14 Δεκεμβρίου 2019, Ντουμπάι. Μια δασκάλα από ένα μικρό χωριό της Θάσου βραβεύεται ως «Εκπαιδευτικός της χρονιάς» ανάμεσα σε συμμετοχές από όλο τον κόσμο.
Τον τίτλο απέσπασε χάρη στη δράση «Παίζουμε βιβλίο;», μια καινοτόμο μέθοδο διδασκαλίας που εφαρμόζει τα τελευταία χρόνια στο νηπιαγωγείο όπου διδάσκει. Η ίδια, ακόμη και σήμερα, δυσκολεύεται να συνειδητοποιήσει μια τόσο σημαντική διάκριση. «Η αλήθεια είναι ότι δεν την περίμενα», ομολογεί. «Αυτό, όμως, που με χαροποίησε περισσότερο σε αυτόν τον διαγωνισμό ήταν ότι συνειδητοποίησα πως οι εκπαιδευτικοί διεθνώς βρισκόμαστε μπροστά σε κοινές προκλήσεις. Συνεπώς, η αλληλεπίδραση μπορεί να οδηγήσει σε νέες λύσεις και προοπτικές».
Η Βίκυ Ξανθοπούλου δεν έχει καταγωγή από το νησί. Αποτελεί, όμως, συνειδητή επιλογή της η διδασκαλία σε δυσπρόσιτα μέρη. Τα τελευταία οκτώ χρόνια εργάζεται ως δασκάλα στο διθέσιο ολοήμερο νηπιαγωγείο του χωριού Ποταμιά, έναν οικισμό 1.500 κατοίκων. «Σαφώς, έχει δυσκολίες η ζωή εδώ. Ιδιαίτερα τον χειμώνα, που υπάρχουν κακές καιρικές συνθήκες και περιορισμένες επιλογές», αναφέρει. «Ωστόσο, σε κάθε περίσταση, κοιτάζω τη θετική πλευρά. Έχουμε ένα υπέροχο, καινούριο νηπιαγωγείο, ενώ η τοπική κοινωνία έχει αγκαλιάσει πολύ ζεστά τη δουλειά μου».
Η ιδέα για τη δράση «Παίζουμε βιβλίο;» προέκυψε πριν από έξι χρόνια. Η αγάπη για την παιδική λογοτεχνία, η διαπίστωση ότι υπάρχουν σπουδαίοι Έλληνες συγγραφείς και εικονογράφοι, αλλά και η δυσκολία αυτών να επισκεφθούν ένα τόσο απομακρυσμένο σχολείο, αποτέλεσαν τη βασική πηγή έμπνευσης για την Βίκυ Ξανθοπούλου.
«Ένα καλό παιδικό βιβλίο είναι έργο τέχνης, που μπορεί να αποτελέσει το βασικό εργαλείο μάθησης μέσα στην τάξη», εξηγεί. Σε πρώτο στάδιο, επέλεξε ορισμένα που γοήτευσαν την ίδια και τα παρουσίασε στα παιδιά. Σταδιακά, όμως, εξέλιξε τη διαδικασία, συνδυάζοντας τις εκάστοτε ανάγκες των μικρών μαθητών με το κατάλληλο βιβλίο. «Προσπαθούσα να αφουγκραστώ τα ενδιαφέροντα, τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς τους. Διαβάζοντας, λοιπόν, πολλή παιδική λογοτεχνία, επέλεγα κάθε φορά ένα βιβλίο που θα ταίριαζε σε ό,τι τους απασχολούσε. Όχι κάποιο που θα έδινε μια έτοιμη απάντηση, γιατί δεν ήταν αυτό το ζητούμενο. Κάποιο, όμως, που θα πρόσφερε τα κατάλληλα ερεθίσματα και θα αποτελούσε τροφή για σκέψη, ώστε καθένας μας να αναζητήσει τις δικές του απαντήσεις». Στη συνέχεια, δασκάλα και μαθητές υλοποιούσαν μέσα στην τάξη μια σειρά από δραστηριότητες (παιχνίδια, κατασκευές κ.ά.), βασισμένες στην πλοκή του βιβλίου, στις οποίες όλοι συμμετείχαν ενεργά. «Έτσι, η μάθηση γίνεται με βιωματικό τρόπο. Τα παιδιά δεν είναι απλοί θεατές της διαδικασίας, αλλά, αντιθέτως, διαδραματίζουν τον δικό τους ρόλο σε αυτήν».
Ζητάμε από την Βίκυ Ξανθοπούλου να μας δώσει μερικά παραδείγματα εφαρμογής της εν λόγω δράσης. «Θα αναφερθώ σε τρία από τα πρότζεκτ που έχουμε υλοποιήσει μέχρι σήμερα», μας λέει.
