Categories: ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Η Tzef Montana έχει δουλέψει σε όλο τον κόσμο αλλά βίωσε την πιο σκληρή ματσίλα σ’ ένα videoclip στην Ελλάδα

Η Tzef Montana μεγάλωσε στο οπισθοδρομικό και προσκολλημένο στις νόρμες περιβάλλον της ελληνικής επαρχίας. Ένα χωροχρονικό σφουγγάρι καταπίεσης που έχει ρουφήξει την επιθυμία και την αυτενέργεια χιλιάδων νέων ανθρώπων, εμποδίζοντας τους να ανακαλύψουν το σώμα τους και τη σεξουαλικότητα τους, φορτώνοντας τους με τόνους κοινωνικού καταναγκασμού, ώστε να συμμορφωθούν σε μια ζωή που δεν είναι δική τους. Η ίδια απέδρασε νωρίς από κει, διερεύνησε τον εαυτό της, συγκρότησε την ταυτότητα της και χάραξε μια εκθαμβωτική πορεία ως non binary μοντέλο που κατακτά τις πασαρέλες και τα περιοδικά. Η επαγγελματική της πορεία, ωστόσο, δεν είναι μονοδιάστατη. Έχει μιαν απαράγραπτα κοινωνική πτυχή που σχετίζεται με τη διεκδίκηση της ορατότητας.

«Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Κόρινθο, μια ελληνική επαρχία με ό,τι συνεπάγεται αυτό. Από τα 17 μου ξεκίνησα να ασχολούμαι με τη μουσική βιομηχανία. Σπούδασα στο εξωτερικό και μετά ονειρεύτηκα το Χόλυγουντ. Πήγα, λοιπόν, να κυνηγήσω το όνειρο μου. Εδώ και μια τετραετία ασχολούμαι με το μόντελινγκ, όπου με ενδιαφέρει πολύ η ορατότητα non binary. Νιώθω ότι έννοιες, όπως αυτή, πλάθονται τώρα, έχουμε στο χέρι μας την αισθητική τους και την προσπάθεια να κάνουμε τις ζωές μας πιο βιώσιμες. Για μένα έχει να κάνει με το τι γουστάρω, πως νιώθω καλά. Πιστεύω ότι οι κοινωνίες αλλάζουν και πως ο καθένας και η καθεμιά μας έχει μερίδιο σ’ αυτόν τον μετασχηματισμό. Κάθε τόπος έχει ένα ιδιαίτερο περιεχόμενο. Εγώ προσαρμόζομαι. Ενώ είμαι με μια βαλίτσα στο χέρι, δεν ταξιδεύω σαν τουρίστας. Προφανώς οι ελευθερίες που υπήρχαν στο West Hollywood μ’ έναν πληθυσμό κατά 90% ΛΟΑΤΚΙ+ δεν ήταν οι ίδιες με αυτές που είχα μάθει στην Κόρινθο. Απολαμβάνω τις κοινότητες που μπορούμε να ζούμε άνετα και χωρίς πουριτανισμό. Βέβαια, και στην Αμερική του Τραμπ υπάρχει μια τάση συντηρητικοποίησης. Παρ’ όλα αυτά ο επαγγελματικός σεβασμός και η ορθή χρήση της γλώσσας διασώζονται σε ικανοποιητικά επίπεδα» λέει.

Παρότι τα τελευταία χρόνια κινείται στο Λος Αντζελες, αυτή την περίοδο βρίσκεται στην Ελλάδα. Ας πούμε ότι ήταν μια επίπτωση της πανδημίας που την αξιοποίησε ως ευκαιρία αναστοχασμού και δημιουργίας: «Έμεινα εδώ και ανακάλυψα ότι είχα πάρει κεκτημένη ταχύτητα και γινόμουν προϊόν, ότι η ταυτότητα μου ήταν προς κατανάλωση. Έκανα πολλά πράγματα, τα πήγαινα πολύ καλά, αλλά επειδή έχει σκοπό αυτό που κάνω όταν χάνω επαφή μαραζώνω. Κάπως έτσι συνειδητοποίησα ότι δεν εστίαζα όσο ήθελα σε αυτό που με ενδιέφερε πραγματικά, δηλαδή να πω κάτι που θα αγγίξει κόσμο. Το lockdown μου έδωσε χρόνο να σκεφτώ ότι δεν τα χρειάζομαι όλα αυτά. Το επόμενο βήμα είναι να τελειώσω το βιβλίο μου που θα είναι αυτοβιογραφικό, τα εσώψυχα μου».

