Σχεδόν τέσσερις δεκαετίες μετά από τον παρθενικό ερχομό του Nick Cave στην Αθήνα, οι παραλλαγές της viral ιστορίας που εξηγεί τον υποτιθέμενο, αθεράπευτο έρωτά του με αυτή την πόλη, είναι τόσες πολλές όσες και τα στόματα που κατά καιρούς την έχουν αναπαράγει, συντηρώντας έναν από τους πιο απολαυστικούς αστικούς μύθους μίας εποχής που «αν είχες ένα μαλλί σηκωμένο μέχρι εκεί πάνω και έμπαινες στο λεωφορείο για να πας στην πρόβα, έπεφτε μούγκα στο λεωφορείο και σε κοιτούσαν όλοι λες και ήσουν ούφο», όπως έχουν πει στην Popaganda οι της Λευκής Συμφωνίας, μιας δεκαετίας πολύ σκοτεινής, κατά τη διάρκεια της οποίας «κυκλοφορούσαμε και πάντα κάποιος μας έκραζε, μας έβριζε. Μας πετούσαν κέρματα στο κεφάλι. Από την άλλη, όμως, αποκτούσες έστω και με αυτόν τον βίαιο τρόπο μία προσωπική αξία. Έβγαινες έξω για να πολεμήσεις ή να προκαλέσεις», όπως έχει επίσης πει σε αυτό το Μέσο ο Λάμπρος Τσάμης.
Κοινή συνισταμένη όλων αυτών των εκδοχών είναι ότι ο Cave, βουτηγμένος, τότε, ως το μεδούλι του οστεώδους του κορμιού, στα «σκληρά», το βράδυ χάθηκε ανάμεσα στα ολόφωτα φώτα της μεγάλης πόλης και το πρωί τον βρήκε σε μια πλατεία, να μην ξέρει πού πατάει και πού βρίσκεται.
«Το στόρι είναι το εξής», μου λέει ο, παλιός, καρδιακός γνώριμος του Cave, Χρήστος Δασκαλόπουλος που έζησε «από μέσα» εκείνο το οριακής σημασίας, ζόρικο τριήμερο (17-19 Σεπτεμβρίου 1982) στο Σπόρτινγκ, όπου οι Birthday Party εμφανίστηκαν μία μέρα πριν από τους Fall και δύο πριν από τους New Order. «Πάω στο αεροδρόμιο να τους παραλάβω, μιας κι εγώ κάνω το τριήμερο στο Σπόρτινγκ. Όταν λέω εγώ, δεν εννοώ με τα δικά μου λεφτά. Απλώς εγώ το δουλεύω. Τα λεφτά τα έβαλε ο Πολυχρονίου και κάτι άλλοι. Φτάνουν λοιπόν οι τέσσερίς τους και η τουρ μάνατζερ, μισή Φιλιππινέζα, μισή Αγγλίδα, είναι πολύ τσαντισμένη με τον Cave γιατί θέλει να πάρει μαζί του στο ξενοδοχείο δύο τύπισσες που γνώρισε στο αεροπλάνο. Έχει ήδη πιει ένα μπουκάλι βότκα, είναι πολύ μεθυσμένος. Η μάνατζερ μαλώνει μαζί του γιατί δεν τον αφήνει να τις πάρει κι αυτός τσαντίζεται, φεύγει από το ξενοδοχείο κι αρχίζει να περιπλανιέται μεθυσμένος στις γραμμές του τρένου -λίγο πιο πέρα από το Gagarin ήταν το ξενοδοχείο που έμεναν και οι Fall και οι New Order- και τον χάνουμε. Μας τον έφερε τελικά πίσω μία κυρία, που τον είδε μέσα σε ένα τρόλεϊ και της είπε ότι μένει στο ξενοδοχείο Ακροπόλ. Όλα αυτά έγιναν πολύ γρήγορα. Βράδυ ήρθαν. Βράδυ έγινε ο τσαμπουκάς και το επόμενο πρωί τον έφερε πίσω η κυρία. Το στόρι ότι κοιμήθηκε στο πάρκο δίπλα στο Χίλτον δεν έγινε ποτέ. Απ’ όσο ξέρω -γιατί μη νομίζεις ότι κι εγώ ήμουν σε καλύτερη κατάσταση εκείνη την εποχή- απλώς περιπλανιόταν, περπατούσε κυρίως παράλληλα στις γραμμές του τρένου, κάποια στιγμή αποφάσισε να γυρίσει πίσω στο ξενοδοχείο, δεν είχε τρόπο να το κάνει και τον βοήθησε αυτή η καλή κυρία. Αυτό έγινε το 1982. Σε σχέση με την αγάπη του για την Ελλάδα, ας μην είμαστε υπερβολικοί. Υπάρχει από τότε ένα soft spot, αλλά πάντα ήταν σαρκαστικός. Θυμάμαι να μας λέει: “Δεν θα πάμε να δούμε τη ‘Necropolis’;” Ή ξέρω γω: “αυτή είναι η περίφημη greek hospitality;” όταν του πήγαμε ένα σταφ που δεν ήταν του γούστου του. Tέτοια πράγματα.»
