Η πλατεία Εξαρχείων είναι ήρεμη, πεντακάθαρη και βρεγμένη –κάποιοι την έχουν μόλις καθαρίσει με κάνουλες- αλλά στην ατμόσφαιρα πλανιόνται ακόμα τα τελευταία ίχνη απ’το μπαρούτι της περασμένης βραδιάς, που άφησε πίσω πυρπολημένα καταστήματα, αυτοκίνητα και σμπαραλιασμένους σηματοδότες. Σε αυτό το αλλόκοτο μικροσύμπαν, που μόλις ξυπνά, εμφανίζεται με ένα χαμόγελο, σαν σύγχρονη ηρωίδα του Μπέκετ, αγκαλιά με το laptop της η Σοφία Φιλιππίδου -μένει λίγα τετράγωνα μακρύτερα.
Μόλις αποχωριστήκαμε πήρε χαρούμενη σαν παιδί το δρόμο για το Από Μηχανής Θέατρο και τις τελευταίες πρόβες δυο θεατρικών της Ρούλας Γεωργακοπούλου που έχει λατρέψει, των «Διανυκτερεύον» και «Η προσπερίνα και ο Ναύτης» Την Παρασκευή (11/12), συνδεδεμένα με αποσπάσματα από την «Τρικυμία» του Σαίξπηρ, κάνουν πρεμιέρα, σε δική της σκηνοθεσία και με την ίδια επί σκηνής. Ο τίτλος της παράστασης είναι «Καρφίτσες στα Γόνατα».
Η πλατεία σήμερα δεν μαρτυρά όσα συνέβησαν χτες. Πώς βιώσατε κατοικώντας εδώ τα επεισόδια, ανήμερα της μαύρης επετείου του Αλέξη Γρηγορόπουλου; Τα δακρυγόνα που πέφτανε μαζί με το ελικόπτερο που πετούσε διαρκώς μού φέρανε μια αναστάτωση. Επηρέασαν πάρα πολύ τον ψυχικό μου κόσμο. Σκέφτηκα πάρα πολύ τι γίνεται, πώς γίνεται, πώς επαναστατούμε, πώς διεκδικούμε, πώς θυμόμαστε, πώς γιορτάζουμε. Και φούντωσε η αλλεργική μου ρινίτιδα. Αλλά δεν σκέφτηκα ούτε στιγμή να σου πω να ακυρώσουμε το ραντεβού μας.
Σκεφτήκατε ποτέ να μετακομίσετε; Οχι. Ποτέ. Δεν είναι μια αλλεργική ρινίτιδα σοβαρός λόγος για να μετακομίσει κανείς. Η ρινίτιδά μου φουντώνει και με τα νέφη και με τα νεύρα και με τους ανθρώπους, που είναι κακότροποι. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα μετακομίσω σε άλλο κόσμο.
Η περιοχή δεν είναι γκέτο; Οχι. Εγώ πιστεύω ότι επειδή είμαστε αναμεμειγμένοι πολλοί και διαφορετικοί άνθρωποι αυτό δημιουργεί ένα κοινωνικό και πολιτισμικό δείγμα πάρα πολύ ενδιαφέρον. Είναι πολύ ωραίο να ζει κανείς εδώ γιατί η περιοχή είναι ένα μέτρο για το τί γίνεται στην καρδιά της Αθήνας.
Πριν τα Εξάρχεια σε ποια περιοχή μένατε; Πουθενά. Θεσσαλονίκη και μετά Εξάρχεια, με ένα διάλειμμα δυο μηνών σε ένα δώμα σε μια παράλληλη της Σκουφά. Τα Εξάρχεια ήταν επιλογή μου.
έζησα και ζω πάρα πολύ απλά, σε ένα δωματιο με το κρεβάτι μου ένα πάγκο για το laptop, με τα βιβλία μου..μια μικρη συλλογη έργων τέχνης στους τοίχους, πολλά μικρά πραγματάκια, δώρα θεατών …και τις εκατό γλάστρες στο μπαλκόνι μου. Ήξερα ότι δεν θα επιβίωνα αλλιώς αφού έκανα διαρκώς μικροεπαναστάσεις στο θέατρο με τα «όχι» μου. Γι’αυτό όμως μπορώ και κάνω τώρα θέατρο. Αλλιώς δεν θα μπορούσα.
