Categories: ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Θοδωρής Γκόνης: «Οι πιο τραγικοί άνθρωποι είναι αυτοί που από λάθος δικό τους βγήκαν από το γήπεδο»

Σε έναν ήρεμο δρόμο στις παρυφές του Λυκαβηττού ο Θοδωρής Γκόνης με υποδέχεται στο σπίτι του. Ζεστό, καλόγουστο, με πίνακες ζωγραφικής και αντίκες, οικογενειακά κειμήλια, και πολλά, πολλά βιβλία. Μιλάει με φωνή ήρεμη, κάνει χιούμορ σε στιγμές αναπάντεχες και από το παράθυρο μου δείχνει το μπαλκόνι της απέναντι πολυκατοικίας, εκεί που έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής της η Έλλη Λαμπέτη. Έχει, πριν λίγο καιρό κυκλοφορήσει η συλλογή διηγημάτων του Εφτά λευκά πουκάμισα αλλά στην πραγματικότητα δεν χρειάζεται καμία αφορμή για να συνομιλήσεις με τον άνθρωπο που έγραψε το «Τόσο νερό που σου ‘δωσα / Εμεινα δίχως στόμα / Κι ας μην μπορώ να σου το πω / Σε αγαπώ ακόμα»

Έχετε πει πως ένα από τα αγαπημένα σας βιβλία είναι το Στη δόξα των πουλιών του Γιώργου Σαραντάρη από το οποίο μάλιστα είχατε επιλέξει το απόσπασμα «Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει φεύγουμε Σημαίνει εγκαταλείπουμε τον αγώνα Παρατάμε τη χαρά στους ανίδεους Τις γυναίκες στα φιλιά του ανέμου Και στη σκόνη του καιρού». Εδώ ο Σαραντάρης περιγράφει ποιος είναι ποιητής ως προς την προσωπικότητα. Ναι, αν μη τι άλλο ο ποιητής είναι αγωνιστής. Και ο ίδιος ο Σαραντάρης ήταν τέτοιος, κυριολεκτικά. Οι ποιητές είναι ένα μεγάλο καταφύγιο για τους ανθρώπους. Δεν θέλω να πω πολλά, προτιμώ να ζω διαβάζοντας τους ποιητές. Προτιμώ να διαβάζω ποίηση από πεζογραφία. Τη θεωρώ και πιο δύσκολη. Σύμφωνα βέβαια με τον ορισμό του Διονυσίου του Αλικαρνασσέως «Η καλή ποίηση είναι αυτή που πλησιάζει τον καλό πεζό λόγο», και μου αρέσει πολύ αυτός ο ορισμός.

Είναι αυτή που ξεφεύγει από τον υπερβολικό λυρισμό; Ναι, και είναι αυτή που είναι κρυμμένα όλα, που είναι ένα άδειο δοχείο που όμως έχει κατοικηθεί από υπέροχα αρώματα, λάδια, ανθρώπους. Η πιο ζεστή αγκαλιά είναι αυτή που είναι άδεια και μπορεί να σε υποδέχεται, αλλά αυτή η αγκαλιά πρέπει να είναι μια δουλεμένη αγκαλιά.

Γιατί συγκινεί η ποίηση; Γιατί είναι πάντα κοντά μας. Στην μοναξιά μας, αυτή που τρέχει κοντά μας είναι η ποίηση. Και στην καλή και στην κακή μας ώρα δίπλα μας είναι οι ποιητές, δηλαδή η γλώσσα που είναι η μητέρα μας. Άλλωστε όλοι μας από ένα σημείο και μετά μόνοι μας πορευόμαστε και αυτό δεν είναι τρομερό.

Φαντάζομαι γίνεται τρομερό όταν δεν είναι επιλογή. Μα ούτως ή άλλως ευτυχώς η ζωή δεν μας ρωτάει, μας πιάνει από την μέση και μας πάει. Κι όλοι έχουμε ανάγκη να πιάνει κάτι και να μας περνάει απέναντι είτε αυτό είναι μια σκέψη, μια επιθυμία, μια δράση.