«Ισχύει! Ήμασταν πάνω στο σπίτι και τρώγαμε οικογενειακώς και μας είπε όλη αυτή την ιστορία», μου λέει γελώντας ο Στέφανος Ρόκος. Στο ίδιο σπίτι είμαστε και τώρα, για την ακρίβεια στο ισόγειό του, εκεί όπου ο Ρόκος έχει το ατελιέ του, εκεί όπου, εμπνευσμένος από ένα δίσκο του Cave, ετοίμασε το πιο μεγαλεπήβολο εικαστικό πρότζεκτ της ζωής του μέχρι σήμερα. «Είναι αληθινή ιστορία. Μας είπε ότι είχε μπει σε ένα λεωφορείο κι έψαχνε αφίσες για να δει που παίζανε, δεν είχε ιδέα και τον περίμεναν. Και κάποιος του έδειξε μια αφίσα, του είπε πώς να πάει εκεί και βρήκε το δρόμο του. Μας είπε κιόλας πώς έγινε ο τσακωμος στο ξενοδοχείο, πριν εξαφανιστεί. Πολύ πλάκα…»
Κάμποσα χρόνια μετά τη γνωριμία τους, ο Ρόκος μιλάει για τον Nick Cave με την άνεση -κάπως σαν να μην τρέχει και τίποτα- με την οποία θα μιλούσε ο καθένας σε κάποιον τρίτο για έναν καλό του φίλο, αλλά ταυτόχρονα και με τον σεβασμό που εκ των πραγμάτων έχει να κάνει με το ότι αυτός ο φίλος είναι κάποιος που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έχει επηρεάσει τη ζωή χιλιάδων, εκατομμυρίων, τέλος πάντων ας πούμε απλά πολλών, για να τελειώνουμε, ανθρώπων, ίσως μάλιστα όχι όλων με έναν τρόπο τόσο δραστικό όσο επηρέασε τη ζωή του συγκεκριμένου εικαστικού.
Ο Ρόκος ήταν 13 όταν άκουσε για πρώτη φορά στη ζωή του Cave και τίποτα δεν θα ήταν ξανά το ίδιο για εκείνον.
«Το 91 κυκλοφόρησε το Out Of Time των R.E.M. Από αυτό τους έμαθα. Την ίδια περίοδο βγήκε το σάουντρακ από το Until the End of the World του Wim Wenders, που είχε U2, Elvis Costello, Lou Reed… Το πήρα λόγω R.E.M., για ν’ ακούσω το “Fretless”. Είχε όμως και το “(I’ll Love You) Till the End of the World” του Cave. Δεν τον ήξερα μέχρι τότε. Απ’ όλο το σάουντρακ ξεχώρισα αυτό το κομμάτι και το “The Adversary” των Crime & The City Solution κι ενθουσιάστηκα ακόμη περισσότερο όταν έμαθα ότι είναι “συγγενικά” συγκροτήματα αυτά τα δύο. Ρώτησα αμέσως ποιος ήταν αυτός τον ξάδερφό μου, που ήταν μεγαλύτερος από μένα και πολύ μουσικόφιλος. Είχε άπειρα βινύλια. Nick Cave, μου λέει, είναι πολύ άγριος για τα γούστα σου, είσαι πολύ μικρός για να τον ακούσεις, δεν σου δίνω τους δίσκους που έχω. Τον παρακαλούσα αλλά δεν μου τους έδινε. Επέμεινα όμως τόσο πολύ ώστε κάποια στιγμή μου έδωσε το Tender Prey και το The Good Son. Θυμάμαι ότι καθόμουν με τον πατέρα μου και τον αδερφό μου στο σαλόνι κι έβαλα την πρώτη πλευρά του Tender Prey. Πρώτο τραγούδι είναι το “The Mercy Seat”. Ξαφνικά λοιπόν ακούω καμπάνες, τύμπανα, να λέει κάτι περίεργα, επτά λεπτά κοπάνημα… Έμεινα άφωνος. Αποκάλυψη. Έπαθα σοκ.»
