Ξέρω ότι συζητιέται πολύ το ότι παίζω ένα γυναικείο χαρακτήρα σε ένα σαιξπηρικό έργο. Καταρχήν, δεν ήταν επιλογή δική μου. Ήταν επιλογή του κ.Λιγνάδη. Αποδέχθηκα την πρόταση. Πάμε παρακάτω.
Η συγκεκριμένη ηρωίδα, η Νένα, η γκουβερνάντα της Ιουλιέτας, δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας γελωτοποιός. Είναι τραγωδός, είναι δραματική, είναι έξυπνη, είναι αστεία, είναι κακιά, περιφρονεί τους πάντες και τα πάντα, αδιαφορεί, παιδεύει και γελάει. Όλα αυτά μπορεί να τα έχει μόνο ένας γελωτοποιός του βασιλιά. Και σε αυτή την παράσταση βασιλιάς θα είναι ο κόσμος.
Όλα αυτά τα στοιχεία που σας είπα, όσον αφορά το χαρακτήρα της Νένας, τα έχω μέσα μου σαν ηθοποιός και όποτε μου δοθεί η ευκαιρία τα βγάζω προς τα έξω. Το πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι, ας το αφήσουμε καλύτερα. Είναι μυστικό. Δεν χρειάζεται να βάλουμε τον κόσμο στη διαδικασία να σκέφτεται το πως δουλεύει ένας ηθοποιός για να κάνει αυτό που πρέπει να κάνει.
Τίποτα δεν γίνεται ξαφνικά. Ξαφνικά γίνεται μόνο η σύλληψη στη μήτρα. Εγώ από τη στιγμή που εμφανίστηκα στη μήτρα της μητέρας μου, ήμουνα ένας μικρός, πολύ μικρός ηθοποιός. Μεγαλώνοντας στην κοιλιά της μητέρας μου 9 μήνες, την τυρρανούσα γιατί έκανα πάρα πολλές κινήσεις, κάθε τόσο πεταγόταν. Όταν με γέννησε έκλαιγα, γέλαγα, χαμογελούσα, λες και το έκανα επίτηδες. Μεγαλώνοντας, στα 6 χρόνια μου, ερχόταν ένας περιοδεύων κινηματογράφος στη γειτονιά κι εγώ πήγαινα, έβλεπα την ταινία κι όταν επέστρεφα σπίτι, έπαιρνα ένα τρίκυκλο ποδήλατο, το γύριζα ανάποδα, πέρναγα μια σερπαντίνα από την πρώτη ρόδα μέχρι τη δεύτερη, γύρνακα το πετάλ, έκανα ότι ήταν μηχανή κινηματογράφου, έτρεχα στον τοίχο απέναντι κι έκανα ό,τι είχα δει. Άρα δεν έγινα τυχαία ηθοποιός. Άρα δεν μου ήρθε ξαφνικά. Άρα το είχα από τη μήτρα της μητέρας μου.
Πολιτισμένοι άνθρωποι ήταν οι γονείς μου, μορφωμένοι, δεν είχαν ουδεμία αντίρρηση. «Ό,τι σου αρέσει, κάνε» μου έλεγαν.
Δεν είμαι μόνο εγώ που δούλεψα μικρός. Πάρα πολλά παιδιά σ’ αυτή τη ζωή, από 12-13 χρονών, ξεκινάνε να κάνουνε πάρα πολλές δουλειές. Έτσι, εγώ δεν ξεχωρίζω τον εαυτό μου, είμαι σαν όλα τα παιδιά που δούλεψαν από εκείνη την ηλικία. Δε νομίζω γενικά ότι διαφέρω από τα παιδιά της εποχής εκείνης. Έκανα πολλές δουλειές. Δεν έχει και τόση σημασία να τις ονοματίσω.
