Categories: ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Ζωή από πεύκο και οξιά

Στα χέρια του είναι μαζεμένη σκόνη από τα ροκανίδια. Το γέλιο του είναι τρανταχτό και το βάδισμα του γρήγορο. «Αν περπατήσω αργά, κάποιος άλλος θα κοιμηθεί εδώ», συνηθίζει να λέει με νόημα. Ο Σταύρος Τσαλαμπούνης είναι ο μάστορας στο εργαστήρι ξυλουργικής του ΚΕΘΕΑ Ιθάκη, στη Σίνδο της Θεσσαλονίκης. Μαζί με τα μέλη που δουλεύουν στο ξυλουργείο προμηθεύουν τα παραρτήματα του ΚΕΘΕΑ σ’ όλη την επικράτεια με οτιδήποτε μπορεί να φτιαχτεί από ξύλο: κρεβάτια, τραπέζια, ντουλάπες, ράφια. Οι κατασκευές του μοιάζουν απλές και λιτές αλλά αυτό είναι το χαρακτηριστικό που τις κάνει διαχρονικές και λειτουργικές. «Το ξύλο δεν θέλει μέικ απ, δεν θέλει φτιασιδώματα», είναι η φράση που θυμάται συχνότερα από τη συνεργασία του με τον Τσαρούχη. Η αποστολή του στο ΚΕΘΕΑ δεν είναι να μαθαίνει στα μέλη «πώς να κόβουν ξύλα μ’ ένα πριονάκι», αλλά να τους βοηθάει να νικήσουν τον τελευταίο αντίπαλο πριν βγουν στην κοινωνία: τον εαυτό τους.

Φτιάχνει τον πρώτο καφέ της ημέρας γύρω στις 7 το πρωί. «Πάντα με αγχώνει να φτάσω πρώτος απ’ όλους, μη τύχει και έρθουν τα παιδιά και δεν με βρουν. Αν δουν ότι έχω χαλαρώσει η παρτίδα χάθηκε. Εδώ δεν αφήνεις τίποτα στην τύχη, αλλιώς καταρρέει όλο το οικοδόμημα», τονίζει. Τα μέλη του ΚΕΘΕΑ που δουλεύουν στο ξυλουργείο υπογράφουν πεντάμηνες συμβάσεις. Επιλέγονται μετά από συνέντευξη και αφού έχουν ολοκληρώσει τον θεραπευτικό κύκλο της απεξάρτησης τους, με το σκεπτικό να δοκιμαστούν σε πραγματικές συνθήκες εργασίας, ν’ αποκτήσουν πρακτικές γνώσεις και ν’ ανοίξουν τα φτερά τους στην κοινωνία. Στο ξυλουργείο ο Σταύρος δουλεύει μ’ ένα χρονόμετρο στο χέρι. «Είναι σαν να έρχεται ένα μωρό παιδί και θα πρέπει να τα μάθει όλα από την αρχή για να κερδίσει τα χρόνια που έχασε. Πριν φτάσουμε στην ξυλουργική πρέπει να μάθει να έρχεται στην ώρα του, να μένει μέχρι το τέλος, να είναι συγκεντρωμένος και να μη ζητάει συνεχώς διάλειμμα για τσιγάρο. Αυτονόητα πράγματα για πολλούς, αλλά όχι για όλους».

Η αρχή στην Ιθάκη έγινε πριν από περίπου 20 χρόνια, αλλά η προσαρμογή ήταν δύσκολη. Μόλις έμαθε ότι ζητάνε ξυλουργό παράτησε το ροκάνι στο μαγαζί που δούλευε και έτρεξε. «Στη γειτονιά που δούλευα πέθανε ένας πιτσιρικάς από ναρκωτικά και έτσι πήρα την απόφαση να έρθω στην Ιθάκη. Πιστεύω ότι αν θες ν’ αλλάξεις κάτι, καλό είναι ν’ αρχίσεις να αλλάζεις τους ανθρώπους. Δεν ήταν εύκολο να τους φέρω με τα νερά μου. Άρχισα όμως περισσότερο ν’ ακούω παρά να λέω και σταδιακά τους κέρδισα. Δεν είναι όμως όλες οι ιστορίες ευχάριστες. Υπάρχουν και τα στενάχωρα, όταν βλέπω τα ίδια παιδιά ξανά και ξανά να συμπληρώνουν την αίτηση για το ξυλουργείο. Εγώ θέλω να περνάνε από δω μόνο μια φορά».

