Ποιος είναι τελος πάντων αυτός ο κ. Χριστόπουλος και τι πιστεύει για την μουσουλμανική μειονότητα στη Θράκη;

Ο Δημήτρης Χριστόπουλος είναι αναπληρωτής Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και ήδη αρκετά γνωστός για τη δράση και τις απόψεις του· τόσο πριν από την υποψηφιότητά του ως ευρωβουλευτή με το ΣΥΡΙΖΑ, όσο και μετά τη σύνδεση του ονόματός του στην υπόθεση της Σαμπιχά Σουλεϊμάν. Οξυδερκής και άμεσος στις απαντήσεις του, ο κ. Χριστόπουλος ήταν ιδανικός συνομιλητής για μία συζήτηση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, όχι μεταξύ «τυρoύ και αχλαδίου» αλλά, ως οδηγός επιβίωσης.

Παρ’ όλο που δεν κατατάσσει εαυτόν στην κατηγορία των ριψοκίνδυνων, πιστεύει ότι το ρίσκο της αλλαγής είναι πολύ πιο συνετό από τη βέβαιη καταστροφή που ακολουθείται πολιτικά μέχρι σήμερα και μάλιστα το ανέλυσε, με τις πιθανές διεξόδους που προσφέρει η Αριστερά. Μιας Αριστεράς που, όπως ανέφερε, δεν επιθυμεί να παλινορθώσει το προ κρίσης καθεστώς, αλλά να φτιάξει ένα καινούργιο. Από τις καταδίκες για βασανισμούς στις φυλακές, μέχρι το ελληνικό Πανεπιστήμιο,τις ευρωεκλογές και τη διαχείριση του μεταναστευτικού, ήταν πλέον σαφές ότι απέναντί μου είχα έναν άνθρωπο που ήξερε από πρώτο χέρι για τι πράγμα μιλούσε. Πράγμα όχι και τόσο αυτονόητο για τη συνήθη ρητορική τόσο των πολιτικών, όσο και των καθηγητών.

 

Τον τελευταίο καιρό, έχει γίνει μεγάλη συζήτηση γύρω από την υπόθεση της υποψηφιότητας της Σαμπιχά Σουλεϊμάν, αλλά και γύρω από τις δικές σας απόψεις επί του θέματος. Τώρα που αποσύρθηκε η υποψηφιότητά της και έχει κοπάσει λίγο ο θόρυβος, τι σχόλια θα κάνατε γι’ αυτό καθαυτό το ζήτημα των μειονοτήτων της Θράκης, αλλά και για την έκταση που πήρε; Η Θράκη είναι μία πολύ δύσκολη υπόθεση, καθώς συμπυκνώνει μία σειρά αντιθέσεις: θρησκευτικές, πολιτισμικές και  εθνοτικές εντάσεις συνδυάζονται με τη φτώχεια, την εγκατάλειψη, τον ανταγωνισμό των εθνικισμών, τη στρεβλή κρατική πολιτική. Οι ελληνικές κυβερνήσεις, παρά τη σημαντική πρόοδο που είχαμε από το 1991 και μετά, με την πολιτική τους ενέτειναν το πρόβλημα, προωθώντας λογικές διακρίσεων της μειονότητας χωρίς κανένα συνολικό σχέδιο για την περιοχή, πριμοδοτώντας τον ελληνικό εθνικισμό (και εξ’ αντανακλάσεως αλλά και τον τουρκικό). Ταυτόχρονα, το θέμα, αποτελεί το απόλυτο ταμπού στον ελληνικό δημόσιο λόγο  –κάτι που ακυρώνει τη δυνατότητα έλλογης και ψύχραιμης συζήτησης. Τις τελευταίες ημέρες, η ΝΔ έβαλε αυτό το θέμα στη φαρέτρα της με αφορμή την υποψηφιότητα Σαμπιχά, προσπαθώντας να βλάψει το ΣΥΡΙΖΑ. H ΝΔ και τα μεγάλα κανάλια έφτασαν να πουν το αδιανόητο, πως τάχα η αξιωματική αντιπολίτευση αποφάσισε τις υποψηφιότητές της καθ’ υπόδειξη του τουρκικού προξενείου ή πως «η Αριστερά δεν θέλει Έλληνες υποψηφίους». Είναι τρομερό να λέγονται αυτά και πολύ, μα πολύ επικίνδυνο. Βρισκόμαστε στην Ελλάδα και οι κατηγορίες για «αντεθνική δράση» θυμίζουν άλλες, πολύ κακές εποχές. Τέτοιου είδους συζήτηση είναι, λοιπόν, νοσηρή για όλους και πρωτίστως για τη δημοκρατία. Ειδικά για μένα, πέρα από συκοφαντίες πως τάχα είμαι υπέρ της κατάργησης της Λωζάνης, άκουσα ότι αρνούμαι το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού της πρώην υποψήφιας. Τουναντίον: το πρόβλημα της υποψηφιότητας δεν ήταν ούτε φυλετικό, ούτε προσωπικό. Ήταν απολύτως πολιτικό. Διαβάστε πχ. στο Ιό του Σαββάτου στην Εφημερίδα των Συντακτών για τι ακριβώς συζητάμε. Οι απόψεις μου για τη Θράκη είναι γνωστές ήδη από το 1998, όταν με τον Κωνσταντίνο Τσιτσελίκη κυκλοφορήσαμε το Μειονοτικό Φαινόμενο στην Ελλάδα (εκδόσεις Κριτική). Οι ελληνικές πολιτικές διακρίσεων στην περιοχή, μέχρι και το 1990, συσπείρωσαν μείζον τμήμα της μειονότητας υπέρ του τουρκικού εθνικισμού, ανεξαρτήτως εθνοτικής προέλευσής του (Τούρκοι, Πομάκοι ή Ρομά).  Αυτά για τη Θράκη είναι βασικές  αλήθειες. Το ότι πονάνε δεν σημαίνει και ότι δεν πρέπει να λέγονται.