Όταν έφτασα σε μια ηλικία που άρχισα να ωριμάζω κατά κάποιο τρόπο και ήθελα να κερδίσω τη ζωή από μόνος μου, έφυγα στα καράβια με την υπογραφή του πατέρα μου. Ταξίδεψα δυόμιση χρόνια, γνώρισα πολύ κόσμο, πολλούς χαρακτήρες, πέρασαν από δίπλα μου πολύ άσχημα πράγματα. Εκεί αντιμετώπισα και τη σκληρή και την αγνή πραγματικότητα. Εκεί διαμόρφωσα ένα – θέλω να πιστεύω – πάρα πολύ καλό χαρακτήρα.
Για τους άλλους ήταν συγκλονιστικό που ένα παιδί σε αυτή την ηλικία ταξίδευε με τα καράβια. Για μένα ήταν μια δουλειά. Τίποτα άλλο. Θα μπορούσα να ταξίδευα και με αεροπλάνα, ως μηχανικός, αν υπήρχαν οι κατάλληλες συνθήκες.
Αυτή η δουλειά δεν επηρέασε απλώς το χαρακτήρα μου, τον διαμόρφωσε. Αν και ήταν ήδη αρκετά διαμορφωμένος σε κάποιο βαθμό με πολλά καλά στοιχεία, λόγω της οικογένειάς μου. Στο μεγάλωμα του παιδιού η οικογένεια παίζει τον πιο σπουδαίο ρόλο, και μάλιστα στην ηλικία 6 με 12 ετών. Μεγάλη υπόθεση. Τότε παίρνεις την αγωγή, το ήθος, την αξιοπρέπεια, όλα αυτά τα στοιχεία που αξιοποιείς όταν μεγαλώνεις, ανεξάρτητα από το αν έχεις τύχη ή ατυχία στη ζωή σου.
Μεγαλώνοντας η καλή σχέση που είχα με τους γονείς μου διατηρήθηκε. Δυστυχώς όχι για πολύ. Η μαμά μου έφυγε πολύ νέα.
«Ώστε λένε ότι είμαι ηθοποιός με πολλά γαλόνια; Και πολλά χάπια! Ασπιρίνες, ντεπόν, παυσίπονα, τέτοια πράγματα…»
Η ζωή χρειάζεται τόλμη. Αν δεν τολμάς, δε νικάς. Εγώ τόλμησα και νίκησα. Δεν ξέρω αν ρίσκαρα. Πάντα, όμως, τολμούσα. Αν το πάμε στο θέατρο -αν ας πούμε μια φορά μπορεί να τόλμησα να παίξω ένα ρόλο και δεν είχα την επιτυχία που θα έπρεπε να έχω και την είχε κάποιος άλλος- σημασία έχει να δέχεσαι με σεβασμό και με ήθος την ήττα σου, ακριβώς όπως και τη νίκη σου. Γιατί αν δεν δεχθείς τη νίκη σου με χαμηλούς τόνους, με ήθος και με αγωγή, τότε όταν έρθει η ήττα σου, θα τρελαθείς. Είμαι πάρα πολύ προσγειωμένος σε αυτά τα θέματα από μικρός. Πάντα ήξερα τι είναι η νίκη και τι είναι η ήττα. Και πάντα ήμουν πολύ ταπεινός και στα δύο.
Όταν ξεκινούσα δεν είχα τόσο μακρόφθαλμα όνειρα όσο ο κινηματογράφος. Το μέλημά μου ήταν το θέατρο. Και πολύ νωρίς ήρθα σε επαφή με την τηλεόραση. Τότε που η ΕΡΤ έκανε πολύ ωραίες παραγωγές. Ήταν οι Έμποροι των Εθνών του Παπαδιαμάντη. Μετά ήταν ο Γιούγκερμαν με τον Αλεξανδράκη. Και μετά ήταν ο Συμβολαιογράφος με τον σπουδαίο Διαμαντόπουλο. Αυτά ήταν τα πρώτα βήματά μου.
