Οι συλλήψεις είναι γεγονός. Καθηλωμένοι όλοι στους τηλεοπτικούς δέκτες ρουφάμε χρυσαυγίτικο υπερθέαμα. Τι έφαγαν, τι ήπιαν, τι είπαν, τι σκέφτονται, τι χαρτί υγείας χρησιμοποιούσαν στην τουαλέτα του σπιτιού τους. Το Σάββατο ήταν μια παράξενα ευτυχισμένη μέρα. Το κράτος (που μας κυνηγάει) τα έβαλε με το παρακράτος (που μας κυνηγάει επίσης). Ο εχθρός του εχθρού μου με λίγα λόγια. Πώς αισθάνεται αλήθεια η ελληνική κοινωνία για όλα αυτά;
Ένας από τους μεγαλύτερους μύθους της κρίσης είναι ότι “το φαινόμενο Χρυσή Αυγή προέκυψε εξαιτίας της ανεργίας κτλ”. Έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο μαζί με το μεταναστευτικό αλλά δεν ήταν μόνο αυτά. Δεν γίνεται να κοιμάται κάποιος δημοκράτης και να ξυπνά φασίστας. Όποιος ψηφίζει ένα κόμμα που έχει σαν βασικό συστατικό του τη βία, είναι και ο ίδιος φασίστας.
Μπορεί κάποιοι να μην κατάλαβαν, να μπερδεύτηκαν, να, να, να, αλλά δεν είδαμε κανέναν να μετανιώνει από τις εκλογές του Μαΐου του μέχρι αυτές του Ιουνίου. Αντίθετα ερχόντουσαν και άλλοι καθιστώντας τη Χρυσή Αυγή, τρίτο, παρακαλώ, κόμμα. Οι πράξεις τους, τα λεγόμενα τους, η συμπεριφορά τους, η ιδεολογία τους, η αισθητική τους, όλα αυτά μαζί, απεδείκνυαν καθημερινά πως δεν ήταν κόμμα αλλά ένα τσίρκο από φασιστοειδή τραμπουκάκια. Και το έλεγαν όλοι. Από τους πνευματικούς μέχρι τους πεφωτισμένους παπάδες. Και, όμως, η Χρυσή Αυγή κέρδιζε δύναμη. Εξαιτίας των συσσιτίων; Και ο Δήμος Αθηναίων δίνει καθημερινά 2.500 μερίδες τροφής αλλά δεν βλέπω τον Καμίνη να εξελίσσεται σε πολιτικό παντοκράτορα.
Όλοι αυτοί, οι “400.000” υπήρχαν πάντα δίπλα μας. Στις οικογένειες μας, στις παρέες μας, στις δουλειές μας. Γούσταραν το πατριωτικό ΠΑΣΟΚ, τον Παπαθεμελή, σκότωναν τον Τεμπονέρα και τον Μιχάλη Καλτεζά, έβρισκαν θέση στην Αστυνομία, αγκάλιασαν τον Καρατζαφέρη, τον Ψωμιάδη στη Θεσσαλονίκη, φώναζαν στο γήπεδο Καραϊσκάκη “δεν θα γίνεις Έλληνα ποτέ, Αλβανέ, Αλβανέ”, πλάκωναν μετανάστες στην Ομόνοια για να πανηγυρίσουν το Euro το 2004. Και, όχι μόνο αυτά. Επιτέθηκαν στην Κούνεβα, στήριξαν το ΛΑΟΣ και… ας θυμηθούμε ορισμένα ενσταντανέ.
Ο Μαυρουδής Βορίδης με το τσεκούρι, οι Rangers και οι Κένταυροι της δεξιάς.
Οι “1.000.000 πιστοί” που υπέγραψαν για τις ταυτότητες (ο Κώστας Καραμανλής το θυμάται άραγε). Ο μακαριστός Χριστόδουλος και οι λαοσυνάξεις του.
Ο Αμβρόσιος, ο Άνθιμος, ο μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ που συμμετέχει στις Ολυμπιάδες Αγιασμών απέναντι στους καθολικούς.
Αυτοί που έκαιγαν τα βιβλία. Που έκαναν πορεία για ν’ αποτρέψουν τη συνθήκη Σένγκεν.
Ο Παναγιώτης Ψωμιάδης. Οι έφεδροι bloggers αξιωματικοί. Αυτοί που πήγαν στην κηδεία του Ντερτιλή.
