Πύργος Ηλείας και Κωνσταντινούπολη. Από το πρώτο καταγόταν ο πατέρας μου και από το δεύτερο η μητέρα μου. Η συνισταμένη των δύο με «πέταξε» στο Αιγαίο. Το λέω αυτό γιατί η επίκτητη πατρίδα μου έγινε για 25 χρόνια η Σαντορίνη. Κατά τ’ άλλα γεννήθηκα στην Αθήνα το 1937.
Το πατρικό μου στο Ψυχικό ήταν ένα πολύ ωραίο σπίτι. Εκεί μεγάλωσα. Αν και ήταν τα δύσκολα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου μπορώ να πω ότι είχα ωραία νιάτα. Βέβαια, μιλάω γλώσσες αλλά δεν θα μάθω ποτέ γερμανικά γιατί ένας ναζί μου τράβηξε το μαξιλάρι που έπαιζα όταν ήμουν τεσσάρων ετών μπροστά στο τζάκι. Ακόμα το θυμάμαι και τώρα που είμαι σχεδόν 80 ετών. Ήταν και η πείνα. Μια μέρα βρήκα ένα ντουλάπι ανοιχτό σ’ ένα κελάρι, πρέπει να ήμουν 5 ετών. Εκεί βρισκόταν ένα τσίγκινο μεγάλο κουτί από τα μπισκότα Παπαδοπούλου. Βάζω το χέρι μου μέσα και πιάνω ένα βόλο που τον πέρασα για ζάχαρη και τον έκανα μια χαψιά. Τελικά ήταν Τρινάλ που πλέναμε τα πιάτα.
Ήμουνα κακός μαθητής αλλά πήγα σ’ ένα φοβερό σχολείο, στο Κολέγιο, ώσπου να με διώξουν με την κατηγορία υπεξαίρεσης χημικών σωλήνων. Είχα φτιάξει ένα εργαστήριο στο σπίτι και έκανα πειράματα με διάφορες χημικές ουσίες. Στη γειτονιά είχαμε φτιάξει μια συμμορία αλλά ήταν αγαθή. Δεν είχε ντρόγκες, δεν είχε κλοπές. Πολλές φορές παίρναμε τ’ αυτοκίνητα το βράδυ και γινόταν της κακομοίρας. Ακούγαμε δίσκους 78 στροφών. Nat King Cole, Platters, ερωτευτήκαμε μ’ αυτή τη μουσική. Οι γκόμενες της εποχής έπεφταν με αυτά τα τραγούδια που είναι και τόσο διαχρονικά που τα ακούω τώρα και συγκινούμε. Είναι ζωντανά κομμάτια, δηλαδή αν ακούσεις τον Nat King Cole να τραγουδάει το “Blue Gardenia” θα ξαναερωτευτείς αμέσως.
Στην οδό Ερμού ήταν το κατάστημα του πατέρα μου. Ασχολιόταν με τα υφάσματα. Ξεκίνησα να εργάζομαι εκεί από τα 14 μου χρόνια. Τα καλοκαίρια είχα πραγματική δραστηριότητα, τους χειμώνες σπαταλούσα δυο-τρεις ώρες μετά το σχολείο. Είχα αυτό που λένε «μύτη» και ήξερα να διαλέγω τα υφάσματα και τις γραμμές που θα γινόντουσαν trend μετά από λίγο καιρό. Δεν υπήρχε τότε πληροφόρηση, έπρεπε να έχεις τις κεραίες τεντωμένες, να είσαι σαν εξωγήινος.
Η επαφή με τη δουλειά με πειθάρχησε και με εκγύμνασε πάρα πολύ σε αυτό που έκανα μετά στη μόδα. Πειθαρχία ε; Όταν τελείωσα το σχολείο αρνήθηκα να φύγω να σπουδάσω στο εξωτερικό. Αντ’ αυτού κάθισα στο σπίτι και σπούδασα μόνος μου διαφήμιση. Δεν υπήρχε τέτοιο μάθημα στην Ανωτάτη Εμπορική οπότε έψαξα και βρήκα μια τεράστια βιβλιογραφία που με ακολουθεί από τότε στη ζωή μου. Αφού τελείωσα τις «σπουδές» μου δημιούργησα το Spectra, μια εταιρεία που έκανε μελέτες με όρους marketing. Πρώτοι μου πελάτες ήταν το Metaxa και το Αιγαίον που ήταν η η δεύτερη μεγαλύτερη κλωστοϋφαντουργία μετά την Πειραϊκή. Το περίφημο καραβάκι του Αιγαίον, εγώ το σχεδίασα.