Το απέναντι ποιο είναι; Αυτό που πάντα μας προδίδει και πάντα το αγαπάμε. Είναι σαν το Ελάφι της Αρτέμιδος από την ελληνική μυθολογία. Αυτός ήταν ο πιο επικίνδυνος και σπουδαίος άθλος του Ηρακλέους. Συνέβαινε το εξής: όταν ξεκινούσες να κυνηγάς το ελάφι, δεν μπορούσες να σταματήσεις. Το θήραμα ρουφούσε τον θύτη, τον κυνηγό κι έτσι γινόταν αυτός θήραμα του θηράματος. Το απέναντι είναι αυτό που τρέχει μπροστά και δεν το φτάνεις ποτέ και είναι υπέροχο που δεν τον φτάνεις γιατί ανανεώνεις κάθε φορά τη ζωή σου.

Και στη γραφή ισχύει αυτό; Πάντα, παντού. Νομίζω ότι ο θάνατος είναι εκεί που νομίζεις ότι φτάνεις.

«Η εγκαρδίωση χρειάζεται και όχι μόνο μια φορά, αλλά και δεύτερη και τρίτη. Όταν κάποιος βγει από την φυλακή, χρειάζεται μια δεύτερη ευκαιρία. Καμιά φορά λέμε μια πικρή κουβέντα και δεν σκεφτόμαστε πόσο εύθραυστος μπορεί να είναι ο άλλος».

Υπάρχουν στιγμές που ξαποσταίνουμε όμως; Στιγμές ευτυχίας που λέμε «Είμαι τόσο καλά τώρα που και να πεθάνω δεν με νοιάζει»; Μα ο άνθρωπος είναι γενικά συντηρητικός. Όλοι μας είμαστε. Ακόμη και ο Χριστός πάνω στο σταυρό είπε «Μπορώ να αποφύγω αυτό το ποτήρι;». Και όμως γι’ αυτό ακριβώς ήρθε. Φαντάζεσαι να είχε ακυρώσει την σταύρωση; Δεν θα είχε υπάρξει ανάσταση, δηλαδή δεν θα υπήρχε τίποτα. Οι άνθρωποι γενικά είμαστε συντηρητικοί, μας αρέσει να βολευόμαστε. Όταν ξεβολευόμαστε είναι δύσκολο. Όταν ξεβολευόμαστε όμως πραγματικά και ανοιγόμαστε σε όσα θέλουμε, τότε καταλαβαίνουμε πως ήταν λάθος που είχαμε βολευτεί.

Ένας άνθρωπος που γράφει, όπως εσείς, ξεβολεύται από την καθημερινότητα; Αισθάνεστε ότι είστε πιο κοντά στον αληθινό εαυτό σας όταν γράφετε; Νομίζω ότι στη ζωή μου έχω πει πολλά ψέματα, έχω ακούσει πολλά ψέματα, έχω δεχτεί πολλά ψέματα, έχω κοροϊδέψει ανθρώπους και με έχουν κοροϊδέψει κι είναι απολύτως φυσιολογικό. Όμως γράφοντας δεν μπορώ να πω ψέματα, δεν τολμώ και αυτό μου αρέσει. Εκεί καταλαβαίνω και το έλλειμμα που έχουμε στην αλήθεια και στο ψέμα στη ζωή, αν και αυτά τα δύο δεν είναι απόλυτες έννοιες. Η ζωή είναι απόλυτη έννοια.

«Η αλήθεια η σημερινή μπορεί να είναι το αυριανό ψέμα, η αλήθεια μπορεί να έχει ημερομηνία λήξης. Αυτό που ήταν πριν τρεις αιώνες αλήθεια σήμερα είναι ψέματα. Δεν έχω μεγάλη ιδέα για την αλήθεια και το ψέμα a propo.»

Για την ειλικρίνεια; Ναι, αυτό είναι μια άλλη στάση ζωής. Πιστεύω, επίσης στο ότι πρέπει να κρατάς τον λόγο σου όταν υπόσχεσαι κάτι. Όταν λες ναι ακόμη και αφού μετανιώσεις πρέπει να το κάνεις αυτό που είπες. Και μετά εάν θέλεις ρίξε και μαύρη πέτρα.

Για δικά σας γραπτά έχετε μετανιώσει; Όχι, δεν έχω μετανιώσει. Μερικά δεν μου αρέσουν, άλλο αυτό. Έχω μετανιώσει που δεν έγραψα πιο πολύ, που δεν συγκεντρώθηκα πιο πολύ στο γράψιμο. Και πάλι δεν πειράζει γιατί κάτι θέλει να πει η ζωή με αυτό. Άλλωστε υπάρχει ο βιοπορισμός, το θέατρο, ο τρόπος που ζω από ένα επάγγελμα «πολυτελείας», πια, και γι’ αυτό είμαι ευγνώμων. 

