Categories: ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

ΟΚ, «με τον Γκάλη, τον Γιαννάκη», αλλά ποιος μπορεί να ξεχάσει τον Βασίλη Λυπηρίδη;

Η ιστορία είναι πολύ ένδοξη για να ξεχαστεί, παρότι το παρόν δεν είναι τόσο λαμπερό για να τη συντηρήσει. Οι παλιοί τη θυμούνται, οι νέοι την μαθαίνουν – είναι η ιστορία του «αυτοκράτορα Άρη». Μιας ομάδας που δικαιούται όσο καμία άλλη, ποτέ άλλοτε και σε κανένα σπορ, να ισχυριστεί ότι υπήρξε «η ομάδα όλων των Ελλήνων» (άντε, ας εξαιρέσουμε τους ΠΑΟΚτσήδες). Με έναν τρόπο αβίαστο κι αυθόρμητο, όχι ψυχαναγκαστικά (ψευτο)πατριωτικό. Για μια τετραετία, από τις ιστορικές αναμετρήσεις με την Τρέισερ Μιλάνο τον χειμώνα του 1986 μέχρι το Final Four της Σαραγόσα το 1990 (με το Ευρωμπάσκετ του 1987 να λειτουργεί φυσικά ως τούρμπο επιταχυντής), ένα ολόκληρο έθνος ζούσε τις Πέμπτες «με τον Άρη στην Ευρώπη». Τα θέατρα και τα σινεμά έκλειναν, η τηλεθέαση στη δημόσια τηλεόραση σημείωνε αδιανόητα ρεκόρ, ο Γιάννης Ιωαννίδης ίδρωνε κάθε εβδομάδα σε 50 αποχρώσεις του ελληνικού ταμπεραμέντου, ο Λευτέρης Σούμποτιτς ήταν ο γοητευτικός σουτέρ που λάθευε σπάνια από τις γωνίες, ο καναδός Γκρεγκ Γουίλτζερ πάντα έριχνε μια δοκιμαστική στον αέρα προτού σουτάρει κανονικά από την γραμμή των βολών, στην εξέδρα (αλλά και στα μπουζούκια) ο κόσμος φυσικά τραγουδούσε «με τον Γκάλη, τον Γιαννάκη, τον Φιλίππου και τ’ άλλα παιδιά…».

Κάπου εκεί δίπλα, σιωπηλός, υπάκουος και σκληροτράχηλος, στεκόταν ο Βασίλης Λυπηρίδης. Ο τύπος που θα έμενε στην ιστορία ως ο αρχετυπικός ρολίστας των χρυσών ημερών του ελληνικού μπάσκετ. Πάντα έτοιμος να μαρκάρει τον καλύτερο σκόρερ των αντιπάλων, να ρίξει και να φάει ξύλο λειτουργώντας ως «σωματοφύλακας» των μεγάλων σταρ. Η μπάλα περνούσε από τα χέρια του σπάνια, η δουλειά που έκανε δε φαινόταν στην στατιστική. Κι όμως, έγραψε τη δική του ιστορία κατακτώντας έξι πρωταθλήματα, πέντε κύπελλα κι ένα Κύπελλο Κυπελλούχων, συμμετέχοντας σε 3 Final Four, φορώντας την κιτρινόμαυρη φανέλα για 11 χρόνια από το 1985 ως το 1996 που η παρακμη της «αυτοκρατορίας» είχε ήδη ξεκινήσει.

Μιλήσαμε στο τηλέφωνο τη Μεγάλη Εβδομάδα, ανταλλάσοντας εμπειρίες καραντίνας με 504 χιλιόμετρα απόσταση. «Κοίτα, εμείς οι πρώην αθλητές είμαστε κάπως συνηθισμένοι σε περιορισμούς. Με όλους αυτούς του κανόνες που έπρεπε να ακολουθούμε, με τα ταξίδια και τα ξενοδοχεία πριν τους αγώνες. Άρα για μένα ο εγκλεισμός δεν ήταν κάτι ακριβώς πρωτόγνωρο. Φυσικά, δεν είναι ευχάριστο. 
Η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη με εύκολη πρόσβαση στον υπαίθριο χώρο. Η παραλία είναι ο νούμερο ένα προορισμός. Μου φάνηκε, για να είμαι ειλικρινής, λίγο υπερβολικό το μέτρο του κλεισίματός της, έπαιξε τον ρόλο της και η υπερβολή των μίντια με το περίφημο βίντεο. Από την άλλη, μερικές φορές παίρνεις αυστηρά μέτρα για να προλάβεις τα χειρότερα. Νομίζω, πάντως, ότι και στη Θεσσαλονίκη, αλλά και γενικά σε όλη την Ελλάδα, ο κόσμος έχει δείξει πειθαρχία μέχρι τώρα».