«Αν πρώτες εμείς δε στηρίξουμε αυτό που είμαστε, αν παραιτηθούμε του δικαιώματός μας στην αγάπη, τον ρομαντισμό, την συντροφικότητα, αν αποδεχτούμε μέσα μας τον αποκλεισμό που μας επιβάλλεται, δε θα έχουμε αλλάξει τίποτα για τα επόμενα παιδιά που θα είναι σαν εμάς»

Σ’ αυτό το πλαίσιο, της ανάγκης άρθρωσης λόγου για ζητήματα που εκκινούν από το βίωμα μας αλλά εκτείνονται πιο μακριά, έγινε η συνάντηση μας. Βρεθήκαμε στο Shamonette, το μαγαζί του Φώτη Σεργιουλόπουλου στο Σύνταγμα, μ’ ένα τεράστιο, ολοφώτιστο, εντυπωσιακό δικό της πορτρέτο στη μπάρα. Για να μην υποπέσω σε misgendering τη ρώτησα πώς προτιμά να της απευθύνομαι. Μου απάντησε ότι δεν τη νοιάζει. Το βρήκα αρκετά απελευθερωτικό και εφάμιλλο της ρευστότητας που πηγάζει από την queer θεωρία και την αποτίναξη των ετικετών. Αποφάσισα συμβολικά να χρησιμοποιώ το θηλυκό, γιατί στην κυριαρχία της τοξικής αρρενωπότητας, η επανοικειοποίηση της θηλυκότητας λειτουργεί ως πράξη ανυπακοής και γλωσσολογικής αποκατάστασης της έμφυλης ασυμμετρίας.

H Tzef ήθελε να μοιραστεί μια τραυματική εμπειρία που έζησε πρόσφατα. Μπορεί να έχει περπατήσει στο catwalk του New York Fashion Week, να της έχουν κάνει αφιερώματα η Vogue και το “Totem”, να την έχει φωτογραφήσει ο David LaChapelle, να έχει επιλεχθεί για διαφημιστικές καμπάνιες από μεγάλες εταιρίες, να έχει δουλέψει στο The RSE Group που μανατζάρει τους Slayer και τους Mastodon, μεταξύ άλλων, και να έχει συμμετάσχει στο videoclip της Rosalia αλλά την πιο σκληρή ματσίλα την αντιμετώπισε στα γυρίσματα ενός videoclip στην Ελλάδα.

«Όταν σχολιάζουν κακεντρεχώς το πώς είσαι και τι είσαι, σε αποδυναμώνουν, πλήττουν την αυτοπεποίθηση σου. Δεν έχει σημασία τι είσαι, το ανθρώπινο είναι ανθρώπινο. Κατανοώ ότι δε θα βγει εύκολα κάποιος να μιλήσει για το τι συμβαίνει στον εργασιακό του χώρο. Εγώ το κάνω γιατί πιστεύω ότι όταν μας φιμώνουν, πρέπει να βρίσκουμε τη φωνή μας»

