Categories: ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

«Ο Ομπάμα είναι μία μεγάλη απογοήτευση»

Το Esquire ήταν το πρώτο περιοδικό που ανέδειξε και εν πολλοίς οριοθέτησε τη σχολή της Νέας Δημοσιογραφίας, πίσω στη δεκαετία του 60, δημοσιεύοντας κείμενα των Norman Mailer, Gay Talese, Tom Wolfe και Truman Capote μεταξύ πολλών άλλων. Μέχρι και σήμερα αυτή θεωρείται η χρυσή του εποχή και δίκαια. Μετά όμως από μία σχετικά “άνευρη” περίοδο που κράτησε από τα μέσα των 80s μέχρι τα μέσα των 90s, το Esquire άρχισε και πάλι να γνωρίζει μεγάλες πιένες (απόδειξη οι 54 υποψηφιότητες στα National Magazine Awards) και μέχρι σήμερα παραμένει ένα από τα κορυφαία μηνιαία περιοδικά στον κόσμο. Ο Tom Junod είναι μάλλον ο καλύτερος γραφιάς του και ένας από τους καλύτερους εν γένει “περιοδικατζήδες” της Αμερικής – συνεπώς παγκοσμίως.

Το 2013 υπέγραψες τα τέσσερα πιο δυνατά cover stories του Esquire: Λεονάρντο Ντικάπριο, Μπραντ Πιτ, Ματ Ντέιμον και λίγο πριν το τέλος της χρονιάς, στο τεύχος Δεκεμβρίου, τον Τζορτζ Κλούνεϊ. Δεν κουράστηκες γράφοντας τόσα προφίλ σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα; Μην ξεχνάς ότι στο τεύχος Δεκεμβρίου, εκτός από τη συνέντευξη με τον Κλούνεϊ, είχα κι ένα πολύ μεγάλο ρεπορτάζ για μία καρκινοπαθή αλλά και ένα δοκίμιο για τον Μάλκολμ Γκλάντγουελ του New Yorker – θέλω να πω, υπήρξε ποικιλία στα θέματα που ανέλαβα, όπως πάντα, έτσι και φέτος. Ένα προφίλ κάποιου διάσημου (σ.σ. celebrity profile) απαιτεί λιγότερη δουλειά από ένα μεγάλο ρεπορτάζ, όπως αυτό με τον καρκίνο ή όπως εκείνο που έκανα για τον Ομπάμα, για να αναφέρω δυο πρόσφατα παραδείγματα. Για τέτοια θέματα επεξεργάζεσαι έναν τεράστιο όγκο πληροφοριών τον οποίο και πρέπει να μετατρέψεις σε μια ιστορία με συνοχή. Είναι πολλές οι παράμετροι ενός τέτοιου θέματος και σίγουρα δεν τις συναντάς όταν γράφεις ένα celebrity profile. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι πρόκειται για εύκολη δουλειά. Μερικά από τα καλύτερα κείμενα στην ιστορία της δημοσιογραφίας είναι celebrity profiles. Αυτό που έχω παρατηρήσει μέχρι σήμερα είναι ότι οι αντιδράσεις του κόσμου σε ό,τι αφορά ένα κείμενο αυτής της κατηγορίας, είναι πάντα πολύ έντονες. Είτε τους αρέσει πάρα πολύ είτε το απεχθάνονται. Αυτό δε συμβαίνει με άλλου τύπου θέματα. Όταν γράφεις ένα ρεπορτάζ 12000 λέξεων, ναι μεν όλοι το εκτιμούν, αλλά είναι συγκριτικά λίγοι αυτοί που θα δεθούν συναισθηματικά μαζί του.