Τις προάλλες αναρωτηθήκατε γιατί εξεγειρόμαστε; Οχι γιατί, αλλά γιατί γίνεται με τον τρόπο που γίνεται. Κι εγώ θυμώνω με την ατιμωρησία. Χρειαζόμαστε μια μικρή εκτόνωση. Τα κάνουμε όλα από το υστέρημά μας και δεν υπάρχει κανένα έλεος στον κόπο των έντιμων και ηθικών, θα πρόσθετα, στοιχείων αυτής της κοινωνίας. Χρειάζεται απ’όλες τις απόψεις σύγκρουση και κάθαρση. Και μετά θα γεννηθεί ξανά κάτι. Οσο δεν συμβαίνει αυτό βουλιάζουμε στην ασάφεια. Φτάσαμε παγκόσμια σε ένα σημείο οριακό. Η απελπισία όμως είναι πολυτέλεια. Προσωπικά ήξερα πού οδεύουμε από το ’90 , στην εκπομπή μου στο Mega που την έκοψαν απότομα τα έλεγα όλα, και για τα δάνεια και για τη φούσκα, για τα πάντα. Ηξερα τι ερχόταν από τότε και έκανα οικονομία. Ζω στο μικρό μου διαμέρισμα, δεν πήρα έπιπλα, έζησα και ζω πάρα πολύ απλά, σε ένα δωματιο με το κρεβάτι μου ένα πάγκο για να ακουμπάω το laptop, με τα βιβλία μου..μια μικρη συλλογη εργων τέχνης στους τοίχους, πολλά μικρά πραγματάκια, δώρα θεατών εδώ και κει…και τις εκατό γλάστρες στο μπαλκόνι μου, που βλέπει λοξά στο βαθος την Ακρόπολη. Ηξερα ότι δεν θα επιβίωνα αλλιώς αφού έκανα διαρκώς μικροεπαναστάσεις στο θέατρο με τα «όχι». Γι’αυτό όμως μπορώ και κάνω τώρα θέατρο. Αλλιώς δεν θα μπορούσα. Πενήντα με 100 θέσεις τις γεμίζω. Παλιότερα γέμιζα μεγαλύτερα θέατρα.
Τα επεισόδια, η κατάσταση της χώρας επηρεάζουν, διαπερνούν και τη δουλειά σας ή κάνετε cut σε όλα, και εισέρχεστε στη σκηνή ανεπηρέαστη από αυτό που έχει προηγηθεί, από αυτό που έχετε μόλις ζήσει; Εγώ τα εντάσσω όλα στη δουλειά μου. Δεν αποκόβομαι. Από μικρό παιδί δεν αποκόβομαι από την πραγματικότητα. Η πραγματικότητα με συνοδεύει πάντα. Βεβαίως, μέσα από την καλλιτεχνική πράξη πρέπει να ομολογήσω ότι φεύγω λίγο. Δηλαδή, είναι μια διαφυγή η τέχνη, το παραδέχομαι. Τρέχω γύρω-γύρω από την πραγματικότητα. Αλλά δεν εκσφενδονίζομαι, δεν φεύγω σε άλλο κόσμο. Εχω πολύ καλή επαφή με το γίγνεσθαι και με επηρεάζει κάθε φορά αναλόγως. Συνοδεύει την καλλιτεχνική πράξη, τη δουλειά μου στο θέατρο, όπου τα πράγματα πλέον γίνονται με πάρα πολύ μεγάλη πίεση, χωρίς χρήματα.
Ο πατέρας σας; Κάποια στιγμή πήρε το θάρρος να πάρει ένα μικρό χώρο πίσω από το σιδηροδρομικό Θεσσαλονίκης και να κάνει μια υπαίθρια μάντρα παλιών σιδήρων. Αγόραζε από τους γυρολόγους παλιά σίδερα και μέταλλα.Πώς βλέπουμε τώρα τους Πακιστανούς που τα μαζεύουν; Τη δουλειά την είχε μάθει από τους Ισπανούς Εβραίους της Θεσσαλονίκης.
Η μητέρα σας ήταν η κλασική νοικοκυρά; Η μητέρα μου δούλευε σε οίκο ραπτικής ως μεγαλομοδίστρα. Οταν παντρεύτηκε έραβε μόνο για εμάς, εγκατέλειψε το επάγγελμα.Μας έραβε αλλά δεν είχε καμία επαφή με τη μόδα.
Ως παιδί τι ήταν αυτό που σας ταρακούνησε περισσότερο; Με ταρακουνούσαν οι πυρετοί μου, γιατί είχα μεγάλους πυρετούς, έφτανα τους 42. Με ταρακούνησαν οι πρώτοι εφιάλτες του πυρετού.
Τι εφιάλτες βλέπατε; Έβλεπα εκατοντάδες ποντίκια να πέφτουν απ΄το ταβάνι, έβλεπα να μπαίνουνε στρατιώτες με όπλα στο σπίτι. Εβλεπα να γίνεται πόλεμος διαρκώς.
Είχατε ακούσει σχετικές αφηγήσεις; Είχα ακούσματα από πολέμους γιατί ο πατέρας μου μιλούσε για τη Μικρασιατική Καταστροφή, πώς έφυγε και πώς σφάξαν τον πατέρα του οι Τούρκοι. Μιλούσε για το κεφάλι του παπού μου. Κι όλο ένα κεφάλι τριγυρνούσε ανάμεσά μας. Ηταν το κεφάλι του παππού μου, που όμως δεν τον ήξερα. Αυτοί ήταν οι εφιάλτες μου, αλλά ευτυχώς δεν επηρέαζαν τη χαρά του παιχνιδιού .
