτικά οριστική απώλεια αυτού του ρόλου. Σημαίνει, όμως, μεταξύ των άλλων, ότι ύστερα από τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που ανακοινώθηκαν χθες από τον κ. Ντράγκι περιγράφοντας επακριβώς τις προκλήσεις προ των οποίων θα βρεθεί η όποια κυβέρνηση σχηματισθεί(;) μετά τις εκλογές, το ζήτημα των συνεργασιών που θα χρειασθεί να υπάρξουν σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας γίνεται κατά πολύ σοβαρότερο και, άρα, προβληματικότερο για τις προτιμήσεις των ψηφοφόρων σε σχέση με την κρισιμότητα και χρησιμότητα του αναζητούμενου ρυθμιστή. 

Ο βασικότερος σύμμαχος που είχε εξαρχής ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν οι χαμηλές προσδοκίες που οι δυνάμει ψηφοφόροι του έτρεφαν για τις μετεκλογικές κυβερνητικές του δυνατότητες και προθέσεις. 

Κατά τα άλλα, το γεγονός, που ήταν και το μόνο που θα μπορούσε  να επηρεάσει την εκλογική συγκυρία, παρέρχεται χωρίς να παράγει ανατροπές των ήδη διαμορφωμένων τάσεων. Με άλλα λόγια, απορροφάται μέσα στο υφιστάμενο περιβάλλον της τελευταίας προεκλογικής εβδομάδας χωρίς να αλλάζει το κλίμα της περιρρέουσας ατμόσφαιράς της. Το  ισοζύγιο μεταξύ «κοινωνικής οργής» και «πολιτικού ρίσκου»  παραμένει ουσιαστικά αμετάβλητο. 

 Είναι, ίσως, εντυπωσιακό. Είναι, όμως, ευεξήγητο. 

 Ο βασικότερος σύμμαχος που είχε εξαρχής ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν οι χαμηλές προσδοκίες που οι δυνάμει ψηφοφόροι του έτρεφαν για τις μετεκλογικές κυβερνητικές του δυνατότητες και προθέσεις. Μία ελάχιστη μεταξύ τους μειοψηφία λάμβανε στα σοβαρά υπόψη της τα όσα μαξιμαλιστικά υπόσχονταν για την επόμενη ημέρα. Η συντριπτική τους πλειοψηφία απλώς έλπιζε, και εξακολουθεί να ελπίζει, ότι κάτι, έστω και οριακά, καλύτερο θα μπορούσε να επιτευχθεί με τη διαπραγματευτική στρατηγική που προτείνει.

Η στρατηγική αυτή δεν ήταν ούτε και έγινε πάντα σαφής. Κάθε άλλο. Πολλές ήταν, και παραμένουν, οι αντιφάσεις και οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των στελεχών του. Υπό άλλες συνθήκες, θα μπορούσαν να προκαλέσουν βλαπτικές για τη δυναμική του ΣΥΡΙΖΑ συνέπειες. Όχι, όμως, υπό τις σήμερα κρατούσες. Για δύο, κυρίως, λόγους.

Ο πρώτος είναι το ίδιο το πρόσωπο του Αλέξη Τσίπρα. Πάνω του επικεντρωνόταν το ενδιαφέρον του πολιτικού ακροατηρίου, αυτόν πρωτίστως άκουγε. Εκτός από το φυσικό χάρισμα που διαθέτει, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε στρατηγικά και επικοινωνιακά αψεγάδιαστος. Ιδιαίτερα στη σωστή προσπάθειά του να καθησυχάσει τους συντηρητικούς ψηφοφόρους του μεσαίου χώρου, οι μετακινήσεις των οποίων από την εκλογική βάση της Ν.Δ. του είχαν δώσει το προβάδισμα πολύ πριν την προκήρυξη των εκλογών.

Ο δεύτερος λόγος είναι ότι η «πολυφωνία» του ΣΥΡΙΖΑ ήταν εκ των προτέρων «χωνεμένη» και, άρα, συνυπολογισμένη στο όποιο ρίσκο η κοινή γνώμη θεωρούσε ως υπαρκτό ενόψει της ανάδειξής του σε κορμό της επόμενης κυβέρνησης. Μπροστά στη δυναμική που ανέπτυσσε η μαζική «απόγνωση» από τις επιδόσεις της συγκυβέρνησης και τους χειρισμούς του Πρωθυπουργού μετά τις ευρωεκλογές του Ιουνίου, η σημασία του ρίσκου εξαερωνόταν μαζί με τους κινδύνους του GRexit. Είχα, άλλωστε, επισημάνει σε προηγούμενο κείμενο ότι οι, επίσης, αντιφατικές και, πάντως, διαφορετικές τοποθετήσεις αξιωματούχων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΔΝΤ συνέβαλαν και στην εμπέδωση της πεποίθησης ότι υπάρχουν πράγματι περιθώρια επαναδιαπραγμάτευσης των δανειακών συμβάσεων και στην αποδραματοποίση του κινδύνου από ένα ενδεχόμενο ατύχημα κατά τη διάρκειά της.