Ήξερα ότι θα κάνω επιτυχία. Ήμουν τόσο πεπεισμένος που δεν υπήρχε περίπτωση να μην πετύχω. Η επιτυχία λοιπόν ήρθε στο θέατρο Παρκ, που δε μίλαγα καν ελληνικά. Είχα ένα στιγμιότυπο, με τον Μουστάκα αν θυμάμαι καλά, που έλεγα μόνο το εξής: «τικιτάκα τικιτάκα, τικιτάκα τακατα». Έκανα ένα κινέζικο πουλάκι. Ήμουν 48 κιλά. Θα μου πεις, τώρα πήρες; Όχι, 40 χρόνια στο θέατρο και δεν πήρα ούτε ένα γραμμάριο. Ήμουν λοιπόν 48 κιλά και έβγαινα σαν καρτούν, κι εκεί ο κόσμος γελούσε τόσο πολύ, ώστε μέχρι να μιλήσει ο συνάδελφος και τότε πρωταγωνιστής, περνούσαν 4-5 λεπτά. Πρέπει να ήμουν 21 ετών τότε.
Η γνωριμία με την επιτυχία μου φαινόταν και ενδιαφέρουσα και αδιάφορη. Δεν είχα τόσο μεγάλη αγωνία. Ίσως γιατί ήξερα από την αρχή ότι σε αυτό το επάγγελμα θα πετύχω. Πίστευα στον εαυτό μου γιατί τον ήξερα. Γιατί αν δεν τον ήξερα και πίστευα, θα είχα κάνει τραγικό λάθος. Θα ήμουν ένα ψώνιο. Βέβαια, θα μου πεις, τώρα δεν είσαι ψώνιο; Γιατί στα καλά καθούμενα να βγαίνεις πάνω στη σκηνή και να κάνεις τον άλλο να γελάει ή να κλαίει, δεν πρέπει να είσαι εντελώς καλά, πρέπει να είσαι λίγο ψώνιο. Τι να σας πω…
Η αναγνωρισιμότητα είχε αρχίσει από το θέατρο, από το 1978 μέχρι το 1983 είχα κάνει πολλά πράγματα, είχα παίξει πολλά ήδη θεάτρου. Είχα παίξει Φιλοκτήτη όταν ήμουν πιτσιρικάκι. Είχα παίξει στη «Στρίγγλα που έγινε αρνάκι». Είχα παίξει τον Καλιγούλα του Αλμπέρ Καμύ. Είχα κάνει πολλά πράγματα τα οποία οι νέοι δεν τα γνωρίζουν κι εύχομαι κάποτε να τα μάθουν. Διότι δεν ήταν τυχαία η παρουσία μου στο θέατρο.
Ώστε λένε ότι είμαι ηθοποιός με πολλά γαλόνια; Και πολλά χάπια! Ασπιρίνες, ντεπόν, παυσίπονα, τέτοια πράγματα…
Η δεκαετία 83-93 ήταν η χρυσή εποχή του κινηματογράφου, όχι μόνο για μένα αλλά για πάρα πολλά νέα παιδιά. Όσοι επέλεγαν σωστές ταινίες, παρέμειναν και στο θέατρο. Όσοι ήθελαν να κάνουν κινηματογράφο για να κάνουν και δεν πρόσεχαν καθόλου τα σενάρια, δυστυχώς τώρα πια είναι μακριά από το θέατρο. Αν έχεις δει ταινίες δικές μου, υπάρχουν σε όλες μερικές σκηνές που έχουν μία διαχρονικότητα, όπως εκείνες στο ΙΚΑ ή στην εφορία, για παράδειγμα. Χαλαλούσα πάρα πολλές ώρες στο να διαβάζω το σενάριο και να προσπαθώ να φτιάχνω – με όσο τάλαντο συγγραφικό έχω, που δεν έχω και τίποτα σοβαρό – και να συμπληρώνω το σενάριο του κ. Μιχαηλίδη ή του κ. Δαλιανίδη. Και όλοι μαζί βγάζαμε αυτό το αποτέλεσμα.
