Το φενγκ σούι της Βουλής

Τον θυμάμαι ακόμα. Ήταν αψύς τύπος, μάγκας. Τα ράσα υπήρχαν, ο σταυρός ήταν εκεί, τα μούσια – 18 χρόνια πριν γίνουν μόδα –  επίσης, αλλά το βλέμμα, εκεί  όπου κρύβεται η αλήθεια των ανθρώπων, άλλα έλεγε.  Έμπαινε στη τάξη με θόρυβο, ήταν πληθωρικός και είχε την επίγνωση του ότι πριν τον κερδίσει το επάγγελμα της θρησκείας, ήταν ωραίος άντρας. Kαθόταν πάντα κάπως αντισυμβατικά στην έδρα (“είμαι cool”, φώναζε η στάση του σώματος του), πείραζε λίγο τα κορίτσια, εκφόβιζε τα αγόρια και άρχιζε την δουλειά του: μιλούσε για την γαλήνη της ψυχής, για την αναγκαιότητα της πίστης, για το μεγαλείο της ορθοδοξίας σε ένα φεστιβάλ αντίφασης.

Ο θρησκευτικός μας, ήταν μάγκας με την κακιά έννοια. Μια φορά που ένας μαθητής τόλμησε, να ζητήσει να μάθει δυο τρία πράγματα για άλλες θρησκείες, όπως έγραφε το βιβλίο των Θρησκευτικών του Λυκείου το 1996, κοπάνησε το γραφείο και τον πέταξε έξω από την τάξη. Μετά, συνέχισε να μιλά για πραότητα χωρίς πραότητα.

Την επόμενη χρονιά εξαφανίστηκε. Ο αντικαταστάτης του, ένας άνθρωπος χωρίς ράσα, αλλά με ευγενικά μάτια, προσέγγιζε το μάθημα με έναν συνδυασμό πραότητας, ευγένειας και ευρείας φιλομάθειας. Δεν επιτέθηκε σε καμία θρησκεία, δίδασκε τα θρησκευτικά με μια οικουμενική προσέγγιση, μιλούσε για την ιστορία. Καθόλου παραδόξως, ακόμα και αυτοί που συνήθως άνοιγαν ευλαβικά την “Ώρα για Σπορ” στα πίσω θρανία την ώρα των θρησκευτικών, πρόσεχαν.

Όλα αυτά θα αφορούσαν τις ανούσιες σχολικές αναμνήσεις μου και την σημασία όχι μόνο καλών βιβλίων, αλλά και των σωστών εκπαιδευτικών, αν δεν ζούσαμε αυτό που ζούμε. Τον Σεπτέμβριο του 2013, με τα προβλήματα ανοιχτά και την κοινωνία σε έναν βούρκο μίσους, τα σχολεία άνοιξαν. Η κυβέρνηση κάπως ύπουλα ανακοίνωσε πως τα ολοήμερα σχολεία καταργούνται χωρίς να καταργούνται , τα media σχολίασαν πρόθυμα τη σημειολογία του Αλέξη Τσίπρα στο φίλημα του σταυρού και η Μαρία Ρεπούση, πιστή στην τέχνη της ενόχλησης και της προόδου άνοιξε την κουβέντα για τα Αρχαία Ελληνικά και τα θρησκευτικά στο λύκειο.

Με την ψυχραιμία που μας διακρίνει ως λαό, η Ρεπούση χαρακτηρίστηκε α) αντίχριστη, β) πολέμιος του ελληνισμού, γ) ψευτοπροοδευτική, δ) οπαδός του αρχαιότερου επαγγέλματος του κόσμου, ε) πράγματα που κάνουν τον πληκτρολόγιο να κοκκινίζει.

