Categories: ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

«Πλέον δεν υπάρχει ντροπή. Οι ψηφοφόροι έχουν απελευθερωθεί και λένε ανοιχτά ότι ανήκουν στην Χρυσή Αυγή και την ψηφίζουν»

Σε ένα γραφείο κρυμμένο σε κάποιο από τα δαιδαλώδη κτίρια του Παντείου Πανεπιστημίου, υπό τους ήχους μουσικών και ταινιών της πλαϊνής αίθουσας σεμιναρίων, μπορείς να βρεις την Βασιλική Γεωργιάδου. Αν δεν είσαι φοιτητής ή ερευνητής μπορεί να μην αναγνωρίσεις το όνομά της. Ξέρεις όμως ποιοί το γνωρίζουν πολύ καλά; Οι Χρυσαυγίτες.

«Δεν αντιμετώπισα ποτέ κάποιο θέμα», σπεύδει να διευκρινίσει, «παρότι συχνά έχω την αίσθηση ότι υπάρχουν κάποιοι μέσα στην αίθουσα που έχουν βιωματικό ενδιαφέρον για το αντικείμενο και ίσως ανήκουν στον ευρύτερο χώρο της ακροδεξιάς. Είναι όμως όλα κόσμια, μέχρι στιγμής δεν έχει παρεκτραπεί κανείς.

Η Βασιλική Γεωργιάδου

Η Βασιλική Γεωργιάδου, με διδακτορικό στο γερμανικό Πανεπιστήμιο του Μύνστερ, είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης, ασχολείται πολλά χρόνια με την ελληνική και ευρωπαϊκή ακροδεξιά και έχει ενεργή παρουσία σε έντυπα και ηλεκτρονικά Μέσα. Αν αυτό δεν είναι ένα πρώτο δείγμα ότι ξέρει τι της γίνεται, υπάρχει και δεύτερο: δεν ξαφνιάστηκε από τα ποσοστά της Χρυσής Αυγής στις πρόσφατες εκλογές. Αντίθετα, τα περίμενε. «Η διατήρηση ή και η αύξηση των ποσοστών σ’ αυτές τις εκλογές φαινόταν προεκλογικά, υπήρχαν ενδείξεις. Δεν έπρεπε να εκπλαγούμε, δεν θα κατατροπωνόταν η Χρυσή Αυγή και αυτό δεν θα γινόταν για λόγους συγκυριακούς και ιστορικούς. Δεν μιλάμε για μια οργάνωση που εμφανίζεται ξαφνικά. Ένα διαμορφωμένο ακροδεξιό περιβάλλον υπάρχει ήδη από την δεκαετία του ’60, η οποία για μένα αποτελεί μια σημαντική αφετηρία για την μεταπολιτευτική ακροδεξιά. Για τον πυρήνα, ας πούμε, γύρω από τον Κωνσταντίνο Πλεύρη και το Κόμμα της 4ης Αυγούστου, το οποίο αναγνωρίζεται και από τον Μιχαλολιάκο ως μια “κυβωτός”. Θα λέγαμε πως υπάρχει μια μήτρα, από την οποία ανασύρουν τις ιδέες τους και από την οποία προέρχεται ένα μέρος από το στελεχικό δυναμικό τους», εξηγεί. 