Το τελευταίο σας βιβλίο τιτλοφορείται Το ρίσκο της κρίσης: στρατηγικές της Αριστεράς και των Δικαιωμάτων (εκδόσεις Αλεξάνδρεια). Ποιο είναι το μεγαλύτερο ρίσκο που εντοπίζετε εσείς να αντιμετωπίζει σήμερα η Ελλάδα; Ότι στην κρίση τα δικαιώματα είναι αναλώσιμα. Ότι είναι, τάχα, «πολυτέλειες» και ότι  πρέπει, δήθεν, στην κρίση να μάθουμε να ζούμε χωρίς δικαιώματα. Η παράδοξη ουσία της νέας κυβερνητικής είναι ότι αν απoλέσεις τα δικαιώματά σου, τότε έχεις ελπίδες να ζήσεις καλύτερα. Διότι, μας λένε, αν διαχειρίζεσαι τη ζωή σου με την εύλογη προσδοκία ότι έχεις δικαιώματα, τότε δεν θα έχεις καλή ζωή. Εξάλλου, και που τα είχες δεν σου άρμοζαν.  Το δημοσιονομικό χρέος μετασχηματίζεται σε ένα πολιτικό και ηθικό χρέος, που έχει ως αποτέλεσμα να παραχωρείς ως «αντιπαροχή» τα δικαιώματά σου, προκειμένου κάποια στιγμή στο απώτερο μέλλον να έχεις καλύτερη ζωή. Αυτό είναι το μείζον ρίσκο σήμερα. Η εδραίωση της κρίσης ως ένα νέο καθεστώς, διαρκώς συρρικνούμενων δικαιωμάτων και δημοκρατικών εγγυήσεων.

Υπάρχει ευκαιρία για την Αριστερά σε αυτό το πλαίσιο; Αυτό το ρίσκο, δηλαδή, μπορεί να γίνει ευκαιρία; Και με ποιο τρόπο; Μόνο για την Αριστερά και από την Αριστερά, υπάρχει. Οι άλλοι έχουν δείξει που μας πάνε. Άρα, με την έννοια αυτή, αν υπάρχει μία ελπίδα, υπάρχει σε αυτό που εγώ ονομάζω «Αριστερά των δικαιωμάτων». Αυτό που ακολουθούμε μέχρι σήμερα, οδηγεί σε βέβαιη καταστροφή. Επομένως, μεταξύ της βέβαιης καταστροφής και της δυσκολίας ή του ρίσκου της αλλαγής, ο κάθε εχέφρων άνθρωπος, ανεξάρτητα από το αν αυτοπροσδιορίζεται ως αριστερός ή δεξιός, επιλέγει το δεύτερο. Θα ήταν εύκολη ρητορεία από μέρους μου το να υπαινιχθώ ότι υπάρχει ένας δρόμος στρωμένος με ροδοπέταλα αν νικήσει η Αριστερά. Είναι ένας δύσκολος, πολύ δύσκολος δρόμος,  αλλά αυτό το δρόμο πρέπει να τον ακολουθήσουμε γιατί ο άλλος είναι σίγουρα καταστροφικός. Άλλωστε, όποιος δεν ρισκάρει ποτέ και παραμένει πειθήνιος, άξιο όργανο ενός αξιακού και πολιτικού κομφορμισμού, είναι βέβαιο ότι οδηγείται στην καταστροφή και στην ανάλωση. Ενώπιον αυτού, επομένως, καλούμαστε να αναλάβουμε τις ευθύνες μας.