Η επιτυχία ποτέ δε με επηρέασε. Θεωρούσα και θεωρώ όλο αυτό μια τέχνη. Κάνω αυτό που κάνω. Παραμένω αυτός που είμαι. Δεν έχω αλλάξει πουθενά και σε τίποτα. Δεν έχω καμία ιδιαιτερότητα. Δεν έχω καμία διαφορά από τον οποιονδήποτε άλλο απλό άνθρωπο.
Πάντοτε ήμουν προσγειωμένος. Πάντοτε ήμουν στη θέση μου. Πάντοτε πατούσα στα πόδια μου. Ποτέ δεν πήραν τα μυαλά μου αέρα. Γιατί δεχόμουν την κάθε ήττα και την κάθε νίκη πάρα πολύ ταπεινά. Αυτό είναι πολύ σημαντικό για κάθε καλλιτέχνη. Να δέχεται την αποτυχία και την επιτυχία με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Έτσι διαμορφώνεις τον εαυτό σου προς το καλύτερο. Είναι πολύ σημαντικό στοιχείο αυτό για να προχωρήσει ένας καλλιτέχνης. Διότι πάρα πολλοί αυτή τη στιγμή είναι στα ψυχοφάρμακα. Βέβαια δε φταίνε τα παιδιά. Φταίει αυτή η παραπλάνηση που τους δημιουργεί ο ίδιος τους ο εαυτός, χωρίς να γνωρίζουν τι πρέπει να κάνουν και τι όχι, σχετικά με αυτό που έχουν επιλέξει να κάνουν.
Η ζωή δυστυχώς παραπλανεί. Αν δεν έχεις τις κεραίες σου ανοιχτές να παίρνεις τα σήματα, τότε πολύ δύσκολα θα προχωρήσεις σε αυτή τη δουλειά. Εγώ ποτέ δεν παραπλανήθηκα και το λέω με μεγάλη μου λύπη. Ναι, λύπη. Γιατί ακριβώς επειδή ήμουν πάντοτε προσγειωμένος, δεν χαιρόμουν πολύ με αυτά που μου συνέβαιναν. Αυτό όμως όπως σαν είπα είναι που με κράτησε. Το ότι δεν χαιρόμουν πολύ ήταν λοιπόν το τίμημα.
Δεν ένιωσα κάπως όταν τελειώσε αυτή η χρυσή εποχή. Δεν ήθελα τίποτα ιδιαίτερο, απλά έκανα τη δουλειά μου. Πετύχαινε; Πάρα πολύ ωραία, προχωρούσα. Δεν έκανα περίπλοκα όνειρα και φαντασιώσεις ότι θα κάνω εκείνο ή το άλλο. Άλλο το να θέλω και άλλο το να μπορώ. Αν μπορώ να κάνω κάτι, τότε το θέλω. Αν δεν μπορώ, πάει να πει ότι δεν θα το θελήσω.
Οι απόψεις είναι απλώς απόψεις. Που άλλες φορές έχουν ουσία και άλλες φορές δεν έχουν.
Πάντοτε ζούσα μέσα στις πίκρες και τις χαρές της αλήθειας. Και στις ελπίδες της αλήθειας. Δεν αφέθηκα ποτέ σε ένα ψέμα. Γιατί το ψέμα δεν είναι ποτέ αθώο. Γιατί όταν το ψέμα μάθει κολύμπι, θα πνιγείς μαζί με αυτό, δεν θα διασωθείς. Γι’ αυτό, ας αφήσουμε τα ψέματα, μακριά από εμάς.
