Categories: ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Quentin: Ο πιο εκκεντρικός dj της αθηναϊκής νύχτας μιλάει στην Popaganda

Τον έχεις δει σίγουρα τον Quentin. Αρκεί να κυκλοφορείς νύχτα. Να αγαπάς τα μπαρ του κέντρου, κι όχι μόνο, να ακουμπάς στις στιβαρές ξύλινες μπάρες τους, να  κρατάς σφιχτά τα ποτήρια τα γεμάτα με αλκοόλ και φυσικά να ακούς τη μουσική που επενδύει τις πιο σκοτεινές μας ώρες (ή μήπως είναι οι πιο φωτεινές; Δεν έχω καταλήξει ακόμη). Ο ίδιος ξενυχτά πολύ, πίνει κυρίως μπίρα και η μουσική είναι η ζωή του. 

Έχεις δει το πρόσωπό του. Ένας καμβάς που τον ζωγραφίζει όχι για να κρύψει αυτό που είναι αλλά για να το αναδείξει. «Στην αρχή βαφόμουν κάπως άτεχνα, με τον καιρό ανακάλυψα τις γωνίες μου, έμαθα το πρόσωπό μου».

Τον περιμένω στη στοά Κουρτάκη, του έχω πει να έρθει βαμμένος και να φέρει αγαπημένα του αξεσουάρ για τη φωτογράφιση. Φτάνει, περνάει ανάμεσα από τα τραπέζια του Noel, ακούγεται ένα «ααααααα» εντυπωσιασμού από πέντε κοριτσίστικα στόματα, πιτσιρίκες που πιθανόν να μην τον ξέρουν, κι έρχεται προς το μέρος μου. Τον φιλάω στον αέρα, φοβάμαι μη χαλάσω το μακιγιάζ-υπερπαραγωγή. 

Ανεβαίνουμε στο studio. Βγάζει την μπλούζα του, έχει φέρει μαζί του ένα σεντόνι, τυλίγεται με αυτό, βάζει γύρω από το λαιμό του κάτι τρέσες «μόνο 1,5 ευρώ το μέτρο», ποζάρει κρατώντας τσιγάρο, που έχει κάνει τράκα από τον Ανδρέα, ξεφυσάει τον καπνό «Προσπαθώ να το μειώσω ρε γαμώτο αλλά είναι δύσκολο γιατί καπνίζω όταν δουλεύω τα βράδια. Αλλά κάτι θα γίνει». Ποζάρει, ένα εξωτικό πουλί στην καρδιά της Αθήνας, που μεγάλωσε στο Μαρμάρι, έζησε μέσα στη σπανιόλικη κοινότητα του Λονδίνου, αναστάτωσε τις νύχτες μας με τις μουσικές του στο Kinky και που τώρα ποζάρει στον φακό του Ανδρέα Σιμόπουλου και γκρινιάζει χαριτωμένα επειδή δεν μπορεί να μειώσει εύκολα το τσιγάρο. Η φωτογράφιση τελειώνει. 

Στο Noel παραγγέλνουμε αυτός καφέ, εγώ τζιν με τόνικ. «Ας μην αρχίσω από τώρα να πίνω, έχω μεγάλη βραδιά μπροστά μου, παίζω απόψε στο Jokers. Άλλωστε πόση μπίρα να πιω πια;». 

Περνάει κόσμος, τον χαιρετούν, τον ξέρουν σχεδόν όλοι. Κοιτάζω τις λεπτομέρειες του μακιγιάζ, βλέπω το 19χρονο αγόρι, που ήθελε να δώσει στην ΑΣΚΤ, πήγε στη σχολή Πετρά για να προετοιμαστεί κι εκεί γνώρισε άλλους που θεώρησε ότι το ‘χουν περισσότερο από τον ίδιο και έδιναν ξανά και ξανά με πείσμα, προκειμένου να περάσουν και κοβόντουσαν. «Κώστα, δεν σε παίρνει, σκέφτηκα. Πώς θα ζούσα; Ήθελα να έχω και την τσέπη μου γεμάτη.» Πρακτικός, ανεξάρτητος, ρεαλιστής, ανασφαλής. Να κάποια από τα επίθετα που θα μπορούσαν να χαρακτηρίσουν την απόφαση του να οπισθοχωρήσει από το αρχικό του όνειρο. Ο ίδιος το χαρακτηρίζει ως «ένστικτο της επιβίωσης». Ναι, μπορείς να το πεις κι έτσι. 