Αν θες τη γνώμη μου, ένα προφίλ απαιτεί μεγάλη μαεστρία γιατί επί της ουσίας χρησιμοποιείς το βήμα που σου δίνει η συνέντευξη με κάποιον για να πεις στον αναγνώστη κάποια πράγματα τόσο για το αντικείμενο της συνέντευξης, όσο και για σένα τον ίδιο. Κάπως έτσι είναι. Πρέπει να βρίσκεις τον τρόπο να πεις μια ενδιαφέρουσα ιστορία, και αυτό δεν είναι πάντα τόσο εύκολο όσο ακούγεται, γιατί μπορεί ο άλλος να μην έχει κέφια εκείνη την ημέρα και να σου απαντάει μονολεκτικά ή γιατί ο υπεύθυνος PR του δεν σου επιτρέπει την πρόσβαση σε κάποιες πηγές που μπορεί να σε βοηθήσουν. Ή απαιτεί να πάρεις άδεια από εκείνον πρώτα. Ενώ αν κάνω ένα ρεπορτάζ για τον Ομπάμα, δε χρειάζεται να πάρω άδεια από τον Λευκό Οίκο, αν δεν τη χρειάζομαι πραγματικά.

Έχεις κάποια συγκεκριμένη τακτική όσον αφορά από τη μία τα εκτενή, ερευνητικά ρεπορτάζ και από την άλλη τα προφίλ που προορίζονται για το εξώφυλλο; Στην πρώτη περίπτωση το παν είναι η έρευνα. Συγκεντρώνω σε ένα φάκελο τα ονόματα όλων όσων πιστεύω ότι θα αποτελέσουν μια καλή πηγή για την εξέλιξη του ρεπορτάζ. Όποιοι κι αν είναι αυτοί, όσο δύσκολο και αν μου φαίνεται να τους βρω και να τους πείσω να μιλήσουν. Στη δεύτερη περίπτωση, θέλοντας και μη δουλεύεις με αυτά που σου προσφέρει το περιβάλλον του συνεντευξιαζόμενου. Γι’ αυτό λέω ότι είναι ένα πολύ δύσκολο είδος γραφής. Καμιά φορά χρειάζεται να φτιάξεις κάτι καλό από το ελάχιστο δυνατό υλικό.

Μέχρι σήμερα έχεις κερδίσει 2 National Magazine Awards και έχεις υπάρξει φιναλίστ 10 φορές. Για τους δημοσιογράφους εκεί στην Αμερική είναι κάτι σαν τα Όσκαρ αυτά τα βραβεία; Είναι κάτι αρκετά σημαντικό που όμως – χωρίς να θέλω να ακουστώ κάπως – αν το έχεις κερδίσει, ειδικά πάνω από μία φορά, καταλαβαίνεις ότι δεν είναι το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο. Αλλά ναι, θυμάμαι ότι όταν κέρδισα το πρώτο (σ.σ. The Abortionist, GQ, τεύχος Φεβρουαρίου 1994) πήδηξα πάνω στην καρέκλα μου και άρχισα να φωνάζω.

Όλοι οι εμβληματικοί writers έχουν μια ιστορία που τους χαρακτηρίζει. Ο Gay Talese το “Frank Sinatra Has a Cold”, ο Norman Mailer το “Superman Comes to the Supermarket” κ.ο.κ. Για σένα μάλλον αυτή η ιστορία είναι για εκείνον τον αυτόχειρα της 11ης Σεπτεμβρίου (σ.σ. Το ρεπορτάζ The Falling Man, για κάποιον εργαζόμενο στους Δίδυμους Πύργους που την ώρα της πτώσης του στο κενό, τον αποθανάτισε ο φακός, ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στην Αμερική και πλέον θεωρείται ένα από τα 7 καλύτερα ρεπορτάζ στην 80χρονη ιστορία του Esquire). Μάλλον έτσι είναι. Ίσως γι’ αυτό να με πείραξε που δεν κέρδισα εκείνη τη χρονιά το βραβείο – όλες τις υπόλοιπες φορές δεν έδωσα σημασία. Αλλά εντάξει, συμβαίνουν αυτά…