Υπάρχει στις σημειώσεις σας πως «Η Ελλάδα κατέχει και η ίδια μια παράδοση (ως ευρωπαϊκό μέλος) που θυμίζει ότι η Ευρώπη δεν είναι μόνο η κοιτίδα των δικαιωμάτων και των ελευθεριών, αλλά και των πιο ολοκληρωτικών ιδεολογιών που γέννησε η ανθρωπότητα». Εξηγήστε μας λίγο αυτό το «παράδοξο». Μα δεν είναι παράδοξο αυτό. Η φωτεινή πλευρά έχει και τη σκοτεινή πλευρά. Η Ευρώπη είναι Ιανός. Έχει και μια πλευρά που δεν είναι δικαιώματα και ελευθερίες, αλλά ναζισμός, ολοκληρωτισμός, σφαγές, γενοκτονίες. Πρόκειται για σύνθεση μιας ιδιότυπης ευρωπαϊκής διαλεκτικής. Η νεωτερικότητα είναι μήτρα των ελευθεριών, της Δημοκρατίας και των Δικαιωμάτων αφενός, αφετέρου όμως και μήτρα του πιο σκληρού, απάνθρωπου ολοκληρωτισμού. Διότι ο ναζισμός είναι μια βαθιά νεωτερικότητα. Τόσο απόλυτη, που αρνείται τα πάντα. Και μόνο μια νεωτερική ιδεολογία έχει αυτή την εγγενή τάση ολοκληρωτισμού, να αρνείται τα πάντα. Να αρνείται, δηλαδή, την ιδιότητα του ανθρώπου σ’αυτούς που δεν είναι κομμάτι της φυλής της. Η ιδέα ότι «εγώ δεν σε ανέχομαι στον κόσμο τούτο επειδή δεν είσαι δικός μου», είναι, και αυτή, νεωτερική ιδέα.