Επόμενο βήμα το ναυτικό. Βρέθηκε στο τηλεφωνικό κέντρο αλλά βαριόταν, άσε που ένιωθε ότι είχε τεράστια ευθύνη. «Έβλεπα εγώ το στραβάδι μέσα από τα κάγκελα τους άλλους ναύτες απέξω και ζήλευα. Ήθελα να καπνίζουμε μαζί, να κάνουμε παρέα, να περνάμε ωραία, να γνωρίσω κόσμο -που γνώρισα πολύ ωραίο κόσμο- να διαβάσω τα βιβλία μου». Ζήτησε από τον διοικητή να του αλλάξει θέση, τον έβαλαν αποθηκάριο στην κουζίνα, η καλύτερη του, διάβαζε, ζωγράφιζε, πέρασαν τα δύο χρόνια. Δεν θυμάται τι διάβαζε τότε, τώρα έχει φάει σκάλωμα με τον Παλαμά, αγαπά τον Καραγάτση, τον Τερζάκη, δεν διάβαζε μικρός, όλο μουσική άκουγε στην εφηβεία. Αυτή ήταν η φάση του.

Εφηβεία λοιπόν. Πανκ, new wave, Μουσικόραμα, Ποπ+Ροκ, ερχόταν στην Αθήνα για να αγοράσει δίσκους στο ασφυκτικά γεμάτο 7+7 που ήταν στις δόξες του τότε, είχε χαλάσει μια περιουσία σε δίσκους που αγόραζε μόνο και μόνο επειδή του άρεσαν τα εξώφυλλα, γνώρισε στη γειτονική Κάρυστο μια παρέα, με τον Βαγγέλη Τάσα, που άκουγε Bauhaus, Clan of Cymox, Dead Can Dance και χώθηκε. Ήταν Α’ λυκείου, πήγαινε στις μαθητικές εκδρομές κι άκουγε “Ζοο-music girl” -μιμείται επιτυχημένα Nick Cave, πάλι κάποια κεφάλια γυρνούν προς το μέρος μας ενώ εμείς γελάμε δυνατά. «Το “Prayers of fire” ήταν σημαδιακός δίσκος για εμένα. Υπήρχε ένα tribal πολύ έντονο, πολύ περίεργο. Αρχέγονο. Κι έτσι λοιπόν ξεκίνησα να ακούω μουσική, ό,τι έβγαζε η 4AD: Pixies, Cocteau Twins, Birthday Party. Ξέρεις τώρα».