Αυτή τη χαρά του παιχνιδιού δεν την χάσατε ποτέ; Μόνο 13 ετών. Στα 13 μου άλλαξα σχολείο πήγα σε γυμνάσιο θηλέων κι αυτό μού έκανε πολύ μεγάλο κακό στην ιδιοσυγκρασία μου γιατί έλειψε η παρέα των αγοριών. Εμένα μού άρεσε να παίζουμε μαζί αγόρια και κορίτσια. Αυτό εμπεριείχε μέσα και μια σεξουαλικότητα, την οποία έχασα αργότερα. Στο Γυμνάσιο επειδή έπρεπε και να διαβάζω καταπιέστηκε η σεξουαλικότητά μου, κι έχασα τη χαρά μου. Και νομίζω έκτοτε η σεξουαλικότητά μου δεν διοχετεύτηκε στη ζωή μου καλά, αλλά στο θέατρο. Εγώ εκφράστηκα δηλαδή σεξουαλικά στο θέατρο κι όχι στη ζωή.
Ως παιδί πώς και πότε πρωτοήρθατε σε επαφή με το θέατρο; Ποτέ! Αυτά τα χαζά που κάναμε στο Δημοτικό δεν τα θεωρώ θέατρο. Ηταν κάτι άθλιες γιορτές. Δεν είχα δει θέατρο ούτε όταν έδωσα στη Δραματική. Εγώ γεννήθηκα σε ένα σπίτι εβραίικο, με την έννοια ότι όταν διώχθηκαν οι Εβραίοι τα σπίτια τους τα πήρε το κράτος και τα νοίκιαζε σε φτωχούς με μικρό αντίτιμο. Γύρω μας τα πάντα ήταν εβραίικα. Δηλαδή, δεν ξέρω σε ποιο σχολείο πήγαινα γιατί το λέγαμε εβραίικο. Τα Εβραιόπουλα είχαν φύγει. Αλλά εγώ ζούσα με την ανάμνηση των Εβραίων που διώξανε και αφήσαν πίσω τους χώμα, σκουριά κι εγκατάλειψη. Το σπίτι μου, η γειτονιά μου ήταν ένα τοπίο εγκαταλειμένο. Δηλαδή, όλα όσα κάποτε ήταν ωραία με τον καιρό ρημάξανε κι εμείς τα βρήκαμε ρημαγμένα και ποτέ δεν είχαμε λεφτά να τα φτιάξουμε. Ηταν σα να πήγαμε σε μια εμπόλεμη περιοχή και μας είπανε «μπείτε εδώ μέσα», όπως βάζουν τους πρόσφυγες. Ερήμωση. Χωρίς δρόμους, χωρίς νερό στο σπίτι. Πολύ προλεταριακή κατάσταση.
Στο σχολείο πώς τα πηγαίνατε; Ήσασταν καλή μαθήτρια; Ημουνα η πρώτη και η πιο καθαρή. Επειδή η μάνα μου ήταν υστερικιά του πλυσίματος και κάθε μέρα έβαζε μπουγάδα, φρόντιζε να είναι καθαρά τα ρούχα μας, να μην φαίνεται η φτώχεια μας τόσο πολύ. Ήμασταν τέσσερα παιδιά. Ο τελευταίος μου αδελφός ήρθε όταν αρχίσαμε να έχουμε κάποια χρήματα, 13 χρόνια μετά από μένα.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον ποια ερεθίσματα σάς έκαναν να αποφασίσατε να δώσετε εξετάσεις στη δραματική σχολή; Εβλεπα σινεμά, δυο έργα τη βδομάδα. Αναγκαστικά, ό,τι έφερνε το σινεμά στη γειτονιά. Ενα καουμπόικο κι ένα ελληνικό. Αργότερα, όταν πήγα στο Γυμνάσιο, είχα την ευκαιρία να πηγαίνω στο σινεμά στην πόλη. Εμένα μ’άρεσε κατευθείαν ο Μπέργκμαν. Πέρασα στην «Εβδομη Σφραγίδα» με τη μία. Εκεί κόλλησα. Ημουνα με ένα τετράδιο στην αίθουσα κι έγραφα τους διαλόγους. Εκεί άρχισα να ασχολούμαι με το γράψιμο. Οι διάλογοι του Μπέργκαν για το θάνατο, τον έρωτα, τη μεταφυσική με ερέθιζαν. Νόμιζα πώς μετά το σπίτι μου έτσι είναι η ζωή. Χωρίς ενδιάμεσο. Μετά λάτρεψα βεβαίως και τον Φελίνι. Δεν είχα ινδάλματα ηθοποιούς.
Με το θέατρο πώς μπλεχτήκατε; Με βάζανε από μικρή στην Πρόνοια των Απόρων στη γειτονιά μας, εδώ κι εκεί να παίζω συνεχώς σε κάτι άθλιες παραστάσεις.