«Μου έκανε μια πρόταση η Ελένη Φουρέιρα να πάρω μέρος στο videoclip της. Ήθελα πολύ να επικοινωνήσω τι σημαίνει trans ή non binary στην ελληνική επαρχία, να μπορεί ένα παιδί που δεν έχει πρόσβαση σε πολλά ερεθίσματα να βρει αναπαραστάσεις. Γι’ αυτό δέχτηκα με τιμή. Οι συνθήκες ήταν προβληματικές. Με το που έφτασα στο σετ και γνώρισα το σκηνοθέτη ένιωσα αμήχανα, κάτι που εντάθηκε στη συνέχεια. Το concept αντιπροσώπευε το diversity με plus size models, non binary κλπ. Υπέθετα ότι ο δημιουργός θα ήξερε τι πάει να κάνει και θα μας φερόταν αντίστοιχα κι όχι προσβλητικά. Δεν ίσχυε καθόλου. Δε θέλω να μπω σε λεπτομέρειες για τον τρόπο που μίλησε ή φέρθηκε. Ήταν ανάρμοστο και μειωτικό. Λεκτική βία και κωλοπαιδίστικη συμπεριφορά που κυρίως ασκούν οι άνδρες. Νόμιζα στην αρχή ότι είχε κάτι προσωπικό, μετά συνειδητοποίησα ότι ήταν έτσι με όλο το συνεργείο. Αισθάνθηκα άσχημα όχι μόνο για μένα, για όλους. Ήθελα να φύγω. Αναρωτιέμαι, αυτή είναι η κανονικότητα στην Ελλάδα; Για μένα δεν είναι οκ. Το να σε κοροϊδεύουν και να σε απορρίπτουν σε ένα σετ δε μου έχει ξανασυμβεί και δεν πιστεύω ότι πρέπει να το αποδεκτώ ως κανονικό. Όλοι έχουν ένα αφεντικό αλλά δε μπορεί να καταχράται την εξουσία του και ο υπάλληλος να αδικείται. Δεν το κάνω για τα χρήματα, ούτε για την καριέρα στην Ελλάδα. Το έκανα για την ορατότητα και τέλος. Ένα νέο παιδί χωρίς εμπειρία θα μπορούσε να στρεσαριστεί πολύ και να τραυματιστεί πολύ. Όταν σχολιάζουν κακεντρεχώς το πώς είσαι και τι είσαι, σε αποδυναμώνουν, πλήττουν την αυτοπεποίθηση σου. Δεν έχει σημασία τι είσαι, το ανθρώπινο είναι ανθρώπινο. Κατανοώ ότι δε θα βγει εύκολα κάποιος να μιλήσει για το τι συμβαίνει στον εργασιακό του χώρο. Εγώ το κάνω γιατί πιστεύω ότι όταν μας φιμώνουν, πρέπει να βρίσκουμε τη φωνή μας» υποστηρίζει.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Όση ώρα διηγούνταν την ιστορία της, σκεφτόμουν ότι η Ελλάδα δεν απέκτησε ποτέ ένα δικό της #metoo. Ότι ο διεθνής απόηχος του πολύ επιδερμικά διέτρεξε την ειδησεογραφία, χωρίς να αποτελέσει αφορμή να ανοίξει μια ουσιαστική συζήτηση που θα επέφερε ορισμένες βελτιώσεις. Το ξέρουμε όλες καλά ότι οι εργασιακοί χώροι – και οι χώροι της βιομηχανίας του θεάματος, των media, της καλλιτεχνικής παραγωγής – βρίθουν παραβιαστικών και κακοποιητικών στάσεων, ότι ο σεξισμός, η ομοφοβία, η τρανσφοβία, το fat shaming είναι πυρηνικά τους στοιχεία που πληγώνουν και απωθούν πολλά άτομα, ότι οι έμφυλοι και ετεροκανονικοί καταμερισμοί εργασίας είναι πολύ ισχυροί με αποτέλεσμα λευκοί cis straight άνδρες να καταλαμβάνουν τις υψηλότερες θέσεις, ασκώντας την εξουσία τους πάνω στα υπόλοιπα υποκείμενα. Ωστόσο, όλες αυτές οι στρεβλώσεις καλύπτονται κάτω από στρώματα σιωπής, αφενός γιατί η ντροπή δεν πέφτει πάνω σε αυτόν που βλάπτει αλλά στα υποκείμενα που βλάπτονται, αφετέρου γιατί είναι τόσο αθωράκιστο το επαγγελματικό τοπίο που αν συγκρουστείς με αυτούς που βρίσκονται σε θέσεις ευθύνης κινδυνεύεις να επωμιστείς την εκδικητική τους μανία.