Μετά το ναυτικό είπε να γίνει γραφίστας. Συνειδητοποίησε ότι η Βακαλό θα του έβγαινε πιο ακριβή από ότι να σπουδάσει στο Λονδίνο γιατί μόλις είχαν ανοίξει τα σύνορα εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης και το κόστος των σπουδών καλύπτονταν σχεδόν εξ ολοκλήρου από επιχορηγήσεις. Έμεινε στο Λονδίνο από το 1993 έως το 1999. Σπούδασε στο London College of Printing τυπογραφία και γραφιστική «τα δίδακτρα ήταν περίπου 500 λίρες τον χρόνο» και μετά πήρε το Bachelor στη φωτογραφία και γραφιστική από το Camberwell College of Art. Κι εκεί, στην καρδιά της βρετανικής πρωτεύουσας ο Κώστας γνώρισε την Ισπανία. «Έπιασα δουλειά σε ένα ισπανικό κέντρο, το Sevilla Mia– υπόγα, μπιραρία με έξι τραπέζια, τον τραγουδιστή και τον κιθαρίστα. Εκεί ήταν το γκέτο των ισπανόφωνων, ειδικά αυτών που ασχολούνταν με το φλαμένκο. Τα πιο πολλά χρόνια τα πέρασα κοντά τους. Με έμαθαν φλαμένκο, ξεκίνησα και μαθήματα για να μάθω να χορεύω. Ήταν λίγο σκληροπυρηνική η κατάσταση. Θυμάμαι ότι υπήρχε ο Manuel De La Machenga που ζούσε εφτά χρόνια στην Αγγλία και είχε μάθει να λέει μόνο “goodmorning”, “goodnight”, τίποτε άλλο. Έμαθα και κάποια ισπανικά κοντά τους. Ήταν και πολλοί τσιγγάνοι Ανδαλουσιανοί. Το Sevillia Mia ήταν στην Hanway street και απέναντι ήταν το Costa Dorada, που τον ιδιοκτήτη οι υπόλοιποι τον φώναζαν «Ρώσο» γιατί αν και τσιγγάνος δεν ήταν μελαχρινός. Αυτός είχε τους στάνταρ χορευτές που έκαναν το νούμερό τους στο εστιατόριο. Ανά περιόδους έφερνε νέους χορευτές τσιγγάνους – ανδαλουσιανούς πάντα – ορίτζιναλ καταστάσεις, γινόταν χαμός. Δίπλα υπήρχε ο Pepe, κάτω από ένα πολύ καλό, ψαγμένο δισκάδικο, που εκεί έμπαινες μέσα χτυπώντας συνθηματικά. Όσοι διάσημοι Ισπανοί καλλιτέχνες ερχόντουσαν για παράσταση στο Λονδίνο μετά ερχόντουσαν στον Pepe. Ατμόσφαιρα κινηματογραφική, χαμηλός φωτισμός, κάπνα, έπιαναν την κιθάρα, τραγουδούσαν, χόρευαν. Επί πέντε χρόνια έκανα φλαμένκο. Ειδικότης στην Bulerias. Είχα φάει λωτό.». 

Δούλευε για ένα διάστημα εκεί, μετά αλλού, ξυπνούσε το πρωί για να καθαρίσει γραφεία και μετά βρέθηκε να βάζει μπίρες στο Royal Festival Hall «πολύ μπίρα, κάργα μπίρα» και να παρατηρεί, μεταξύ άλλων, την Vivienne Westwood να κάθεται στα σκαλάκια για να πιεί bloody mary με ένα πάγο τρώγοντας πατατάκια. «Θεά, θεά. Με τους υπέροχους μοβ κορσέδες και το πορτοκαλί μαλλί της. Καμία επιτήδευση, απλή. Eκεί στα σκαλιά. Ενώ εδώ στην Αθήνα όπως έχει πει μια φίλη βρακί αλλάζουν και το κάνουν θέμα». 

Στο Λονδίνο έμενε αρχικά στο Waterloo και μετά στο Elephant Castle, ένα παρηκμασμένο εντελώς μέρος, για να καταλήξει στο Brixton. Τoυ άρεσε εκεί, σύχναζε στο Dogstar, το πρώτο DJ bar του Brixton, και μετά, όταν άνοιξε το gay club Substation South, στις περίφημες κυριακάτικες Marvellous Nights που «έτρεχαν» από τον Jonny Slut, που μετέπειτα διοργάνωνε τις θρυλικές Nag Nag Nag βραδιές στο φοβερό Ghetto του Simon Hobart, μιας εμβληματικής φιγούρας για την gay κοινότητα του Λονδίνου. Ο Kώστας ήταν εκεί, μαζί με όλο τον ωραίο, ψαγμένο φοιτητόκοσμο που ζούσε στο Brixton, εκεί γύρω στα 1994-95, απογεύματα με βόλτες σε γκαλερί και καλλιτεχνικά events που οδηγούσαν αβίαστα σε βραδιές με χορό και φλερτ. «Πήγαινα πολύ σε μια μπιραρία, στην “Prince Albert”, δεν είχε juke box, ο γιος της ιδιοκτήτριας, o οποίος είχε απίστευτη δισκογραφία, της ετοίμαζε συλλογές. Γενικά ήμουν γυριστρούλας. Με βοηθούσαν οικονομικά και οι δικοί μου αλλά έβγαζα κι εγώ γερό χαρτζιλίκι επειδή δούλευα μεγάλες βάρδιες στο Royal Festival Hall, δύο φορές μέσα στην εβδομάδα μετά τη σχολή και τα Σαββατοκύριακα χτυπούσα 12ωρα. Ήθελα να είμαι ανεξάρτητος, είχα πάρει κι ένα δάνειο για την πτυχιακή μου και έπρεπε να το ξεπληρώσω. Έχω δουλέψει πολύ στη ζωή μου. Δεν ήταν μόνο καλοπέραση η φάση του Λονδίνου». 