Γιατί φωνάζαν συνεχώς εσάς; Θέλανε αυτό το χαρούμενο που είχα; Με θέλανε επειδή μάθαινα εύκολα τα λόγια;
Τι ρόλους σας έδιναν; Καλέ τι ρόλους; Παίζαμε το Φαντάρο και τη Νοσοκόμα, αυτά τα καθυστερημένα που παίζανε στις Πρόνοιες. Αλλά λέγανε ότι έχω μεγάλο ταλέντο. Και μια φορά και μόνο που πήγα στην κατασκήνωση –μια φορά γιατί αρρώστησα, δεν μπορούσα να κοιμάμαι μαζί με άλλους στον ίδιο χώρο-, με βάλανε πάλι να παίξω σε παράσταση.
Πότε αρχίσατε να ξέρετε τι θέλετε να κάνετε τελειώνοντας το σχολείο; Δεν είχα κανένα επαγγελματικό προσανατολισμό. Επαιζα και διάβασα μόνο.
Τι διαβάζατε; Τα σχολικά, τα τεύχη από τα Ελληνόπουλα, κι αργότερα Πηνελόπη Δέλτα, Ντοστογιέφκσι, Τολστόι. Ολους τους Ρώσους. Διάβαζα επίσης Καραγάτση, Βιζυηνό, Παπαδιαμάντη, Παλαμά, Σολωμό, Μαλακάση και επίσης την εγκυκλοπαίδεια ΗΛΙΟΣ, τους 24 τόμους! Είχε ο μπαμπάς μου φίλους που πουλούσαν μεταχειρισμένα βιβλία, ρωτούσε, αλλά ήξερε κι ο ίδιος τι πρέπει να διαβάζω. Ο μπαμπάς είχε μανία να διαβάζουμε και η μαμά μανία να ράβουμε. Εντύπωση μεγάλη μου έκανε ο Ευγένιος Ονέγκιν του Πούσκιν που μου είχε φέρει ο μπαμπάς μου σε κάποιο πυρετό μου. Καμιά φορά έφερνε σπίτι τυλιγμένη μέσα στην Μακεδονία και την ΑΥΓΗ.
Οταν σάς ρωτούσαν «τι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις» τι απαντούσατε; Τίποτα. Δεν ήξερα. Δυστυχώς, εδώ υπάρχει ένα κενό. Εχω μια χριστιανική ηθική στο μυαλό μου.Δεν μπορούσα να φανταστώ να κάνω άλλη δουλειά πέρα από το να βοηθάω τον μπαμπά και τη μαμά μου από τις 7 το πρωί ως τις 12 το βράδυ. Από την άλλη, ήξερα ότι πρέπει να σπουδάσω, ότι πρέπει να γίνω ανεξάρτητη.
Μα τότε πώς πήγατε να γίνετε ηθοποιός; Μια μέρα καθώς διάβαζα τη Μακεδονία, γιατί πάντα φέρναν εφημερίδα στο σπίτι, είδα στις πίσω σελίδες την προκήρυξη του διαγωνισμού που γινόταν κάθε χρόνο για να εισαχθούνε νέοι σπουδαστές στην Κρατική Σχολή του Ωδείου Θεσσαλονίκης. Μόλις τη διάβασα μια φωνή μέσα μου είπε «είναι μήνυμα Θεού και πρέπει να πας κι εσύ». Δεν είχα δει θέατρο καθόλου.
Δώσατε εξετάσεις με θάρρος ή με τρόμο; Με άγνοια. Ούτε θάρρος, ούτε τίποτα. Δεν ήξερα τίποτα. Πώς μπαίνεις σε ένα δάσος μέσα; Έτσι μπήκα. Εκεί είπα ένα απόσπασμα από μια τραγωδία κι ένα ποίημα. Και πέρασα.
Τι θυμάστε από τα χρόνια της Δραματικής; Πέρασαν καλά; Δεν πέρασαν. Το πρωί πήγαινα στη Γερμανική Φιλολογία, και το βράδυ στη Δραματική. Αλλά δεν έχω καμία ανάμνηση από τη σχολή.
Δώσατε και Πανελλαδικές; Ε, ναι. Πρώτα πέρασα στο Πανεπιστήμιο και μετά πήγα στη Δραματική. Ηθελα να σπουδάσω Αρχιτεκτονική. Δεν το ήθελα ακριβώς εγώ. Ο μπαμπάς μου το ήθελε. Μου είπε: «Να γίνεις αρχιτέκτων». Κι εγώ σαν ρομπότ το άκουσα και πήγα. Έγραψα πολύ καλά μαθηματικά, ήμουνα πολύ καλή στο σχέδιο, γιατί ζωγραφίζω πολύ καλά, και κόπηκα γιατί δυστυχώς δεν έγραψα πολύ καλά χημεία και φυσική. Στα μαθηματικά ήμουνα η πρώτη στην τάξη μου. Ημουνα όμως πολύ καλή και στα αρχαία και στο συντακτικό. Δεν πέρασα Αρχιτεκτονική, απελπίστηκα, με πιάσαν τα κλάμματα. Ηταν η πρώτη μεγάλη αποτυχία στη ζωή μου.