«Δεν ξέρω αν θα γίνει ποτέ η επανάσταση. Ξέρω όμως ότι αρκετά ζήσαμε με μυστικά, δάκρυα, ψέματα, μαζοχισμό και φόβο»

Αυτός είναι ένας λόγος παραπάνω που κάνει σημαντική τη μαρτυρία της Tzef και τα μηνύματα που επιδιώκει να εκφράσει: «Όταν ο σκηνοθέτης με ειρωνεύεται, με μειώνει, με απαξιώνει, βρίζει είναι άβολο.  Θέλω να φωνάξω σε όλους ότι, μπορεί η κοινωνική αποδοχή να μην είναι καθόλου δεδομένο πράγμα -τις περισσότερες φορές μάλιστα μπορεί να αποδειχθεί εντελώς ουτοπικό, αν όχι επικίνδυνο- αλλά αν πρώτες εμείς δε στηρίξουμε αυτό που είμαστε, αν παραιτηθούμε του δικαιώματός μας στην αγάπη, τον ρομαντισμό, την συντροφικότητα, αν αποδεχτούμε μέσα μας τον αποκλεισμό που μας επιβάλλεται, δε θα έχουμε αλλάξει τίποτα για τα επόμενα παιδιά που θα είναι σαν εμάς. Θα στηρίξουν κι εκείνα τη ζωή τους σ’ έναν αγώνα αποδοχής, μέχρι να κουραστούν, να πληγωθούν, να φθαρούν και να τα παρατήσουν. Μιλάω για αυτές τις ιστορίες γιατί βαρέθηκα να βλέπω να αποδεχόμαστε εμείς αυτά που μας επιβάλλει η κοινωνία. Θέλω να κάνουμε κάτι για να αποδεχτεί η κοινωνία αυτά που -δεν επιβάλλουμε- αλλά έχουμε ανάγκη εμείς ως ανθρώπινες οντότητες. Παραδοσιακά, η κοινωνία στέλνει τα τρανς άτομα στο πεζοδρόμιο. Δεν ανέχεται την παρουσία τους σε ένα κανονικό εργασιακό περιβάλλον, άρα δεν τους δίνει τη δυνατότητα μιας αξιοπρεπούς ζωής. Το μήνυμα που σου στέλνει η κοινωνία περνά σιγά σιγά μέσα σου, σε ποτίζει, σε ακρωτηριάζει από τις ίδιες σου τις επιθυμίες: Είμαι τρανς άρα δεν έχω δικαίωμα στην οικογένεια, στην αγάπη, στην ασφάλεια, στην οικειότητα, στο σπίτι, στα παιδιά. Είμαι τρανς άρα δεν έχω δικαίωμα στον ρομαντισμό. Κι όμως, αυτές είναι βασικές επιθυμίες που εγώ έχω μέσα μου -ολοζώντανες- ως τρανς κορίτσι. Δεν επιθυμώ μόνο το σεξ, την δόξα, την εξουσία και το χρήμα. Αυτά είναι πράγματα που είχα την τύχη να μου δωθούν στη ζωή μου. Το συναίσθημα είναι που επιθυμώ. Όπως όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι. Έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε το διαφορετικό μέσα σε ένα πλαίσιο υποκουλτούρας, δυσμορφίας, φρίκης και τον τελευταίο καιρό ως και mainstream. Aυτό που επιθυμώ είναι να δώσω μια άλλη εικόνα. Ας δημιουργήσουμε αυτό που έχουμε φανταστεί. Μια νέα πραγματικότητα που να μας χωράει όλους. Δεν ξέρω αν θα γίνει ποτέ η επανάσταση που υπόσχομαι. Ξέρω όμως ότι αρκετά ζήσαμε με μυστικά, δάκρυα, ψέματα, μαζοχισμό και φόβο».

Μαρία Λούκα

Share
Published by
Μαρία Λούκα