Τα τραγούδια που τυχαίνει να ακούσεις σε περιόδους σεισμικών ψυχοσωματικών αλλαγών -και η εφηβεία είνα ο ορισμός αυτής της περιόδου- και έντονης, ψευδεπίγραφης ή ουσιαστικής, δεν έχει και τόση σημασία, συναισθηματικής φόρτισης -απ’ αυτό κι αν έχει το μενού της εφηβείας- είναι και αυτά που κουβαλάνε το μεγαλύτερο, ίσως μερικές φορές ασήκωτο, συγκινησιακό φορτίο, και αυτό είναι κάτι που το αντιλαμβάνεσαι στις πραγματικές του διαστάσεις όταν πια έχει περάσει αρκετός χρόνος ώστε να έχεις συμφιλιωθεί με τις, μικρές ή μεγάλες, πάντως σίγουρα υπαρκτές, «ουλές» σου.
Ο Ρόκος, ας πούμε, ακόμη και σήμερα (ή ίσως ειδικά σήμερα) που κοντεύει τα 40, δεν γίνεται να ακούσει το “The Mercy Seat” και να μη θυμηθεί ότι όταν το πρωτάκουσε, είχε σταματήσει για δυο-τρία χρόνια να ζωγραφίζει, «από αντίδραση», γιατί ως έφηβος ήθελε να πάει κόντρα στους γονείς του που είναι καλλιτέχνες. «Ζωγράφιζα από πολύ μικρός. Ο πατέρας μου είναι γλύπτης και η μητέρα μου χαράκτρια και ζωγράφος. Μέσα στα εργαστήριά τους μεγαλώσαμε με τον αδερφό μου. Όμως επειδή είχα βρει κάποια συγκροτήματα και τραγούδια που μου άρεσαν πολύ, είχα σκεφτεί ότι μάλλον αυτό θα ήθελα να κάνω, να μάθω μουσική. Ξεκίνησα μαθήματα κιθάρας για να μάθω ηλεκτρικό μπάσο που μου άρεσε πολύ. Δεν τα κατάφερα, ήμουν τελείως ατάλαντος και κατάλαβα ότι αυτό στο οποίο είχα κλίση και πράγματι μου άρεσε, ήταν η ζωγραφική.»
«Για κανένα από τα τραγούδια δεν ζήτησα λύσεις . Ούτε αναλύσεις των στίχων, ούτε τίποτα, δεν κάναμε καμία τέτοια συζήτηση για κανένα τραγούδι. Εκείνος ήταν διατεθειμένος. Εγώ δεν το ήθελα.»
Για καλή του τύχη, λίγους μήνες μετά από εκείνη την πρώτη, στενή επαφή, ο «Βασιλιάς Μελάνι» ήρθε ξανά στην Αθήνα στο πλαίσιο της περιοδείας για το Henry’s Dream. Και πάλι στο Σπόρτινγκ.
«Μου είχε δώσει τους δύο δίσκους ο ξάδερφός μου, μετά πήγα στο Trust -ένα δισκάδικο στην Ακαδημίας-, πήρα όσα CD του είχαν και παρήγγειλα όσα δεν είχαν. Μέσα σε δύο εβδομάδες απέκτησα όλη του τη δισκογραφία μέχρι και το Henry’s Dream. Και Birthday Party, που εννοείται ότι τότε ήταν κι ακόμη είναι το πιο άγριο κι αρρωστημένο πράγμα που έχω ακούσει ποτέ. Όταν τον είδα live ήξερα ήδη όλα του τα τραγούδια, τραγουδούσα όλους τους στίχους. Μάλιστα το πρωί της ίδιας μέρας έσπασα το πόδι μου στο μπάσκετ κι ο γιατρός ήταν κάθετος: Δεν θα πας πουθενά με τον νωπό γύψο. Δεν γίνεται, του λέω, έχω να πάω σε μια συναυλία απόψε. Αποκλείεται, μου λέει. Τελικά πήγα. Με τον πατέρα μου και τον αδερφό μου. Ευτυχώς.»