Εκλογές και ποσοστά

Πριν όμως προλάβω να φανταστώ ορδές μαυροφόρων νεοναζί να ρημάζουν την Ελλάδα, σπεύδει, χωρίς ίσως να το καταλάβει, να με καθησυχάσει. «Η Χρυσή Αυγή έχει πάρει ένα 9,3% σε Ευρωεκλογές και αυτό είναι το ταβάνι της, δεν μπορεί να το ξεπεράσει. Το πικ της σε εκλογές πρώτης τάξης ήταν η αφετηρία της. Αν το δούμε αριθμητικά, έχασε 8.800 ψήφους σε σχέση με τις εκλογές του Ιανουαρίου. Τα ποσοστά της δείχνουν μια ανάκαμψη σχετικά μεγάλη, καθώς στην επικράτεια κερδίζει σχεδόν μια ποσοστιαία μονάδα. Αν όμως δούμε τους αριθμούς, θα διαπιστώσουμε ότι διατηρεί τις δυνάμεις της στην επικράτεια. Θα έλεγα ότι γι’ αυτήν είναι εκλογές σταθεροποίησης των εκλογικών ποσοστών. Αν όμως πάρουμε την εξέλιξή της από το 2012, η Χρυσή Αυγή έχει χάσει ένα 14% της εκλογικής της δύναμης σε αριθμό ψήφων. Επίσης, βλέπουμε ότι ακόμα δεν έχει σταθεροποιηθεί μέσα στην επικράτεια, καθώς αλλού εμφανίζονται τα κάστρα της το 2012, αλλού το 2015. Στην συγκεκριμένη εκλογική αναμέτρηση είχε απώλειες στα μεγάλα αστικά κέντρα. Στην Β’ Αθηνών, σ’ αυτή την τεράστια εκλογική περιφέρεια με τους 34 δήμους, έχασε το 15% της δύναμής της. Αυτό που μου κάνει περισσότερη εντύπωση βλέποντας τους δήμους έναν προς έναν είναι ότι έχει χάσει παντού σε σχέση με τις εκλογές του Ιανουαρίου, και στους λεγόμενους μεγαλοαστικούς δήμους, την Κηφισιά, την Φιλοθέη, το Ψυχικό, στου Παπάγου-Χολαργού, αλλά και στις λεγόμενες λαϊκές περιοχές: το Καματερό, το Αιγάλεω, το Ίλιον, το Περιστέρι. Περίπου 10% έφτασαν εκεί οι απώλειές της. Από την άλλη, βέβαια, σε περιοχές που μέχρι τώρα ήταν ασήμαντη, έχει ανέβει αρκετά. Σε όλα τα νησιά του Αιγαίου, σε όλα, υπήρξε άνοδος. Ακόμη και στην Κρήτη! Η ποσοστιαία άνοδος εκεί ήταν σημαντική, παρότι τα ποσοστά της συνεχίζουν να είναι χαμηλά σε σχέση με το ποσοστό της. Η γενική εικόνα, λοιπόν, μας δείχνει πως υπάρχει μια εξακολουθητική ρευστότητα».

Αν πάρουμε την εξέλιξή της από το 2012, η Χρυσή Αυγή έχει χάσει ένα 14% της εκλογικής της δύναμης σε αριθμό ψήφων. Επίσης, βλέπουμε ότι ακόμα δεν έχει σταθεροποιηθεί μέσα στην επικράτεια, καθώς αλλού εμφανίζονται τα κάστρα της το 2012, αλλού το 2015.

Η ρευστότητα ακούγεται απρόβλεπτη και τρομακτική. Όμως, σύμφωνα με την Γεωργιάδου, δεν είναι απαραίτητα κακή, γιατί σημαίνει πως η οργάνωση δεν έχει εμπεδωθεί μέσα στην ελληνική κοινωνία, τουλάχιστον στον βαθμό που νομίζουν αρκετοί. «Θα ήμουν και είμαι όλα αυτά τα χρόνια επιφυλακτική στο να πω ότι έχουμε να κάνουμε με μια οργάνωση που έχει εμπεδώσει την παρουσία της στην κομματική σκηνή. Αφενός θεωρώ ότι τα χρόνια είναι λίγα. Από το 2012 μέχρι σήμερα δεν θα έπρεπε να είχαν ξαναγίνει εκλογές αν εξαντλούταν η τετραετία. Αφετέρου μπορούμε να μιλήσουμε για εμπέδωση των κομμάτων όταν αυτά είναι αρκετά μεγάλα, όπως τα συντηρητικά και τα σοσιαλδημοκρατικά. Σε περιπτώσεις μικρών κομμάτων μιλάμε για εμπέδωση μόνο για τα κόμματα ειδικής κατηγορίας. Τα κομμουνιστικά κόμματα, ας πούμε, το ΚΚΕ το δικό μας είναι εμπεδωμένο. Ακριβώς λοιπόν επειδή η Χρυσή Αυγή εξακολουθεί να παρουσιάζει ρευστότητα θα ήμουν διστακτική να μιλήσω για εμπέδωση. Η μπίλια ακόμα δεν έχει καθίσει και το επιχείρημα ότι εδώ έχουμε μια οργάνωση “μπετόν αρμέ” που έχει ψηφοφόρους που την ακολουθούν ανεξαρτήτως συγκυρίας εμφανώς καταρρίπτεται».