Στη σχολή απολάμβανε την πολυπολιτισμική φάση, ότι οι συμφοιτητές του ήταν από όλο τον κόσμο κι αυτός ήταν ο μικρότερος ηλικιακά. Τις χρονιές τις περνούσε στο τσακ γιατί δεν ολοκλήρωνε τις εργασίες αλλά τελικά τον επιβράβευαν για τις δυνατές ιδέες. Είχε φοβερούς καθηγητές, μεταξύ αυτών τον Simon Larbalestier που είχε κάνει όλα τα εξώφυλλα των Pixies. Στο δεύτερο έτος είχε επικεντρώσει στην παρουσίαση της ελληνικής επαρχίας, από την πλευρά μάλιστα της γυναίκας. «Η ζωή που θα ήθελα να κάνω αλλά δεν έκανα ποτέ μου. Στην πτυχιακή μου εστίασα στο τρίπτυχο έρωτας-θάνατος-γυναίκα. Είχα ετοιμάσει μια σειρά projects: στο ένα, που ήταν video art, ήταν η γιαγιά μου που ήταν σε κώμα από εγκεφαλικό στο κρεβάτι και έπαιζαν από πίσω αργόσυρτα τσάμικα και χάλκινα, τα οποία λατρεύω όπως λατρεύω όλα τα πνευστά, και στο άλλο είχα μια σειρά ασπρόμαυρων φωτογραφιών από μια νύφη σε διάφορες τοποθεσίες στο χωριό μου στο Μαρμάρι, σε σκοτεινή, εσωστρεφή απομονωμένη και στοιχειωμένη οπτική και από την άλλη εμένα σε 1hour photo και έγχρωμη ως Φωφώ, με ψηλό μαντήλι στο κεφάλι, τεράστια σκουλαρίκια και βυζιά να καθαρίζω κρεμμύδια, με πασαλειμένο eyeliner και μουτζουρωμένος. Ήμουν επηρεασμένος από Almodovar τότε». 

Στο Μαρμάρι πώς έβλεπαν τον Κωνσταντίνο που παρουσίαζε έτσι τη ζωή τους και έκανε τα δικά του, τα περίεργα; «Το Μαρμάρι έχει πολύ καλό και ανοιχτόμυαλο κόσμο – υπάρχουν και οι “άλλοι” όπως σε κάθε επαρχία αλλά είναι μειονότητα. Ειδικά τη δεκαετίες ’80-’90 διασκεδάζαμε πολύ και οι γονείς μου είναι άνθρωποι που τους άρεσαν οι γιορτές. Ο πατέρας μου ήταν έξω καρδιά και party animal. Για τους συγχωριανούς μου βέβαια είμαι ο “καλλιτέχνης”,  ξέρεις τώρα. Αλλά πάνω απ’ όλα βλέπουν μια συνέπεια. Δεν ήταν μια παροδική φάση που πέρασα όταν ήμουν νιός. Ήμουν – και είμαι – εκκεντρικός από μικρός. Μαλλί τη μια μοϊκάνα, την άλλη καρφιά την άλλη κιουράς, και όλα αυτά με 120 κιλά επάνω μου. Χάλια. Από το ναυτικό και μετά έγινα κύκνος. Και αυτό που βλέπεις τώρα αυτό είμαι. Το κάνω για να περνάω καλά εγώ. Κι αν μπορεί κι ο κόσμος να χαρεί έχει καλώς. Κάτι διαφορετικό ρε παιδί μου. Να σπάει η ρουτίνα. Το χρειάζομαι. Ψωμί πάω να πάρω από τον φούρνο και δεν μπορώ χωρίς να φοράω σκουλαρίκια. Νιώθω γυμνός χωρίς σκουλαρίκια. Αν όχι σκουλαρίκια κάτι άλλο, κάτι, κάτι, κάτι, μια μαλακία. Είναι ωραίο το θεατριλίκι, είναι ωραίο το πάλκο είναι ωραίο να γίνεσαι ο δικός σου ήρωας! Γι αυτό λατρεύω και ζηλεύω τον KICK-ASS.».