Δεν ξόδεψα σχεδόν τίποτα για διαφημιστική δαπάνη, ξόδεψα αντίθετα το μυαλό μου να κάνω μια θεματική μόδα που να προκαλεί είδηση. Στις 20 Μαΐου του 1972 παρουσίαζω τη χειμωνιάτικη συλλογή μου, εμπνευσμένη από τη Ρωσία, στη Νέα Υόρκη, δύο ώρες μετά την προσγείωση του Νίξον και του Κίσιντζερ στη Μόσχα. Χαριτολογώντας στους δημοσιογράφους λέω πως “I wanted Μr. Nixon to have been safely landed before.” Εξαιτίας της επικαιρότητας του θέματος παίρνω τρία λεπτά ειδήσεων στο μεγάλο ειδησεογραφικό κανάλι της εποχής. Και στα δυτικά και στ’ ανατολικά. Η συλλογή ξεπούλησε. Αλήθεια, ποιος άλλος θα έκανε μια συλλογή ρώσικη στη Νέα Υόρκη την εβδομάδα που ο Νίξον θα έκανε ταξίδι στη Μόσχα;
Όταν ξεκινούσα υπήρχε μεγάλη δραστηριότητα στο χώρο της μόδα απλά οι σχεδιαστές θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν χομπίστες. Ευαγγελίδης, Κουρτίδη, Τσμαδού, Ζωρζέτ δεν είχαν τη δύναμη να λανσάρουν κάτι και αυτό που έκαναν ήταν να πηγαίνουν στο Παρίσι, να βλέπουν τις συλλογές και μετά από ένα μήνα να τις αντιγράφουν. Ε, από εμάς παίρνανε τα υφάσματα. Τα βλέπανε και λέγανε: «Μα αυτό το ύφασμα το έχει ο Dior, το ξέρατε»; Όχι, δεν το ξέραμε. Το πήραμε συμπτωματικά.
«Η μόδα νομίζουν όλοι ότι είναι μόνο γκόμενες. Είναι η πιο σκληρή βιομηχανία του κόσμου. Αν αυτό που φτιάχνεις δεν αρέσει, πετιέται σαν σκουπίδι. Τώρα έχει μπει το μάρκετινγκ. Δουλεύουν από πίσω μεγατόνοι πληροφορίας οι οποίοι προετοιμάζουν τις τάσεις, καλλιεργούν το κοινό.»
Έπρεπε κάπως ν’ απογειωθώ. Έχοντας όμως δει με τα μάτια μου τι υπήρχε στην παγκόσμια αγορά, τι κάνανε οι Ιταλοί από το Κόμο που ήταν η κορυφή στην μεταποίηση υφασμάτων στα μετάξια, τι έκαναν οι πολλοί καλοί γαλλικοί οίκοι. Σχεδίασα υφάσματα που δεν υπήρχαν. Μπήκα με το παράδοξο και όχι με το επερχόμενο, έκανα κάτι που δεν υπήρχε, πολύ τολμηρό. Ο Κρίτσας, ο Ντίμης που ήταν τότε ένας ωραίος τύπος, λίγο χαϊδεμένο παιδί της κοινωνίας, τον αγαπούσαν πολύ γιατί ήταν σαλονάτος, τρελάθηκε με τη συλλογή και μου λέει να κάνουμε τρία ρούχα να πάμε να μπούμε σε ένα φεστιβάλ, του Λαμπράκη που ήταν τότε και όταν είδαν την επιτυχία που έκαναν τότε τα τρία πρώτα υφάσματα μου ζήτησαν να σχεδιάσω μία συλλογή. Μια μέρα μου είπε: «Δεν πάμε στην Αμερική; Γιατί στην Ευρώπη θα φάμε ξύλο.» Και έτσι έγινε.