Οι νεοναζί και οι άλλοι 

 Μπήκαμε ίσως στο πιο αμφιλεγόμενο κομμάτι του κεφαλαίου «Χρυσή Αυγή», στους ψηφοφόρους της. Πολλά έχουν γραφτεί γι’ αυτούς και αλλά τόσα θα μπορούσαν. Είναι όλοι νεοναζί και εθνικιστές; Μήπως είναι παραπλανημένοι; Σίγουρα δεν είναι το δεύτερο, αλλά δεν είναι απαραίτητο πως είναι το πρώτο. «Είμαι προσεκτική στο να αποδίδω χαρακτηρισμούς σε εκλογείς. Ψηφίζουν μια οργάνωση που είναι νεοναζιστική. Όμως σε ό,τι αφορά τις δικές τους ιδεολογικές πεποιθήσεις δεν μπορώ να πω ότι τις γνωρίζω απόλυτα. Ένα ποσοστό ενδεχομένως μοιράζεται τις ίδιες αντιλήψεις, όμως δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι και πάντως όχι για όλους. Όπως δεν μπορούμε να πούμε ότι όλοι όσοι ψηφίζουν ΚΚΕ είναι κομμουνιστές. Και στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής δεν είναι όλες οι ψήφοι ιδεολογικής εγγύτητας. Στο exit poll υπήρχε ερώτηση για την απόσταση από το κόμμα προτίμησης. Από το 7% που πήρε η Χρυσή Αυγή, περίπου το 3% απάντησε ότι αισθάνεται πολύ κοντά σε αυτήν ιδεολογικά. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι οι υπόλοιποι απαλλάσσονται από την ευθύνη. Ευθέως θα πω πως πλέον οι ψηφοφόροι της Χρυσής Αυγής γνωρίζουν επακριβώς ότι η οργάνωση επιδίδεται σε βίαιο ακτιβισμό, υπερασπίζεται τον εθνικοσοσιαλισμό, έχει εμπλακεί σε πράξεις βίας πολύ βαριές και κατηγορείται γι’ αυτές, αλλά εξακολουθούν να την ψηφίζουν. Αυτό από μόνο του είναι πολύ βαρύ. Δεν χρειάζεται να πω κάτι άλλο γι’ αυτούς, κάνουν μία επιλογή εν γνώσει τους. Ενδεχομένως όχι όλοι όσοι την ψήφισαν το 2012, μπορεί εκείνοι να μην ήξεραν επακριβώς. Όμως οι 380.000 ψηφοφόροι της σήμερα ξέρουν τι ψηφίζουν. Έχουν γνώση, γι’ αυτό μπορώ να είμαι βέβαιη. Είναι καλό να τους φέρνουμε προ των ευθυνών τους».

Μήπως όμως ντρέπονται να πουν πόσο κοντά νιώθουν στο κόμμα; «Πλέον νομίζω πως δεν υπάρχει ντροπή. Η θεωρία λέει ότι οι ψηφοφόροι ακραίων κομμάτων φοβούνται τον στιγματισμό και δεν το λένε, δεν το ομολογούν και γι’ αυτό δεν μπορείς να τους πιάσεις στις έρευνες κοινής γνώμης. Αυτό λειτουργούσε ίσως στην αρχή. Δεν λειτουργεί όμως πια, έχουν απελευθερωθεί και λένε ανοιχτά ότι ανήκουν στην Χρυσή Αυγή και την ψηφίζουν. Λόγω της δουλειάς μου και της έρευνας έχω συνομιλήσει με ανθρώπους που έχουν ψηφίσει Χρυσή Αυγή. Προσπαθώ να καταλάβω τα κίνητρά τους. Δεν έχει νόημα να τους κάνεις μάθημα, γιατί δεν θα σε ακούσουν, δεν έχει νόημα να κάνεις τον συμβουλάτορα».