Ποτέ δεν ένιωσα ότι με έχουν παρεξηγήσει ως καλλιτέχνη. Ό,τι αξίζω το παίρνω σε οποιοδήποτε είδος θεάτρου. Αν και για μένα δεν υπάρχει είδος στο θέατρο. Απ’ έξω το κτίριο γράφει «Θέατρο». Είτε Τσβάιχ είναι, είτε Μίλερ είναι, είτε Πιραντέλο είναι, είτε Σαίξπηρ είναι, είτε Καμύ είναι, οτιδήποτε και να είναι, είναι θέατρο. Μπορείς να παίξεις; Παίξε. Δεν μπορείς; Μην το μαστιγώνεις.
Αντιμετωπίζω κάθε ρόλο με τον ίδιο τρόπο. Με συνέπεια. Με δουλειά. Με πολύ αγώνα. Όσο δύσκολος είναι ο Σαίξπηρ ή ο Πιραντέλο ή ο Ίψεν ή ο Μολιέρος, τόσο δύσκολη είναι η επιθεώρηση. Μη σου πω και πιο δύσκολη. Γιατί εκεί δεν υπάρχει μια θεματολογία που μπορεί να σου δώσει ένα χαρακτήρα και να χτίσεις πάνω σε αυτό. Είσαι ελεύθερος, εσύ και ο κόσμος. Στα ονόματα που σου προανέφερα υπάρχει ένας χαρακτήρας δομημένος, ξέρεις αν είσαι ψεύτης, δειλός, κακός, χαζοχαρούμενος, έτσι ή αλλιώς, ξέρεις, καλλιεργείς τον ήρωα και τον ερμηνεύεις. Ενώ στην επιθεώρηση δεν ξέρεις. Είσαι μεταξύ αέρος, σκηνής και κοινού. Γι’ αυτό και είναι πάρα πολύ δύσκολο να παίξεις επιθεώρηση.
«Σημασία έχει να δέχεσαι με σεβασμό την ήττα σου, ακριβώς όπως και τη νίκη σου. Γιατί αν δεν δεχθείς τη νίκη σου με χαμηλούς τόνους, με ήθος και με αγωγή, τότε όταν έρθει η ήττα σου, θα τρελαθείς»
Όταν παίζεις είναι από κάτω δύο χιλιάδες άτομα που σε χειροκροτούν, σε θαυμάζουν, σε αποδοκιμάζουν. Ό,τι και να παίξεις, όσο καλά και να το παίξεις, αυτό που έχει σημασία είναι πως όταν σβήνουν τα φώτα και φεύγεις από τη σκηνή, βλέπεις δύο χιλιάδες άδειες θέσεις. Και ω τι μοναξιά!
Δεν είναι μοναχική η δουλειά μου, έχει να κάνει με πολύ κόσμο. Αλλά μετά από αυτό που έχεις δώσει, τη στιγμή που βλέπεις τα άδεια καθίσματα στο μισοσκόταδο, είσαι μόνος, πως να το κάνουμε. Ήρθαν, πλήρωσαν για να σε δουν, για να γελάσουν ή να κλάψουν. Ή απλώς να περάσουν καλά. Πληρώσανε, σε είδανε, φύγανε. Κι εσύ μένεις μόνος. Μέχρι την επόμενη φορά. Αυτή είναι η δουλειά μου. Και αν δεν είσαι συνειδητοποιημένος, είσαι απλά πάρα πολύ χαρούμενος. Αν το συνειδητοποιήσεις, θα δεις ότι είναι έτσι, και δεν είναι αλλιώς. Πώς το είχε πει ο Πιραντέλο; Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε.
Τη μοναξιά μου τη συνοδεύει το παρελθόν, το τώρα και το μέλλον. Ακόμα και στις γυναίκες με τις οποίες ξάπλωσα, η μοναξιά μου ταραζόταν κατά κάποιο τρόπο από την ξινισμένη μυρωδιά που αφήναν οι μασχάλες τους. Ποτέ δεν είσαι μόνος. Θα σε συνοδεύουν πάντα αυτοί που σε αγάπησαν, αυτοί που σε μίσησαν, θα τα κουβαλάς όλα αυτά.