Ο Βασίλης Λυπηρίδης γεννήθηκε πριν 53 χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Παρά τα 202 εκατοστά του, το μπάσκετ άργησε πολύ να τον απσχολήσει. Έκανε τα πρώτα του βήματα στην Έδεσσα, όπου είχαν μετακομίσει λόγω της δουλειάς του πατέρα του, και σε ηλικία 18 χρόνων πήρε μεταγραφή στον Άρη. Δύο τα πρόσωπα-κλειδιά: ο τότε έφορος Φάνης Ταρνατώρος (σήμερα γενικός διευθυντής του Χολαργού) και ο κόουτς Μάκης Πιριτίδης (ο λόγος του μετρούσε για τις ομάδες της Θεσσαλονίκης και τον είχε κοουτσάρει έναν χρόνο στη ΧΑΝΘ). Παρολ’ αυτά… «Εμένα ο στόχος μου δεν ήταν να παίξω μπάσκετ, το έκανα γιατί έπαιζε ο αδερφός μου. Το όνειρό μου ήταν να σπουδάσω φυσικός. Μπήκα όντως στο Φυσικομαθηματικό της Θεσσαλονίκης και, παράλληλα, πήρα την μεταγραφή στον Άρη. Βρέθηκα λοιπόν σε ένα σταυροδρόμι: η επιστήμη που αγαπούσα και το αθλητικό κομμάτι που όλο και περισσότερο με γοήτευε, είχαν αρχίσει και οι επιτυχίες και σε εθνικό επίπεδο. Δυστυχώς δεν πήρα ποτέ το πτυχίο, γιατί οι υποχρεώσεις έγιναν ξαφνικά τεράστιες – λείπαμε όλο τον χρόνο από τα σπίτια μας. Όταν αποσύρθηκα, σπούδασα ανθρωπιστικές επιστήμες (Ελληνικό Πολιτισμό) στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο, το απωθημένο εξακολουθούσε να υπαρχει και το ικανοποίησα».

Είναι πολύ πιθανό να μη θυμάστε πολλές ατάκες του από τα «χρυσά χρόνια», πολλές φωτογραφίες του από τα επινίκια με γαρύφαλλα, πούρα και λοιπά αξεσουάρ. Γύρω από τον Άρη της εποχής είχε διαμορφωθεί ένα ιδιότυπο lifestyle: το «Ακρόαμα», η Μαρινέλλα, ο Γιάννης Πάριος, ο Βασίλης Τσιβιλίκας, το τραγούδι «Και το βράδυ, το βραδάκι…» του Λεωνίδα Βελλή (καμιά φορά εκεί διαδκέδαζε και κανένας ξένος διαιτητής, μετά το ματς στο Παλέ, όπως ο πολωνός Ζιχ). Πέραν του ότι τα φώτα έπεφταν μοιραία περισσότερο στους σταρ, ο ίδιος ήταν πολύ πιο χαμηλού προφίλ και πολύ διαφορετικών ενδιαφέροντων. «Ναι, ανήκα μάλλον σε διαφορετικό καλούπι από το τυπικό του επαγγελματία αθλητή. Πολλές φορές, να πω την αλήθεια, αισθανόμουν κι έξω από τα νερά μου. Δεν ήμουν της νυχτερινής διασκέδασης, πιο πολύ τα πολιτιστικά δρώμενα με ενδιέφεραν. Για μένα, προσωπικά, οι βραδιές μετά τα ματς με έβρισκαν σπίτι μου. Στο Ακρόαμα, ας πούμε, άντε να έχω πάει 2-3 φορές, μάλλον σε κάποια μεγάλα επινίκια π.χ. μετά από πρόκριση σε F4. Το συγκεκριμένο κέντρο είχε συνδεθεί με την ομάδα λόγω και του ιδιοκτήτη του, του Δημήτρη Φίστα, που ήταν Αρειανός». 

«Πιστεύω ότι με μένα, τον Γιώργο Σιγάλα στο ξεκίνημά του κι 1-2 παίκτες ακόμα άρχισε να δίνεται έμφαση κι αλλού εκτός από το ποιος έβαλε περισσότερους πόντους».