Ευθέως θα πω πως πλέον οι ψηφοφόροι της Χρυσής Αυγής γνωρίζουν επακριβώς ότι η οργάνωση επιδίδεται σε βίαιο ακτιβισμό, υπερασπίζεται τον εθνικοσοσιαλισμό, έχει εμπλακεί σε πράξεις βίας πολύ βαριές και κατηγορείται γι’ αυτές, αλλά εξακολουθούν να την ψηφίζουν.

Πρόσφυγες και στρατηγικές 

Ένα ίσως πρώτο βήμα για να τους «καταλάβεις» είναι να μελετήσεις το γιατί. Και αν πιστέψουμε την ειδική, που μιλάει προσεκτικά και κρατώντας στο χέρι χαρτιά με νούμερα που αποδεικνύουν όσα λέει, «ο φόβος απέναντι στον ξένο έχει παίξει μεγάλο ρόλο. Όλα όσα του έχουμε φορτώσει, συσχετίζοντάς τον με την οικονομική κρίση, με την ανεργία, με την εγκληματικότητα. Κάνουμε διάφορες ταυτίσεις, οι οποίες μετά εμφανίζονται ως επιχειρήματα και αντιλήψεις ανθρώπων που έχουν επιλέξει να στηρίξουν και να ψηφίσουν τη συγκεκριμένη οργάνωση. Η μεγαλύτερη εκλογική αύξηση της Χρυσής Αυγής  εντοπίζεται στα τρία νησιά που δέχτηκαν τις μεγαλύτερες εισροές προσφύγων, δηλαδή στην Κω, στην Σάμο και στην Λέσβο. Όμως άνοδος παρατηρήθηκε σχεδόν σε όλα τα νησιά. Οι προσφυγικές ροές έφτασαν και μέχρι τις Κυκλάδες και τις Βόρειες Σποράδες. Οι πρόσφυγες ήταν ένα θέμα συζήτησης και οι κάτοικοι στα νησιά μπορεί να ένιωσαν ότι τους αφορά το θέμα του προσφυγικού. Κάποιοι κάτοικοι πιθανώς να ένιωσαν απειλημένοι. Συχνά απειλημένοι νιώθουν εκείνοι που δεν βιωνουν άμεσα το πρόβλημα. Πρόκειται, όπως λέμε, για ένα φαινόμενο στεφάνης: όσο απομακρύνεσαι από μια εστία τόσο την φοβάσαι. Έτσι δημιουργήθηκε η προϋπόθεση μιας διάχυσης της παρουσίας της οργάνωσης στο νησιωτικό περιβάλλον που αποτυπώνεται και στα εκλογικά ποσοστά. Δεν είναι τα δύο θέματα -το προσφυγικό και η εκλογική ενίσχυση- άσχετα».