Στα χρόνια που έχουν μεσολαβήσει μέχρι σήμερα, τον έχει δει 20 φορές ζωντανά, τόσο στην Ελλάδα («όλες εκτός από μία που ήμουν φαντάρος»), όσο και στο εξωτερικό («Σε κάθε περιοδεία πηγαίνω και τον βλέπω έξω, άσχετα με το αν θα έρθει εδώ»).
Μάλιστα, από το 2003, οπότε και με αφορμή το εξαιρετικό άλμπουμ Sixteen Haiku & Other Stories των Sigmatropic, του οποίου το εξώφυλλο είχε σχεδιάσει ο Ρόκος, σε ένα live στο Μικρό Μουσικό Θέατρο (άλλη μεγάλη, αθηναϊκή ιστορία αυτή, που αξίζει κάποια στιγμή να ειπωθεί…) γνωρίστηκε με τον Jim Sclavunos που τραγουδούσε στην αγγλική βερσιόν του δίσκου, έγιναν αμέσως πολύ καλοί φίλοι και «από τότε, όποτε πήγαινα σε συναυλία του Cave έξω, με έβαζε backstage».
Την ίδια χρονιά ο Cave και οι Bad Seeds κυκλοφόρησαν το Nocturama, επισημοποιώντας αυτό που τουλάχιστον τότε αντιλαμβανόμασταν ως ριζική αλλαγή στη φωνή του (σήμερα, πάντως, οι διαφορές σε σχέση με παλιότερους του δίσκους φαντάζουν ανεπαίσθητες τουλάχιστον σε επίπεδο χροιάς, αν όχι και εκφοράς) ενώ στην πραγματικότητα η μόνη ριζική αλλαγή ήταν στον τρόπο ζωής του. Σχεδόν κανείς δεν ανησυχούσε πια για το αν θα κυλούσε ξανά στην ηρωίνη και τα ρέστα. Ο Nick Cave ήταν ήδη τρία-τέσσερα χρόνια καθαρός, από την αυγή της τρίτης χιλιετίας, λίγο πριν κυκλοφορήσει ένα δίσκο που έμελλε να στοιχειώσει τη ζωή ενός Έλληνα εικαστικού.
Γιατί, όμως, συνέβη αυτό με το No More Shall We Part και όχι με κάποιον άλλο δίσκο του; «Καλή ερώτηση», λέει ο Στέφανος Ρόκος στην Popaganda. «Δεν μου έχει ξανατύχει με άλλο δίσκο. Θεωρώ ότι γενικά είναι πολύ κοντά στη θεματολογία της δουλειάς μου. Αλλά και σε σχέση με πράγματα που δεν γνώριζα όταν το άκουσα, όπως είναι η συζυγική ζωή και ο Θεός, με βοήθησε να τα δω “από μέσα”. Ήθελα κατά κάποιο τρόπο να εξηγήσω την έννοια του μεγάλου έρωτα που οδηγεί σε γάμο, τον Θεό, την προσευχή, τη σχέση του ανθρώπου με την υπέρτατη δύναμη κι όλα αυτά. Θαύμαζα τόσο πολύ τον Cave που θεώρησα ότι για να του συμβαίνει κάτι τέτοιο, για να αφιερώνει ένα τόσο δυνατό δίσκο σε αυτό το πράγμα, κάποιο δίκιο θα έχει, οπότε άξιζε να το ψάξω περισσότερο. Τότε, ως φοιτητής στο Λονδίνο, ήμουν και σε μια σημαντική σχέση. Ήλπιζα μέσα από αυτό το δίσκο να βρω το μυστικό ώστε να οδηγηθούμε σε γάμο και τέτοια. Κάτι που δεν πέτυχε, όπως βλέπεις.»