Ένα 48ωρο σοκ. Έτσι μπορώ να περιγράψω την εμπειρία από το πρώτο ταξίδι στη Νέα Υόρκη. Η δουλειά μου βασιζόταν στα θεματικά prints όπως για παράδειγμα κάνει σήμερα η Κατράντζου. Λάτρευα τον Emilio Pucci, Ιταλός που «τύπωνε» συνέχεια τη Φλωρεντία στις συλλογές του. Ήθελα να ξεφύγω και από τον Pucci και έκανα bold abstracts, πολύ δυνατά αφαιρετικά σχέδια. Αυτά λοιπόν έγιναν ρούχα από τον Κρίτσα που αποφασίσαμε να τα δείξουμε στην Αμερική. Πετάξαμε στην Νέα Υόρκη άσχετοι, πως να σου πω τώρα, χωριάτες τελείως. Εκεί είχαμε την τύχη να μας αναλάβει ο διευθυντής του ΕΟΤ Gricha Λεβέντης που μας σύστησε στο γραφείο δημοσίων σχέσεων RUDER & FINN . Κανόνισε να μείνουμε στο St. Regis, ένα πολύ ακριβό ξενοδοχείο που στοίχιζε όσο δύο διαμερίσματα που πουλήσαμε. Πήγαμε στο καλύτερο, δεν πήγαμε με λαδωμένα χέρια να τρώμε πατάτες σε έκθεση. Κλείστηκε μια σουίτα, εκλήθησαν οι κορυφαίοι αγοραστές και μάνατζερ των πολύ καλών καταστημάτων. Μια Ελληνίδα μοντέλο και τέσσερις Αμερικανίδες. Επειδή δεν είχαμε προβολείς πέταξα κάτι φουλάρια απάνω στις λάμπες που οι καλεσμένοι νόμισαν ότι ήταν διαφημιστικά και τα πήραν όλα. Σε 24 ώρες είχαμε μια σελίδα στην Journal America, την μεγαλύτερη απογευματινή εφημερίδα της Νέας Υόρκης. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία.
Στη συνέχεια ήρθε το The Greek Fashion Odyssey όπου σχεδιάζουμε με τον Κρίτσα για 16 πολύ γνωστές εταιρίες. Μαζί με την Ολυμπιακή και το Metaxa. Για μήνες μας παίζανε στην Vogue και στο Harpers Bazaar. Δυστυχώς έγινε τις μέρες που εδώ έγινε η χούντα οπότε δεν είχε άμεση τουριστική απήχηση για την Ελλάδα. Βέβαια το γεγονός της δικτατορίας είχε σαν αποτέλεσμα να είναι συνέχεια επίκαιρη η χώρα μας και έτσι είχε μεγάλη δημοσιότητα οτιδήποτε είχε σχέση με την Ελλάδα. Το ρόδο και το άνθος γεννιούνται μέσα στο αγκάθι. Όπως και τώρα. Λάδια, προϊόντα, συσκευασίες, εστιατόρια, γίνεται χαμός, μικροχαμός από new born επιχειρήσεις στο διεθνή χώρο. Βέβαια, έχουν φύγει και πολλοί έξυπνοι άνθρωποι από εδώ, δυστυχώς με την κρίση. Αλλά η κρίση ειδικά σε ανήσυχους ανθρώπους στον κόσμο, Ιρλανδούς, Έλληνες, Εβραίους και Αρμένιους, τους καλλιεργεί δαιμονικές καταστάσεις.
