Είναι ο πιο πολυμεταφρασμένος Έλληνας πεζογράφος, μετά τον Νίκο Καζαντζάκη. Πολλά από τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε 33 γλώσσες, ενώ από την ποικιλόμορφη συγγραφική του δραστηριότητα η τριλογία «Το φύλλο. Το πηγάδι. Τ’ αγγέλιασμα» θεωρείται αναμφίβολα διαχρονικής αξίας. Αλλά ήταν με το θρυλικό, πια, μυθιστόρημά του «Ζ» για την υπόθεση Λαμπράκη (μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον σκηνοθέτη Κώστα Γαβρά), που θα συγκλόνιζε τον κόσμο – έργο το οποίο του προσέδωσε παγκόσμια φήμη.
Πρόσφατα επανεκδόθηκαν η αυτοβιογραφία του με τίτλο «Η μνήμη επιστρέφει με λαστιχένια πέδιλα» και το βιβλίο του «Ντίβα, το χρονικό μιας μαρτυρίας που δεν γράφτηκε».
Κύριε Βασιλικέ, τι είναι η λογοτεχνία για έναν συγγραφέα; Διέξοδος ή πηγή βασάνων; Μια μορφή απελευθέρωσης από την καθημερινότητα ή υποδούλωση στο ίδιο το έργο; Η λογοτεχνία δεν είναι τίποτα απ’ όλα αυτά. Η λογοτεχνία (το ανάποδο της τεχνολογίας) είναι η τέχνη του λόγου που έδρα του έχει τις συνάψεις του εγκεφάλου.
Πώς ξεκίνησε για εσάς η λογοτεχνική περιπέτεια; Υπάρχει κάποιο σημείο καμπής στη ζωή σας που σας καθόρισε ως συγγραφέα; Ναι. Υπάρχει το σημείο έναρξης (και όχι καμπής) όταν στα 14 μου χρόνια έγραψα το πρώτο μου βιβλίο, το «Σιλό». Ούτε ξέρω πώς προέκυψε. Αλλά ούτε και πώς εξακολουθεί να είναι το πρώτο από τα 100 βιβλία μου που αγαπώ.
Εσείς τι επιδιώκετε ως συγγραφέας; Ποια είναι τελικά η σημασία της μυθοπλασίας ως τέχνης; Δεν επιδιώκω τίποτα. Η τελική σημασία της ως τέχνη είναι ότι εμπεριέχει τον μύθο της.
Λένε, συχνά, ότι η μοναδική τροφή για την τέχνη είναι η ίδια η ζωή. Η λογοτεχνία ενέχει κινδύνους; Τι διακινδυνεύετε γράφοντας; Πράγματι. Όπως σωστά το λέτε «η μοναδική τροφή για την τέχνη είναι η ίδια η ζωή». Ο Ντοστογιέβσκι το είπε τον προ-προπερασμένο αιώνα λίγο διαφορετικά: «Δεν υπάρχει τίποτα πιο φανταστικό απ’ την πραγματικότητα». Ή κάπως έτσι.
Κατά βάθος υπάρχουν συγγραφικές εμμονές πίσω από το έργο σας; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, γρίφους και αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή, γράφοντας, να επιλύσετε; Κατά βάθος συγγραφικές εμμονές δεν υπάρχουν. Αλλά μπορεί να υπάρχουν γρίφοι, αινίγματα που επανέρχονται. Και αυτά μόνο γράφοντας μπορείς, όχι να τα επιλύσεις, αλλά να τα αφομοιώσεις χωρίς επεξεργασία, αναγκαστικά, λογοτεχνική.
Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με τον πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο; Μάλλον, και λέω μάλλον γιατί δεν είμαι ο κριτικός του εαυτού μου -αυτό μπορεί να το πει μόνο ένας κριτικός- είναι το βιβλίο μου «Γλαύκος Θρασάκης».