Όταν είναι βέβαια βαμμένος κυκλοφορεί κυρίως με ταξί. Μερικές γυναίκες τον κοιτούν με κάποια ζήλια «Μα πώς το κάνει» κι αυτές δεν μπορούν να ισιώσουν το γαμωeyeliner όπως θέλουν. Στον δρόμο τραβάει τα βλέμματα, τον θαυμασμό αλλά και τα κραξίματα και τη χλεύη. Συμβαίνουν αυτά γιατί απλά δεν το “πιάνουν” και ναι, τον στεναχωρεί όταν συμβαίνει, δεν είναι στ’ αρχίδια του. Δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά όμως. Είναι συνεπής στον εαυτό του. Αν και μερικές φορές βαριέται να μπει στη διαδικασία, γιατί κρατάει κάνα δίωρο ή και 3ωρο η όλη διαδικασία, με το που πιάνει το primer αλλάζει η διάθεση του, μπαίνει σε ρόλο. 

Τελείωσε τη σχολή στο Λονδίνο και σταδιακά συνειδητοποίησε ότι ναι μεν περνούσε φανταστικά το Σαββατοκύριακα αλλά η καθημερινότητα δεν ήταν και τόσο ονειρική. Ήταν κι αυτός ο καιρός της Αγγλίας με τα βαριά σύννεφα, την υγρασία, την μουντάδα. Τον χάλαγε αυτός ο καιρός. Θα μου πεις πιο πριν δεν τον χάλαγε; Ίσως το ισπανικό ταμπεραμέντο είχε λειτουργήσει ως αδιάβροχο, ίσως απλώς είχε κλείσει ο κύκλος του Λονδίνου. Τα πράγματα αλλάζουν, εμείς αλλάζουμε, οι μουσικές μας αλλάζουν. Μπορούμε να προχωράμε αφήνοντας πίσω μας πράγματα όχι επειδή μας πίκραναν απλώς επειδή δεν μας κάνουν πια. Συμβαίνει. Όπως και να ‘χει ήρθε Αθήνα. Σε μια πόλη που δεν είχε φίλους. 

Ξεκίνησε να εργάζεται σε εταιρείες παραγωγής. Πήγαινε σε interviews, έδειχνε το portfolio του αλλά δεν τον έπαιρναν επειδή δεν είχε γνώσεις υπολογιστή. Βρέθηκε στην ΜcCann Εrickson, όπου ο ΓΝ αφού είδε τη δουλειά του του είπε «Οι υπολογιστές μαθαίνονται πατ κιουτ. Τα άλλα δεν μαθαίνονται». Έτσι ξεκίνησε. Του άρεσε πολύ να εργάζεται στη διαφήμιση, με φαντασία και την απαραίτητη επικοινωνία αλλά κατέληξε ένας “Sad Man” , ένας χαρακτήρας στην ιντερνετική παρωδία του κειμενογράφου Κώστα Μπίνη και του art director Αντώνη Γούση.