Του επισημαίνω την αίσθηση που έχουμε όσοι δεν τη ζήσαμε ότι η Θεσσαλονίκη των 80s ήταν μια πόλη σε αναβρασμό. «Κατά κάποιον τρόπο, ήταν το κέντρο της Ελλάδας. Υπήρχε η κόντρα Άρη-ΠΑΟΚ που καθήλωνε. Στον πολιτισμό, το κίνημα του ελληνικού ροκ με Τρύπες και Ξύλινα Σπαθιά ξεκίνησε από εδώ, πολλοί ηθοποιοί έδω έκαναν τα πρώτα τους βήματα και μετά κατέκτησαν την Αθήνα, ακόμα και στη διασκέδαση εκείνη την εποχή η Αθήνα αντέγραψε κάποια πρωτοπόρα μαγαζιά της Θεσσαλονίκης. Ο χρόνος ήταν ελάχιστος για να τα ακολουθώ όλα αυτά, αλλα το προσπαθούσα». Μια αδιάκριτη «επαγγελματική» ματιά στον λογαριασμό του στο FB το επιβεβαιώνει. Σίγουρα, δεν συναντάς πολλούς πρώην ή νυν επαγγελματίες αθλητές που αναρτούν Talking Heads, Νίκο Νικολαϊδη και Klaus Nomi…

«Ήταν σκληρός αλλά είχε απαιτήσεις από μένα»

Αλλά εσείς θέλετε να διαβάσετε τις ιστορίες του μπάσκετ. Κι εγώ αυτές ήθελα να ακούσω. Ο Βασίλης Λυπηρίδης έχει πια σχέση παρατηρητή με το σπορ. Με τον Άρη δεν βρήκε ποτέ κάποιο ουσιαστικό σημείο επαφής για να ασχοληθεί, παρότι ο κόσμος τον κάνει καθημερινά να αισθάνεται σαν να φοράει ακόμα τη φανέλα. Προπονητής δεν τον ενδιέφερε ποτέ να γίνει, το ερώτημα είναι τι θέση θα είχε στο σημερινό μπάσκετ ο Βασίλης Λυπηρίδης;  Του λέω ότι στην εποχή του pick ’n’ roll, θα ήταν πολύ σημαντικός στην άμυνα αφού θα μπορούσε να πάρει όλες τις αλλαγές και να βγάζει ενέργεια, τηρουμένων των αναλογιών, σαν τον Θανάση Αντετοκούνμπο… Γελάει, «εντάξει, είναι υπερβολή αυτό που λες. Πιστεύω θα ήμουν χρήσιμος για τον προπονητή, γιατί θα έκανα ό,τι μου ζητούσε – πάντα μου άρεσε αυτό. Ίσως να ήταν και πιο εύκολα τα πράγματα για μένα, γιατί τότε ήταν αδιανόητο το ταλέντο των παικτών που είχα δίπλα μου. Σήμερα με 6-7 πόντους, 3-4 ριμπάουντ και 3-4 καλές άμυνες μπαίνεις στους διακριθέντες. Ο ρόλος μου ήταν άχαρος, αλλά τώρα πια ο κόσμος είναι καλύτερα εξοικειωμένος με το άθλημα κι εκτιμά πόσο σημαντικό είναι ένα καλό σκριν, μια καλή άμυνα, το ριμπάουντ, ένα σωστό φάουλ, μια βουτιά – όλα τα εκτός μπάλας πράγματα. Πιστεύω ότι με μένα, τον Γιώργο Σιγάλα στο ξεκίνημά του κι 1-2 παίκτες ακόμα άρχισε να δίνεται έμφαση κι αλλού εκτός από το ποιος έβαλε περισσότερους πόντους. Εντάξει, είχα κι εγώ τις βραδιές μου: εχω σκοράρει 27 μια βραδιά, είχα βάλει 23 στη Μακάμπι – το θεμα είναι και πόσες φορές περνάει η μπάλα από τα χέρια σου».