Το θέατρο τι σας έμαθε; Πρώτα απ’ όλα την οικονομία. Κατά δεύτερον τις σχέσεις με τους ανθρώπους. Δεν είσαι μόνος σου, πρέπει να γίνεις πατέρας με μια έννοια. Να είσαι δοτικός, τιμωρητικός, συγχωρητικός, γενναιόδωρος, τρυφερός, σκληρός.

Τι είναι πιο δύσκολο; Να είσαι τιμωρητικός ή συγχωρητικός; Νομίζω ότι και τα δύο έχουν τη δυσκολία τους. Η τιμωρία προϋποθέτει τη δικαιοσύνη. Όταν ο δικαστής δικάζει και τιμωρεί εφόσον είναι δίκαιος είναι άγιος, όταν συγχωρεί και πάλι είναι άγιος. Δεν φοβάμαι τη δίκαιη τιμωρία, τη θεωρώ εξάλλου λυτρωτική. Ακόμη κι ένας φονιάς που δικάζεται για τον φόνο που έχει διαπράξει έχει πλέον εξαγνιστεί.

Το ζύγι όμως λειτουργεί; Υπάρχει σαφώς το δίκαιο αλλά εφαρμόζεται; Υπάρχει δικαιοσύνη αλλά καθυστερεί γιατί έχει πολλές υποθέσεις, δηλαδή εκείνες του 20ου αιώνα θα τις εκδικάσει τον 21ο. Το βλέπουμε ξεκάθαρα, πόσοι άνθρωποι δεν δικαιώνονται μετά θάνατον; Ακόμη και αυτή η δικαίωση είναι χρήσιμη, γιατί είναι μάθημα για τους επόμενους. Αν κανείς δεν έχει αυτό το σύνδρομο ότι δηλαδή ο κόσμος είναι εχθρικός τότε ο κόσμος δεν είναι εχθρικός. Ο κόσμος είναι φοβισμένος και γι’ αυτό γίνεται διπλά εχθρικός. Ένας φοβισμένος οδηγός είναι πολύ επικίνδυνος στον δρόμο από έναν που τρέχει. Ο φοβισμένος άνθρωπος είναι πραγματικά σκοτεινός.

Σαν κοινωνία τι φοβόμαστε; Ήμασταν καλότυχοι πριν δέκα χρόνια και τώρα η δυσκολία των εποχών μας δημιουργεί πολλά προβλήματα. Δεν είμαστε παιδεμένοι και πεπαιδευμένοι άνθρωποι και στην πρώτη δυσκολία κλατάραμε. Δεν είμαστε η γενιά η προηγούμενη που είχε ζήσει πόλεμο. Βγήκαμε από την ευκολία και η δυσκολία δείχνει το πραγματικό μας πρόσωπο.

Και η μεγαλύτερη αδικία που συντελείται; Να νομίζει κανείς ότι όλοι συνωμοτούν εναντίον του.

Παρακολουθείτε την επικαιρότητα, τις εξελίξεις με τα συλλαλητήρια; Ναι, όλα. Έχω τη γνώμη μου. Δεν είναι κάτι που με εκπλήσσει, το θεωρώ απολύτως φυσιολογικό μέσα σε όλη αυτή τη σύγχυση που υπάρχει. Θα δούμε και χειρότερα, θέλω να πιστεύω ότι όμως ότι θα εκτίσουμε την ποινή -ήδη την εκτίουμε- και θα βγούμε, αν είναι το 3020 μπορεί, δεν ξέρω.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Πώς θα νιώθατε αν κάποιος σας προσέγγιζε και σας έλεγε ότι διάβασε το βιβλίο και τον άγγιξε πολύ και πάνω στη συζήτηση σας έβγαινε φανατικός υποστηρικτής των συλλαλητηρίων, κάποιος δηλαδή που ενώ θα ήταν κοντά σας λογοτεχνικά θα αποδεικνυόταν ιδεολογικά μακριά; Κανείς άνθρωπος, ακόμη και ο χειρότερος έχει κάποιες λάμψεις. Ακόμη και ο πιο ασήμαντος μπορεί να έχει μια στιγμή μεγάλη. Απογοητεύεσαι λίγο, στεναχωριέσαι. Έχει τύχει κι αυτό, αλλά καθώς μεγαλώνεις σου φεύγουν οι αψάδες και προτιμάς να δεις τον άνθρωπο στο σύνολό του. Δεν υπάρχει κάποιος που είναι τέλειος, εκτός κι αν εξαιρέσεις τον δημιουργό της ζωής που «τα πάντα εν σοφία εποίησε» και γι’ αυτό ακόμη ο πλανήτης γυρίζει ακόμη γύρω από τον άξονά του. Άλλωστε ίσως είναι αφόρητο να είμαστε όλοι ίδιοι, ας είναι στρατιώτης κάποιου άλλου τάγματος κι ας ανταλλάξουμε απόψεις, κι ας έχει δεχτεί παραπληροφόρηση, κι ας έχεις τις αγκυλώσεις του, όπως άλλωστε έχουμε κι εμείς τις δικές μας. Τώρα με τα συλλαλητήρια είναι ομολογουμένως μια αμήχανη στιγμή, δεν είμαι υπέρ πάντως.