Στήριξα όλη μου την ύπαρξη στο να καθιερωθεί η Ελλάδα στον διεθνή χώρο. Μια άρρωστη επιθυμία. Ήθελα να φτιάξω ότι κάνανε οι Ιταλοί, δέκα ονόματα στο χώρο. Δεν μπορούσα ν’ αναλάβω όλες τις ευθύνες της ελληνικής κλωστοϋφαντουργίας. Γι’ αυτό και το 1970 έκανα μια τεράστια διοργάνωση στην Ελλάδα. Έφερα τη Vogue, τους αντιπροσώπους όλους των μεγάλων καταστημάτων, δημοσιογράφους και κάναμε μια τριήμερη φιέστα όπου κοντραριστήκαμε άγρια με τις υπόλοιπες χώρες (Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία). Αλλά οι υπόλοιποι δεν θέλανε να καταλάβουν τη δύναμη να παραμείνει κανείς στον παγκόσμιο χωριό. Κάτι που το προσπάθησα αρκετά μετά το 1967 όταν και αυτονομήθηκα από τον Κρίτσα και ξεκίνησα συνεργασίες με αγγλικά και γερμανικά εργοστάσια και έμπαιναν σε 400 μαγαζιά οι συλλογές Τσεκλένη με τα ρούχα που έμοιαζαν σαν παιχνίδια. Αυτά είναι πράγματα σταχτοπουτικά.
Όσο πιο υποανάπτυκτος είναι ένας λαός τόσο πιο εξεζητημένα ντύνεται, τόσο πιο πολύ ασχολείται με τη μόδα, αντί με άλλα πράγματα σημαντικά. Οπότε, οι Έλληνες ξέρουν να ντύνονται.
Ήμουνα high, σαν να μου είχανε χώσει πέντε γραμμάρια κόκα. Όταν ξύπναγα το πρωί ήμουν φλίπα, δούλευα από τις έξι μέχρι τις έντεκα το βράδυ, ταξίδευα σε όλα τα μέρη του κόσμου, δούλευα εδώ, άνοιγα καταστήματα και έφτιαχνα υποδομή για να μπορέσω να εισέλθω μετά με μεγάλη παραγωγή και να έχω που να πάει η παραγωγή. Δούλευα χωρίς να γνωρίζω εγώ συστήματα που έκανε ο Benetton αργότερα. Ο Benetton τώρα έκατσε αλλά τα κάνει η Zara, θα κάτσει και αυτός, ξέρεις περνάνε αυτά. Ο Benetton τι έκανε; Έφτιαξε 7000 καταστήματα στον κόσμο, οπότε μόλις έκανε αυτό το μπλουζάκι πήγαινε σε 7000 καταστήματα. Για να το δοκιμάσει μόνο και να το βάλει στα 3.000 καταστήματα έπρεπε να ετοιμάσει 3.000 ντουζίνες. Δηλαδή ξαφνικά κρατούσε παραγωγή να κάνει δέκα εργοστάσια. Και αυτή ήταν η πολύ μεγάλη επιτυχία που αναστάτωσε και το εμπόριο μόδας του κόσμου.
Η μόδα νομίζουν όλοι ότι είναι μόνο γκόμενες. Είναι η πιο σκληρή βιομηχανία του κόσμου. Αν αυτό που φτιάχνεις δεν αρέσει, πετιέται σαν σκουπίδι. Τώρα έχει μπει το μάρκετινγκ. Δουλεύουν από πίσω μεγατόνοι πληροφορίας οι οποίοι προετοιμάζουν τις τάσεις, καλλιεργούν το κοινό. Ο καταναλωτής είναι πια η ιερή αγελάδα. Το μάρκετινγκ είναι ένα φίδι που τρώει την ουρά του και εκεί στην ουρά είναι ο καταναλωτής, που υποδεικνύει το τι θα σχεδιαστεί αλλά αυτά μεταφράζονται έντεχνα από marketeers και ο σχεδιαστής στο τέλος εκφράζει αυτά που του δίνουν οι άνθρωποι της αγοράς.
Όσο πιο υποανάπτυκτος είναι ένας λαός τόσο πιο εξεζητημένα ντύνεται, τόσο πιο πολύ ασχολείται με τη μόδα, αντί με άλλα πράγματα σημαντικά. Οπότε, οι Έλληνες ξέρουν να ντύνονται. Μάλιστα στην επαρχία, ντύνονται καλύτερα και από την πρωτεύουσα. Τώρα με το διαδίκτυο έχουν ισοπεδωθεί όλα. Μπορεί ένας Έλληνας σχεδιαστής να δουλεύει στο βουνό και να βγαίνει η δουλειά του σε άλλη χώρα.