Ο τρόπος με τον οποίο η Χρυσή Αυγή αφηγήθηκε το προσφυγικό ζήτημα στο ακροατήριό της όχι μόνο αποδεικνύει το ότι πλέον θεωρείται «ειδική» σε μεταναστευτικά ζητήματα, αλλά και το ότι κάνει εμφανή προσπάθεια να καμουφλάρει το ιδεολογικό της περιεχόμενο. «Πώς διατύπωσε η Χρυσή Αυγή στον λόγο της το προσφυγικό ζήτημα;», αναρωτιέται η Γεωργιάδου. «Συνεχίζει να μιλάει για λαθρομετανάστευση και λαθρομετανάστες. Βάζει την σημερινή ατζέντα σε μια πλαισίωση που έχει η ίδια έχει δουλέψει πολύ. Από την αρχή –το 2010- παίζει ρόλο το μεταναστευτικό για την άνοδο της Χρυσής Αυγής. Στο θέμα του Δήμου Αθηναίων, στον Άγιο Παντελεήμονα… Τώρα τοποθετεί το προσφυγικό μέσα στην ίδια πλαισίωση, δηλαδή της εθνικοκοινωνικής απειλής. Έχει δε στο μεταξύ αποκτήσει και ένα είδος θεματικής αρμοδιότητας που της «αναγνωρίζεται», ας πούμε, από ένα κοινό εκλογέων ακριβώς γιατί έχει έναν εξτρεμιστικό λόγο περί αλλοίωσης και υπονόμευσης της ελληνικότητας, η οποία εκτός των άλλων έχει  κατ’ αυτήν και πρακτικό κόστος, φέρνει έγκλημα. Με άλλα λόγια, η Χρυσή Αυγή έχει μια ολοκληρωμένη ειδική αφήγηση για το μεταναστευτικό και βάζει τους πρόσφυγες μέσα σε αυτήν την αφήγηση. Εμένα η παρουσία της στην Κω μου έκανε εντύπωση. Πήγε με κλιμάκιο βουλευτών, δεν έκανε αυτό που έκανε στον Άγιο Παντελεήμονα με τα τάγματα εφόδου. Είχε συναντήσεις με θεσμικούς παράγοντες, το Δήμο, μπήκε μέσα στην πόλη, μίλησε με τον κόσμο. Η στρατηγική της είναι διαφορετική και αυτό φαίνεται πως απέδωσε καρπούς. Στην Κω, που είναι από τα νησιά που δέχτηκαν τον δεύτερο μεγαλύτερο όγκο των προσφυγικών ροών μετά τη Λέσβο, έδειξε ότι έχει μια σαφή άποψη πάνω στο ζήτημα, ήταν ξεκάθαρα αντίθετη με την δημιουργία καταυλισμών πιστεύοντας ότι αυτά θα δημιουργούσαν μια μονιμότητα στις προσφυγικές ροές. Πρότεινε ο στρατός να έρθει να φυλάξει τα σύνορα και να “καθαρίσει” το ζήτημα. Αυτός ο λόγος που συνέδεε το μεταναστευτικό με το προσφυγικό και τα ζητήματα εθνικής ασφάλειας, για ένα κομμάτι του κόσμου, ήταν προφανώς πειστικός».

Νομίζω πως  (η ανάληψη της «πολιτικής ευθύνης» για τη δολοφονία Φύσσα) ήταν μια έκρηξη αρχηγικής μεγαλομανίας. Μιμήθηκε τον Κουφοντίνα! Άκουσα δύο τρεις φορές την συγκεκριμένη συνέντευξη. Τείνω να πιστεύω ότι δεν του ξέφυγε, αλλά ήθελε να υποδηλώσει κάτι μ’ αυτό, να επιβεβαιώσει ίσως το ποιός είναι ο αρχηγός.

Η μετάλλαξη της οργάνωσης φαίνεται πως υπονομεύτηκε από τον Μιχαλολιάκο και την ανάληψη της «πολιτικής ευθύνης» για την δολοφονία Φύσσα. Για την Γεωργιάδου, ωστόσο, αυτή δεν έγινε καταλάθος. «Νομίζω πως ήταν μια έκρηξη αρχηγικής μεγαλομανίας. Μιμήθηκε τον Κουφοντίνα! Άκουσα δύο τρεις φορές την συγκεκριμένη συνέντευξη. Τείνω να πιστεύω ότι δεν του ξέφυγε, αλλά ήθελε να υποδηλώσει κάτι μ’ αυτό, να επιβεβαιώσει ίσως το ποιός είναι ο αρχηγός. Στην διάρκεια αυτής της προεκλογικής εκστρατείας είδαμε αρκετές φορές άλλα πρόσωπα σε κεντρικές παρουσιάσεις. Στο τηλεοπτικό δεκάλεπτο πρωταγωνιστούσε ο Κασιδιάρης. Στην ΔΕΘ, πάλι ο Κασιδιάρης ήταν το κεντρικό πρόσωπο, ο Μιχαλολιάκος δεν ήταν παρών. Ίσως λοιπόν ο Μιχαλολιάκος να αισθάνθηκε πιεσμένος από το εσωτερικό μέτωπο που δημιουργείται, από δυνητικούς, πραγματικούς ή όχι ανταγωνιστές. Πάντα ένας αρχηγός μια ευθύνη πρέπει να αναλάβει και πιθανώς να θεώρησε ότι αναλαμβάνοντας την πολιτική ευθύνη έπραξε σωστά. Αυτό βέβαια που δεν συνειδητοποίησε ήταν ότι με τον τρόπο αυτό ομολογούσε επίσημα την εμπλοκή του και του κόμματός του στην συγκεκριμένη δολοφονία. Γι’ αυτό και υπήρξε μετά η επίσημη ανακοίνωση, η οποία ήταν πολύ προσεκτικά γραμμένη, δια χειρός θεωρώ του νομικού του εκπροσώπου, έτσι ώστε να προσπαθήσει αυτό το θέμα της ομολογίας και της ευθύνης να μαζευτεί».