«Στο πλαίσιο του πρώτου, ένας μαθητής μου άρχισε να εκφράζει ενδιαφέρον για τους αρχαίους πολιτισμούς και, συγκεκριμένα, την αρχαία Αίγυπτο. Βρήκα, λοιπόν, το παραμύθι “Ο πρίγκιπας με τα τρία πεπρωμένα” της Εύης Παπαδοπούλου και του Βασίλη Χρυσικόπουλου, με ενδιαφέρουσα ιστορία και υπέροχη εικονογράφηση που μετέφερε ακριβώς την ατμόσφαιρα της αρχαίας Αιγύπτου. Βασίζεται, μάλιστα, σε πραγματικό μύθο, ο οποίος έχει αποτυπωθεί σε ιερογλυφική γραφή πάνω σε έναν πάπυρο που φυλάσσεται στο Βρετανικό Μουσείο. Διαβάσαμε την ιστορία μέσα στην τάξη, κατασκευάσαμε πυραμίδα από ξύλα και χαρτόνια, φτιάξαμε στολές, ζητήσαμε από το μουσείο να μας στείλει σε φωτογραφία τον πρωτότυπο πάπυρο πάνω στο οποίο βασίστηκε το παραμύθι – και μας τον έστειλε! Ένα άλλο πρότζεκτ που έχουμε υλοποιήσει ονομάζεται «Κ8-είμαστε ομάδα». Τα περισσότερα αγόρια του σχολείου έχουν ενταχθεί στην ποδοσφαιρική ομάδα του χωριού, αλλά το πρόβλημά τους ήταν ότι… έχαναν συνέχεια! Αξιοποίησα, λοιπόν, το βιβλίο «Η πιο σημαντική νίκη του Αχιλλέα» της Ιωάννας Μπαμπέτα, όπου ένα αγόρι κέρδιζε μεν σε όλα, αλλά δεν είχε κανέναν να κάνει παρέα και έγινε πραγματικά χαρούμενο μόνο όταν απέκτησε τον πρώτο του φίλο. Έτσι, αναδείξαμε στην τάξη την αξία, όχι της νίκης, αλλά της συμμετοχής στην ομάδα. Έπειτα, πήγαμε όλοι μαζί στο γήπεδο, συζητήσαμε με τον προπονητή των παιδιών, παρακολουθήσαμε κάποιες ακόμη προπονήσεις. Ένα τρίτο πρότζεκτ αφορούσε την γλωσσική ετερότητα. Ορισμένοι μαθητές του σχολείου είναι μετανάστες δεύτερης γενιάς, δεν γνωρίζουν καλά την ελληνική γλώσσα και δυσκολεύονται να επικοινωνήσουν με τα υπόλοιπα παιδιά. Παράλληλα, μια μέρα, ένα αγοράκι με ρώτησε αν γνώριζα… πώς μιλούν οι εξωγήινοι! Αυτά τα δύο μού έδωσαν την ιδέα να αναζητήσω το παραμύθι «Ομιλείτε πλουτωνικά;» της Κατερίνας Ζωντανού, σύμφωνα με το οποίο τα πλουτωνικά είναι μια γλώσσα που εφηύρε μια παρέα παιδιών για να συνεννοούνται μεταξύ τους. Μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνουν οι μεγάλοι και βασική προϋπόθεση της συνεννόησης είναι να κοιτάζεις τον άλλον στα μάτια. Μέσω αυτής της ιστορίας, οι μαθητές αντιλήφθηκαν ότι μπορούμε να επικοινωνήσουμε με τους γύρω μας, ανεξάρτητα από τον τόπο καταγωγής καθενός μας. Και, φυσικά, ο πιο εύκολος τρόπος για να επιτευχθεί αυτό είναι το παιχνίδι».
Στο πλαίσιο της δράσης «Παίζουμε βιβλίο;», θίγονται πολλά ακόμη ζητήματα: Η προσαρμογή στο σχολείο, η αξία της φιλίας, η διαχείριση του φόβου και του θυμού, η σχέση ανάμεσα στα αδέλφια, η επίλυση των διαφορών, η σημασία της προσφοράς, η χαρά της εξερεύνησης, ο ενδοσχολικός εκφοβισμός. Κατά μέσο όρο, η Βίκυ Ξανθοπούλου και οι μαθητές της υλοποιούν πέντε πρότζεκτ ετησίως, διάρκειας 1,5-2 μήνες το καθένα, και έχουν ξεπεράσει τα 30 μέχρι σήμερα. Στο τέλος κάθε σχολικής χρονιάς, τα πρότζεκτ τα οποία έχουν ολοκληρωθεί παρουσιάζονται στο ηλεκτρικό περιοδικό «Παίζουμε βιβλίο;». Τα πέντε τεύχη που έχουν εκδοθεί έως τώρα έχουν αναρτηθεί και στο ομώνυμο μπλογκ, ενώ διατίθενται και μεταφρασμένα στην αγγλική γλώσσα.