Έχεις γράψει 12 stories με αφορμή τον πατέρα σου . Είναι κάτι σαν αυτό που λένε για τους συγγραφείς, ότι προσπαθούν να γράψουν το ίδιο βιβλίο ξανά και ξανά; Έχει περάσει αρκετός καιρός από την τελευταία φορά, μου το υπενθύμισε κάποιος στο Facebook τις προάλλες. Ο πατέρας μου ήταν ασυνήθιστος τύπος, με χιούμορ και αρκετή τρέλα. Ήταν αυθεντικά εκκεντρικός. Θυμάμαι το πρώτο πράγμα που έγραψα για εκείνον, ένα άρθρο με τίτλο “My father’s Fashion Tips”. Όταν το διάβασε με πήρε τηλέφωνο και το μόνο που μου είπε ήταν “με σκότωσες”.

Είμαι σαφέστατα απογοητευμένος από τον Ομπάμα. Όταν εκλέχθηκε περίμενα, όπως πολλοί ακόμη, ότι θα άλλαζε πολλά από τα κακώς κείμενα της διακυβέρνησης Μπους.

Ποια είναι κατά τη γνώμη σου το πιο δύσκολο πράγμα στη ζωή ενός δημοσιογράφου; Το να δώσεις ζωντάνια στις ιστορίες σου. Δε νομίζω ότι το να γράφεις είναι το πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο, ούτε κατά διάνοια, είναι όμως μία μεγάλη και συνεχής πρόκληση να δίνεις ζωή στις λέξεις που χρησιμοποιείς. Δεν το πετυχαίνεις πάντα. Αυτό όμως κάνει τη δουλειά μας ενδιαφέρουσα. Είναι ένα διαρκές στοίχημα, κάθε φορά που ξεκινάμε ένα κείμενο, όσο μικρό ή μεγάλο και αν είναι. Γι’ αυτό μου φαίνεται ακόμη τόσο ελκυστικό αυτό που κάνω. Ο γραπτός λόγος έχει θεραπευτικές ιδιότητες για την ψυχή τόσο αυτού που τον διαβάζει όσο και αυτού που τον γράφει.

Μέχρι πριν από λίγο καιρό είχα βαρεθεί να ακούω για το θάνατο, εξαιτίας του internet, της “παλαιάς κοπής δημοσιογράφιας”, των μακροσκελών ρεπορτάζ και κειμένων. Νομίζω όμως ότι εσχάτως υπάρχει μία τάση επιστροφής σε αυτά, και ακόμη μεγαλύτερής ανάδειξής τους ακόμη και μέσα από online Μέσα, έστω και αν κανείς δε μπορεί να αμφισβητήσει την κρίση που περνάνε τα περιοδικά, οι εφημερίδες και εν γένει ο παραδοσιακός Τύπος. Το βασικό ερώτημα είναι πόσα Μέσα και για πόσο ακόμη θα μπορούν να αντέξουν τα οικονομικά βάρη που εκ των πραγμάτων έχει η ερευνητική δημοσιογραφία. Τα μεγάλα θέματα δε γράφονται από το δωμάτιο του σπιτιού σου. Πρέπει να βγεις έξω, να ταξιδέψεις, να κάνεις πράγματα που έχουν κόστος. Ένα ρεπορτάζ για το Esquire, όπως και για πολλά ακόμη περιοδικά, απαιτεί κάποιους πόρους για να πραγματοποιηθεί, πόρους που αυτή τη στιγμή ελάχιστα online Μέσα μπορούν να τους προσφέρουν.