Τι σας αγχώνει περισσότερα στη διαδικασία της συγγραφής ενός βιβλίου; Αλλά και ποια είναι η μεγαλύτερη δυσκολία για έναν συγγραφέα; Δεν με αγχώνει τίποτα. Η μεγαλύτερη δυσκολία της γραφής είναι η πρώτη γραφή, που γίνεται δεύτερη μετά το τέλος της πρώτης. Για να φτάσει στην τρίτη γραφή ασθμαίνουσα με το ασθενοφόρο, όπου τη σώζει ο γιατρός.
Θα μπορούσατε να μας αποκαλύψετε ποιος είναι ο μεγαλύτερος μύθος για εσάς τους συγγραφείς; «Εμείς οι συγγραφείς», όπως το λέτε, «μυθοπλάστες» όπως θα προτιμούσαμε να μας αποκαλούν, ζούμε με τον μύθο του άγνωστου «αναγνώστη» τον οποίο δεν θα τον γνωρίσουμε ποτέ. Και τόσο θα το θέλαμε να μάθουμε ποιος είναι.
Τι ιδιαίτερο έχει εκείνη η ιδιαίτερη στιγμή που αποφασίζετε ότι μπορείτε να αρχίσετε τη σύνθεση μιας ιστορίας; Πώς αντιλαμβάνεστε την έμπνευση; Δεν υπάρχει «έμπνευση». Υπάρχει αυτό που λεν στα αγγλικά δημιουργία, είναι “ninety percent perspiration and ten percent inspiration”. (Σ.Σ. Ενενήντα τα εκατό ιδρώτας και δέκα τα εκατό έμπνευση.)
Πώς προέκυψε η ιδέα για να γράψετε την «Ντίβα», για την μυθική Μαρία Κάλλας; Προέκυψε από την πρόσκληση της διάσημης πιανίστριας Βάσως Δεβετζή, στα εννιάχρονα από τον θάνατο της Μαρίας Κάλλας να γράψω ένα βιβλίο που θα κυκλοφορούσε μεταφρασμένο στα αγγλικά, για το δεκάχρονα του θανάτου της.
Τον θάνατο του Μίκη Θεοδωράκη, ενός ακόμη μυθικού Έλληνα καλλιτέχνη με παγκόσμια αναγνώριση, ακολούθησαν -όπως ήταν αναμενόμενο- άρθρα, αποτιμήσεις, σχόλια που αποθέωναν αυτήν την «larger than life» προσωπικότητα. Υπάρχει κάτι από την σχέση σας που θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας; Προσκύνησα τον τάφο του στα Χανιά της Κρήτης, πριν ένα μήνα.
Αλήθεια, πώς βλέπετε τα πράγματα στις μέρες μας και πώς βλέπετε την επόμενη μέρα; Τα βλέπω σκούρα.
Εσάς ποια είναι η αγωνία σας για την ελληνική κοινωνία σήμερα; Ποιο θεωρείτε ότι είναι το μεγαλύτερο πρόβλημά της σε αυτήν τη συγκυρία; Τι είναι αυτό που σας φοβίζει περισσότερο; Το μεγαλύτερο πρόβλημα σ’ αυτή τη συγκυρία κι αυτό που με φοβίζει περισσότερο δεν είναι μόνο η χώρα μας. Είναι ολόκληρος ο πλανήτης Γη. Η πανδημία δεν είναι όπως η πανούκλα που εμφανίζεται περιστασιακά κατά περιοχές. Εδώ έχουμε το «πανδαιμόνιο» που μετράει.
Υπάρχουν περιθώρια για μία εμπράγματη αισιοδοξία – όσον αφορά σε εμάς τους Έλληνες, αλλά και γενικότερα την Ευρωπαϊκή Ένωση; Η εμπράγματη αισιοδοξία, όπως σωστά την αποκαλείτε, εμπεριέχοντας και ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση ίσως νικήσει τελικά τον «άγνωστο ιό» που μας ταλαιπωρεί. «Το Πηγάδι» που το έγραψα το 1954, τελειώνει ως εξής «Ένας σπασμός, μια τελευταία εκτίναξη, ένας επιθανάτιος ρόγχος κι όλα τελειώσαν… Οι γιατροί που τον εξέτασαν στην Καβάλα είπαν πώς πέθανε από άγνωστο ιό».