Στη συνέχεια, ρωτάμε τη δραστήρια νηπιαγωγό για τα οφέλη που αποκομίζουν οι μαθητές από τη συγκεκριμένη μέθοδο και, ειδικότερα, σε σύγκριση με πιο «παραδοσιακές» μεθόδους διδασκαλίας. Εκείνη δεν χρειάζεται να σκεφτεί πολύ την απάντηση: «Πρώτον, απολαμβάνουν τη διαδικασία της μάθησης, καθώς διεξάγεται μέσω του παιχνιδιού. Δεύτερον, ό,τι μαθαίνουν αποτυπώνεται στη μνήμη τους και δεν ξεχνιέται εύκολα, διότι προέρχεται από βιωματική διαδικασία. Και, τρίτον, αισθάνονται ότι ο λόγος τους είναι σημαντικός και η αυτοεκτίμησή τους τονώνεται, εφόσον τα πρότζεκτ στηρίζονται σε δικές τους ιδέες, ενώ έχουν και την ευκαιρία να συμμετάσχουν ενεργά στην υλοποίησή τους».
«Αυτούς που χρειάστηκε να κερδίσω ήταν τους γονείς, οι οποίοι δεν ήταν συνηθισμένοι σε τόσο μαθητοκεντρική και βιωματική μέθοδο και φοβόντουσαν ότι θα ήταν αναποτελεσματική.»
Δεδομένου, όμως, ότι η εν λόγω μέθοδος δεν είχε εφαρμοστεί ξανά, έγινε εύκολα αποδεκτή από την αρχή ή παρουσιάστηκαν δυσκολίες; «Από τα παιδιά, ναι. Εξάλλου, βρίσκονταν ακόμη σε πολύ μικρή ηλικία, δεν είχαν πρότερη εμπειρία από μάθηση και, προφανώς, θεώρησαν τη διαδικασία δεδομένη», μας λέει η δασκάλα. «Αυτούς που χρειάστηκε να κερδίσω ήταν τους γονείς, οι οποίοι δεν ήταν συνηθισμένοι σε τόσο μαθητοκεντρική και βιωματική μέθοδο και φοβόντουσαν ότι θα ήταν αναποτελεσματική. Ωστόσο, όταν άρχισαν να βλέπουν τον ενθουσιασμό των παιδιών, την αλλαγή στη συμπεριφορά και στη συναισθηματική ωριμότητά τους, αλλά και όταν οι ίδιοι συμμετείχαν σε δραστηριότητές μας μέσα στην τάξη, πείσθηκαν».
Η βράβευση της δράσης «Παίζουμε βιβλίο;» από τον διεθνή οργανισμό AKS αποτέλεσε, κατά κάποιο τρόπο, το επιστέγασμα της προσπάθειας που είχε καταβάλει επί έξι χρόνια. Πρόκειται για έναν διαγωνισμό με συμμετοχές από όλον τον κόσμο, στον οποίο διακρίνονται καινοτόμες εκπαιδευτικές μέθοδοι που συμβάλλουν στην πρόοδο της μαθητικής κοινότητας.
«Εξαρχής, στόχος του “Παίζουμε βιβλίο;” ήταν η προετοιμασία όχι για τον επαγγελματικό τομέα, αλλά για την ίδια τη ζωή, μαθαίνοντας στα παιδιά να εκτιμούν τον εαυτό τους, να σέβονται τους γύρω τους, να συνεργάζονται μεταξύ τους. Η έμφαση, δηλαδή, δίνεται στα λεγόμενα “soft skills”», επισημαίνει η ίδια. «Με τη συγκεκριμένη βράβευση, λοιπόν, συνειδητοποίησα ότι δεν ήμουν η μόνη που θεωρούσε ότι η καλλιέργεια αυτών των δεξιοτήτων πρέπει να αποτελεί το ζητούμενο κάθε εκπαιδευτικού συστήματος. Μαζί μου, συμφωνούσαν και άνθρωποι που εκπροσωπούσαν όλες τις χώρες και, μάλιστα, με αυστηρά επιστημονικά κριτήρια. Ουσιαστικά, πρόκειται για μια παγκόσμια τάση στην εκπαίδευση στις μέρες μας και αυτή η διαπίστωση είναι που μου πρόσφερε τη μεγαλύτερη χαρά».