Οταν οι γονείς σας έμαθαν ότι περάσατε στη Δραματική Σχολή πώς αντιδράσαν; Η μαμά μου νόμισε ότι τρελάθηκα επειδή έκανα πρόβες στον Κομμό της Αντιγόνης στη μπανιέρα. Ελεγα το «Ω, τάφε μου» και «Ω, τάφε μου», στο μπάνιο. Υποτίθεται κρυφά. Επρεπε κάπου να κάνω πρόβα. Ε, και πίστεψε η μαμά μου ότι έχω πάθει κάτι. Τέλειωσα με άριστα τη σχολή, και στο δρόμο μια μέρα, στην Αγία Σοφία, χωρίς να επιδιώξω να πάω να παίξω θέατρο κάπου, με συνάντησε ο Βύρων Τσαμπούλας, μέλος του ιστορικού Θεατρικού Εργαστηρίου. Είπε ότι είχε δει τις εξετάσεις μου, ότι είμαι μεγάλο ταλέντο και μου ζήτησε να πάω στο θέατρο. Και πήγα και δεν ξαναέφυγα ποτέ. Εφευγα πού και πού μόνο. Αλλά εκεί με τη «Φαύστα»του Μποστ ξεκίνησε η θεατρική ζωή μου, το ’72.
‘Εχετε συνεργαστεί με τους περισσότερους σκηνοθέτες μας και… Ναι, αλλά νομίζω , οι σταθμοί μου είναι οι σκηνοθέτες με τους οποίους δεν δούλεψα. Είχα την τύχη να γνωρίσω τον Μίνω Βολανάκη, να με αγαπήσει, να με εκτιμήσει, να με θέλει για παρέα, να κάνουμε χιούμορ μαζί, να έρχεται να με βλέπει, είχε δει και σκηνοθεσίες μου. Αλλά δεν δούλεψα ποτέ μαζί του. Κατά τα άλλα, δούλεψα πολύ με τον Σταμάτη Φασουλή, που τον γνωρίζω από πολύ παλιά, που ερχόταν στη Θεσσαλονίκη και στο Θεατρικό Εργαστήρι. Στο Θεατρικό Εργαστήρι, απ΄τη Χούντα μέχρι και το 79,κάναμε πειραματικό και συλλογικό θέατρο. Μετά πήγα στην Πειραματική Σκηνή του Νικηφόρου Παπανδρέου, όπου για 5 χρόνια, χειμώνα –καλοκαίρι, κάναμε 10 παραστάσεις. Ημουνα ενεργότατο μέλος της Πειραματικής, με όλα, ράψιμο-παίξιμο. Μετά κατέβηκα στην Αθήνα. Ηταν ένα μεγάλο βήμα.
Σας καλέσαν; Οσοι με βλέπανε λέγανε «κατέβα κατέβα». Κάποιοι, όπως ο Ζιάκας, επέμεναν να κατέβω πρώτα στο Θεσσαλικό Θέατρο. Αλλά έλεγα «γιατί πρέπει να παίζω θέατρο αλλού και όχι εδώ»; Εγώ ήθελα θέατρο να παίζω, δεν με ένοιαζε το πού.
Δεν είχατε τη φιλοδοξία να γίνετε γνωστή; Δεν είχα καμία φιλοδοξία. Εκ των υστέρων έμαθα, έγινα φιλόδοξη. Κατάλαβα ότι μέσα στο παιχνίδι είναι και η φιλοδοξία. Είχα την ιδεολογία ότι πρέπει να κάνουμε θέατρο γιατί μάς κάνει καλύτερους ανθρώπους, γιατί έτσι θα αλλάξουμε τον κόσμο, όλοι μαζί. Κάτι τέτοια πίστευα στ’αλήθεια.
Πότε πάψατε να τα πιστεύετε; Οταν κατέβηκα στην Αθήνα και κατάλαβα ότι κάποιοι ενδιαφέρονται μόνο για τον εαυτό τους. Αρχισα να μην νοιώθω καλά μέσα στην ιδεοληψία της συλλογικότητας. Ηθελα να κάνω κι εγώ πράγματα για μένα. Το ‘85 ένας φίλος μου επέμενε να κατέβω Αθήνα να κάνουμε το Σατιρικό Καμπαρέ στην Πλάκα, με την Κρούσκα, τον Μπέζο, την Τσαλίκη, το Στέργιογλου , τον Ζαχαράκη και τον Κατζουράκη στη σκηνογραφία. Δεν πήγα. Οταν αποχώρησε μια ηθοποιός μου είπαν «δεν πάει άλλο, έλα να γράψεις και να παίξεις». Σκέφτηκα 3 μήνες πριν πάω τελικά, αν έπρεπε ή όχι να το κάνω, γιατί δούλευα τότε στα ΤΕΙ διδάσκοντας Γερμανικά. Ημουνα 8 χρόνια ωρομίσθια, από ανασφάλεια, από το «τι θα γίνω στη ζωή μου;», ενώ δούλευα και στο θέατρο. Οταν προκηρύχτηκε η θέση την πήρα από τσαμπουκά, γιατί εμφανίστηκαν στα καλά καθούμενα κάποιες άλλες κυρίες να την διεκδικήσουνε. Μόλις την πήρα την θέση δεν ξαναπήγα ποτέ. Με καλέσαν 3 φορές εγγράφως.
