ΜΟΥΣΙΚΗ: Το πρώτο δισκάκι που έπεσε στα χέρια μου, όταν ήμουν σχεδόν τεσσάρων -και περιέργως διασώζεται ακόμη-, ήταν ένα 45αράκι της Lyra. «Ο Ροβινσών στη Μύκονο» από τη μια πλευρά, «Ο Ιρλανδός κι ο Ιουδαίος» από την άλλη. H μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, οι στίχοι του Νίκου Γκάτσου, η φωνή του Γιώργου Ζωγράφου. Αγορασμένο από τη Θεσσαλονίκη, όπως πιστοποιεί ένα μικρό κίτρινο αυτοκόλλητο πάνω του, δεν ξέρω πώς ακριβώς βρέθηκε στην Τήνο όπου έζησα μέχρι τα εννιά μου χρόνια. Ξέρω όμως ότι έριχνα μαύρο κλάμα κάθε φορά που άκουγα για τα «δυο πεθαμένα περιστέρια που ήταν η νύφη κι ο γαμπρός». Παιδικά τραύματα…
Καθώς μεγάλωνα, η μουσική ήταν κοινός παρονομαστής σε καθετί: σε χαρές και σε νταλκάδες, στα βαρετά κυριακάτικα απογεύματα, στα διαβάσματα και στις καθημερινές μετακινήσεις (Πειραιάς – Φιλοσοφική Ζωγράφου με το γουόκμαν πάντα μαζί μου), σε έρωτες και δακρύβρεχτους χωρισμούς, στα πρώτα ταξίδια που έκανα και, κυρίως, σε όσα ονειρευόμουν. Και η γκάμα μου; Από Μπιθικώτση και Μοσχολιού μέχρι Rolling Stones και Supertramp. Από Σαββόπουλο και Κατσιμιχαίους μέχρι Eric Clapton και Bruce Springsteen. Aπό Τρύπες και Ξύλινα Σπαθιά μέχρι U2, Guns n’ Roses και Red Hot Chili Peppers. Αυτός είναι μέχρι σήμερα ο πυρήνας των ακουσμάτων μου. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν παρακολουθώ τα πάντα και δεν έχω λατρέψει νέες φωνές, όπως της Νατάσσας (σ.σ. Μποφίλιου) και της Ελεωνόρας (σ.σ. Ζουγανέλη). Τις αγαπώ και τις δύο σαν μικρές μου αδελφές).
Μου συμβαίνει και κάτι περίεργο. Κρατάω στη μνήμη μου κάποια γεγονότα της ζωής μου μαζί με το δικό τους σάουντρακ. Θυμάμαι, για παράδειγμα, ότι στην εφηβεία μου, σε μια οικογενειακή εκδρομή στο Λουτράκι, στην ταβέρνα όπου καθίσαμε το ραδιόφωνο έπαιζε το «Εγώ δε γνώρισα ουρανούς» (Αντώνης Βαρδής / Μάνος Ελευθερίου) της Χαρούλας Αλεξίου – και συγκλονίστηκα. Θυμάμαι και τη μέρα που ο Tacos, ο μεγάλος μου γάτος, μακαρίτης πια, άκουσε για πρώτη φορά το «Τelegraph road» των Dire Straits. Προς το τέλος του τραγουδιού, όταν ξεκίνησε το δαιμονισμένο σόλο του Mark Knopfler, έτρεξε γουργουρίζοντας προς το μέρος μου και με τρέλανε στις κουτουλιές αγάπης. Λες να μετέδωσα το «μικρόβιο» της αγάπης για τη μουσική και στις γάτες μου;
ΒΙΒΛΙΑ: Πιτσιρίκα ήμουν τόσο σπασικλάκι που πάντα βιβλία ζητούσα από τους γονείς μου για δώρα. Έχω σχεδόν όλα τα μυθιστορήματα του Μενέλαου Λουντέμη, σε δερματόδετη έκδοση, μπορντό με χρυσά γράμματα. Σήμερα, δεν διαβάζω όσο θα ήθελα, δεν προλαβαίνω. Μόνο στον Jo Nesbo μένω πιστή. Έχω εμμονή με τον Χάρι Χόλε, το ομολογώ. Αγαπώ τις αυτοβιογραφίες – τι υπέροχο που ήταν το «Born to Run» του Springsteen! Όμως στο κομοδίνο μου δεν θα δεις μόνο καινούργια βιβλία -σε αναμονή ανάγνωσης- αλλά και παλιά, αγαπημένα, στα οποία συχνά επιστρέφω. Σαν να μην μπορώ να τα χορτάσω. Σαν να τα ανακαλύπτω εκ νέου, κάθε φορά. Επίκουρο και Θουκυδίδη, Έκο και Χάινριχ Μπελ, Ελρόι και Καμύ, Κουμανταρέα, Χριστιανόπουλο. Και, φυσικά, ένα ετυμολογικό λεξικό. Γιατί το ταξίδι των λέξεων μέσα στο χρόνο είναι συναρπαστικό. Θέλεις μερικά παραδείγματα; Ο «έρωτας» προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα «έραμαι», που σημαίνει «αγαπώ». Ενώ το λατινικό «hospitium» (= φιλοξενία) έγινε «οσπίτιον» και σήμερα είναι «σπίτι». Ξύπνησε πάλι η φιλόλογος μέσα μου.
