Categories: ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Η Μαρία Σιδέρη πέρασε πολλά χρόνια στις φυλακές Αβέρωφ περιμένοντας να φωνάξουν το όνομα της για εκτέλεση

Γεννήθηκα στην Κοζάνη το 1923. Ήμουν το όγδοο παιδί της οικογένειας. Ο πατέρας μου ήταν μηχανικός, είχε το μοναδικό χυτήριο σε όλη τη Δυτική Μακεδονία κι έτσι οικονομικά ζούσαμε κάπως άνετα. Η οικογένεια μου ήταν από τις γνωστότερες στην Κοζάνη, γιατί είχε έξι δασκάλους που θεωρούνταν σπουδαίο πράγμα τότε. Όπως σηκώνονταν ο κόσμος για το δεσπότη, με αντίστοιχο τρόπο σηκωνόταν και για τον δάσκαλο. Η μάνα μου μόνο ήταν αγράμματη γιατί δεν πήγε καθόλου σχολείο αλλά την έμαθαν γράμματα οι αδερφές μου. Εμένα μ’ άρεσε ο αθλητισμός. Είχα πάρει μέρος στους πανελλήνιους αγώνες  στο ακόντιο. Ωστόσο, δεν είχα προλάβει να προπονηθώ και όλες μου οι ρίψεις ακυρώθηκαν.

Όταν ξέσπασε ο πόλεμος ήμουν 17 χρονών. Ένας γερμανός αξιωματικός είχε επιτάξει ένα δωμάτιο στο σπίτι μας. Με συμπαθούσε πολύ , γιατί είχε κι έναν γιο στην ηλικία μου. Εγώ, όμως, αισθανόμουν άσχημα. Έβλεπα τους Ναζί να κυκλοφορούν στην πόλη μας κι έβραζα. Κανένας από το σόι μου τότε δεν ήταν κομμουνιστής, δεν είχα τέτοια παράδοση. Τους θαύμαζα , όμως, γιατί ήταν οι μοναδικοί που αντιστέκονταν. Αποφάσισα να ενταχθώ στην ΕΠΟΝ. Οι περισσότεροι ήταν αγόρια και 4-5 κορίτσια. Πετούσαμε προκηρύξεις στους δρόμους, γράφαμε συνθήματα στους τοίχους και αναλαμβάναμε διάφορες αποστολές που μας ανέθετε το κόμμα παρόλο που εγώ δεν ήμουν μέλος του κόμματος.

Μια φορά , θυμάμαι, μου είχε δώσει ο πατέρας του Χαλβατζή ένα καλάθι δήθεν με αβγά να το φυλάξω για να το πάρει κάποιος. Μπήκα με το καλάθι στο σπίτι. Στην αυλή κάθονταν ο Γερμανός με τους φίλους του. Όπως πέρασα με ρώτησε τι κράταγα. «Αβγά, μου τα στείλε η αδερφή μου από την Πτολεμαΐδα» απάντησα. Έσκυψε να δει και βρήκε το πιστόλι. «Πάρτο και φύγε» μου λέει. Εγώ πιτσιρίκι, που να σκεφτώ ότι θα με ακολουθούσαν. Πήγα στη γιάφκα ενός στελέχους της ΕΠΟΝ. Με το που του εξήγησα τι είχε συμβεί, πήδηξε από το παράθυρο ο άνθρωπος και το έσκασε. Καταβαίνεις, υπήρξα αρκετά αφελής, εξέθεσα τον εαυτό μου σε κίνδυνο και τους άλλους.