Υπάρχει άραγε κάτι που θυμάται ιδιαίτερα από την ημέρα της βράβευσης, την 14η Δεκεμβρίου, στο Ντουμπάι; «Μου έκανε εντύπωση πως οι εκπαιδευτικοί ανά τον κόσμο αντιμετωπίζουμε τις ίδιες προκλήσεις», απαντά. «Ό,τι προβληματίζει εμένα στην Ποταμιά Θάσου, προβληματίζει και τους συναδέλφους στη Γαλλία, το Αζερμπαϊτζάν, την Τουρκία. Επομένως, μέσω της επαφής, της συζήτησης και της αλληλοϋποστήριξης, υπάρχει η δυνατότητα να βρούμε διεξόδους και να υιοθετήσουμε μια νέα προσέγγιση απέναντι στα ζητήματα της εκπαίδευσης».
Ωστόσο, τέσσερις μήνες πριν, το «Παίζουμε βιβλίο;» είχε αποσπάσει μια ακόμη διεθνή διάκριση. Επρόκειτο για το βραβείο “Freedom Through Literacy Award” του μη κυβερνητικού οργανισμού «Judith΄s Reading Room» με έδρα την Πενσυλβάνια των ΗΠΑ, με το οποίο προωθείται η φιλαναγνωσία μέσω της ίδρυσης ή της στήριξης δανειστικών βιβλιοθηκών ανά τον κόσμο. Χάρη στη συγκεκριμένη βράβευση, έχει ήδη ξεκινήσει η ίδρυση δανειστικής βιβλιοθήκης και στη Θάσο. «Αρχικά, η ιδέα ήταν να δημιουργηθεί στην Ποταμιά, αλλά δεν υπήρχε ο κατάλληλος χώρος», εξηγεί η νηπιαγωγός. «Θα στεγαστεί, λοιπόν, στο κτίριο του πολιτιστικού συλλόγου “Πολύγνωτος Βαγής”. Πρόκειται για ένα υπέροχο κτίριο, κατασκευασμένο από πέτρα και ξύλο, το οποίο χρησιμοποιούσαν παλαιότερα οι καλόγεροι. Για τη βιβλιοθήκη έχουν ήδη σταλεί βιβλία από την Αμερική, θα στέλνονται περισσότερα κάθε έξι μήνες, ενώ ο σύλλογος έχει ήδη συγκεντρώσει από δωρεές άλλα 2.500 βιβλία».
Το «Παίζουμε βιβλίο;» έχει βραβευτεί, όμως, και στην Ελλάδα, αφενός από τον θεσμό των Educational Leaders Awards και αφετέρου από το Ελληνικό Τμήμα της ΙΒΒΥ-Κύκλος του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου. Τι σημαίνουν όλες αυτές οι διακρίσεις για την ίδια τη δημιουργό του; «Είναι η επιβεβαίωση ότι η ιδέα στην οποία πίστεψα από την αρχή – και, ενδεχομένως, φαινόταν λίγο … τρελή τότε – έχει αξία που αναγνωρίζεται και από άλλους ανθρώπους. Και αυτό είναι πολύ ενθαρρυντικό», απαντά.
Η συζήτηση φτάνει αναπόφευκτα στη δυνατότητα υλοποίησης περισσότερων καινοτόμων μεθόδων στο υπάρχον εκπαιδευτικό σύστημα. Πόσο αναγκαίο θεωρεί η Βίκυ Ξανθοπούλου κάτι τέτοιο, έχοντας πλέον την εμπειρία του «Παίζουμε βιβλίο;». «Προσωπικά, θεωρώ σημαντική τη βιωματική μέθοδο, αλλά κάθε εκπαιδευτικός μπορεί να επιλέξει τη δική του. Σε κάθε περίπτωση, είναι απαραίτητο να έχουμε όλοι κατά νου ότι οι κοινωνικές συνθήκες αλλάζουν συνεχώς, οι εξελίξεις είναι ραγδαίες και κάθε χρονιά ερχόμαστε αντιμέτωποι με καινούρια φαινόμενα. Χρειάζεται, λοιπόν, να έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά, να κινούμαστε πέρα από την ύλη των σχολικών προγραμμάτων και να προσαρμόζουμε τη διδασκαλία στα νέα δεδομένα. Αυτό είναι η παιδαγωγική: Διαρκής προσαρμογή στα νέα δεδομένα. Για κάτι τέτοιο, βέβαια, απαιτείται πνευματική οξύτητα και προνοητικότητα. Και, φυσικά, να μην ξεχνάμε ποτέ ότι στην εκπαίδευση βρισκόμαστε για τα ίδια τα παιδιά».