Δεν σας άρεσε η διδασκαλία; Ναι, αλλά δεν υπήρχε προοπτική. Ημουνα στη δέκατη σελίδα 8 χρόνια γιατί ήταν ΤΕΙ. Αν ήταν μια σχολή που έβλεπα τα παιδιά να έχουν ενδιαφέρον για τα γερμανικά , να πάμε παρακάτω στη διδακτέα ύλη, να πάμε και σε συγγραφείς, θα έμενα. Ημουν πολύ καλή δασκάλα, λένε τα παιδιά, παρόλο που τα μάζευα από τα κυλικεία.
Γελούσατε στην τάξη; Οχι. Ημουνα κανονικός άνθρωπος με λίγο χιούμορ.
Θέλω να κάνω μια απλή διευκρίνιση προς όλους, όμως: παίζω καλά την κωμωδία. Αυτοί επιμένουν όμως να με λένε κωμική. Ξεκίνησα όμως από το δράμα και την τραγωδία και τα κάνω πάρα πολύ καλά.
Στην παρέα κάνετε τους άλλους να γελάνε; Εγω μιλάω σοβαρά κι οι άλλοι γελάνε. Εγώ λέω αλήθειες, κι αυτοί γελάνε. Δεν ξέρω. Εχω καταλήξει στο συμπέρασμα, τώρα που μεγάλωσα, ότι η αλήθεια προκαλεί γέλωτα. Τελείωσε!Ετσι ενώ εγώ είμαι ηθοποιός αυτοί με λένε κωμική. Θέλω να κάνω μια απλή διευκρίνιση προς όλους, όμως: παίζω καλά την κωμωδία. Αυτοί επιμένουν όμως να με λένε κωμική. Αλλά από το δράμα και την τραγωδία ξεκίνησα και τα κάνω πάρα πολύ καλά. Η Ρούλα Πατεράκη έλεγε ότι είμαι τραγωδός. Αλλά έπαιξα μια κωμωδία τυχαία, την «Βεγγέρα» του Καπετανάκη, έγινε η αποθέωση και με είπαν από εκεί και πέρα κωμική. Κι επειδή η κωμωδία βγάζει και χρήματα, με καλούσαν να παίζω κωμωδίες. Αυτό όμως το τελείωσα εγώ. Αν και πλεον έχουν τελειώσει αυτοί οι διαχωρισμοί. Μπορεί να τους τελείωσε η εποχή μας. Είναι σα να έπεσε ένα φράγμα που κρατούσε ένα ποτάμι, ένα χείμαρρο και τώρα είμαστε όλοι στο δρόμο και κάνουμε ό,τι θέλουμε.
Είναι καλό αυτό; Εγώ δεν ξέρω. Αυτό που λέω είναι ότι έσπασε ένα φραγμα απαγορεύσεων που εμπόδιζε το νερό να πάει εκεί που πάει. Είναι φυσικό να σκηνοθετούνε τώρα όλοι, να παίζουνε όλοι. Να θέλουνε όλοι να πηγαίνουνε στην Επίδαυρο. Δεν υπάρχουν ταμπού ότι στην Επίδαυρο πηγαίνει μόνο η Παξινού.
Πώς είναι η συνθήκη για κάποιον που θέλει να βιοποριστεί μέσα από το θέατρο; Δεν είναι εύκολο να βιοποριστείς, εκτός και αν παίζεις σε τρεις παραστάσεις, από τις οποίες τουλάχιστον η μία επιχορηγείται από ΕΣΠΑ, από το Εθνικο ή από κάποιο επιχειρηματία. Στο Από Μηχανής Θέατρο είμαστε όλοι παραγωγοί με την εθελοντική εργασία μας. Αλλά εμείς τώρα θέλουμε να πούμε κάτι, δεν θέλουμε να βγάλουμε λεφτά.
Η σχέση σας με τη γραφή της Ρούλας Γεωργακοπούλου ποια είναι; Πότε ξεκίνησε; Την διάβαζα στα ΝΕΑ πάντοτε. Είναι ξεχωριστή και έχει κάτι κλαδιά κι από μένα. Νομίζω ταυτίζομαι σε πολλά σημεία μαζί της. Εχει κάτι που κρύβει στη γραφή της, κάποτε το φανερώνει, έχει το χιουμορ που χρειάζεται, τη σάτιρα, τις αιχμές. Αλλά κυρίως μ’αρέσει αυτό που κρύβεται .