Όταν έφυγαν οι Γερμανοί γλεντούσαμε. Που να φανταστούμε τι θα ακολουθήσει; Εγώ έγινα γραμματέας της ΕΠΟΝ στην Κοζάνη. Το χα βάλει μέσα μου πια. Κόπηκαν γρήγορα τα γέλια κι ήρθαν οι νέες συμφορές. Με συνέλαβαν δύο φορές. Την πρώτη με κράτησαν για τρεις μήνες. Ένα βράδυ με έβαλαν να κοιμηθώ σ’ ένα δωμάτιο που είχε επτά κομμένα κεφάλια κάτω από τον καναπέ. Ακόμα το σκέφτομαι κι ανατριχιάζω. 17 Ιουλίου του 1947 ήταν η δεύτερη. Νύχτα κοπάναγαν την πόρτα στο σπίτι μου οι χωροφύλακες. «Εμπρός, ντύσου κι έλα μαζί μας» φώναζαν. Μπήκε στη μέση η καημένη η μάνα μου: «Τέτοια ώρα που θα πάει το κορίτσι; Αύριο δεν είναι μέρα». «Πολύ μας σκότισες γριά. Κάνε πέρα» της είπε ένας. «Γριά να πεις τη μάνα σου γουρούνι» του απάντησε εκείνη. «Σκάσε μη σου δώσω καμία παλιοπουτάνα», αγρίεψε ο χωροφύλακας. «Σώπα μάνα. Μη φοβάσαι. Θα δεις αύριο το πρωί θα γυρίσω», πετάχτηκα να την καθησυχάσω.

Ξεκίνησαν οι ανακρίσεις. Με ρωτούσαν για διάφορους αλλά κυρίως τους ένοιαζε να μάθουν το πραγματικό όνομα της «Ελένης». Ήταν στέλεχος του ΕΑΜ και του κόμματος κι είχαν λυσσάξει να τη βρουν. Την ήξερα γιατί η λέσχη της ΕΠΟΝ ήταν κάτω από τα γραφεία του ΕΑΜ. Κατέβαινε καμιά φορά να πιει καφέ. Το πραγματικό της όνομα το χα μάθει από λάθος. Είχε έρθει επίσκεψη ο αδερφός της από τη Νάουσα, τον κατέβασε στη λέσχη κι έτσι όπως παίζαμε σκάκι του ξέφυγε «Μάγδα θέλω λίγο νερό» είπε. Αναστατώθηκε λίγο. Έκανα ότι δεν κατάλαβα τίποτα για να σπάσει η αμηχανία. Είχα αποφασίσει ότι δε θα πω τίποτα , γιατί θα την εκτελούσαν αν την εντόπιζαν. Εμένα στην αρχή δε με πείραζαν, μόνο ανάκριση με πέρναγαν. Τα βράδια με είχαν σε μια μικρή αποθήκη κάτω από τη σκάλα. Όρθια δε μπορούσα να σταθώ, κάτω ήταν βρεγμένα γιατί είχαν σπάσει κάτι σωλήνες. Κι όλη τη νύχτα  άκουγα τα ουρλιαχτά των ανδρών. Υπέφεραν φριχτά βασανιστήρια.

Στην ανάκριση απαντούσα συνέχεια «όχι» και «δεν ξέρω». Μια φορά, ούτε που θυμάμαι τι με ρώτησαν κι απάντησα «ναι». Φαίνεται εκνευρίστηκε ο μοίραρχος και μου δωσε ένα χαστούκι που γύρισε το κεφάλι μου. Στη συνέχεια με παρέλαβε ο ανθυπασπιστής. Τότε ξεκίνησε το δικό μου μαρτύριο. Αυτός με έδερνε. Είχε κι ένα καμουτσίκι με πολλές ουρές και με κοπάναγε. Φάλαγγα που έκαναν μόνο τρεις φορές. Την τελευταία, μάλιστα, ήμουν αδιάθετη. Αυτοί είδαν μάλλον το αίμα να τρέχει και τρόμαξαν, γι’ αυτό σταμάτησαν. Το χειρότερο βασανιστήριο ήταν άλλο. Στέκονταν στη μια άκρη του τοίχου ένας χωροφύλακας και στην άλλη ο δεύτερος. Με πέταγαν με δύναμη ο ένας στον άλλον. Τις πρώτες φορές κατάφερα και κράτησα την ισορροπία μου. Μετά ζαλιζόμουν, έπεφτα κάτω, με κλωτσούσαν στην πλάτη και στα πόδια, με τραβούσαν από τα μαλλιά να σηκωθώ και πάλι το ίδιο. Δε μπορώ να περιγράψω το ξύλο. Δεν αντεχόταν ο πόνος. Μας σέρνανε στο τέλος. Δε μπορούσαμε να περπατήσουμε. Εννοείται ότι όλο αυτό το διάστημα δε μας είδε κανείς. Απαγορεύονταν το επισκεπτήριο. Για να καταλάβεις, πριν μερικά χρόνια που πήγα σ’ έναν γιατρό για εξετάσεις με ρώτησε τι ατύχημα έχω πάθει. Έχει μετατοπιστεί η σπονδυλική μου στήλη από τότε και τα δάχτυλα των ποδιών μου δεν ξανάκλεισαν ποτέ.