Ορισμένοι πιο ψύχραιμοι, πιο ευρωπαϊστές, άρχισαν να μιλούν για την πριμοδότηση της Χρυσής Αυγής και για το πόσο λάθος είναι να προκαλούμε το συντηρητικό ακροατήριο.  Γιατί πάντα κολλάει λίγη Χρυσή Αυγή. Εδώ και 1,5 χρόνο καθώς ο σκοταδισμός καλπάζει, αντί να κάνουμε επίθεση στον παραλογισμό, πρέπει να μιλάμε ψιθυριστά. Έχουμε όλοι πειστεί πως  λόγω της παρουσίας των πυροβολημένων ναζί που κεφαλαιοποιούν την ευθυνοφοβία και την άρνηση της πραγματικότητας 400.000  Ελλήνων,  πρέπει να προσέχουμε τι λέμε για να μην τους ερεθίσουμε. Σα να μένουμε σε ένα σπίτι – βόθρο και να μας φωνάζουν να σκουπίζουμε τα πόδια μας στο χαλάκι για να μην λερώσουμε την κοπριά με άλλα κόπρανα.

Τι είπε η Ρεπούση για τα Θρησκευτικά; Ότι πρέπει η διδασκαλία τους να γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να μην πριμοδοτείται κάποια θρησκεία έναντι άλλης και να αποτρέπεται ο φανατισμός, κάνοντας αναφορά και στη σχετική σύσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από το 2005.

Προσπάθησα να το δω ψύχραιμα το θέμα, να μην εξοργιστώ με τις δικές μου βεβαιότητες, να μην γράψω άλλο ένα κείμενο ψευτοπροοδευτικής αντίδρασης. Άλλωστε, δεν μισώ την θρησκεία, τη σέβομαι, άνθρωποι έχουν σωθεί από την πίστη τους, υπάρχουν κληρικοί που έχουν βρει τον εσωτερικό εαυτό τους και πίσω από τις φορολογικές διευκολύνσεις προς την Εκκλησία Α.Ε., υπάρχουν άνθρωποι που ζουν και κάνουν έργο στο όνομα Του. Δεν ήθελα άλλο μίσος, ήθελα λίγη λογική.

Ήθελα να ψάξω την επίσημη άποψη της κυβέρνησης. Δεν κατάφερα να παραμείνω ψύχραιμος. Με μια ανακοίνωση βγαλμένη από τις καλύτερες στιγμές του Ιράν, το υπουργείο Παιδείας ξεκίνησε λέγοντας πως: «Η πρόταση του νέου Προγράμματος Σπουδών στα Θρησκευτικά παρουσιάζει ένα μάθημα ανοιχτό και πλουραλιστικό, που διατηρεί τον γνωσιακό και παιδαγωγικό χαρακτήρα που είχε ως τώρα, αλλά επιπλέον λαμβάνει υπόψη τις μορφωτικές ανάγκες των σύγχρονων μαθητών και εμπλουτίζεται με περισσότερα στοιχεία για τις χριστιανικές παραδόσεις της Ευρώπης και τις άλλες μεγάλες θρησκείες». Έτσι ξεκίνησε τον δεκάρικο του ο υφυπουργός Παιδείας Συμεών Κεδίκογλου, με ωραία λόγια, προοδευτικά, ευρωπαϊκά. Μετά όμως, στην ίδια ανακοίνωση, η αλήθεια ξεθαρρεύει:

Στο ίδιο έγγραφο, όπως γράφει το ΒΗΜΑ διευκρινίζεται ότι υπήρξε κοινή διαβούλευση της Επιτροπής εκπόνησης του νέου Προγράμματος Σπουδών με τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο και τους Θεολόγους Σχολικούς Συμβούλους. Για τις αναφορές που θα γίνονται στις άλλες θρησκείες, ο υφυπουργός αναφέρει πως αυτές θα γίνονται «όπου αυτό κρίνεται σκόπιμο» και πάντως «σε ποσοστό όχι άνω του 10% επί της συνολικής διαπραγματευόμενης ύλης κάθε θεματικής ενότητας».

