Έχω ακούσει πολλά ως τα τώρα για τη δύναμη του έρωτα και πως κινεί γη και ουρανό. Δεν ήξερα όμως ότι δίνει και μυαλό, όπως συμβαίνει στην περίπτωση ενός ψαριού που φημίζεται για τη χαζομάρα του. Σήμερα που περπατούσα στα λημέρια της οδού Μαυροκορδάτου (εκεί που ανθούν ανάκατα βιβλιοπωλεία, κοσμήματα, βιολογικά, θρησκευτικά και το πιο αλαζονικό μπαρ της ευρύτερης περιοχής των Εξαρχείων Komma) είδα ένα καινούριο μαγαζί με παλιά βιβλία και προκλητικά στημένη βιτρίνα και όνομα αγγλογαλλικό: Bookinist. Μπήκα, ψώνισα, διάβασα λίγο, και αναμεταδίδω:
― Όταν ο αρσενικός Κοκκωβιός νιώσει πως είναι φορτωμένος γαλατσίδα και ότι σε λίγο καιρό θα μπορεί να γίνει πατέρας, φροντίζει να φκιάσει το θαλάμι του, πρώτα. Ένα άδειο, μεγαλούτσικο, όστρακο του φτάνει. Όταν το βρει, το αδειάζει με το στόμα και τις φτερούγες του από την άμμο και τα μικροσκούπιδα, που μπορεί να ‘ναι γεμάτο. Έπειτα, το γυρίζει με το άνοιγμα προς τα κάτω και το κλείνει γύρω-γύρω με άμμο, που κολλάει με την μύξα, που ‘ναι πασαλειμμένος ολόκληρος, αφού αφήσει μια πορτίτσα, για να μπαινοβγαίνει εύκολα. Όταν τελειώσει η ετοιμασία αυτή, ψάχνει για να βρει το ταίρι του. Μόλις απαντήσει καμιά Κοκκωβίνα, της κάνει τα γλυκά μάτια και την προσκαλάει να περάσει από το νοικοκυριό του. Τότες αυτή, κάνει πως ντρέπεται, στην αρχή, αλλά τα γλυκά μάτια γίνονται ακόμη πιο… γλυκά κι εκείνη, αφού κάνει έτσι πως δεν θέλει, στο τέλος αποφασίζει και μπαίνει. Εκεί μέσα εξακολουθεί να κάνει ακόμη την ναζού. Ο Κοκκωβιός, νευριασμένος κι ανυπόμονος την παρακαλάει και, στο τέλος, εκείνη αρχίζει να βγάζει τα αυγά της, που κολλάει στους τοίχους του θαλαμιού, με την μύξα που ‘ναι πασαλειμμένο το κορμί της. Ο Κοκκωβιός, γεμάτος χαρά, ραίνει τα αυγά με την γαλατσίδα του και ο έρωτας… τελειώνει. Έπειτα η Κοκκωβίνα πάει… περίπατο, ενάντια προς ό,τι κάνουνε τα περισσότερα θηλυκά του κόσμου, χωρίς να την νοιάξει καθόλου τι θ’ απογίνουνε τα αυγά της. Ο Κοκκωβιός όμως, που πονάει την γενιά του, κάθεται στην πόρτα του θαλαμιού και φυλάει τα αυγά του, για να μη τα φάνε τ’ άλλα ψάρια, μέχρις ότου ξεσκάσουνε. Όταν τα αυγουλάκια γίνουνε γόνος, τα αφήνει ελεύθερα να φύγουνε και τα Κοκκωβιάκια αναλαβαίνουνε να κανονίσουν τη ζωή τους, μόνα τους πια.
Στο θαλάμι του, μάλιστα, τις πιο πολλές φορές, κάνει μια πόρτα, να μπαίνει και άλλη μια, να βγαίνει. Κι όταν φυλάει τα μικρά του, καθισμένος στην μία, κουνάει διαρκώς τα φτερά του, σαν να θέλει να σπρώξει το νερό.
― Υπάρχει εξήγηση και γι’ αυτό;
― Θα ‘χεις προσέξει, πως άμα μείνουμε πολλές ώρες σε μια κλειστή κάμαρα, το μέρος αυτό παίρνει μια βαριά μυρωδιά: Αυτό πάει να πει, ότι δεν έχει πια πολύ οξυγόνο, ότι το καταναλώσαμε εμείς με την αναπνοή μας και πρέπει να ανανεώσουμε τον αέρα που ‘ναι στην κάμαρα. Το ίδιο γίνεται και με το θαλάμι του Κοκκωβιού. Το νερό που ‘ναι κει μέσα, πρέπει να αλλάζει διαρκώς, για να του φέρνει καινούριο οξυγόνο. Κι όταν το θαλάμι έχει δυο πόρτες αυτό γίνεται εύκολα, γιατί μπορεί και σχηματίζεται ρεύμα. Όταν όμως έχει μόνον μια, το πράγμα είναι δύσκολο. Γι’ αυτό και ο Κοκκωβιός, που φυλάει τα μικρά απ’ έξω από την τρύπα, κουνάει τις φτερούγες του, για να σπρώχνει νερό να μπαίνει και να διώχνει αυτό, που είναι μέσα, και έχει μείνει πολλήν ώρα εκεί. Τα μικρά του θέλουνε οξυγόνο, για να μπορέσει να γίνει η ανάπτυξή τους κανονική.
― Και νιώθει ο Κοκκωβιός, πως πρέπει να κάνει ένα τέτοιο πράγμα;
― Το μεράκι που ‘χει να μη χαθεί η ράτσα του, τον κάνει να νιώθει, τόσα πράγματα, που είναι για να το θαυμάζει κανείς αυτό το ψαράκι.
(από το βιβλίο του Π. Ε. Σεγδίτσα Ψυχές της θάλασσας, Αθήνα 1964)
Αγαπημένος Κοκοβιός του ελληνικού σινεμά και του ρεμπέτικου ήταν ο Πέτρος Γιαννακός, άλλος ένας βαθιά έξυπνος που έμοιαζε χαζός.