«Για να καταλάβεις, πριν μερικά χρόνια που πήγα σ’ έναν γιατρό για εξετάσεις με ρώτησε τι ατύχημα έχω πάθει. Έχει μετατοπιστεί η σπονδυλική μου στήλη από τότε και τα δάχτυλα των ποδιών μου δεν ξανάκλεισαν ποτέ.»

Εννέα μήνες έμεινα υπόδικη. Μετά μας πέρασαν στρατοδικείο. Βγήκε η απόφαση. Εγώ μαζί με 17 αγόρια καταδικαστήκαμε σε θάνατο. Πέντε φορές μάλιστα. Οι γονείς μας με το που το άκουσαν, λιποθύμησαν, έκλαιγαν με αναφιλητά, φώναζαν. Εμείς να σου πω την αλήθεια, το ακούσαμε με στωικότητα. Όπως η ζωή έχανε κάθε μέρα την αξία της, εμείς συνεχίζαμε την αντίσταση και νιώθαμε προετοιμασμένοι. Ήμασταν σίγουροι ότι κάναμε το καθήκον μας απέναντι στο λαό. Οι συμπατριώτες μου ξεσηκώθηκαν, γιατί ήμουν από καλή οικογένεια. Πήγαν στο στρατηγό και τον παρακάλεσαν. Τη δεύτερη μέρα με πήραν με ένα τζιπ ο βασιλικός επίτροπος με  τέσσερις στρατιώτες. Εγώ στη μέση με τα χέρια δεμένα πίσω. Δε είχα ιδέα που με πάνε. Φτάσαμε στην 9η μεραρχία. Με κοιτάει ο στρατηγός από πάνω μέχρι κάτω, φαίνεται δεν του γέμιζα το μάτι, πέντε φορές σε θάνατο μάλλον φανταζόταν καμιά λεβέντισσα. Αρχίζει ο στρατηγός να μου λέει ότι είμαι από καθωσπρέπει οικογένεια κι  έμπλεξα με αλήτες. Εγώ είχα σκυμμένο το κεφάλι και στριφογύριζα ένα δαχτυλίδι που φορούσα. « Είδες κανέναν από αυτούς να κάνουν οικογένειες και παιδιά;» έλεγε. Τότε σήκωσα το κεφάλι: «μα μήπως τους αφήσατε» είπα. Έδωσε μια στο γραφείο και έφυγαν όλα τα πράγματα. «Αν θέλω αύριο σε κάνω να μη ξαναδείς τον ήλιο» απείλησε.

Με γύρισαν πίσω στη φυλακή. Περίμενα ότι την επόμενη μέρα θα με πάρουν για εκτέλεση. Ντύθηκα, στολίστηκα, έγραψα δύο λόγια στη μάνα μου και στάθηκα δίπλα στην πόρτα. Οι άλλες μου έλεγαν να πάω να ξαπλώσω λίγο – στο πάτωμα, δεν είχαμε κρεβάτια. Εγώ ήμουν σίγουρη ότι θα με πάρουν και περίμενα όρθια από την υπερένταση. Οι άνδρες τραγουδούσαν. Ξημέρωσε κι ακούσαμε το αυτοκίνητο που ήρθε να πάρει όσους ήταν για εκτέλεση. Σηκώθηκαν όλα τα κορίτσια, με αγκάλιασαν, με φίλησαν. Ξανάκλεισε η πόρτα και έφυγαν. Εγώ άρχισα να χτυπάω την πόρτα και να φωνάζω γιατί δε με πήραν εμένα. Ήρθε ο φύλακας, μου είπε να ησυχάσω κι ότι δεν τους πήραν όλους. Η πιο μεγάλη από τις κρατούμενες, η παπαδιά που την έπιασαν επειδή ο γιος της ήταν αντάρτης, μου λέει: «Σώπα κοριτσάκι μου, μπορεί να σε πάρουν αύριο εσένα». Τη μάλωσαν οι άλλες. Τι να πει κι αυτή; Τα χε χαμένα. Ήταν οι συνθήκες αλλοπρόσαλλες που δεν ξέραμε πώς να τις χειριστούμε.