Το εργαστήρι ξυλουργικής του ΚΕΘΕΑ Ιθάκη, στη Σίνδο της Θεσσαλονίκης

Σ’ ένα μικρό ντουλάπι στο γραφείο του φυλάει τα παλιά του εργαλεία. Είναι κάτι προσωπικό και δεν τα βλέπουν εύκολα τα ξένα μάτια, ούτε προορίζονται για άμαθα χέρια. Η σχέση του με την ξυλουργική ξεκίνησε μόλις στα 10 του χρόνια, όταν αναγκάστηκε ν’ αφήσει το σχολείο για το μεροκάματο. Το μυαλό του έκοβε και τα χέρια του έπιαναν, οπότε γρήγορα έγινε γνωστός για την τέχνη του. Στη στρατιωτική του θητεία στην Αθήνα θυμάται πως για το στράτευμα έκανε περισσότερη δουλειά παρά σκοπιές. «Τότε γνώρισα τον Τσαρούχη. Ένας γνωστός μου είπε ότι έψαχνε ξυλουργό για σκηνικά και έπιπλα. Από τότε πήγαινα στο σπίτι του, στο Μαρούσι και θυμάμαι ότι ήμουν ο μόνος που μπορούσε να πάει μετά τις επτάμιση. Τότε έκλειναν οι πόρτες για τους περισσότερους. Είχε αυστηρό ωράριο στους μαθητές του, αλλά μ’ εμένα ήταν αλλιώς. Ένιωθα πως είχα κατακτήσει το σεβασμό του και μπορούσαμε να μιλάμε ισότιμα».

Η συνεργασία του με τον ζωγράφο διήρκησε περίπου έναν χρόνο, αλλά ήταν καθοριστικός για ν’ αλλάξει τον τρόπο σκέψης του. «Το πρώτο πράγμα που μου είπε ήταν ότι τα ξύλα δεν χρειάζονται βερνίκια, “δεν θέλουν φτιασίδωμα” έλεγε, το οποίο ήταν ανήκουστο για ξυλουργό. Ήθελε τα πράγματα απλά και λιτά, χωρίς φωνές και περιττά στολίδια. Μην σχεδιάζεις τεράστιες πολυθρόνες, έλεγε, αλλά άνετες καρέκλες για ανθρώπους. Τα σπίτια των νεόπλουτων τα παρομοίαζε με τούρτες, κατασκευές χωρίς αισθητική και συναίσθημα, από παγωμένο μάρμαρο που τα έκανε να μοιάζουν με μνημεία. Η συζήτηση μαζί του μ’ έκανε να αρχίσω να σκέφτομαι διαφορετικά για τα πράγματα και τη ζωή». Με τον Τσαρούχη δούλεψε τα σκηνικά για την Ιφιγένεια και με τον φημισμένο σκηνογράφο Φαίδωνα Πατρικαλάκι για την Αυλή των Θαυμάτων. «Έμαθα να ψάχνω την αρμονία και την απλότητα στα πράγματα και να δίνω λύσεις στα προβλήματα του χώρου. Στο επάγγελμα μου βλέπω τα σπίτια πολλών ανθρώπων και κάθε χώρος, ιδιωτικός ή δημόσιος, είναι για μένα ένα σκηνικό. Άλλοτε είναι σωστά στημένο, άλλοτε λάθος, χωρίς αισθητική, βαρύ και καθόλου λειτουργικό. Αυτό επηρεάζει και τους ανθρώπους που ζουν ή εργάζονται σ’ αυτόν».

«Το πρώτο πράγμα που μου είπε ο Τσαρούχης ήταν ότι τα ξύλα δεν χρειάζονται βερνίκια, “δεν θέλουν φτιασίδωμα” έλεγε, το οποίο ήταν ανήκουστο για ξυλουργό. Ήθελε τα πράγματα απλά και λιτά, χωρίς φωνές και περιττά στολίδια.

Το μικρόβιο του θεάτρου δεν έφυγε ποτέ από μέσα του και σήμερα παίζει σε ερασιτεχνικές θεατρικές ομάδες και σχεδόν πάντα τα σκηνικά φέρουν τη δική του υπογραφή. Άνθρωπος της εμπειρίας, μπορεί να μην ξέρει ορθογραφία, αλλά πλέον σχεδιάζει τα έπιπλα του ΚΕΘΕΑ στον υπολογιστή και σημειώνει τις παραγγελίες στο laptop. Τον Τσαρούχη δεν τον ξαναείδε από τότε που γύρισε στη Θεσσαλονίκη, αλλά κάθε τόσο φέρνει στο μυαλό του τις συμβουλές και την καθοδήγηση του. Θυμάται ακόμη τον πίνακα που του χάρισε, ένα υπέροχο ζεϊμπέκικο, το οποίο δυστυχώς έχασε εξαιτίας μιας γυναίκας. Εκείνος δώρισε τον πίνακα σ’ ένα παλιό του αμόρε για να κοσμήσει άδειους τοίχους του φοιτητικού της διαμερίσματος, αλλά εκείνη τον ξέχασε στις αποσκευές του τραίνου που την πήγαινε στην τότε Γιουγκοσλαβία για σπουδές.

Σάκης Ιωαννίδης

Share
Published by
Σάκης Ιωαννίδης