Οι μαθητές δεν καλούνται να μελετήσουν σε βάθος άλλες θρησκείες αλλά απλώς να εντάξουν στο πεδίο των θρησκευτικών τους γνώσεων κάποια ακόμη στοιχεία για τις θρησκείες αυτές: «Το Πρόγραμμα Σπουδών δεν μπορούσε να μην λάβει σοβαρά υπόψη του, ότι στον σύγχρονο κόσμο οι μαθητές έχουν πολλές ευκαιρίες να πληροφορηθούν-συχνά με ανορθόδοξο τρόπο έως και επιζήμιο- από πολλές πηγές (τηλεόραση-βιντεοπαιχνίδια – κινηματογράφος-διαδίκτυο), δεδομένα που αφορούν στην πίστη και στη λατρεία ανατολικών κυρίως θρησκειών και των ποικίλων παραφυάδων τους, όπως εμφανίζονται στον δυτικό κόσμο. Επομένως, ένα σοβαρό σχολικό μάθημα Θρησκευτικών, που αισθάνεται τον παλμό των εξελίξεων στη σύγχρονη κοινωνία, δεν θα ήταν δυνατό να αδιαφορήσει για την σωστή και υπεύθυνη ενημέρωση των μικρών μαθητών με στόχο την αποφυγή της παραπληροφόρησης και των συνεπαγόμενων κινδύνων».

Με λίγα λόγια και συγνώμη για τον αναπόφευκτο λαϊκισμό: Επειδή αυτές οι γιόγκες, τα φενγκ σούι και τα πιλάτες σάς μαθαίνουν πως υπάρχει και ζωή μακριά από το παγκάρι, εμείς εδώ ως κυβέρνηση θα σας μάθουμε πόσο λάθος είναι οι άλλες θρησκείες.

Κάθε γενιά χρειάζεται ένα εθνικό αφήγημα, μια ιστορία που να διδάσκεται με τρόπο που δημιουργεί μια εσωτερική ενότητα: Η επανάσταση, η βοήθεια της θρησκείας στην εθνική ταυτότητα, η γενναιότητα και το δαιμόνιο της Ελλάδας. Λογικά πράγματα, αναμενόμενα, κάθε χώρα διδάσκει την ανωτερότητά της.

Το γιατί κάθε κυβέρνηση φοβάται τους θρησκευόμενους ψηφοφόρους μπορώ να το καταλάβω ποσοτικά, όχι όμως και ιδεολογικά/ηθικά/ανθρώπινα.

Και εντάξει, από τον Αντώνη Σαμαρά που έχει δηλώσει πως μιλάει με το Θεό και τα διαγγέλματά του πλέον απευθύνονται στο πιο συντηρητικό και ηλικιωμένο ακροατήριο, καταλαβαίνω πως αυτή είναι η ενδεδειγμένη πολιτική. Βλέποντας όμως τον Αλέξη Τσίπρα να υποκύπτει στην γοητεία των πολιτικών σταυρών τον φοβήθηκα για την αναπόδραστη και διαχρονική γονυκλισία κάθε κυβέρνησης προς το οικοδόμημα της εκκλησίας. Στην θεωρία ο Αλέξης Τσίπρας έδειχνε ο μοναδικός που θα μπορούσε να επιβάλλει το αυτονόητο, το χωρισμό της Εκκλησίας – Κράτους. Όχι το εκκλησιαστικό κυνήγι, απλά ένα βήμα προς την δεδομένη ανεξιθρησκία και τον σεβασμό στις προσωπικές απόψεις του καθενός.  Αν γίνει κυβέρνηση θα το επιχειρήσει ή αυτή η φωτογραφία από τον αγιασμό δεν ήταν απλά ένα αναπόφευκτο συναπάντημα, αλλά ένα κλείσιμο ματιού σε αυτούς που βάζουν σταυρό στις εκλογές με το μυαλό στον σταυρό.

Και μετά από τόση προοδευτική σκέψη, διάβασα κάπου μια είδηση θρησκευτικού σουρεαλισμού. Έλεγε με αυτό το ύφος που σε χτυπάει στη μούρη σαν γροθιά πως ο Άδωνις ο Γεωργιάδης, δήλωσε πως δεν το βρίσκει τόσο τρομερό να τοποθετηθεί ένα εικονοστάσι με μια κανδήλα και ένα κηροστάσι στη Βουλή. Σκεπτόμενος ψύχραιμα την κατάσταση κατέληξα πως δεν έχει και άδικο: Θα ταιριάζει με το φενγκ σούι του κτιρίου.

O Δημήτρης Θεοδωρόπουλος είναι αρχισυντάκτης του περιοδικού ΒΗmagazino.

Δημήτρης Θεοδωρόπουλος

Share
Published by
Δημήτρης Θεοδωρόπουλος