Μας μετέφεραν για ένα διάστημα στη Θεσσαλονίκη, στο Γεντί Κουλέ. Εκεί οι εκτελέσεις γίνονταν μέσα στη φυλακή. Δεν τις βλέπαμε. Τις ακούγαμε. Μετά μας φόρτωσαν 40 γυναίκες στο αμπάρι του πλοίου και μας πήγαν στις φυλακές Αβέρωφ. Μόλις άνοιξε η πόρτα, έτρεξαν οι άλλες κρατούμενες πάνω μας, να μας υποδεχτούν. Μας αγκάλιζαν και γελούσαν. Σάστισα λίγο. Τόσο καιρό στη φυλακή είχα ξεχάσει πως είναι να γελούν οι άνθρωποι. Με έβαλαν σε ένα ράντζο να κάτσω , να χαλαρώσω. Κάπως ζωντάνεψα. Ήρθαν τα στελέχη του κόμματος να με χαιρετίσουν, η Ρούλα Κουλουρού , σύζυγος του Ζαχαριάδη και οι άλλες. Από τότε με πρόσεχαν πολύ γιατί ήμουν η μοναδική γυναίκα που είχε καταδικαστεί πέντε φορές σε θάνατο. Οι δικηγορίνες που ήταν κρατούμενες ασχολήθηκαν με την υπόθεση μου, οι γιατρίνες περιποιήθηκαν τις πληγές που είχε στο κορμί μου. Είχα πάθει ζημιά , όμως, από όσα είδα, άκουσα και πέρασα. Τα βράδια ιδιαίτερα δε μπορούσα να ηρεμήσω. Ξυπνούσα, φώναζα, έτρεμα. Οι γιατρίνες προσπαθούσαν να με βοηθήσουν. Δεν είχαν φάρμακα. Ασπιρίνη και βαλεριάνα μου έδιναν. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο. Τη βαλεριάνα συνέχισα να την παίρνω κάμποσα χρόνια , αφότου αποφυλακίστηκα. Παντρεμένη ήμουν και ξυπνούσα ακόμα κλαίγοντας.

Στη γυναικεία πτέρυγα των φυλακών Αβέρωφ υπήρχαν δύο θάλαμοι μελλοθανάτων, στον έναν ήμασταν αυτές που είχαμε καταδικαστεί ομόφωνα σε θάνατο και στον άλλον, αυτές που είχα καταδικαστεί με ψήφους 3 προς 2. Στους υπόλοιπους θαλάμους βρίσκονταν οι υπόλοιπες κρατούμενες, βαρυποινίτισσες, μωρομάνες κλπ. Ήμασταν όλες πολύ αγαπημένες. Είχαμε δημιουργήσει μια οικογένεια εκεί μέσα. Δεν υπήρχε τίποτα ατομικό. Τα μοιραζόμασταν όλα. Αν η μία δεν είχε ρούχα, τις έδιναν οι άλλες. Ο,τι φαγητά μας έφερναν οι δικοί μας στο επισκεπτήριο, το μοιραζόμασταν. Είχε σημασία να τρώμε όλες φαγητό επισκεπτηρίου, γιατί της φυλακής ήταν άθλιο και σάπιο συχνά. Ό,τι ήξερε η καθεμία , δίδασκε τις άλλες, ανάγνωση, λογοτεχνία, μαθηματικά, μέχρι και ξένες γλώσσες. Εγώ εκεί έμαθα αγγλικά. Η χορωδία ήταν ένα σημαντικό κομμάτι της καθημερινότητας μας. Την πρώτη χορωδία την είχε φτιάξει η Ολυμπία Παπαδούκα. Ήταν ηθοποιός και τραγουδούσε εξαίσια. Μ’ άρεσε να τραγουδάω και να ζωγραφίζω. Έκανα πολλά σχέδια από τις στιγμές μας πίσω από τα κάγκελά. Οργανώναμε γιορτές, όποτε δε μας έπαιρναν χαμπάρι οι φύλακες. Ο στόχος ήταν καμία να μη νιώθει μόνη και αβοήθητη.  Αυτή η κοινότητα αλληλεγγύης μας κράτησε όρθιες.