Για ποιους λόγους, όμως, η διδασκαλία συχνά αδυνατεί να αντεπεξέλθει στις σύγχρονες ανάγκες και νέες μέθοδοι δεν εφαρμόζονται από περισσότερους εκπαιδευτικούς, έστω και πειραματικά στην αρχή; «Υπάρχουν εμπνευσμένοι δάσκαλοι, που κάνουν εξαιρετική δουλειά μέσα στην τάξη, απλώς δεν έχει γίνει ευρέως γνωστή», επισημαίνει. «Ωστόσο, υπάρχουν και άλλοι, μεταξύ των οποίων και αρκετοί νέοι, που έχουν, ως πρότυπο δασκάλου, τον δικό τους δάσκαλο. Πρόκειται για ένα “παιχνίδι του μυαλού”, έναν μηχανισμό που λειτουργεί υποσυνείδητα, όταν καλούνται να διδάξουν. Έτσι, παρόλο που έχουν διδαχθεί πιο σύγχρονες μεθόδους στο πανεπιστήμιο, δεν τις εφαρμόζουν. Το στοίχημα, λοιπόν, είναι να υπερβούν το γνώριμο, να παραμερίσουν τα στερεότυπα και να αναδείξουν τον πραγματικό ρόλο του δασκάλου. Και, φυσικά, σε κρατικό επίπεδο, κάθε χώρα αποδεικνύει πόσο εξελιγμένη είναι από τον βαθμό στον οποίο επενδύει στον τομέα της Παιδείας και του Πολιτισμού».
Δεδομένου, πάντως, ότι η δική της μέθοδος γεννήθηκε και ωρίμασε σε ένα μικρό, απομακρυσμένο χωριό, θεωρεί ότι η εφαρμογή νέων εκπαιδευτικών πρακτικών είναι ακόμη πιο σημαντική για τους μαθητές τέτοιων τοποθεσιών;
«Νομίζω ότι τα παιδιά έχουν παντού τις ίδιες ανάγκες», μας λέει. «Η διαφορά, βέβαια, είναι ότι στα αστικά κέντρα υπάρχουν περισσότερα ερεθίσματα και ευκαιρίες για εκείνα. Προσωπικά, έχω διδάξει κυρίως σε δυσπρόσιτα μέρη, οπότε δεν έχω την εμπειρία για να κάνω μια τέτοια σύγκριση. Αυτό που μπορώ να πω με σιγουριά, όμως, είναι ότι προσπαθώ να φέρω τα ερεθίσματα και τις ευκαιρίες και στη δική μου τάξη. Κι αυτό είναι που με γοητεύει περισσότερο στη δουλειά μου».
Ολοκληρώνοντας τη συζήτησή μας, συμφωνούμε ότι η δράση «Παίζουμε βιβλίο;» θα μπορούσε να αξιοποιηθεί σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό στο μέλλον. Με ποιο τρόπο, όμως, θα ήθελε να συμβεί κάτι τέτοιο η δημιουργός της; «Θα ήθελα να σχηματιστεί ένα δίκτυο “Παίζουμε βιβλίο;”, να εξαπλωθεί σε όλη την Ελλάδα και να ενταχθούν σε αυτό εμπνευσμένοι εκπαιδευτικοί που θα έχουν το ίδιο όραμα με εμένα», απαντά εκείνη. «Χρειάζεται, όμως, να πιάσουν τον παλμό. Το ζήτημα δεν είναι να πάρουμε ένα βιβλίο και να κάνουμε δραστηριότητες επάνω σε αυτό. Το ζήτημα είναι να πάρουμε ένα βιβλίο, να ονειρευτούμε μαζί του και να πλάσουμε κάτι καινούριο από την ιστορία και τις εικόνες του. Φυσικά, κάποιος μπορεί να εφαρμόσει το πρόγραμμα και με διαφορετικό τρόπο. Για παράδειγμα, αν εγώ προτιμώ το βιβλίο, εκείνος να προτιμά το θέατρο και να μεταδώσει στους μαθητές τις ίδιες αξίες μέσω αυτού. Αν κάθε εκπαιδευτικός φέρει στην τάξη αυτό που αγαπάει, έχοντας κατά νου το όραμα και τα ιδανικά που πρέπει να καλλιεργήσει στα παιδιά, θα είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να συμβεί».
Η δράση «Παίζουμε βιβλίο;» μέσα από ένα σύντομο βίντεο.