Ίσως ο περισσότερος κόσμος σας γνωρίζει ως στιχουργό και όχι ως ποιητή, καθώς το αναγνωστικό κοινό στην Ελλάδα είναι περιορισμένο. Το τραγούδι είναι μια εκμαυλιστική τέχνη. Μπορείς να ξεγελάσεις αλλά και να ξεγελαστείς. Το ρεφρέν μπορεί να σου θυμίσει κάτι, γι’ αυτό και επανέρχεται. Έχει μια σοφία, όταν το πετυχαίνεις. Αλλά τι θεωρούμε τραγούδι; Υπάρχουν τραγούδια και «τραγούδια». Μπαίνεις σε ένα ταξί κι ακούς τι παίζει και μένεις άφωνος.

Γελάτε; Όχι θαυμάζω την ευρηματικότητα και τον ξεπεσμό της γλώσσας. Όσο και να μην τους εκτιμάς τους θαυμάζεις. Λες «Πώς του ήρθε να το γράψει αυτό;». Καμιά φορά σκέφτομαι ότι κάποιος μου κάνει πλάκα. Υπάρχει δηλαδή κάποιος πού δίνει το σήμα: «Μπήκε. Βάλτε τώρα αυτά στο ραδιόφωνο, βάλτε τα χειρότερα».

«Δεν μπορείς να παίρνεις στα πολύ σοβαρά τον εαυτό σου, μην νομίζεις κιόλας ότι είσαι και κάποιος. Στην Ελλάδα είναι πολύ εύκολο να σου συμβεί αυτό. Συγκεκριμένα συμβαίνουν δύο πράγματα: ή θεωρείς ότι κάποιος είσαι ή ότι έχεις έναν πολύ μικρό βαθμό αυτοεκτίμησης. Αυτό είναι η τούμπα του άλλου».

Έχει υπάρξει κάποιος σουρεαλιστικός διάλογος; Πολλοί. Αλλά το καλύτερο μου το έχει πει ο Νίκος Κυπουργός και είναι μια ιστορία που το είχε διηγηθεί ο Χατζιδάκις. Μπήκε λοιπόν ο Χατζιδάκις στο ταξί και έπαιζε βαριά σκυλάδικα οπότε λέει του οδηγού «Χαμηλώστε το λίγο». Εκείνος δεν τον αναγνώρισε, δεν το χαμήλωσε και του είπε κάτι σαν «εμείς τώρα δουλεύουμε από το πρωί κι έρχεσαι εσύ να μας πεις τι θα κάνουμε», οπότε ο Χατζιδάκις ξέσπασε «Σταματήστε, σταματήστε να κατέβω» και συνέχισε λέγοντας «Του πέταξα ένα πεντοχίλιαρο, τον ξεφτίλισα και έφυγα». Κι ο Κυπουργός γέλαγε με αυτό τον «ξεφτίλισα», λες και τον χάλασε τον οδηγό το πεντοχίλιαρο. Υπάρχει βέβαια κι ένα μικρό ποσοστό ταξιτζήδων, παλιοί κυρίως, που έχει πολύ ενδιαφέρον.

Πώς είναι να ακούτε ξανά και ξανά τα τραγούδια σας στο ραδιόφωνο ή σε συναυλίες ή σε όποιου είδους live εκτελέσεις; Όταν είσαι μικρός σου αρέσει, μετά μπορεί και να σε ενοχλεί και λίγο.