«Μ’ άρεσε να τραγουδάω και να ζωγραφίζω. Έκανα πολλά σχέδια από τις στιγμές μας πίσω από τα κάγκελά. Οργανώναμε γιορτές, όποτε δε μας έπαιρναν χαμπάρι οι φύλακες. Ο στόχος ήταν καμία να μη νιώθει μόνη και αβοήθητη. Αυτή η κοινότητα αλληλεγγύης μας κράτησε όρθιες.»

«Το επισκεπτήριο ήταν ένα τέταρτο. Ταξίδευε η έρμη η μάνα μου 600 χιλιόμετρα για να με δει ένα τέταρτο. Σχεδόν δε μιλούσαμε. Μου έφερνε φαγητό κι έκλαιγε συνέχεια. Ταλαιπωρήθηκε πολύ.»

Το κράτος προσπαθούσε να μας τσακίσει με κάθε μέσο. Σε μας τις μελλοθάνατες το βράδυ δεν άνοιγαν να πάμε τουαλέτα. Είχαμε προμηθευτεί βαζάκια για να κάνουμε την ανάγκη μας μέσα στο κελί. Ούτε στο νοσοκομείο μας πήγαιναν, αν αρρώσταινε καμία. Το επισκεπτήριο ήταν ένα τέταρτο. Ταξίδευε η έρμη η μάνα μου 600 χιλιόμετρα για να με δει ένα τέταρτο.  Σχεδόν δε μιλούσαμε. Μου έφερνε φαγητό κι έκλαιγε συνέχεια. Ταλαιπωρήθηκε πολύ. Εμείς θέλαμε να μάθουμε τι γίνεται έξω στην κοινωνία αλλά στο επισκεπτήριο απαγορεύονταν οι πολιτικές κουβέντες. Είχαν δύο καλόγριες που παρακολουθούσαν τι λέγαμε. Μόνο ένας άνθρωπος κατόρθωνε να τις ξεγελάει και να μας πληροφορεί για τις πολιτικές εξελίξεις. Ήταν ο Καλλέργης , ο ηθοποιός. Είχε τη γυναίκα του μέσα. Έρχονταν ο άτιμος στο επισκεπτήριο κι άρχιζε και της μιλούσε πρόστυχα. «Αχ είδα χθες στο όνειρο μου ότι κάναμε έρωτα και κάναμε το ένα και το άλλο…» Κοκκίνιζαν οι καλόγριες από τη ντροπή κι έφευγαν. Έβρισκε ευκαιρία αυτός κι έλεγε τα πολιτικά. Γελούσαμε πολύ με κάτι τέτοια. Ύστερα  έρχονταν πάλι η ώρα για κλάματα.