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Στην πρώτη του συγκέντρωση με την ομάδα του Άρη, για προπόνηση στο Καυταντζόγλειο, είδε με δέος να βγαίνουν από τα αυτοκίνητά τους ο Γκάλης, ο Γιαννάκης, ο Κοκολάκης, αλλά μετά «έβαλα το κεφάλι κάτω κι ακολούθησα το πλάνο μου». Το πλάνο του Γιάννη Ιωαννίδη, δηλαδή. Η σχέση τους ήταν πολυσυζητημένη, ίσως επειδή ο Λυπηρίδης ήταν ο πρώτος παίκτης που είδαμε on camera να δέχεται τα… «χάδια» του «ξανθού». Καμιά φορά, ο εξάψαλμος στον Λυπηρίδη λειτουργούσε κι ως καμπανάκι για την υπόλοιπη ομάδα. Αυτά γίνονται στον επαγγελματικό αθλητισμό (και στις προπονήσεις γίνονται και χειρότερα, ακόμα), τον πείραζε όμως που τα έβλεπε όλη η Ελλάδα στην τηλεόραση; «Ο Γιάννης Ιωαννίδης ήταν ο μέντοράς μου. Τα πρώτα 2 χρόνια με πείραζε η συμπεριφορά του, μετά την αποζητούσα κιόλας, γιατί καταλάβαινα ότι μου φερόταν έτσι επειδή είχε απαιτήσεις από μένα. Δεν είναι κατ’ ανάγκη τα μπινελίκια ο σωστός τρόπος, αλλά αυτόν είχε. Το σίγουρο είναι ότι διασκεδάζω τώρα που τα βλέπω στο YouTube, μου φέρνουν ωραίες αναμνήσεις. Πάντως, ήταν αδιανόητο να αντιδράσεις, με τέτοια υπερεξουσία που είχε. Αποτυπωνόταν και σε άλλα θέματα π.χ. κανείς από τη διοίκηση δεν έμπαινε στο πούλμαν ή τα αποδυτήρια της ομάδας. Αυτά τα στεγανά ο Ιωαννίδης είναι που τα έβαλε πρώτος.
Οι ρόλοι που μοίραζε ήταν ξεκάθαροι. Μέσα από πολλή προπόνηση και πολύ βίντεο. Ο Άρης ήταν η πρώτη ομάδα που είχε συνεργείο που πήγαινε στο εξωτερικό και μαγνητοσκοπούσε τους αγώνες των αντιπάλων. Δεν βλέπαμε, όπως σήμερα, κομμένα στιγμιότυπα, αλλά καθομασταν ώρες συνεχόμενες να παρακολουθούμε ολόκληρους αγώνες καρέ καρέ. Εγώ συνήθως έπαιρνα και 2-3 κασέτες σπίτι να μελετήσω τις κινήσεις των καλών σκόρερ. 
Ήταν ο πρώτος που έφερε τον όρο «επιθετική άμυνα» στην Ελλάδα. Όλοι μιλάνε για την επίθεση του Άρη, αλλά αν δεις παιχνίδια της εποχής θα καταλάβεις ότι το αληθινά πρωτοποριακό ήταν ότι η ομάδα δεν περίμενε ένα λάθος ή ένα αμυντικό ριμπάουντ για να επιτεθεί, προσπαθούσε να εξωθήσει τον αντίπαλο σε κακές επιλογές. Αφού γινόταν αυτό, είχαμε τις πάσες του Γιαννάκη και τα τελειώματα του Γκάλη στον αιφνιδιασμό».