Ως προς τι; Γιατί λες «πάλι αυτό, πάλι;». Ίσως κιόλας πια δεν σου αρέσει ως τραγούδι, οι στίχοι, η μελοποίηση, η ερμηνεία. Βέβαια εμένα μου πέφτει λόγος για το δικό μου κομμάτι, δηλαδή το στιχουργικό. Κι ευτυχώς έχουν υπάρξει και θαυμάσιοι συνθέτες και ερμηνευτές. Πάντως το τραγούδι ήταν σχετικά εύκολη υπόθεση για μένα, στο θέατρο δυσκολεύτηκα πιο πολύ και γι’ αυτό έμεινα περισσότερα χρόνια.

Γιατί δυσκολευτήκατε πιο πολύ στο θέατρο; Και από ποιο πόστο; Ως ηθοποιός, ως σκηνοθέτης, ως διευθυντής προγράμματος. Πρέπει να συντονίσεις πιο πολλούς ανθρώπους και οφείλεις να είσαι ανοιχτός, ένας μεγάλος κόλπος χωρίς όμως κόλπα. Στα δημόσια και δημοτικά θέατρα υπάρχουν τόσοι άνθρωποι και παράγοντες, πολιτικές, άνθρωποι σε μόνιμες θέσεις και με ανάλογες νοοτροπίες.

Ποιο ήταν το μεγάλο στοίχημα; Πολλά. Μεταξύ αυτών να επιβάλλεις μια τάξη ποιότητας. Ταυτοχρόνως να σεβαστείς τον τόπο. Να είναι πραγματικά τοπικό θέατρο, με την έννοια ότι έχεις μια τοπική παραγωγή περιορισμένης μεν εμβέλειας αλλά με ανοιχτό ορίζοντα. Ο λόγος πρέπει να είναι οικουμενικός, δεν μπορείς να περιχαρακώνεσαι ή να είσαι περίκλειστος. Κυρίως, να τιμάς τον τόπο και να μην του γυρνάς τα νώτα σου. Ό, τι μπορείς κάνεις. Είναι λάθος να διαμαρτύρεσαι για δυσκολίες, αθλιότητες, ή κακουχίες –κι ας υπάρχουν- όταν μπορείς ένα όνειρό σου να το σχεδιάσεις και το πραγματοποιήσεις. Πρέπει να είσαι πολύ νέος για να διαμαρτύρεσαι, ένας που είναι 20 χρονών είναι φυσικό να διαμαρτύρεται γιατί δεν ξέρει τίποτα.

Πότε ξέρει; Μετά τα 40. Όταν είσαι 20 είσαι ταλαντούχος. Το να είσαι αγωνιστικά απαισιόδοξος σημαίνει ότι είσαι δύο φορές αισιόδοξος. Άλλωστε αν κάποιος διαμαρτύρεται αλλά παραμένει σε μία θέση τότε είναι κάλπης. Αν μένεις πρέπει να το παλέψεις.

Η μεγαλύτερη ικανοποίηση; Το να σχεδιάζεις κάτι και μετά να το κάνεις. Αλλά κι αυτή η ικανοποίηση φεύγει. Είναι όλο αυτό μια γραφή πάνω στο νερό, αυτή η δουλειά.

Αυτό είναι πιο έντονο στο θέατρο από ότι στη γραφή; Όχι, και τα δύο σου ζητούν μυαλό πολύ, επιμονή, επιμονή, ιδρώτα και χιούμορ. Δεν μπορείς να παίρνεις στα πολύ σοβαρά τον εαυτό σου, μην νομίζεις κιόλας ότι είσαι και κάποιος. Στην Ελλάδα είναι πολύ εύκολο να σου συμβεί αυτό. Συγκεκριμένα συμβαίνουν δύο πράγματα: ή θεωρείς ότι κάποιος είσαι ή ότι έχεις έναν πολύ μικρό βαθμό αυτοεκτίμησης. Αυτό είναι η τούμπα του άλλου.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Στο Φεστιβάλ Φιλίππων πώς δουλεύετε κάθε χρονιά το πρόγραμμα; Πάντα υπάρχει ένα θέμα. Θέλαμε δηλαδή να είναι ένα πραγματικό φεστιβάλ και όχι αυτό που ονομάζουν στην Ελλάδα Φεστιβάλ ανοίγοντας έναν χώρο από τον οποίο περνούν όλοι λες και είναι πανηγύρι. Εμείς προσπαθούμε να έχουμε, πέρα από τις μεγάλες παραστάσεις που υποδεχόμαστε κάθε χρόνο στο αρχαίο θέατρο, μια θεματική. Έχουμε κάνει αφιέρωμα στον Σεφέρη, στον Χειμωνά, στους καπνέμπορους. Φέτος το Φεστιβάλ θα είναι αφιερωμένο στην πόλη της Καβάλας. Το Φεστιβάλ αυτό έχει αναφορά στην τοπική παραγωγή.