Aπό την πρώτη ακρόαση είχε εικονοποιημένα στο μυαλό του όλα τα τραγούδια – εκτός από ένα, που κατά πολλούς είναι και το καλύτερο του No More Shall We Part. «Δεν κατάλαβα ποτέ περί τίνος πρόκειται το “Fifteen Feet of Pure White Snow”», λέει. Έστω κι αν, όπως όλοι, έτσι κι εκείνος, υπέθεσε ότι με τους στίχους “Oh my Lord / Doctor, Doctor / I’m going mad / This is the worst day / I’ve ever had / I can’t remember / Ever feeling this bad / Under fifteen feet of pure white snow / Where’s my nurse / I need some healing / I’ve been paralysed / By a lack of feeling / I can’t even find / Anything worth stealing / Under fifteen feet of pure white snow” ο Cave ξόρκιζε τις σχετικά πρόσφατες, ακόμη τότε, οπιούχες, και όχι μόνο, ακρότητές του.
«Ναι, όλοι αυτό λέγανε, όμως το έχω συζητήσει πολλές φορές μαζί του και το τραγούδι δεν είναι για ναρκωτικά. Το No More Shall We Part είναι άλλωστε ο πρώτος του δίσκος που είναι τελείως καθαρός. Και μέχρι τώρα έχει μείνει τελείως μακριά από όλα αυτά. Μάλιστα πριν από τρία χρόνια στο σπίτι του με ρώτησε αν ήθελα να μου πει περί τίνος πρόκειται το τραγούδι. Όχι, του λέω, θέλω να προσπαθήσω να πιάσω κάτι εντελώς μόνος μου. Γενικά για κανένα από τα τραγούδια δε ζήτησα λύσεις. Ούτε αναλύσεις των στίχων, ούτε τίποτα, δεν κάναμε καμία τέτοια συζήτηση για κανένα τραγούδι. Εκείνος ήταν διατεθειμένος. Εγώ δεν το ήθελα.»
Κι όμως, παρά την ακαριαία, πίσω στο 2003, γέννηση της ιδέας να οπτικοποιήσει τα μηνύματα του δίσκου (ή αυτά που ο ίδιος, ως εικαστικός δέκτης, λάμβανε ως μηνύματα του δίσκου), θα έπρεπε να περάσουν 15 χρόνια μέχρι να τολμήσει την υλοποίηση της. Ο Ρόκος κάθε άλλο παρά μετανιώνει. «Καλά έκανα γιατί δεν ήμουν ώριμος καλλιτεχνικά ώστε να μπορέσω να αναμετρηθώ με κάτι τέτοιο. Πιστεύω ότι αν το έκανα αυτό στα 24-25 που ήμουν όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος, θα λειτουργούσα πιο πολύ οπαδικά, παρά ως αυτόνομος καλλιτέχνης. Είχα επιχειρήσει τότε να κάνω έργο δικό μου το τραγούδι “The Sorrowful Wife”. Έβλεπα όμως ότι δεν ήμουν ακόμη έτοιμος. Έλεγα θα το κάνω στην επόμενη έκθεση, μετά στην επόμενη. Περνούσαν όμως τα χρόνια και οι εκθέσεις. Ώσπου τελείωσα μία έκθεση το 2015 κι ένιωσα έτοιμος».
Ήταν η στιγμή που ο Jim Sclavunos αποφάσισε ότι η ιδέα του Ρόκου ήταν υπερβολικά καλή για να υλοποιηθεί χωρίς καν να το ξέρει ο Cave. «Όταν του το είπε τελικά, με πήρε τηλέφωνο και μου είπε ότι ήθελε να το κάνουμε μαζί, να είναι δηλαδή παρών. Όταν πήγα πρώτη φορά στο σπίτι του, είχα μαζί μου ένα βιντεάκι δύο λεπτών για να δει περίπου πώς δουλεύω και τι κάνω. Μου είπε ότι θα με βοηθούσε σε ό,τι του ζητούσα αλλά του είπα ότι δεν ήθελα γενικά να συζητάμε γι’ αυτό το θέμα. Είδε τα έργα πρώτη φορά όλα μαζί μετά από δύο χρόνια, το Νοέμβριο του ’17, που ήρθε για το live εδώ».