Στην αφίσα απεικονίζεται ο ίδιος παιδί

Την περίοδο που εργαζόταν ως γραφίστας στη διαφήμιση ξεκίνησε να δουλεύει και ως DJ. O Kωστής Κωστής, ο barman του Key που τότε δούλευε στο Multi Culti, του ζήτησε να παίξει σε ένα γενέθλιο πάρτι που διοργάνωνε μαζί με τη φίλη του, την Αγγελική. Αυτό θυμάται ως αφετηρία ο ίδιος γιατί πιο πολύ από κάθε τι άλλο εκείνη τη βραδιά θυμάται τον Κωστή σε έξαλλη κατάσταση να του λέει “To ‘χεις! Το ‘χεις!”. Είχε παίξει κι για ένα μικρό διάστημα στο Αιολίς. Τότε ήταν που γνώρισε στο δισκάδικο του Ζαχαρία στο Μοναστηράκι την Ξανθίππη που έπαιζε στους «Χάρτες» στα Εξάρχεια, πήγε να την ακούσει και κόλλησε. Εκεί  σύχναζε ο Χρήστος, ο Τάσος, η Βασιλική, ο Δαβίδ, ο Διογένης, ο Μανώλης, η Μελίνα, η Άννα και ο νονός του ο Γιώργος ο ψηλός. Μόνο αυτός ήξερε τον Quentin Crisp στην μπλούζα του κι αυτός τον βάφτισε.  Έπαιξε και στο Soul και μετά ήρθε στη ζωή του το Kinky. «Εντόπισα καθώς ανέβαινα την Κολοκοτρώνη ένα συμπαθητικό, καινούριο χώρο. Μου άρεσε που ήταν απομονωμένο, μου άρεσαν τα ευγενέστατα παιδιά που το είχαν η Όλγα και ο Γιάννης και μπήκα μέσα και ζήτησα δουλειά. Ήταν κι αυτοί πρωτάρηδες και είχαμε πολύ καλή χημεία. Αισθάνθηκα ότι μπορούσα να παίξω ό,τι θέλω εκεί». Αυτό ακριβώς. Έτσι γεννήθηκε η larger than life περσόνα του Quentin, του DJ που κατόρθωνε να παίζει τα πάντα χωρίς να προδίδει ποτέ την καλή μουσική, που έπιανε πάντα τη διάθεση των θαμώνων και την κατεύθυνε κιόλας, χωρίς βία, χωρίς πίεση. Στις βραδιές του Kinky η νύχτα έρρεε με ετερόκλητα τραγούδια που έδεναν χωρίς να ξαφνιάζεται κανείς, δεν ήταν τα beats που οδηγούσαν στο επόμενο κομμάτι, ήταν ο κώδικας του Quentin που είχε εγγράψει μέσα του την dark wave εφηβεία στο Μαρμάρι, το φλαμένκο στα γεμάτα κάπνα υπόγεια του Λονδίνου, τα μακρόσυρτα συρτά της γιαγιάς του. Ο Quentin ήταν ο πρώτος που κατάφερε να παρουσιάσει αυτό το freestyle πρόγραμμα αλλά χάρη στις γνώσεις του, το μουσικό ένστικτό του και το χάρισμα του στην επικοινωνία δεν πρόδωσε ποτέ τα αυτιά των απαιτητικών πλασμάτων της νυχτερινής Αθήνας. Τώρα πια η αλήθεια είναι ότι κάθε μπαρ έχει από έναν DJ που με ένα laptop παρουσιάζει ένα freestyle πρόγραμμα. Οι καλές περιπτώσεις μετριούνται στα δάχτυλα του (ενός;) χεριού. Ο Quentin μπορεί να δημιούργησε μια νέα τάση δεν μπορεί όμως να φέρει την ευθύνη για την όποια εξέλιξή της.

Ο ίδιος πάντως αναμφισβήτητα καθιερώθηκε ως DJ κι όταν έκλεισε η διαφημιστική στην οποία δούλευε κατάλαβε πως ήταν η ώρα να αφοσιωθεί αποκλειστικά σε αυτό «Με γεμίζει αυτό που κάνω. Δεν ξέρω για πόσο ακόμη γιατί είμαι 43 χρονών και η νύχτα είναι νύχτα και πρέπει να ξεκουραζόμαστε. Γι αυτό θα με αντικαταστήσει ο σύντροφος: ο Ντίνος Γκουτζουλούς (Νtinos Gujuloos). Μουσικά είμαστε πολύ ίδιοι μόνο που αυτός είναι πιο (ίσως/μπορεί) ηλεκτρονικός. Νέες τάσεις, νέα ρεύματα, νέοι ήχοι, νέες δονήσεις. Το όνομά του είναι ένα παρατσούκλι που είχε στο χωριό. Είχε κι άλλα δύο: Νεραντζουλό και Το Παιδί του Γιαλού. Ο Ντίνος Γκουτζουλούς υπήρχε από τότε αλλά δεν εμφανιζόταν. Μέχρι μια μέρα που ο Γιώργος ο αδερφός του του είπε “Κώστα, μεγάλωσες και μαζί σου μεγαλώνει και η μύτη σου”. Κι έτσι ξεκίνησαν όλα: από την μύτη. Περνάω κι εγώ άλλωστε μια μεταβατική περίοδο και είπα λίγο να κουλάρω. Κι έτσι δίνω τα ηνία στο τσογλανάκι τον Ντίνο.».  