Θα έρθει, πιστεύεις, κάποια στιγμή που τα περιοδικά θα γίνουν μία ωραία ανάμνηση; Προσπαθώ να είμαι αντικειμενικός. Φαντάζει πολύ μακρινό. Τόσο μακρινό που δεν το βλέπω να γίνεται. Μέχρι στιγμής τουλάχιστον ο κόσμος δείχνει να τα εκτιμάει. Είναι σε διαφορετική μοίρα από τις εφημερίδες που πράγματι περνάνε δύσκολες μέρες. Για να το πω απλά, οι εφημερίδες δείχνουν να είναι υπό εξαφάνιση, ενώ τα περιοδικά απλώς απειλούνται. Τα πάντα όμως θα εξαρτηθούν από την τεχνολογία. Ο λόγος που οι άνθρωποι ανταποκρίνονται σε αυτή με τέτοιο τρόπο είναι επειδή τους εκπλήσσει. Όπου και να σταθείς υπάρχουν γύρω σου 10-15 άτομα που κοιτάνε τις οθόνες των κινητών τους. Παλιότερα ίσως να κρατούσαν μία εφημερίδα στο χέρι. Δε μπορείς όμως να σκέφτεσαι τι γινόταν παλιότερα. Πρέπει να σκέφτεσαι το μέλλον για να μπορέσεις να το επηρεάσεις.

Το τελευταίο άρθρο σου που συζητήθηκε πολύ και στα υψηλά κλιμάκια του Δημοκρατικού Κόμματος ήταν “η Φονική Προεδρία του Μπαράκ Ομπάμα”, ένα κείμενο που κατακεραύνωνε τις επιθέσεις με μη επανδρωμένα αεροσκάφη (σ.σ. drone strikes) του αμερικανικού στρατού, που πολύ συχνά προκαλούν απώλειες και στον άμαχο πληθυσμό. Είμαι περήφανος γι’ αυτό το κείμενο. Και το έγραψα μετά από πολύ μεγάλη έρευνα. Είμαι σαφέστατα απογοητευμένος από τον Ομπάμα. Όταν εκλέχθηκε περίμενα, όπως πολλοί ακόμη, ότι θα άλλαζε πολλά από τα κακώς κείμενα της διακυβέρνησης Μπους. Δε λέω ότι δεν έκανε τίποτα. Αλλά ειδικά στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ, έχει υπάρξει εντυπωσιακά συντηρητικός. Αντί να λύσει προβλήματα, δημιούργησε περισσότερα και μεγαλύτερα. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο “Panic 2012”, που αφορά την εκστρατεία για την επανεκλογή του. Σε κάποιο σημείο, εμφανίζεται ο Ομπάμα να λέει στο επιτελείο του: «Είμαι πολύ καλός στο να σκοτώνω ανθρώπους». Δεν ξέρω το context μέσα στο οποίο το είπε. Ίσως να το είπε αστειευόμενος. Από πότε όμως μπορεί ένας Πρόεδρος να κάνει τέτοια αστεία;

Να υποθέσω, λοιπόν, ότι συμφωνείς με τις αποκαλύψεις του Έντουαρντ ΣνόουντενΔε συμφωνώ απλώς. Του είμαι ευγνώμων.

* Λίγες ημέρες αφότου μιλήσαμε, ο  Junod με ενημέρωσε ότι πήρε συνέντευξη, για το τ. Ιανουαρίου του Esquire από τον Glenn Greenwald, του δημοσιογράφου που έβγαλε στη δημοσιότητα τις αποκαλύψεις του Έντουαρντ Σνόουντεν.

Δείτε το ντοκιμαντέρ The Falling Man, βασισμένο στο ομώνυμο άρθρο του Tom Junod.

Θεοδόσης Μίχος

Ο Θεοδόσης Μίχος γεννήθηκε στον Βόλο το 1979. Ζει στο κέντρο της Αθήνας από το 1998. Εργάζεται ως δημοσιογράφος (είναι συνιδρυτής της Popaganda) και ραδιοφωνικός παραγωγός (καθημερινά 8-10πμ στον Best 92.6). Είναι συγγραφέας των βιβλίων Κράτα το σόου (2016) και Η Αλκμήνη και οι άλλοι (2020).

Share
Published by
Θεοδόσης Μίχος