Το «live εδώ» είναι εκείνο της 16ης Νοεμβρίου 2017 στο Κλειστό Παλαιού Φαλήρου που έγινε τόσο γρήγορα sold-out ώστε οι διοργανωτές ανακοίνωσαν πριν καλά-καλά τελειώσει ότι θα τον έφερναν ξανά στην Αθήνα το καλοκαίρι του 2018, και όλα αυτά στο πλαίσιο μιας διετούς, και βάλε, περιοδείας των Bad Seeds για την προώθηση του συνταρακτικού Skeleton Tree.
Το ότι ο ηγέτης τους προθυμοποιήθηκε να εμπλακεί ενεργά στην υλοποίηση του εικαστικού project ενός Έλληνα καλλιτέχνη, είναι ακόμη μία απόδειξη της εξωστρέφειάς τους ως αντίδοτο στον ανείπωτο πόνο για την απώλεια του γιου του (ο 15χρονος Άρθουρ έχασε την ισορροπία του κι έπεσε σε έναν γκρεμό έξω από το Μπράιτον στις 14 Ιουλίου 2015).
Μία εξωστρέφεια που κορυφώθηκε, ή μάλλον εξακολουθεί να κορυφώνεται ξανά και ξανά με κάθε νέα του ανάρτηση στο The Red Hand Files, όπου απαντά από καρδιάς στις ερωτήσεις του οποιουδήποτε. «Μου φαίνεται ότι, αν αγαπάµε, θρηνούµε» είχε γράψει σε μία φαν. «Έτσι είναι. Αυτή είναι η συµφωνία. Η θλίψη και η αγάπη είναι συνυφασµένες. Η θλίψη είναι η τροµερή υπενθύµιση του βάθους της αγάπης µας και, όπως και η αγάπη, η θλίψη δεν είναι διαπραγµατεύσιµη. Υπάρχει απεραντοσύνη στη θλίψη που κατακλύζει τους µικροσκοπικούς εαυτούς µας».
Αυτή η εξωστρέφεια τον οδήγησε και στις πιο μεγάλες κι εορταστικές συναυλίες της ζωής του μέχρι σήμερα, προκαλώντας ακόμη και αμηχανία σε ορισμένους fans από τα παλιά που δυσκολεύτηκαν να συμφιλιωθούν με τη μεσσιανική αντιμετώπισή του από τα μεγαλύτερα ακροατήρια της καριέρας του, και κυρίως από το κομμάτι αυτών των θεατών που «είδαν φως και μπήκαν» – όπως για παράδειγμα εκείνοι οι τύποι δίπλα μου, τον Ιούνιο του 2018 που έτυχε να τον δω, μαζί με άλλους 100 και βάλε χιλιάδες κόσμου στο λονδρέζικο, και εκκωφαντικά sold-out, All Points East Festival, που γκρίνιαζαν όταν τραγούδησε και χόρεψε επί σκηνής με την «ελαφριά» Kylie Minogue.
«Το κεφάλι ψηλά και γάμα τους όλους», τον είχε συμβουλέψει, όμως, κάποτε η μητέρα του.
«Από την επικοινωνία μας και πριν από το τραγικό συμβάν», θυμάται ο Στέφανος Ρόκος, «ήταν ήδη για χρόνια πιο γλυκός, πιο επικοινωνιακός. Αν, κιόλας, ανατρέξει κανείς σε αυτό που έλεγε στα 80s, “μισώ το κοινό μου και θέλω να πεθάνουν”, η αλλαγή φαίνεται ακόμη πιο μεγάλη. Νομίζω λοιπόν ότι η εξωστρέφειά του μπορεί να φαίνεται τώρα τόσο έντονη εξαιτίας του θανάτου του γιου του, αλλά ήταν κάτι που είχε ξεκινήσει από πολύ νωρίτερα. Θυμάμαι, ας πούμε, πριν από δέκα χρόνια που ήμασταν backstage μετά από ένα live των Grinderman. Του έδωσα το cd Horrors & Romance, που είχαν γράψει διάφοροι μουσικοί τραγούδια εμπνευσμένοι από τα έργα μου, και ήταν πολύ γλυκός ο σχολιασμός του».