Κάνει μια παύση για να κάνει τράκα άλλο ένα τσιγάρο και συνεχίζει «Είμαι άνθρωπος που τα κάνω και λίγο πουτάνα. Δεν θα πάω να κάτσω ήρεμος, να κάνω τη δουλίτσα μου και να φύγω. Θέλω συναισθηματικό φόρτο. Είμαι loud. Μου αρέσει ο κόσμος αλλά δεν είμαι πολύ κοινωνικός άνθρωπος. Το βράδυ κυκλοφορούν πολλοί μοναχικοί καβαλάρηδες κι εγώ αρκετές φορές μπορώ να τους αφιερώσω την βραδιά ολόκληρη. Μου αρέσει αυτός που χορεύει έστω και κρατώντας τον ρυθμό μεταξύ δαχτύλου και μπάρας δαχτύλου και ποτηριού, παλάμης και μηρού.  Μου αρέσουν όταν τα σώματα είναι ακίνητα αλλά τα μάτια χορεύουν και γουστάρω αυτούς που εκτιμούν τη μουσική. Ασχέτως μουσικής προτίμησης. Στο κέντρο πλέον υπάρχουν πολλά και ωραία μαγαζιά. Υπάρχουν μαγαζιά που ήρθαν για να μείνουν και μαγαζιά που ήρθαν να κάνουν την βόλτα τους. Αυτό θα το δείξει η ιστορία και τώρα η ιστορία είναι σε δύσκολη στιγμή. Τα λεφτά καλώς κακώς τα χρειαζόμαστε. Μακάρι να ήμουν πλούσιος. Είμαι φιλοχρήματος, το παραδέχομαι. θα ήθελα να ‘χα λεφτά να τα σκορπάω, να τα δίνω, να κάνω ταξίδια, να σπουδάζω. Με τα λεφτά μπορείς να κάνεις φορμιντάμπλ πράγματα. Ναι, βλέπω, ακούω, γεύομαι αλλά με τα λεφτά μπορείς να υα κάνεις ακόμα πιο φορμιντάμπλ.  Αυτό πάντως που σίγουρα είναι φορμιντάμπλ και τσάμπα είναι ένα καλό, ξεγυρισμένο σεξ, ντάλα μεσημέρι, όχι πια βράδυ. Τα βράδια I see happy people μόνο. Ωραίο αυτό. Θα το τυπώσω σε μπλούζα. Κρίμα που χάθηκε το φλερτ όμως. Τους βλέπεις να κοιτιούνται και μετά τίποτα. Δεν νταραβερίζονται. Δεν υπάρχει τόλμη, υπάρχει μόνο γοητεία». 

 Και ποιος είναι γοητευτικός; «Αυτός που δεν παριστάνει κάτι άλλο από αυτό που είναι». 

Μπορείτε να ακούσετε τον Nτίνο Γκουτζουλού να παίζει στα: Drunk Sinatra, Kinono, 7 Jokers, Alo Bar, Mosaiko,  Boiler. Για το εβδομαδιαίο πρόγραμμά του συντονιστείτε εδώ

Οι 50 καλύτερες αφίσες του σχεδιασμένες από τον ίδιο:

Λίνα Ρόκου

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Το 1998 ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού. Από το 2001 εργάζεται ως δημοσιογράφος.

Share
Published by
Λίνα Ρόκου