ΤΑΙΝΙΕΣ: «Καζαμπλάνκα» και παλιές ελληνικές αλλά και ιταλικές κωμωδίες. «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι» και «Ιντιάνα Τζόουνς». «Το σπίτι των πνευμάτων» με τη Μέριλ Στριπ και «Το όνομα του Ρόδου» με τον Σον Κόνερι. «Μonster» και «Grand Torino». Γούντι Άλεν, τα άπαντα, με ιδιαίτερη αδυναμία στην «Κατάρα του πράσινου σκορπιού» και το «Match Point». Eπίσης έχω τρέλα με τον «Jason Bourne». Πριν από μερικές εβδομάδες είδα «Το τελευταίο σημείωμα» της Ιωάννας Καρυστιάνη και του Παντελή Βούλγαρη. Σπουδαία ταινία για την ιστορία των 200 κομμουνιστών που εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς την Πρωτομαγιά του 1944 στην Καισαριανή. Ένα μάθημα αξιοπρέπειας και υπερηφάνειας. Γιατί η μνήμη μας ακολουθεί. Ή, τουλάχιστον, θα έπρεπε…
ΙΝΤΕΡΝΕΤ: Το πρώτο πράγμα που κάνω το πρωί είναι να τσεκάρω την ηλεκτρονική μου αλληλογραφία. Πώς ζούσαμε κάποτε χωρίς email; Πέρα από την πλάκα, το ίντερνετ είναι χρήσιμο αλλά δεν το θεωρώ Ευαγγέλιο. Μέσα στον ωκεανό των πληροφοριών που σου προσφέρει υπάρχουν αμέτρητα σκουπίδια· με τον καιρό πρέπει να μάθεις να τα ξεχωρίζεις. Τη σχέση μου με τα social media δεν την λες κακή, αλλά δεν τα λατρεύω κιόλας. Νομίζω ότι, σε γενικές γραμμές, στο Facebook κάνουμε τους όμορφους, στο Twitter τους έξυπνους και στο Instagram τους καλλιτέχνες. Έχω λογαριασμό μόνο στο Facebook. Όχι από ναρκισσισμό, θέλω να πιστεύω, αλλά κυρίως γιατί το αντιμετωπίζω ως εργαλείο για τη δουλειά μου.
ΣΠΟΡ: Ωχ… Μεγάλη πίκρα! Πάντα ξεκινώ με ορμή αλλά η τσάντα με τη φόρμα και τα αθλητικά παπούτσια καταλήγει να μένει στο πορτ-μπαγκάζ του αυτοκινήτου. Κατά καιρούς έχω κάνει κολύμβηση και αερόμπικ, pilates και CrossFit, yoga και ΤRX. Σε κανένα δεν έμεινα πιστή. Προσπαθώ, τουλάχιστον, να περπατάω όσο το δυνατόν περισσότερο.
ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ: Περνώ την πιο αντι-τηλεοπτική φάση της ζωής μου. Έβγαλα την τηλεόραση και από την κρεβατοκάμαρα και από το γραφείο μου. Μόνο στο σαλόνι έχει μείνει μία, αλλά σπάνια ανοίγει. Ούτε στα θέλγητρα του Netflix δεν έχω υποκύψει. Μήπως είναι κάτι σοβαρό, γιατρέ μου;
ΓΕΙΤΟΝΙΑ: Μένω στο Μαρούσι σχεδόν δύο δεκαετίες αλλά γειτονιά μου δεν το αισθάνομαι. Γειτονιά μου θα είναι πάντα ο Πειραιάς της εφηβείας μου: Καλλίπολη και Χατζηκυριάκειο, Γαλλική Ακαδημία και Πασαλιμάνι, ραντεβού μπροστά στο Δημοτικό Θεάτρο, τα μπαράκια της Καστέλλας, μπάσκετ στο γηπεδάκι του Φοίνικα ή του Πορφύρα.
ΤΑΞΙΔΙΑ: «Τα ταξίδια σε κάνουν ταπεινό. Αντιλαμβάνεσαι πόσο μικρό χώρο καταλαμβάνεις στον πλανήτη», έγραψε κάποτε ο Γκιστάβ Φλομπέρ. Το πιστεύω. Έχω την ευλογία να ταξιδεύω πολύ χάρη στη δουλειά μου. Αγαπημένοι μου προορισμοί είναι το Όσλο, το Λονδίνο, η Νέα Υόρκη και το Τελ Αβίβ. Αλλά πουθενά δε νιώθω τη γαλήνη που μου προσφέρει το νησί μου, η Σάμος, σε κάποια από τις «ανεξερεύνητες» νότιες παραλίες της.
ΤΩΡΑ: Επάγγελμα: δημοσιογράφος. Γραφιάς, αν το προτιμάς. Στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ και στο περιοδικό BLUE της AEGEAN. Συγγραφέας δεν θέλω να δηλώνω, αν και από τις εκδόσεις Πατάκη έχουν ήδη κυκλοφορήσει δύο βιβλία μου: «Το άλλο μου ολόκληρο» (2016), μια προσωπική μαρτυρία για την απώλεια του άντρα μου, και ο «Γουργούρης» (2017), η ιστορία ενός γηραιού γάτου και ενός σκύλου που είχε την ατυχία (ή μήπως την τύχη;) να γεννηθεί διαφορετικός – για παιδιά αλλά και για όσους έχουν αφήσει χώρο για το παιδί μέσα τους. Ελπίζω κάποια στιγμή να καταφέρω να τελειώσω και το τρίτο μου βιβλίο. Το έχω ξεκινήσει αλλά δεν μπορώ ακόμα να του αφοσιωθώ, όπως πρέπει. Ίδωμεν… Α, να σου πω ότι μαγειρεύω κιόλας. Να φας σπανακόπιτα και ασουρέ από τα χεράκια μου, να ξεχάσεις το όνομά σου!