Μέσα σε αυτή τη δεκαετία, με τη συμβολή και του Sclavunos, ο Cave παρακολουθεί τη δουλειά του Ρόκου, σε φιλικό επίπεδο, γεγονός που έκανε τον εικαστικό να υποθέσει ότι και το No More Shall We Part project θα του άρεσε, χωρίς, όπως λέει, να φαντάζεται ότι θα ήθελε να εμπλακεί με τόσο έντονο τρόπο. Δεν ήταν άλλωστε αυτό το ζητούμενο. «Θα το έκανα ούτως ή άλλως. Μα δεν πρόκειται για συνεργασία. Οπότε θα το έκανα χωρίς στίχους. Έχω κάθε δικαίωμα ως καλλιτέχνης να εμπνευστώ από οτιδήποτε και να κάνω ένα έργο και μετά μία έκδοση. Αυτό το πράγμα με απασχολούσε 17 χρόνια, δεν υπήρχε περίπτωση να μην το κάνω. Τελικά μου είπε ότι θα μου έδινε τα δικαιώματα των στίχων, γιατί ήθελε να είναι δίπλα από τα έργα μου στην έκδοση. Εννοείται ότι χάρηκα πάρα πολύ, γιατί έτσι ανέβαινε σε άλλο επίπεδο όλο αυτό το πράγμα. Μέσα σε αυτά τα τρία χρόνια, με κάθε επικοινωνία και σε κάθε συνάντησή μας, γινόταν ολοένα και κάτι παραπάνω. Μου έγραψε, ας πούμε, ένα πολύ συγκινητικό κείμενο για το βιβλίο. Ηχογράφησε τη φωνή του να διαβάζει το κείμενο, κάτι που θα χρησιμοποιηθεί σε ένα ντοκιμαντέρ μικρού μήκους για όλο το πρότζεκτ».
Μεταξύ άλλων ο Nick Cave γράφει τα εξής για την έκθεση του Ρόκου: «Ήταν συναρπαστικό να στέκομαι στο εργαστήριό σου και να βλέπω μπροστά μου τα έργα – το μεγαλείο τους, με όλες αυτές τις συνωθούμενες λεπτομέρειες και τους τρομακτικούς κενούς χώρους. Νιώθω συνδεδεμένος με την ουσία τους. Νιώθω ότι προσεγγίζουν πολύ τον τρόπο με τον οποίο γράφω στίχους – έντονα ξεσπάσματα της μνήμης, εκστατικές λεπτομέρειες, αιφνίδιος ερωτισμός, μυστικιστική εικονογραφία· η σφυρηλάτηση παγωμένων αφηγημάτων που ίπτανται σαν όνειρα – στοιχειωμένα και παράξενα και αισιόδοξα.»
Και ο Jim Sclavunos: «Καθώς είχα προσωπικά μεσολαβήσει προκειμένου να πάρει ο Στέφανος το πράσινο φως γι’ αυτό το πρότζεκτ, το οποίο μου είχε πρωτοαναφέρει το 2014, η στιγμή αυτή ήταν σημαντική για όλους μας. Και τώρα που η ώρα των αποκαλυπτηρίων είχε πλέον φτάσει, είχε μεγάλο ενδιαφέρον να παρατηρώ από κοντά το γεμάτο χάρη τελετουργικό και τη δυναμική αλληλεπίδραση ανάμεσα στους δύο καλλιτέχνες. Ήταν σαν να βλέπω να ξεδιπλώνεται μπροστά μου ένας εξαιρετικά εγκεφαλικός συρτός: αρχικά ο ένας έφερνε βόλτες γύρω από τον άλλον, με αμοιβαίο σεβασμό και ευγένεια, αλλά και κάποιον δισταγμό· έπειτα, αργά και σταδιακά, ήρθαν κοντά, με μεγαλύτερη ζεστασιά, λιγότερη επιφύλαξη, επισημαίνοντας εναλλάξ λεπτομέρειες, ώσπου, στο τέλος, πλάι-πλάι, κοντοστέκονταν μπροστά στους πίνακες ανταλλάσσοντας ιδέες, συμπληρώνοντας ο ένας τις προτάσεις του άλλου.»