Οταν λέτε «κρύβεται » τι εννοείτε; Πρέπει να ψάξεις μέσ’τις φράσεις της τα κρυμμένα πράγματα που θέλει να πει.
Τα μονόπρακτά της πώς τα ανακαλύψατε; Μού τα έστειλε η Ρούλα, μετά τις «Ευτυχισμένες Μέρες», όχι για να τα κάνω κάτι, απλώς να τα διαβάσω. Αλλά διαβάζοντάς τα είχα αμέσως μια ιδέα. Να τα ενώσω σε μια παράσταση. Η Ρούλα την δέχτηκε αυτή την τόλμη. Δουλεύοντάς τα δραματουργικά πρόσθεσα τρία αποσπάσματα από την «Τρικυμία» του Σαίξπηρ. Πήρα ό,τι ονειρικό, παραμυθένιο και μεταφυσικό έχουν τα έργα της Ρούλας και τα ερμηνεύω η ίδια.Ετσι εντάχθηκα στην παράσταση και εγώ.
Τι θέλετε να εισπράξει από τη σκηνική σύνθεσή σας ο θεατής; Νομίζω ότι είμαι σε καλό δρόμο ήδη να αναδείξω καταρχάς τα δύο μονόπρακτα. Να βγει η υπαρξιακή αγωνία και η σουρεαλιστική διάθεση της συγγραφέως. Θέλω να πω στο κοινό «παιδιά, εγώ αυτά θέλω να σας πω , εσείς λέτε αυτά. Ελάτε να τα πούμε όλοι μαζί». Για να πάρω μια μικρή χαρά έδωσα τη ζωή μου, υπέφερα και κουράστηκα πολύ. Από εδώ και το εξής θέλω να βγαίνω από το σπίτι μου και να πηγαίνω στο θέατρο χαρούμενη. Οπως τότε που μετά τη δουλειά λουζόμουν και με βρεγμένα μαλλιά καταχείμωνο έμπαινα στο αυτοκίνητο, άναβα το τσιγάρο μου, και πήγαινα να κάνω πρόβα και δεν υπήρχε πιο ευτυχισμένος άνθρωπος. Αυτό ψάχνω να βρω.
Σκηνοθετείτε από πότε; Από πάντα, απ΄το 72, απλά δεν υπογράφαμε ατομικά αλλά συλλογικά. Είμαι γεννημένη σκηνοθέτης. Δεν είμαι μόνο ηθοποιός, ούτε μόνο σκηνοθέτης. Είμαι ένα σύνθετο ον. Εγώ δεν ησυχάζω. Εχω σφαιρική όραση. Βλέπω αριστερά , δεξιά,πάνω, κάτω, πίσω. Και όλα αυτά πρέπει με ένα τρόπο να εκφραστούνε. Δεν μου φτάνει να παίζω μόνο θέατρο. Από πάντα. Μικρή ήμουνα πάντα αρχηγός στην ομάδα. Το να είσαι αρχηγός σε μια παιδική ομάδα είναι εύκολο γιατί δεν υπάρχουν κέρδη και συμφέροντα. Όποιος είναι καλός γίνεται αρχηγός, γιατί τα παιδιά αυτό θέλουν. Αργότερα για να είσαι αρχηγός δεν φτάνει να είσαι καλός. Απαιτούνται κι άλλα προσόντα. Τώρα που μεγάλωσα τα απέκτησα. Δεν είναι εύκολο να ηγείσαι. Το ταλέντο δεν φτάνει. Κι εγώ αυτή την ηγετική τάση για πολλά χρόνια την καταπίεσα. Αλλά η κρίση με απελευθέρωσε.
Η πρόσφατη κρίση; Εγώ προσωπικά περνάω κρίση πολλά χρόνια. Από πάντα είμαι σε κρίση. Αλλά αν το ερώτημα είναι «πότε απελευθερώθηκα», μπορεί να ακούγεται σκληρό, αλλά στην κρίση εγώ ένιωσα ελεύθερη. Απωθημένα δεν έχω. Και το μόνο πράγμα που επιθυμώ, τώρα που είμαι ελεύθερη, είναι να επιστρέψω πίσω στην πρώτη μου αγάπη. Να πάω να βρω το πρώτο κάλεσμα. Αυτό που με έκανε να πάω στο θέατρο. Για να πάρω μια μικρή χαρά έδωσα τη ζωή μου, υπέφερα και κουράστηκα πολύ. Από εδώ και το εξής θέλω να βγαίνω από το σπίτι μου και να πηγαίνω στο θέατρο χαρούμενη. Οπως τότε που μετά τη δουλειά λουζόμουν και με βρεγμένα μαλλιά καταχείμωνο έμπαινα στο αυτοκίνητο, άναβα το τσιγάρο μου, και πήγαινα να κάνω πρόβα και δεν υπήρχε πιο ευτυχισμένος άνθρωπος. Αυτό ψάχνω να βρω.