Παλέυοντας για ενα ριμπάουντ με τον Όντι Νόρις

Αυτός ήταν ο τρόπος του Ιωαννίδη. Αυτή ήταν η πρώτη ύλη για τον μύθο του Ιωαννίδη. Ήταν όμως αυτό που κόστισε στον Άρη, αλλά και στον ίδιο μετέπειτα με Ολυμπιακό-ΆΕΚ, ενα Κύπελλο Πρωταθλητριών; Υπάρχει αυτή η φιλολογία ότι λόγω της υπερβολικής αυστηρότητας του «ξανθού» οι ομάδες του κατέληγαν παραλυμένες από το άγχος στα Final Four…«Εκ του αποτελέσματος, αν απομονώσουμε τα F4, η τακτική της απομόνωσης και της εσωστρέφειας, ναι, δεν πέτυχε. Όμως μέχρι να φτάσουμε εκεί είχε δουλέψει, και κάτι που δουλεύει δεν το αλλάζεις στην τελική ευθεία. Δεν ήταν πάντως αυτός ο καθοριστικός παράγοντας που δεν καταφέραμε να πάρουμε το κύπελλο».

Οι προλήψεις; Τα γούρια; Η μαύρη γάτα στο πανδοχείο που έμενε η ομάδα στο παρθενικό της F4 στη Γάνδη το 1988, το περίφημο σακάκι του κόουτς που δεν άλλαζε ποτέ (εκτός από όταν το έβγαζε για να το δώσει στους διαιτητές); «Είναι αλήθεια όλες αυτές οι ιστορίες. Και υπάρχουν και πολλές περισσότερες, είναι πολύ συνηθισμένες οι προλήψεις στις επαγγελματικές ομάδες. Στη Γάνδη, είχαμε απομονωθεί σε ένα ξενοδοχείο μέσα στα απέραντα λιβάδια των Κάτω Χωρών. Περπατούσαμε κι όσο έπιανε το μάτι, 100 χλιόμετρα και βάλε, βλέπαμε αυτό το τοπίο, όχι κι ότι καλύτερο για να μένεις σε εγρήγορση. Σε μια βόλτα που κάναμε, παρατήρησε ο Νίκος Φιλίππου ότι στην στέγη του ξενοδοχείου υπήρχε το έμβλημά του, μια μαύρη γάτα. Χιουμοριστικά το αντιμετωπίσαμε όλοι, κι ο ίδιος ο Ιωαννίδης ακόμα το είδε σε στυλ “θα το πάρουμε κόντρα σε αυτό”. 
Πιο κοντά φτάσαμε στο Μόναχο το 1989. Είχα στον ημιτελικό με την Μακάμπι μια αψιμαχία με τον Μαγκί, μπήκε όπως πάντα ο Γιαννάκης ως προστάτης, χόντρυνε το σκηνικό, χαλάσε ο ρυθμός μας, άλλαξε το παιχνίδι. Την πατήσαμε από μια τακτική που συχνά χρησιμοποιούσα κι εγώ ο ίδιος όταν χάναμε, δημιουργούσα ενταση για να τα φέρω όλα τούμπα. Χάθηκε εκεί η ευκαιρία για τον τελικό, δεν είναι δα ότι το ‘χάμε και στην τσέπη μας – με την Γιουγκοπλάστικα θα παίζαμε. Στη Γάνδη, την πρηγούμενη χρονιά, ήταν το βάπτισμα, ήμασταν λίγο έξω από τα νερά μας και ήταν και οι υπόλοιπες ομάδες, η Τρέισερ ειδικά, μεγαθήρια». 

«Εγώ έκανα παρέα εξωγηπεδικά με τον Γκάλη, αλλά δωμάτιο ήμουν με τον Γιάννάκη γιατί ταίριαζαν τα προγράμματά μας στην προετοιμασία για τους αγώνες. Όταν υπήρχαν περίοδοι έντασης προσπαθούσα να ακούσω και τους δύο και να λειτουργήσω συμφιλιωτικά»

Υπάρχει κι άλλη μια εκκρεμότητα. Το ματς με την Τρέισερ το 1986, πριν την εποχή των F4. Ο Άρης, εντελώς από το πουθενά, κερδίζει με 31 πόντους στην Θεσσαλονίκη. Πάει να παίξει τη ρεβάνς στο Μιλάνο και χάνει με 34 (83-49). Έχουν ειπωθεί πολλά «πονηρά» για εκείνο το ματς. Τι έγινε; «Είδα πρώτη φορά το βίντεο πέρυσι στο YouTube. Μπήκαμε με τον αέρα της διαφοράς σε ένα γήπεδο-κόλαση που ο κόσμος ήταν σχεδόν μέσα στον αγωνιστικό χώρο με την αντίπαλη ομάδα να είναι τότε ένα μέγεθος δεκαπλάσιο σε σχέση με τον Άρη, κάτι που έπαιξε ρόλο και στη διαιτησία. Έπαιξαν πολύ δυνατά, δε μας άφησαν να κάνουμε τίποτα. Ξέρεις, όπως αυτοί μας διέλυσαν εκεί καλύπτοντας τελικά τη διαφορά, έτσι τους είχαμε κερδίσει κι εμείς στη Θεσσαλονίκη. Θέλω να πω, ένα μεμονωμένο παιχνίδι πάντα μπορεί να εξελιχθεί έτσι…».

«Ο Μπομπ Μάκαντου ήταν διπλάσιος από μένα. Κι 1-2 καλάθια να γλίτωνα, θα ήταν κέρδος»

Ο Βασίλης Λυπηρίδης εκείνα τα χρόνια, σχεδόν κάθε εβδομάδα, ήταν επιφορτισμένος με το μαρκάρισμα θρύλων. Μπορεί να ήταν ο “macho” Κέβιν Μαγκί της Μακάμπι, ο δαντελένιος Τόνι Κούκοτς, το θωρηκτό Όντι Νόρις της Μπαρτσελόνα, ο Όσκαρ Σμιντ στο Μουντομπάσκετ της Αργεντινής,  αλλά ο πιο δύσκολος ήταν… «Ο Μπομπ Μάκαντου. Μου έστειλε πριν 1-2 χρόνια ένας φίλαθλος κάτι φωτογραφίες από τα τότε παιχνίδια και διαπίστωσα ότι είχα μάλλον άγνοια κινδύνου για να τον μαρκάρω – ήταν διπλάσιος από μένα, εγω τότε ζύγιζα 87 κιλά. Έναν τέτοιον παίκτη, έναν NBAer σε εποχές που η απόστασή του από το ευρωπαϊκό μπάσκετ ήταν τεράστια, δε γινόταν να τον περιορίσεις. Ακόμα κι 1-2 καλάθια αν γλίτωνες, ήταν κέρδος. Φυσικά, για μένα ο απολογισμός γινόταν το βράδυ στο σπίτι που μετρούσα μελανιές και σημάδια από το ξύλο που είχα φάει. Μην ξεχνάμε, βέβαια, ότι στην προπόνηση μάρκαρα και τον Γκάλη».