Μ’ είχανε πάρα πολλοί βιολογικά πεθαμένο. Για ένα χρόνο ο γιατρός μου, ο Αμερικάνος, δεν με είχε ότι θα ζήσω, μου είχε πει «6 προς 4, μία ζαριά είναι η ζωή σου τώρα». Μία στις δεκαοχτώ δηλαδή. Αν γίνω κατάσκοπος και πάνε να μου βγάλουν τα νύχια δεν θα μιλήσω. Έχω περάσει τόσο πόνο… Να μην ξέρεις αν θα επιβιώσεις δηλαδή, αν θα σου πει ο γιατρός ότι είσαι μελλοθάνατος, πως το λένε. Άμα το ξεπεράσεις αυτό, κι είναι τώρα 37 χρόνια που έχει συμβεί, δεν σε τρομάζει τίποτα. Όλα είναι πταίσματα. Δηλαδή, πέφτει έξω μία εταιρία σου, μία δραστηριότητα, και τι έγινε ρε παιδιά; Σιγά! Καταστροφή! Το άτομο επιβιώνει, είναι κατσαρίδα. Αρκεί να έχει την υγεία του. 25 μέρες μετά την επέμβαση οδηγούσα με ταχύτητες, τώρα που μιλάμε, πάω έξω στο μπαλκόνι και είμαι ικανός αν κανένας κινδυνεύει να πέσω να τον σώσω, δεν θυμάμαι ότι μου λείπει το χέρι μου.
Μια (από τις πολλές) μεγάλη καταστροφή που έχω πάθει είναι με τις σχολικές ποδιές. Έχω γυρίσει από την Αμερική και συνεργάζομαι με τον Γεωργακά του Μινιόν. Έχουμε ανοίξει 7 μπουτίκ μέσα στο κατάστημα. Μας έχουν παραγγείλει 120.000 ποδιές που σημαίνει 330.000 μέτρα ειδικά υφάσματα αλλά ενώ προχωράμε στην παραγωγή βγαίνει ο Βερυβάκης (Υπουργός Παιδείας) και τις καταργεί ώστε να καλοπιάσει ο Ανδρέας Παπανδρέου τα δεκαοχτάχρονα που θα ψήφιζαν τότε στις δημοτικές εκλογές. Με αυτή την κίνηση κατέστρεψε βιοτεχνίες, έκλεισε ένα εργοστάσιο, μείναμε με 60.000.000 χρέος και εγώ έμεινα με 330.000 μέτρα ύφασμα στο χέρι. Είναι από την Αθήνα μέχρι την πατρίδα του πατέρα μου, τον Πύργο Ηλείας.
Στην Ελλάδα μπορεί να έχουμε δημοκρατία αλλά διοικείται από ολοκληρωτικό καθεστώς. Αποφασίζουμε και διατάσσουμε με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, όπως η χούντα έκανε τους Α.Ν. τους αναγκαστικούς νόμους. Ο κάθε πολίτης είναι απέναντι σε μια καφκική πόρτα, όλο το κράτος είναι σαν να διαβάζει Κάφκα. Έξω από την πόρτα, σαπίζεις και πεθαίνεις, μεγαλώνεις και πεθαίνεις κοιτάζοντας την πόρτα. Δεν μπορείς να τη διαβείς, την περνάνε αυτοί οι επιτήδειοι, οι 300 ανεπάγγελτοι, οι αδαείς, οι δεν ξέρω τι, την έχουν καταφέρει τη δουλειά και δεν ντρέπονται κιόλας να μας απομυζούν.
Δεν μπορώ να καθίσω. Καταρχάς δεν έχω τα μέσα να ζήσω όπως θέλω. Δεν έχω σύνταξη από κανέναν. Δεν μπορώ να διανοηθώ να σηκωθώ το πρωί και να μην έχω που να πάω. Θέλω να είμαι στην αγορά, θέλω να είμαι στην πιάτσα, θέλω να είμαι σε αυτό που συμβαίνει.