Η τοπική κοινωνία τη στηρίζει την παραγωγή της; Όχι πάντα. Πρέπει κάποιος τρίτος από αλλού να τους πει ότι αξίζει. Εγώ επειδή είμαι μέσα στο γήπεδο ξέρω ότι το παιχνίδι είναι στημένο αλλά ο καλός ο παίκτης στο στημένο ματς φαίνεται. Έτσι δουλεύει το σύστημα, αιώνες συμβαίνει.

Είναι κάπως ότι «θα το αλώσουμε το σύστημα εκ των έσω»; Όχι καλέ. Δεν γίνονται αυτά. Ευτυχώς, δεν αλλάζει τίποτα. Δεν τα άλλαξαν άλλοι κι άλλοι, από τον Σπάρτακο μέχρι τον Τσε Γκεβάρα θα τα αλλάξουμε εμείς; Χιουμοριστικά το λέω. Όπως και να ‘χει αυτό είναι ψευτοπρόβλημα. Κάποια πράγματα προχωράνε προς τα εμπρός, άλλα προς τα πίσω. Το θέμα είναι να μην τους δώσεις το δικαίωμα να σου βγάλουν κόκκινη κάρτα, να σε βγάλουν εκτός παιχνιδιού. Οι πιο τραγικοί άνθρωποι είναι αυτοί που από λάθος δικό τους βγήκαν από το γήπεδο. Δεν ξαναμπαίνεις εύκολα. Άσε που αυτό το θέλουν πολλοί. Αν ενοχλείς σε θέλουν εκτός. Κι έτσι δεν πρέπει να τους δώσεις καμία ευκαιρία να το κάνουν.

Είναι παιχνίδι στρατηγικής; Και παιχνίδι αλάνας. Δεν πρέπει να τα παίρνεις όλα τόσο στα σοβαρά. Μία είναι ζωή. Μία και πρέπει να τη ζήσεις. Και πρέπει να γελάσεις, με λίγα λόγια. Το γέλιο βέβαια είναι σοβαρή υπόθεση.

Έχει υπάρξει ποτέ κάποιο θετικό σχόλιο για κείμενο σας ή παράστασή σας που σας έχει μείνει; Πάντα υπάρχουν άνθρωποι που σε εγκαρδιώνουν. Η καλή κουβέντα είναι πάντα υπέροχη, είναι ένας καλός άνεμος. Μια καλή κουβέντα τη χρειάζεται ο άνθρωπος, αρκεί να είναι αληθινή. Μια κακή κουβέντα μπορεί να σε καταστρέψει, ειδικά όταν είσαι μικρότερος. Όσο μεγαλώνεις και πονηρεύεσαι, καταλαβαίνεις ότι μία αποτυχία ή επιτυχία δεν σημαίνει τίποτα. Η εγκαρδίωση χρειάζεται και όχι μόνο μια φορά, αλλά και δεύτερη και τρίτη. Όταν κάποιος βγει από την φυλακή, χρειάζεται μια δεύτερη ευκαιρία. Καμιά φορά λέμε μια πικρή κουβέντα και δεν σκεφτόμαστε πόσο εύθραυστος μπορεί να είναι ο άλλος.

Χρειάζεται όμως και η κριτική από τους φίλους. Ναι. Δεν θέλουμε κόλακες. Ο κόλακας είναι η τούμπα ενός χολερικού. Υπάρχουν άνθρωποι που ανοίγοντας ένα βιβλίο 700 σελίδων το μάτι τους θα πέσει κατευθείαν στο ένα λάθος που υπάρχει. Αυτοί είναι σαν αρρώστια. Αυτοί είναι ματαιωμένοι άνθρωποι και ο ματαιωμένος άνθρωπος έχει τρομακτικές ικανότητες να σε καταστρέψει. Αποφεύγω τους καχύποπτους, τους ματαιωμένους και τους εύθικτους.

Με τους φίλους σας κάνετε πλάκες; Ναι, ήμουν πάντα καλός μαθητής στο διάλειμμα. Κι αυτό ουσιαστικά με ζει, χρόνια τώρα.

Το βιβλίο του Θοδωρή Γκόνη Εφτά λευκά πουκάμισα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα. 

Λίνα Ρόκου

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Το 1998 ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού. Από το 2001 εργάζεται ως δημοσιογράφος.