Η αναφορά στον «γκάνγκστερ» μας φέρνει ξανά στα ενδότερα των αποδυτηρίων. Του ζητάω να πει τι έχουμε παρεξηγήσει σχετικά με τις τρεις μεγάλες μορφές της ομάδας, τι πιστεύουμε για Γκάλη-Γιαννάκη-Ιωαννίδη που είναι λάθος; «Ο Γκάλης έδινε την εικόνα του απόμακρου, αλλά ήταν ένας άνθρωπος πολύ οικείος. Πρώτος στην πλάκα για να σπάει το άγχος, έπαιζε το τάβλι του με τον γυμναστή τον Γιώργο Ραμπότα πριν τους αγώνες. Νομίζω ότι ειναι μύθος ότι τον άφηναν να κερδίζει για να φτιάχνει ψυχολογία, πίστεψέ με δεν ξέρω αν ο Γκάλης ήταν καλύτερος στο μπάσκετ ή στο τάβλι, τόσο καλός ήταν κι εκεί. 
Για τον Γιαννάκη, τι να πω, ήταν ο ορισμός του ομαδικού παίκτη. Πίστευε πάντα ότι για να είναι καλά αυτός έπρεπε να είναι καλά και το σύνολο και το υπηρετούσε στον απόλυτο βαθμό. 
Στον τρόπο συμπεριφοράς του Ιωαννίδη, με τα μπινελίκια και τις ακρότητες, πρέπει να προσθέσω την ασφάλεια που δημιουργούσε. Ποτέ δεν έριξε τις ευθύνες σε παίκτη, είτε τον κατηγορούσε ο κόσμος, ο Τύπος ή η διοίκηση. Μας προστάτευε πάντα κι έβγαινε εκείνος μπροστά. Ήταν πολύ αντρίκειο αυτό, σου δημιουργούσε εμπιστοσύνη. Και, μιλάμε για μια ομάδα που δεν είχε δικαίωμα καν στην ήττα».

Με την πάροδο του χρόνου, όλες οι ιστορίες έχουν ειπωθεί, οι διαφορές έχουν αμβλυνθεί και το μυστικό είναι πια κοινό. Ο Νίκος Γκάλης κι ο Παναγιώτης Γιαννάκης είχαν περιόδους που μπορεί να έκρυβαν την μπάλα μέσα στο παρκέ, αλλά δεν αντάλλασαν κουβέντα μεταξύ τους. Ο «Πατριάρχης» του Άρη, Ανέστης Πεταλίδης, είχε αποκαλύψει χαρακτηριστικά στον Βασίλη Σκουντή ότι για να εξομαλύνεται η κατάσταση μεταξύ των δυο σταρ «έβαζα την σλοβένα π….ίτσα στη μέση και τους έφτιαχνε τις σχέσεις με τον τρόπο του», εννοώντας φυσικά τον Σούμποτις. Σκάει στα γέλια ο Βασίλης Λυπηρίδης όταν του αναφέρω την ατάκα…«Όταν οι απαιτήσεις είναι τόσο μεγάλες, βγαίνει ένταση στις σχέσεις κι αυτο φαίνεται περισσότερο στις προπονήσεις. Προσπαθούσαμε να στρογγυλέψουμε την κατάσταση, να την εξομαλύνουμε. Να σου δώσω ένα προσωπικό παράδειγμα: εγώ έκανα παρέα εξωγηπεδικά με τον Γκάλη, αλλά δωμάτιο ήμουν με τον Γιάννάκη γιατί ταίριαζαν τα προγράμματά μας στην προετοιμασία για τους αγώνες. Όταν υπήρχαν περίοδοι έντασης προσπαθούσα να ακούσω και τους δύο και να λειτουργήσω συμφιλιωτικά».