Εκείνα τα χρόνια έγιναν 17 εκτελέσεις γυναικών από το θάλαμο μας. Κάθε φορά ετοιμαζόμασταν όλες, γιατί δεν ξέραμε ποια θα πάρουν. Η τελευταία μας κόστισε περισσότερο. Ήταν Δευτέρα. Μας φέρανε από το διπλανό θάλαμο – με αυτές που δεν είχαν καταδικαστεί ομόφωνα και που συνήθως δεν τις εκτελούσαν – μια κοπέλα, τη Λαμπρινή Καπλάνη από την Ικαρία. Μας έκανε εντύπωση αλλά σκεφτήκαμε «διοίκηση είναι, κάνουν ότι θέλουν». Μάθαμε ότι είχε εκτέλεση. Καμιά φορά αν ήταν στη βάρδια καμία καλή καλόγρια , μας ειδοποιούσε έγκαιρα ποια θα πάρουν. Αυτή τη φορά δεν τύχαμε σε τέτοια περίπτωση. Ετοιμαστήκαμε όλες και περιμέναμε. Η Λαμπρινή τακτοποιούσε τα πράγματα της και προσπαθούσε να κρεμάσει το φόρεμα της. Ακούμε τα κλειδιά. Σηκωθήκαμε όλες όρθιες. Ο φύλακας ήταν παλιάνθρωπος. Δεν αποκάλυπτε αμέσως ποια θα πάρει για να χουμε αγωνία. Με τα πολλά το ‘πε, η Λαμπρινή.  Εμείς τα χάσαμε. «Μη κλάψει καμία. Εγώ θα κλείσω τους τάφους» λέει η Λαμπρινή. Φόρεσε το φουστάνι της, τράβηξε το φύλακα από το μανίκι κι έφυγε χωρίς να κοιτάξει πίσω. Κλάψαμε. Δεν κρατηθήκαμε. Πιο πολύ από κάθε φορά. Μετά τραγουδήσαμε τον «ύμνο των μελλοθάνατων». Αυτό τραγουδάγαμε όταν έπαιρναν κάποια. Το χε γράψει μια κρατούμενη.

«Κι αν κάθε τόσο μας παίρνουν και μία

Αύριο μπορεί η δική μου σειρά

Γεια σας αδέρφια, στερνό μας τραγούδι

Γεια σας αδέρφια, θα ρθει Λευτεριά»

Δάκρυ δε χύθηκε από τα μάτια των γυναικών που εκτελέστηκαν. Οι φύλακες ποτέ δεν κατάλαβαν που έβρισκαν οι μελλοθάνατες τόσο κουράγιο να προχωράνε ατάραχες προς το θάνατο. Η Λαμπρινή, πάντως, τήρησε την υπόσχεση της. Ήταν η τελευταία που εκτελέστηκε. Εμένα μετά η ποινή μου μετατράπηκε σε ισόβια.

Η ιστορία των γυναικών κρατουμένων είναι μια ιστορία αγώνα. Σ’ αυτό τον αγώνα πετύχαμε και ορισμένες κρίσιμες νίκες που μας εμψύχωσαν. Στη δίκη του Μπελογιάννη ήρθαν άνθρωποι της Ασφάλειας να πάρουν το γιο του, τάχα πως τον ήθελε κοντά της η μητέρα του, η Έλλη. Εμείς δεν το πιστέψαμε ότι η Έλλη θα έστελνε ξένους ανθρώπους να πάρουν το παιδί. Καταλάβαμε πως ήθελαν να τους εκβιάσουν και αρνηθήκαμε να το δώσουμε. Το κρύψαμε κάτω από ένα τρίκλινο, ρίξαμε ρούχα από πάνω να μη φαίνεται κι αφήσαμε μια σχισμή να παίρνει αέρα. Κάποιες έκατσαν γύρω του να το φυλάνε και κάποιες κατέβηκαν κάτω στο προαύλιο να δουν τι γίνεται. Έξω από τη φυλακή είδαμε ότι ήταν μια κλούβα με την Έλλη. Την ειδοποίησε μια κοπέλα ότι ήθελαν να πάρουν το γιο της. «Να μη δώσετε το παιδί» φώναξε εκείνη. Τότε εμείς κάναμε μεγάλη φασαρία και τους αναγκάσαμε να φύγουν, χωρίς να πάρουν το παιδί. Τα καταφέραμε.