 Φαίνεται, λοιπόν, ότι βαίνουμε προς μιας μορφής επανάληψη των εκλογών του 2009. Με μία Ν.Δ. να τελεί υπό κατάρρευση και έναν συσχετισμό μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ να αντιστρέφεται συντριπτικά υπέρ του δεύτερου.

 Οι χθεσινές αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας μπορεί να επιτείνουν τον κίνδυνο του ατυχήματος. Δεν τον καθιστούν, όμως, αναπότρεπτο. Πολύ δε  περισσότερο, που δίνουν στη νέα κυβέρνηση το χρόνο της προσαρμογής και του «έντιμου» συμβιβασμού. Η πλειονότητα των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ τον προεξοφλεί απομειώνοντας έτι περαιτέρω την επικινδυνότητα της επερχόμενης πολιτικής αλλαγής.

Φαίνεται, λοιπόν, ότι βαίνουμε προς μιας μορφής επανάληψη των εκλογών του 2009. Με μία Ν.Δ. να τελεί υπό κατάρρευση και έναν συσχετισμό μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ να αντιστρέφεται συντριπτικά υπέρ του δεύτερου. Ίσως όχι με δυνατότητα εξασφάλισης της αυτοδυναμίας, αλλά με άγνωστη ακόμα την τελική σύνθεση της Βουλής και του αριθμού των κομμάτων που θα την αποτελέσουν. Εφόσον αυτή η πρόβλεψη επαληθευτεί, το μόνο που μένει να κριθεί είναι οι επιπτώσεις μίας τέτοιας ανατροπής ως προς την προσωρινότητα ή τη μονιμότητα των ισορροπιών που θα δημιουργηθούν στη μεταβατική περίοδο που θα επακολουθήσει.

 Αυτό, όμως, είναι υπόθεση των εξελίξεων που θα σημειωθούν τόσο σε ό,τι αφορά τις συνέπειες που θα έχει το εκλογικό αποτέλεσμα στις εσωτερικές ισορροπίες των κομμάτων, όσο και σε ό,τι αφορά τις επιδράσεις του όποιου αποτελέσματος των διαπραγματεύσεων με τους διεθνείς εταίρους μας στους μεταξύ των κομμάτων συσχετισμούς. Εδώ όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά και θα τα δούμε από την επομένη των εκλογών. 

 Η επόμενη, όμως, των εκλογών δεν θα έχει τα ίδια χαρακτηριστικά αν στη θέση του ρυθμιστή βρεθεί η Χρυσή Αυγή, ούτε αν στη θέση των δύο τελευταίων κομμάτων βρεθούν και η ΑΝΕΛ του Πάνου Καμμένου και το Κίνημα του Γιώργου Παπανδρέου. Καθοριστικό προς αυτή την κατεύθυνση θα είναι το ποσοστό της αποχής, για την οποία δε γίνεται, και, ίσως, δε μπορεί να γίνει, καμία σοβαρή συζήτηση. Πλην, όμως, θα είναι, κατά πάσα πιθανότητα, αυτή από την οποία θα εξαρτηθεί όχι μόνο η έκβαση της μάχης για την τρίτη θέση, αλλά και η αυτοδυναμία της πρώτης θέσης. Ποιον θα πλήξει και από ποιον θα αφαιρέσει κρίσιμες δυνάμεις ενόψει της οριακής, κατά τα φαινόμενα, αναμέτρησης και για την τρίτη, αλλά και για τις δύο τελευταίες θέσεις, στη Βουλή; 

Οποιαδήποτε υπόθεση θα μπορούσε να γίνει τη στιγμή αυτή θα ήταν μόνο διαισθητική και, άρα, αυθαίρετη.                                                                            

Ο Γιώργος Σεφερτζής είναι  πολιτικός επιστήμονας-αναλυτής

Γιώργος Σεφερτζής

Share
Published by
Γιώργος Σεφερτζής