Τα «δύο άκρα»

Εκτός από την ιδεολογική της παράδοση, η Χρυσή Αυγή εκμεταλλεύθηκε και την συγκυρία. Η Γεωργιάδου συμφωνεί ότι ο διαχωρισμός μνημόνιο-αντιμνημόνιο χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από την οργάνωση. «Η Χρυσή Αυγή αντιλήφθηκε έγκαιρα ότι έπρεπε να γίνει αντιμνημονιακή. Δεν ήταν από την αρχή τέτοια, το κέντρο βάρους της ήταν διαφορετικό. Την στιγμή που εμφανίζεται το Μνημόνιο, η Χρυση Αυγή ήταν ακόμη ένα αντιμεταναστευτικό κόμμα, εκεί επικεντρωνόταν. Αντιλαμβάνεται γρήγορα ότι πρόκειται για ένα σημαντικό διακύβευμα, μετατρέπεται σε ένα σκληρό αντιμνημονιακό κόμμα και έκτοτε παραμένει τέτοιο. Και βλεπουμε ότι μεταξύ των ψηφοφόρων που δηλώνουν την εναντίωση στο Μνημόνιο ως πολύ σημαντικό κριτήριο για την επιλογή του κόμματος που θα ψηφίσουν, σ’ αυτούς η Χρυσή Αυγή παίρνει ένα σημαντικό ποσοστό. Αυτή τη στιγμή παραμένει, με μερικά ακόμα μικρά κόμματα ίσως ο κυριότερος διεκδικητής της αντιμνημονιακής ψήφου».

Ακούγοντάς την να τελειώνει την φράση της, δεν μπόρεσα να αντισταθώ στον πειρασμό. Κάποιοι τους ονόμασαν «δύο άκρα». Υπάρχει άραγε σχέση μεταξύ των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ και της Χρυσής Αυγής; Η απάντηση είναι επιστημονική και αποστομωτική. «Οι ανταλλαγές ψηφοφόρων μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και Χρυσής Αυγής είναι μικρές. Η Χρυσή Αυγή έχει βασικά τροφοδοτηθεί σε ψήφους από την Νέα Δημοκρατία, το ΛΑΟΣ αλλά και το ΠΑΣΟΚ. Οι εισροές ψήφων από τον ΣΥΡΙΖΑ υπήρξαν από ανύπαρκτες έως πολύ μικρές, ενώ όσον αφορά τις εκροές ψηφοφόρων της προς τον ΣΥΡΙΖΑ οι μεγαλύτερες (12%) σημειώθηκαν τον Ιανουάριο του 2015. Δεν νομίζω λοιπόν ότι υπάρχει μια άμεση επικοινωνία τέτοιου είδους σε επίπεδο ανταλλαγής ψηφοφόρων. Βέβαια τώρα είμαστε σε μία καινούρια κατάσταση, όπου ο ΣΥΡΙΖΑ αλλάζει ρότα, εκ των πραγμάτων, όσο κι αν δεν θέλει να το πει ανοιχτά. Άρα μένει να δούμε πώς θα εξελιχθεί η συμπεριφορά του εκλογικού σώματος, ειδικά εκείνου που ακόμα αυτοχαρακτηρίζεται ως αντιμνημονιακό. Με βάση τα σημερινά δεδομένα, βλέπουμε πως η αριστερή, αντιμνημονιακή Λαϊκή Ενότητα δεν κατορθώνει καν να μπει στην Βουλή και άρα οιι αντιμνημονιακοί ψηφοφόροι μένουν ορφανοί».