Και συνεχίζει, για το κλίμα της εποχής… «Δε θα επαναληφθεί ποτέ αυτή η φρενίτιδα. Προπονήσεις με 2-3.000 κόσμο, αλλαγές των σχολικών εκδρομών για να έρθουν στο Παλέ να τις δουν, συγκεντρωνόταν τόσος κόσμος απ’ έξω που έπρεπε να μπαίνουμε από την πίσω πόρτα – στην πορεία απαγορεύθηκε η είσοδος του κόσμου στις προπονήσεις γιατί είχαν γίνει σόου. Για το περιζήτητο των εισιτηρίων, απλά να σου πω ότι με είχε πάρει τηλέφωνο μέχρι κι ο τότε Γενικός Γραμματέας Αθλητισμού, ο κύριος Σφακιανάκης, αν μπορούσα να βρω για κάποιος δικούς του ανθρώπους. Ήταν αδιανόητη η ζήτηση».

Αντίπαλος του Όσκαρ Σμιντ στο Μουντομπάσκετ της Αργεντινής, 1990

Το 1990 ο Γιάννης Ιωαννίδης εγκαταλείπει τον πάγκο του Άρη. Ή εξωθείται στο να το κάνει. Δύο χρόνια αργότερα, ο νέος διοικητικός ηγέτης, Θεόφιλος Μητρουδης, αποφασίζει ότι δεν αντέχει το συμβόλαιο του Γκάλη. Ο Νικ υπογράφει στον Παναθηναϊκό. Το επόμενο καλοκαίρι έρχεται και η σειρά του Παναγιώτη Γιαννάκη να κατέβει στην Αθήνα. Το μπάσκετ, με μια χρονιά παρένθεση του ΠΑΟΚ, μετακομίζει στο νότο. Η «αυτοκρατορία», όμως, έπεσε από μέσα; «Πολλοί παράγοντες συντέλεσαν στην παρακμή, με βασικότερο το οικονομικό – είχαν συσσωρευτεί τεράστιες οικονομικές υποχρεώσεις. Η ομάδα κέρδιζε, έπαιρνε τίτλους, αλλά δεν ήταν όλα ρόδινα. Υπήρχαν καθυστερήσεις 5-6 μηνών στην καταβολή των δεδουλευμένων ακόμα και την εποχή της αυτοκρατορίας. Αλλά πώς να κατέβεις από ένα τρένο που πήγαινε με χίλια; Δεν βρέθηκαν μεγάλοι επενδυτές στη Θεσσαλονίκη για να αντέξουν το βάρος και το οικονομικό έγινε μεγάλο εμπόδιο. Αγωνιστικά, το πιο σημαντικό για μένα ήταν η αποχώρηση του Ιωαννίδη. Δεν έχει σημασία ποιος έφταιγε, όμως η αλλαγή έγινε ορατή. Δε θα ξεχάσω, πάντως, σε ένα ταξίδι στο εξωτερικό κατά τη διάρκεια της χρυσής περιόδου, ο Νίκος Φλίππου μου είχε πει (δε θα το θυμάται ούτε ο ίδιος τώρα) “είμαστε στην κορυφή της πυραμίδας”, εννοώντας ότι έρχεται η πτώση. Κάτι θα είχε δει, πιο έμπειρος ων, κρατήσαμε 2-3 χρόνια ακόμα με επιτυχίες, αλλά μετά όντως συνέβη. 
Η σεζόν του Τάρπλεϊ (’92-93) που πήραμε το Κυπελλούχων ήταν μια χρονιά ψευδαισθήσεων. Ένας μεγάλος αστέρας από το NBA και μια νίκη με μεγάλη διαφορά στην αρχή της σεζόν επί του ΠΑΟΚ που δημιούργησε τρομερές προσδοκίες. Ο κόσμος αυτά έβλεπε, αλλά την εικόνα συμπλήρωναν καθυστερήσεις πολλών μηνών στις πληρωμές μας, υποσχέσεις για ανύπαρκτους επενδυτές και μια εταιρεία-φάντασμα – η περίφημη πολυεθνική Καραντάνια – που δεν εμφανίστηκε ποτέ. Μια ιστορία χαρακτηριστική, που δεν ξέρει ο κόσμος, είναι ότι μια φορά περιμέναμε στο αεροδρόμιο να έρθει ιδιωτικό αεροπλάνο εταιρείας του επενδυτή να μας πετάξει στο εξωτερικό για ματς ευρωπαϊκού κυπέλλου. Σκέψου μια ολόκληρη αποστολή να περιμένει ένα αεροπλάνο που, φυσικά, δεν ήρθε ποτέ (γέλια). Η ομάδα ήταν καλή, όμως φαινόταν η κατάσταση ότι δεν πάει καλά. Αν υπήρχε το οικονομικό υπόβαθρο για να στηριχθεί, αν έμενε μέχρι το τέλος ο Τάρπλεϊ κτλ. μπορεί η ιστορία του Άρη (και του ελληνικού μπάσκετ) να είχε διαφορετική τροπή». 