Αυτοί που κοιτάνε με αγωνία τα ψάρια όταν τηγανίζονται, μπας και πηδήξουν από το τηγάνι και ο μαρμαρωμένος Βασιλιάς φέρει πίσω την Πόλη.
Το Δίκτυο 21. Ο Πλεύρης. Οι εκδόσεις Δαυλός.
O Επαμεινώνδας Κορκονέας.
Όλοι υπόλοιποι που μεταφέραμε την ιδεολογία του φασισμού στην καθημερινή μας έκφραση με τη μορφή χλευαστικών ανεκδότων. Τι να κάναμε όμως; Εδώ η κρίση παίζει ένα καθοριστικό ρόλο. Επιτρέψτε μου να σας πω μια ιστορία από τα παιδικά μου χρόνια.
Κατέβαινα συχνά από την Αδριανού για να πάρω το τρένο από το Μοναστηράκι. Τα βράδια, όταν λιγόστευε ο κόσμος, στο ύψος της Αρχαίας Αγοράς, ένας καταστηματάρχης αμόλαγε τα δύο ντόμπερμαν του ώστε να πάρουν λίγο αέρα. Γνώριζα τον άνθρωπο και ήξερα πως δεν θα το έκανε αυτό αν ήταν τα ζωντανά επικίνδυνα. Ποτέ, όμως, δεν πέρασα από εκεί. Πάντα έστριβα γιατί φοβόμουνα. Ό,τι ήξερα για τα ντόμπερμαν (στενεύει το κρανίο τους, τους πιέζει τον εγκέφαλο και τρελαίνονται) αλήθεια ή ψέματα, με έκανε να σκεφθώ την επιβίωση μου.
Ο αγώνας για την ατομική επιβίωση μέσα σε μια γενικευμένη αρλούμπα περί συλλογικών ενοχών (“μαζί τα φάγαμε” και άλλα τινά) έχει οδηγήσει τα χαμηλά, μεσαία αλλά και υψηλά κοινωνικά στρώματα έξω από τους μηχανισμούς διαμόρφωσης της πολιτικής ατζέντας. Ή καλύτερα της εθνικής αφήγησης.
Παράδειγμα: από την ανάγκη για δημοκρατία, την Ευρώπη, την Αλλαγή, τον εκσυγχρονισμό, το ευρώ μέχρι το Χρηματιστήριο, την Ολυμπιάδα και τον εύκολο δανεισμό, οι εθνικοί στόχοι, σωστοί ή λανθασμένοι, έδιναν τον τόνο, το ρυθμό και καθόριζαν τον πολιτικό λόγο της καθημερινότητας. Τα άλλα φαινόντουσαν σαν “αστείες παρενθέσεις” ενός κοσμικού κράτους. Όχι όλα, αλλά τα περισσότερα.
Εφορίες, χαράτσια, τέλη επιτηδεύματος, ακρίβεια, πετρέλαια, μείωση σε μισθούς και συντάξεις, κομμένα επιδόματα, ανεργία και άλλα τόσα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο καθένας σε καθημερινή βάση. Που καιρός για ιδεολογίες; Που καιρός για εθνικές αφηγήσεις;
Και έτσι έμεινε ο δρόμος ανοικτός και τα “ντόμπερμαν” κυριάρχησαν στον δημόσιο λόγο.
Μέχρι προχτές.
Η ελληνική κοινωνία, με τις αμέτρητες παθογένειες, είναι τελικά αυτή που έχει κρατήσει όρθιο τον κρατικό μηχανισμό δίνοντας πολλές φορές από το υστέρημα της. Η ελληνική κοινωνία δεν επέτρεψε να χρεοκοπήσουμε. Και όλοι αυτοί που βρήκαν χρόνο μέσα στα χίλια, μύρια, προβλήματα τους να αρθρώσουν από ελάχιστα έως πολλά επιχειρήματα ενάντια στους μαφιόζους με εθνικιστικό περίβλημα είναι αυτοί που τους έβαλαν και φυλακή.Κανένα κράτος, καμία κυβέρνηση, κανένας Τύπος. Μόνο οι άνθρωποι που προσπαθούν να συνεχίσουν τη ζωή τους χωρίς να ενοχλούν τους άλλους.
Κάπως γλυκανάλατο, κάπως ηθικό αλλά έτσι είναι.
Το ερώτημα, όμως, παραμένει: έπρεπε να σκοτωθεί ένας άνθρωπος για να γίνουν όλα αυτά;