Όσο για τον γρίφο “Fifteen Feet of Pure White Snow”, το τραγούδι που δυσκόλεψε περισσότερο απ’ όλα τον Στέφανο Ρόκο, «το περασμένο καλοκαίρι που ήρθε εδώ ο Cave και τα ξαναβλέπαμε όλα, τον ρώτησα: Τώρα που βλέπεις τελειωμένο το έργο, θες να μου πεις για τι πράγμα μιλάει; Και μου λέει “δεν είναι για ναρκωτικά, αλλά για να είμαι ειλικρινής, ούτε εγώ ξέρω περί τίνος πρόκειται ακριβώς. Στιχουργικά είναι σαν ένας εφιάλτης πάρα πολύ μπερδεμένος, εικόνες ασυνείδητα συνδεδεμένες”. Κάτι τέτοιο έκανα κι εγώ. Στο έργο υπάρχει η κλειστοφοβική ατμόσφαιρα του τραγουδιού και η αίσθηση σαν να είναι μια παρέα κλεισμένη σε ένα ιγκλού, αποκλεισμένη από το χιόνι, που κάνουν κάτι που είναι σαν αρρωστημένο, ψυχεδελικό παιχνίδι…»
-Πες μου ειλικρινά, πόσες φορές έχεις ακούσει το No More Shall We Part; τον ρωτάω, καθώς ξεφυλλίζω την λαχταριστή έκδοση που θα αφήσει πίσω της η έκθεση “Stefanos Rokos: Nick Cave & The Bad Seeds’ No More Shall We Part, 14 paintings 17 years later”, ίσως το πιο σημαντικό εικαστικό γεγονός της χρονιάς για όσους πίνουν νερό στο όνομα του Cave (Μουσείο Μπενάκη, Πειραιώς 138, από 04/04/2019 έως19/05/2019).
Πριν ξεκινήσω να τον ζωγραφίζω ήταν ο δίσκος που είχα ακούσει περισσότερο στη ζωή μου. Όταν ξεκίνησα δεν τον άκουγα.
-Δεν έβαζες δηλαδή να παίζει στο repeat κάθε τραγούδι ενώ το «μετέφραζες» σε εικόνα;
-Όχι, υπήρξαν πολύ λίγες στιγμές μέσα σε αυτά τα τρία χρόνια που τον άκουσα. Ήμουν που ήμουν εμμονικός με αυτό το πράγμα, δεν ήθελα να το παρακάνω. Ήθελα πιο πολύ να έχω μέσα μου τα τραγούδια αφομοιωμένα και να μου βγει κάτι πιο δικό μου χωρίς να έχω τη μουσική και τη φωνή του στ’ αυτιά μου.
-Είναι όμως ο αγαπημένος σου δίσκος του Cave;
-Είναι, μαζί με το Tender Prey και… Ας το πιάσω αλλιώς: το “From Her to Eternity” είναι το πιο αγαπημένο μου τραγούδι του και το πιο αγαπημένο μου τραγούδι γενικά στην ιστορία της μουσικής. Και ο δίσκος πολύ αγαπημένος. Όπως και το Tender Prey, το No More Shall We Part και το τελευταίο, το Skeleton Tree. Θεωρώ ότι είναι ό,τι πιο δύσκολο να γράψει ένας καλλιτέχνης για το πιο τραγικό πράγμα που μπορεί να συμβεί σε άνθρωπο. Όταν βγαίνει με τόσο ωραίο και αληθινό τρόπο, δεν μπορώ παρά να πω ότι είναι αριστούργημα. Είναι πολύ βαρύ αλλά με πολύ ωραία συναισθήματα. Κι όταν ένας καλλιτέχνης που έχει κάνει τόσα πράγματα, στα 60 του γράφει ένα “Girl In Amber”, εντάξει, τι να πεις…
Μπορείς, νομίζω, να πεις ότι ο χρόνος είναι με το μέρος αυτού του λεπτού, ψηλού, Αυστραλού που κάποτε, όταν ήταν ακόμη πολύ νέος, «χάθηκε» για μία ολόκληρη νύχτα στη σκοτεινή πλευρά του «πλανήτη Αθήνα» και τώρα, στην αυγή της τρίτης ηλικίας του, μεταμορφώνεται! Δονείται! Λάμπει! Πετάει! Κοιτάξτε τον τώρα!