Κάτι παραπάνω για Τάρπλεϊ; «Ο Ρόι μπορούσε να κάνει μαγικά πράγματα, να παίξει από πλέι μέικερ μέχρι σέντερ, ενώ είχε κι απίστευτη εκτελεστική δεινότητα. Ωραίος τύπος, φιλικός, αλλά αυτοκαταστροφικός με τα προσωπικά του αδιέξοδα -κυρίως με το αλκοόλ- που τον οδήγησαν σε αυτό το άδοξο τέλος. Αν δεν τα είχε, άλλωστε, δεν υπήρχε περίπτωση να τον δούμε στην Ευρώπη. Ξέραμε εκ των προτέρων ότι υπήρχαν θεματα μαζί του, όταν μαζί με εκείνον η ομάδα προσέλαβε και κάποιον με την ιδιότητα του “ψυχολόγου” καταλαβαίνες ότι κάτι δεν πάει καλά. Είναι αλήθεια όλες οι ιστορίες. Στο περίφημο ματς κυπέλλου με τον Ολυμπιακό στη Χαλκίδα τον περίμενε όλη η ομάδα στο πούλμαν για να πάμε στο γήπεδο, εκείνος πουθενά. Αναγκάστηκαν τελικά να ανοίξουν την πόρτα με το πασπαρτού του ξενοδοχείου και τον βρήκαν μέσα να κοιμάται μεθυσμένος με πολλά κουτάκια μπίρας δίπλα του».

«Ειχαν συσσωρευτεί τεράστιες υποχρεώσεις, μας δινονταν υποσχέσεις για ανύπαρκτους επενδυτές κι εταιρείες-φαντάσματα. Φτάσαμε, ολόκληρη αποστολή, να περιμένουμε στο αεροδρόμιο ιδιωτικό αεροπλάνο να μας πετάξει στο εξωτερικό, το οποίο, φυσικά, δεν ήρθε ποτέ».

Σεζόν ’92-93, τελείωσε με το κύπελλο Κυπελλούχων στον επεισοδιακό τελικό του Τορίνο

Ο επιθανάτιος ρόγχος του «αυτοκράτορα» ήταν το Κόρατς του ’97 και το ηρωικό κύπελλο Ελλάδας του ’98 στο Αλεξάνδρειο. Εκείνος είχε ήδη αποχωρήσει. «Έφυγα απογοητευμένος και με πολλή πίκρα, αλλά ήταν μια κατάσταση (και κάποιοι άνθρωποι) που δεν την ήθελα στη ζωή μου. Τα πράγματα άλλαζαν προς το χειρότερο, η δική μου φιλοσοφία για τον αθλητισμό ήταν εντελώς διαφορετική και είχα αποφασίσει να σταματήσω το μπάσκετ παρότι δεν ήμουν καν 30 ετών. Έπαιξα μια τελευταία χρονιά στον ΟΦΗ (και λίγο πριν στην ΜΕΝΤ), περισσότερο για να το ευχαριστηθώ εγώ χωρίς τις εξουθενωτικές απαιτήσεις του πρωταθλητισμού. Μπορώ να σου πω ότι οι άνθρωποι που γνώρισα στην Κρήτη και η ατμόσφαιρα στην ομάδα έκαναν τη χρονιά στον ΟΦΗ την πιο ωραία της επαγγελματικής μου ζωής».

Ο Βασίλης Λυπηρίδης σήμερα εργάζεται στο υπουργείο Εσωτερικών κι έχει ένα γιο 10 ετών. Πέρυσι, ήρθε λιγο σε μια διαφορετική επικαιρότητα, αφού κάποιες φωτογραφίες του με την υποψηφία δήμαρχο του ΣΥΡΙΖΑ στη Θεσσαλονίκη, Κατερίνα Νοτόπουλου, θεωρήθηκαν προάγγελος της δικής του υποψηφιότητας για δημοτικός σύμβουλος. Κι αυτό δεν του ταίριαζε… «Δεν με αντιπροσωπεύει ο ρόλος του επαγγελματία πολιτικού. Δεν διέθετα ούτε τον χρόνο, ούτε τη νοοτροπία που θαυμάζω σε όσους το κάνουν καλά. Έχω την πολιτική μου άποψη, τη μοιράζομαι και τη συζητάω με τους φίλους μου, αλλά σε ένα περιβάλλον τέτοιας έντασης και πόλωσης δεν θα μπορούσα να την κάνω επάγγελμα».

Το μπάσκετ και το χαμηλό προφίλ δεν θα τον εγκαταλείψουν ποτέ…

Παναγιώτης Μένεγος