Οι εισροές ψήφων από τον ΣΥΡΙΖΑ υπήρξαν από ανύπαρκτες έως πολύ μικρές, ενώ όσον αφορά τις εκροές ψηφοφόρων της προς τον ΣΥΡΙΖΑ οι μεγαλύτερες (12%) σημειώθηκαν τον Ιανουάριο του 2015. Δεν νομίζω λοιπόν ότι υπάρχει μια άμεση επικοινωνία τέτοιου είδους σε επίπεδο ανταλλαγής ψηφοφόρων.

Από την άλλη, η εκ των πραγμάτων πιο στενή ιδεολογική σχέση μεταξύ Χρυσής Αυγής και Νέας Δημοκρατίας δεν είναι δεδομένη και ίσως είναι λάθος να τίθεται προς εκμετάλλευση. «Το προφίλ της Νέας Δημοκρατίας μετά το 2009, όταν ανέλαβε ο Σαμαράς, έγινε πολυ πιο παραδοσιακά δεξιό και πιο επιτρεπτικό απέναντι στην ακροδεξιά. Αυτό δημιούργησε μια νέα ευκαιρία για εκείνους που προέρχονται από την ακροδεξιά σκηνή να δραστηροποιηθούν εντονότερα μέσα στο περιβάλλον της και να διεκδικήσουν ρόλους. Η Νέα Δημοκρατία όμως δεν ήταν ποτέ στατική, είχε περιόδους που ήταν περισσότερο κοντά στο κέντρο και άλλες που μετακινούταν δεξιότερα. Δεν νομίζω πως αν τώρα αρχίσει να κλίνει ακόμα πιο δεξιά αυτό θα λειτουργούσε ως ανάχωμα για τους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής. Η σχέση των δύο κομμάτων, παρά τις όποιες εκλογικές ροές, δεν είναι μια σχέση συγκοινωνούντων δοχείων. Και, εν τέλει, θα ήταν πολύ μικρός ο στόχος, μιλώντας με ποσοτικούς όρους, για ένα κόμμα εξουσίας όπως η Νέα Δημοκρατία να μετακινηθεί προς μια τέτοια κατεύθυνση που θα την καθιστούσε έναν υποδοχέα ακροδεξιών ψήφων. Δεν είναι τόσες πολλές αυτές οι ψήφοι. Το κενό που εμφανίζεται σήμερα στο πολιτικό σκηνικό, στο πλαίσιο ενός αδύναμου δικομματισμού που πλέον έχουμε, είναι στον χώρο του κέντρου, όχι στα άκρα».

Δίκες και τηλε-δίκες

Και τώρα τι; Οι εκλογές πέρασαν, η Χρυσή Αυγή έμεινε και μαζί της έμειναν απογοητευμένοι όσοι πίστεψαν ότι μπορούσε να κατατροπωθεί, ότι «ήταν θέμα χρόνου» να εξαφανιστεί. Καταρχήν, ψυχραιμία. Κατά δεύτερον, εμπιστοσύνη στην δικαιοσύνη. «Όλη η δουλειά που έγινε σε ανακριτικό επίπεδο ήταν καταπληκτική. Το πόρισμα Ντογιάκου είναι ένα κείμενο που νομίζω έχει στοιχειοθετηθεί με πολλή προσοχή. Η δικαστική διαδικασία είχε στην αρχή μια καθυστέρηση στο διαδικαστικό της κομμάτι και οι κατηγορούμενοι έκαναν ό,τι μπορούσαν προκειμένου να παραταθεί αυτό. Όμως πλέον έχει ξεκινήσει στην ουσία της. Θεωρώ ότι όλο αυτό το κομμάτι γίνεται καλώς, παρά τα προβλήματα. Δεν μου λύθηκαν βέβαια οι απορίες γιατί ο Κασιδιάρης βγήκε από την φυλακή έξι μήνες νωρίτερα από το δεκαοχτάμηνο, όμως νομίζω πως αυτό δεν θα επηρεάσει την δίκη». 