Ένα άλλο γεγονός που μας έκανε περήφανες ήταν όταν ακυρώσαμε την εκτέλεση επτά κρατούμενων. Ήταν Σεπτέμβρης του 1951 και ήθελαν να πάρουν για εκτέλεση επτά μελλοθάνατους χωρίς απόφαση του Υπουργού. Όταν το μάθαμε, σκαρφαλώσαμε όλες στα παράθυρα και με αυτοσχέδια χωνιά καλούσαμε το λαό της Αθήνας να μας συμπαρασταθεί. Όλες οι γειτονιές βούιζαν. Στο γήπεδο του Παναθηναϊκού σταμάτησε ο αγώνας που γινόταν και ο κόσμος βγήκε στους δρόμους. Η εκτέλεση ακυρώθηκε κι εμείς χοροπηδούσαμε από τη χαρά μας. Δε μας είχε μείνει άλλη φωνή.

Έκανα αίτηση χάριτος. Την απέρριψαν. Μια φορά, δύο κι ούτε θυμάμαι πόσες. Το Νοέμβρη του 1959 άκουσα τον κράχτη της φυλακής να φωνάζει και το δικό μου όνομα για αποφυλάκιση. Εκεί να δεις πανηγύρι. Χαιρόμασταν πολύ όποτε ελευθερωνόταν κάποια. Τραγουδούσαμε, μετά κάτσαμε σε κύκλο και μου λεγε η καθεμία την ευχή της, μου φέρανε ζεστό νερό να λουστώ, μου σιδερώσανε καθαρά ρούχα να φορέσω. Εγώ με τη σειρά ευχήθηκα «και στα δικά σας γυναίκες». Όταν αποφυλακίστηκα πήγα στην Κοζάνη. Ο πατέρας μου είχε πεθάνει. Ο αδερφός μου ήταν παντρεμένος με τέσσερα παιδιά και ζούσαν με τη μάνα μου. Μια μέρα τον άκουσα να μουρμουράει: «Δε μπορώ άλλο μάνα. Είχα επτά στόματα να ταΐσω. Τώρα έχω οχτώ. Δεν τα βγάζω πέρα». Αισθάνθηκα πολύ άσχημα. Βγήκα στην Κοζάνη να γυρέψω δουλειά. Όλοι με συμπαθούσαν. «Αν σε πάρω Μαρία μου, αύριο το πρωί θα βρω το χωροφύλακα έξω από την πόρτα» απαντούσαν. Βλέπεις, τα δικά μας προβλήματα δε λύθηκαν με την αποφυλάκιση. Το στίγμα της φυλακισμένης θα μας στοίχειωνε.  

Αποφάσισα να πάω στην Αθήνα που δε με γνώριζε κανείς. Έκανα διάφορες δουλειές. Στην αρχή σε μια βιοτεχνία που έφτιαχνε τσάντες, μετά πωλήτρια. Που και που πήγαινα κι έβλεπα το Τζαβέλα. Ήταν από την Κοζάνη , γνωριζόμασταν από παιδιά κι ήμασταν συγκατηγορούμενοι στο στρατοδικείο. Τώρα είχε αποφυλακιστεί και αυτός. Ήταν ανάπηρος. Μου μιλούσε συχνά για το Γιώργο Σιδέρη. Ήταν συγκρατούμενος του, κομμουνιστής, ανάπηρος κι αυτός. Είχε χάσει το πόδι του στο βομβαρδισμό του Πειραιά. Δεν ξέρω πως μου ρθε μια μέρα και προτείνω στη συγκάτοικο μου να πάμε εκδρομή στην Αίγινα,  να δούμε τους κρατούμενους στη φυλακή. Εκείνη διάβαζε πολύ να δώσει εξετάσεις και δεν προλάβαινε. Ξεκίνησα να πάω μόνη μου. Να φανταστείς ότι μου χε μείνει ο φόβος κουσούρι από τη φυλακή και φοβόμουν να πάω μόνη μου από την Πλάκα ως την Ομόνοια αλλά ξεκίνησα για τις φυλακές στην Αίγινα. Αγόρασα ένα καλάθι μήλα – γιατί στις φυλακές δεν πας με άδεια χέρια – και μπήκα στο καράβι. Δεν είχα κανέναν δικό μου μέσα. Είπα πάω να δω κάποιον, να μάθω πως περνάνε.