Εχετε πολύ καλή σχέση και με τον γραπτό λόγο. Ναι, ξεκίνησα να γράφω τους διαλόγους του Μπέργκμαν αλλά αργότερα σε ένα τετράδιο κάτω από το μαξιλάρι μου έγραφα φρικιαστικά ποιήματα. Μάλλον πέρασα κάποια κρίση στην εφηβεία μου και έγραφα πολύ σκοτεινά πράγματα για διαβόλους και σκιώδεις υπάρξεις Αυτά τα έχω σκίσει όλα να να μην τα βλέπω.Προσπαθούσα να γράψω, κάτι σαν αφήγημα, με μια μικρή υπόθεση, αλλά ποτέ δεν μπορούσα να βάλω αρχή μέση και τέλος. Μετά προσπάθησα να το κάνω τα αφηγήματα ποιήματα, ήτανε άναρχα, το έσκισα κι αυτα. Πάντως, είχα ανάγκη να γράφω κρυφά.
Γιατί όμως κρυφά; Γιατί δεν μπορούσα να επικοινωνήσω με τους άλλους. Μου μπήκε στο μυαλό ότι δεν με καταλαβαίνουνε. Και προσπάθησα να γράφω σα να θέλω να μιλήσω κάπου. Αλλά ουσιαστικά μιλούσα σε μένα. Αρχισα να κάνω μια ψυχανάλυση μέσω της γραφής, προσπαθώντας να επικοινωνήσω με ένα αόρατο αναγνώστη. Δεν έπεσα ποτέ στο κρεβάτι καταθλιπτική. Επειτα μεγάλωσα και τον μικρό αδελφό μου. Δεν είχα χρόνο για καταθλίψεις. Πήγαινα Γυμνάσιο και μεγάλωνα ένα μωρό. Αλλά ήμουν μελαγχολική. Υπάρχουν και τώρα εποχές που περνάω μελαγχολικές περιόδους. Ολα αυτά τα χρόνια που είμαι στην Αθήνα όταν φτάνω στα πρόθυρα της θλίψης φεύγω απ΄τη δουλειά κι αμέσως γίνομαι καλά.
Το ιδιαίτερο φιζίκ σας ήταν τελικά διαβατήριο για τη δουλειά; Οχι, το διαβατήριό μου ήταν η εργατικότητά μου, το ότι ήξερα να σφουγγαρίζω, να ράβω, να καθαρίζω τουαλέτες. Ημουνα απαραίτητη για τους άλλους. Εμπαινα στο θέατρο και ήταν όλοι καλά. Το θέατρο μού φέρθηκε ερωτικά εμένα. Πώς δηλαδή οι γκόμενοι χτυπάνε την πόρτα και ζητάνε να σε δούν. Ετσι, όποτε έφευγα, γιατί πάντα έφευγα, με φωνάζανε πίσω.
Φιλίες κάνατε στο θέατρο; Παρέες έκανα, όχι φιλίες. Γιατί δεν είχα χρόνο να αφιερώσω στους φίλους μου. Αν και είχα ένα μονάκριβο φίλο,το Σάκη Σουντουλίδη, που πήγε και στη Schaubuhne, αλλά πέθανε το 89. Αν με ρωτήσεις τι είναι αγάπη θα σου πω η αγάπη αυτού του ανθρώπου. Με αγαπούσε σαν πατέρας και σαν μητέρα μαζί. Φίλος ήταν κι ο Νίκος Ναουμίδης. Μήπως είστε περισσότερο μοναχικός και εσωστρεφής άνθρωπος από αυτό που δείχνετε; Οχι, αλλά οι φιλίες θέλουν χρόνο. Εσείς πού τον ξοδεύατε όλο το χρόνο σας; Στη δουλειά. Δούλευα. Ημασταν πολύ χαμηλά κοινωνικά σπίτι μου και έπρεπε να δουλεύουμε για να ανεβούμε. Δούλευα και διάβαζα. Δεν πήγαινα ούτε σε πάρτυ, ούτε στα νησιά το καλοκαίρι. Σε κανένα νησί δεν έχω πάει! Ποτέ! Τα καλοκαίρια δούλευα πάντα. Πώς να κάνεις φίλους! Πιστεύετε στο Θείο; Ναι, πιστεύω. Είναι πολλά για μένα το Θείο. Είναι ένας τόπος καταφυγής για ταξίδια του μυαλού, για να ηρεμεί η ψυχή. Είναι μεγάλη υπέρβαση. Προσεύχεστε;Και προσεύχομαι και πηγαίνω στην εκκλησία πού και που, και καίω καρβουνάκια, λιβάνια, ανάβω καντήλια. Εχω μια σχέση με την τελετουργία. Νομίζω ότι όλα αυτά είναι θέατρο.