Είμαι πάρα πολύ πρόσχαρος άνθρωπος.
Αν μπορούσα να μιλήσω στο Στάθη τότε που ήταν νέος, θα τον μάλωνα, για να μην πάθει κακό. Γιατί στη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων, είχα αντιπαλότητες, πολλές, σκληρές, αδίστακτες. Θα συμβούλευα λοιπόν τον Στάθη να μην στενοχωρηθεί καθόλου όταν θα του συμβούν όλα αυτά. Σε ποια δουλειά δεν υπάρχουν εντάσεις; Δεν είναι προνόμιο των ηθοποιών.
Πιστεύω στο Θεό. Σε ένα Θεό. Διότι αν ήταν τόσο πολλοί εκεί πάνω, θα μαλλιοτραβιόντουσαν. Ο Θεός είναι ένας και μοναδικός. Δεν έχει σχιστά μάτια, ούτε έχει κάποιο χρώμα, κόκκινο, κίτρινο, άσπρο, είναι κάτι άυλο και μοναδικό.
Ποτέ μου δεν έκανα μακρόφθαλμα σχέδια, το τονίζω και πάλι. Πόσω μάλλον τώρα, μεγαλώνοντας. Ούτε κοντόφθαλμα δεν μπορώ να κάνω. Με πάσα ειλικρίνεια. Κάθε μέρα είναι μια άλλη μέρα. Ουαί κι αλίμονο να μην ήταν άλλη και να ήταν η ίδια.
Καθόλου μουρτζούφλης δεν είμαι το πρωί. Ξυπνάω με χαμόγελο. Χαίρομαι που ξαναβλέπω τον ήλιο. Χαίρομαι που καμιά φορά περνάει ένα πουλάκι και το ακούω. Χαίρομαι που είμαι καλά και υγιής. Ελπίζω ο Θεός να με έχει καλά μέχρι το τέλος. Γιατί ποτέ δεν τον πείραξα. Δεν λογομάχησα ποτέ μαζί του. Είναι χωρισμένα τα τσανάκια μας.
Θα σου πω μια φιλοσοφία δική μου, από τότε που είχα γυρίσει από τα πλοία, πριν τα 18 μου. Έψαχνα να βρω τι είναι η ζωή. Τι μου δίνει αυτό που λέγεται ζωή. Φαντάστηκα λοιπόν τη ζωή και το θάνατο να συνομιλούν. Και λέει η Ζωή: «ρε Θάνατε, με μένα χαίρονται, ελπίζουν, κάνουν όνειρα, εσένα γιατί σε φοβούνται;». Και ο Θάνατος απάντησε: «Γιατί εγώ μωρή καριόλα είμαι αληθινός, όταν θα έρθω, θα με καταλάβουν όλοι. Ενώ εσύ προπαγανδίζεις».
Είναι τιμητικό για μένα να απαντώ σε μη τυποποιημένες ερωτήσεις. Γιατί συνήθως με ρωτάνε για τα προσωπικά μου… Δεν ξέρω αν οι απαντήσεις μου σε έπεισαν, πάντως ήταν αληθινές. Με ενδιαφέρει πάρα πολύ η αλήθειά μου. Συγνώμη που δακρύζω… Ζούμε σε ένα ψέμα. Και αυτό που μου κάνει εντύπωση είναι ότι το βιώνουμε και νιώθουμε ευτυχισμένοι. Κι εγώ που δε ζω το ψέμα, τα δάκρυά μου τρέχουν. Συγνώμη.
Σου εύχομαι να έχεις υγεία και τύχη στη ζωή σου. Γιατί και στον Τιτανικό όλοι είχαν υγεία. Αυτό που δεν είχαν ήταν η τύχη.