«Δε μετανιώνω, όμως, για τίποτα. Έκανα ό,τι πρόσταζε η συνείδηση μου. Αγωνίστηκα κι εγώ και χιλιάδες άλλοι άνθρωποι για ελευθερία και δημοκρατία.»

Έτυχε μπροστά μου στην ουρά για το επισκεπτήριο να είναι ένας άνδρας που παρακαλούσε να τον αφήσουν να δει  τον αδερφό του και τον ξάδερφο του. Απαγορευόταν , όμως, να δεις δύο άτομα. Άκουσα ότι τον ξάδερφο του τον λέγανε Γιώργο Σιδέρη και θυμήθηκα ότι ήταν ο φίλος του Τζαβέλα. «Έλα, μη σε νοιάζει. Θα δω εγώ το Γιώργο» του είπα. Κι έτσι γνώρισα τον άνδρα που έμελλε να αγαπήσω και να παντρευτώ. Σε εκείνο το πρώτο επισκεπτήριο μου ζήτησε κάποια στιγμή να βάλω τα δάχτυλα μου στη σίτα και τα ακούμπησε. Μου εξήγησε ότι θα κάνει αίτηση απονομής χάριτος. «Για να δούμε, είσαι τυχερή;» είπε γελώντας πονηρά.

Παρά τρίχα είχε γλιτώσει το θάνατο από τους Γερμανούς. Συνέλαβαν πέντε από τους επτά της οργάνωσης του. Αυτός με έναν ακόμα πρόλαβαν να σωθούν. Τους πέντε τους κρέμασαν στην πλατεία Αλεξ του Ζωγράφου κι ήθελαν να τους αφήσουν εκεί για παραδειγματισμό. Είχαν και δύο άδειες κρεμάλες. Η μία με το όνομα του Γιώργου. Ο ΕΛΑΣ έδωσε μεγάλη μάχη για να τους πάρει και να τους θάψει κανονικά. Κι οι δύο είχαμε περάσει ξυστά από το θάνατο. Μετά από ένα μήνα πήρε χάρη κι αποφυλακίστηκε. Παντρευτήκαμε. Αυτή τη φορά οι σύντροφοι και συντρόφισσες μας έκλαιγαν από χαρά. Κάναμε δύο παιδιά. Τον πρώτο μου γιο τον γέννησα στους 10 μήνες. Δεν ένιωθα καμία ενόχληση. Πέρναγε ο καιρός. Πήγα στο νοσοκομείο. Δε μου βρήκαν κάτι ανησυχητικό. Ο άνδρας μου τότε τους είπε ότι είχα κάνει φυλακή, είχα υποστεί βασανιστήρια και με πήραν αμέσως στο χειρουργείο για καισαρική. Εγώ δούλευα. Ο Γιώργος ήταν ανάπηρος,  μεγάλωνε τα παιδιά κι έγραφε ποιήματα. Ήταν σπουδαίος άνθρωπος. Ζήσαμε καλά μαζί. Το 1982 έγινα και επίσημα μέλος του ΚΚΕ.

Στη φυλακή στερήθηκα πολλά. Κοριτσάκι ήμουν. Κάποια τα ξέχασα με τα χρόνια. Κάποια με σημάδεψαν. Τώρα στα 96 μου κοιτάω τα δέντρα και συγκινούμαι. Δεν το πάθαινα παλιά. Ξέρεις από τι πιστεύω ότι είναι; Στη φυλακή δεν είχαμε δέντρα. Είχαμε μόνο έναν φοίνικα στο προαύλιο. Τη λίγη ώρα που μας άφηναν να βγούμε, καθόμασταν στο πεζούλι και τον φροντίζαμε. Γι’ αυτό νομίζω ότι το παθαίνω αυτό με τα δέντρα.

Δε μετανιώνω, όμως, για τίποτα. Έκανα ό,τι πρόσταζε η συνείδηση μου. Αγωνίστηκα κι εγώ και χιλιάδες άλλοι άνθρωποι για ελευθερία και δημοκρατία.

Μαρία Λούκα

Share
Published by
Μαρία Λούκα