η τηλεοπτική κάλυψη θα έδινε την δυνατότητα και στους κατηγορούμενους να αξιοποιήσουν αυτό το βήμα και να δημιουργήσουν στο κοινό το οποίο αυτοί απευθύνονται τα συναισθήματα εκείνα τα οποία αυτοί επιδιώκουν.

Μήπως θα ήταν καλύτερα η ποινική διαδικασία να καλύπτεται τηλεοπτικά; Γιατί, κακά τα ψέματα, άλλο να ακούς την κατάθεση της Μάγδας Φύσσα και άλλο να την βλέπεις. Ίσως ο ψηφοφόρος της Χρυσής Αυγής σκεφτεί διπλά πάνω από την κάλπη. Η Γεωργιάδου όμως είναι κάθετα αντίθετη σε μια τέτοια προοπτική. «Πιστεύω ότι δεν πρέπει να γίνει θέαμα. Καμία δίκη, όχι μόνο η συγκεκριμένη. Στο παρελθόν είχαμε την υπόθεση της δίκης του σκανδάλου Κοσκωτά, αλλά κάθε βράδυ μετά την κανονική δική υπήρχε και τηλεοπτική, το follow up. Βέβαια, πρέπει να υπάρχει δημοσιογραφική κάλυψη κάθε σοβαρής δικαστικής υπόθεσης. Για την δίκη της Χρυσής Αυγής έχουν δοθεί πολλές διαπιστεύσεις και υπάρχει και το Golden Dawn Watch, στο οποίο συμμετέχω κι εγώ και το οποίο ενημερώνει με λεπτομέρεια για το τι ακριβώς συνέβη μέρα προς μέρα. Επίσης, οπωσδήποτε η δίκη πρέπει να έχει δημοσιότητα, με την έννοια της ελεύθερης πρόσβασης στον χώρο διεξαγωγής της. Όμως, η τηλεοπτική κάλυψη θα έδινε την δυνατότητα και στους κατηγορούμενους να αξιοποιήσουν αυτό το βήμα και να δημιουργήσουν στο κοινό το οποίο αυτοί απευθύνονται τα συναισθήματα εκείνα τα οποία αυτοί επιδιώκουν. Δηλαδή, να εμφανιστούν ως διωκόμενοι, να δώσουν μια εικόνα πολιτικής δίωξης και να επιδιώξουν να αναλάβουν αυτοί έναν ρόλο θύματος. Υπό αυτήν την έννοια, εγώ νιώθω πιο καθησυχασμένη που δεν τους δίνεται αυτή η δυνατότητα να μετατρέψουν μια τόσο σοβαρή θεσμική διαδικασία σε ένα δικό τους σόου».

Έφυγα από το Πάντειο με λίγες λύσεις και ακόμα περισσότερες απορίες. Είναι δύσκολο να εμπιστευτείς την πολιτεία για το οτιδήποτε, έχει επανειλλημένα αποδειχθεί κατώτερη των περιστάσεων. Το μέλλον θα δείξει αν όντως η δικαιοσύνη θα λύσει τα χέρια μιας κοινωνίας ανίκανης να αντισταθεί στα πιο βίαια ένστικτά της. Το μόνο βέβαιο είναι πως αν για κάθε πολίτη που συνηθίζει στο αίμα και στο μίσος, υπάρχει κάποιος άλλος που ερευνά την πορεία και τις αιτίες του, τότε μπορούμε όλοι να ανασάνουμε λίγο ευκολότερα. Αν μη τι άλλο, η επιστήμη είναι με το μέρος μας και η γνώση που μας προσφέρει η δύναμή μας.  

H Βασιλική Γεωργιάδου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, συγγραφέας μεταξύ άλλων, των βιβλίων:  «Η  Άκρα Δεξιά και οι συνέπειες της συναίνεσης», «Ο δεξιός εξτρεμισμός στην Ευρώπη»(συλλογικό έργο), «Η Ακροδεξιά» (συλλογικό έργο)
Μυρτώ Λιαλιούτη

Share
Published by
Μυρτώ Λιαλιούτη