Δεδομένου ότι η χώρα μας δεν λαμβάνει κάποια σημαντική οικονομική ενίσχυση από την Ε.Ε., αφενός για την αποκατάσταση των μεταναστών που εισέρχονται στην Ευρώπη μέσω της Ελλάδας και αφετέρου για όσους δεν μπορούν να φύγουν από την Ελλάδα αν δεν πληρούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις, πώς θα μπορέσει η χώρα να διαχειριστεί το 80% των μεταναστών που εισέρχονται σε αυτή; Το πρόβλημα γενικά είναι το Σένγκεν. Είναι η βασική αρχή, σύμφωνα με την οποία εντός της επικράτειας Σένγκεν κυκλοφορούν μόνο όσοι  αλλοδαποί βρίσκονται νόμιμα στην επικράτεια ενός κράτους. Υπό την έννοια αυτή, το βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα, όπως και οι υπόλοιπες της Νοτίου Ευρώπης, προκύπτει ακριβώς από αυτή την άνιση κατανομή, εξαιτίας της γεωγραφικής της θέσης. Δέχεται, δηλαδή, έναν αριθμό αλλοδαπών που εισέρχονται παράνομα και αυτός ο πληθυσμός δεν μπορεί να φύγει από εδώ. Για να μπορέσει να γίνει μια ανθρώπινη και δίκαιη διαχείριση αυτού του θέματος, χρειάζονται τρία πράγματα. Ζητούμενο είναι μια στρατηγική επαναδιαπραγμάτευσης με την Ε.Ε., προκειμένου να γίνει μια όσο γίνεται αναλογική κατανομή του πληθυσμού αυτού στην υπόλοιπη Ευρώπη. Όμως, για να επιτευχθεί αυτό, χρειάζεται κάτι άλλο που είναι προαπαιτούμενο: το να ξέρεις για τι πληθυσμό συζητάς. Στην Ελλάδα ακούμε για «λάθρο-», για κέντρα κράτησης,  ακούμε απίθανες ιστορίες και εντελώς εξωπραγματικά νούμερα και δεν ξέρουμε για πόσους και ποιους ανθρώπους συζητάμε. Έχουμε μια κυβέρνηση που μας λέει ότι το μεταναστευτικό είναι η προτεραιότητα της ελληνικής προεδρίας· και πράγματι είναι, για να αναπαράγει την ακροδεξιά ρητορεία. Για να κάνεις όμως σοβαρή πολιτική, πρέπει να ξέρεις σε τι ανθρώπους αναφέρεσαι. Να ξεκινήσεις να καταγράφεις τον πληθυσμό. Αυτό λέω ότι πρέπει να γίνει. Και σε αυτό χρειάζεται και η κεντρική διοίκηση και η αυτοδιοίκηση και η κοινωνία πολιτών, χρειάζεται και η Αστυνομία. Αλλά αν δεν ξέρεις για τι πληθυσμό συζητάς, όλα τα άλλα είναι ιστορίες για αγρίους. Δοξασίες στα κεφάλια θεωρητικών. Επομένως, για μένα, μια ρεαλιστική διαχείριση του μεταναστευτικού έχει ως βάση την καταγραφή του πληθυσμού. Με βάση αυτή την καταγραφή, ένα κομμάτι πάει στην υπόλοιπη Ευρώπη κατόπιν σοβαρών διαπραγματεύσεων που φυσικά δεν έχουν γίνει ποτέ, ένα κομμάτι μένει στην Ελλάδα, γιατί εν τω μεταξύ έχει ριζώσει εδώ και αποτελεί πλούτο για την κοινωνία μας, ένα άλλο επιστρέφει πίσω στις πατρίδες του. Αυτό βλέπω ως διέξοδο εγώ στο μεταναστευτικό. Αυτό που γίνεται τώρα, είναι αδιέξοδο: κέντρα κράτησης που αναπαράγουν την κράτηση με τρόπο αδιέδοξο και απάνθρωπο, που πολλαπλασιάζει την οδύνη.

Γνωρίζετε την κατάσταση που επικρατεί στα κέντρα κράτησης μεταναστών. Θα ήταν μια λύση το κλείσιμο; Η κράτηση των μεταναστών είναι ντροπή, διότι εφαρμόζει και μας εθίζει σε μια απίθανα άρρωστη ιδέα που μας έρχεται από τις πιο μαύρες στιγμές της ευρωπαϊκής ιστορίας: τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Και αυτό δεν πρέπει να το συνηθίσουμε. Πέραν αυτού, όμως, είναι μια λογική εντελώς αδιέξοδη. Αυτό φαίνεται σήμερα, που, μετά από ενάμιση χρόνο στα κέντρα κράτησης, δεν ξέρουν τι να τους κάνουν και επινοούν διάφορα άθλια νομικά τεχνάσματα για την παράταση της κράτησης, επ’ αόριστον. Το πρόβλημα όμως εδώ, ξαναλέω, δεν είναι η μετανάστευση, αλλά η φτώχεια και η απόγνωση. Αν συνηθίσουμε στην ιδέα ότι κρατάμε τους απόκληρους μετανάστες στο στρατόπεδο, νιώθω ότι σιγά σιγά έρχεται και η ώρα η δική μας, των υπολοίπων.

Η Ελλάδα έχει καταδικαστεί πολλές φορές στο παρελθόν στο ΕΔΔΑ για καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ειδικά σε ό,τι αφορά τις συνθήκες κράτησης και τους βασανισμούς στις φυλακές. Το συνήθως συμβαίνον όμως είναι να πληρώνει το πρόστιμο, χωρίς να συμμορφώνεται στην ουσία. Τι μεταρρυθμίσεις θα προτείνατε εσείς προς αυτή την κατεύθυνση; Χρειάζεται μια νέα προσέγγιση του σωφρονιστικού συστήματος. Η παρούσα λογική προτάσσει το «βάλτε κόσμο στις φυλακές» και, τον τελευταίο καιρό, «φτιάξτε φυλακές υψίστης ασφαλείας». Χρειάζεται καταρχάς αποσυμφόρηση των φυλακών με σοβαρές νομοθετικές αλλαγές για μείωση των ποινών, σε μία σειρά από αδικήματα που γεμίζουν τις φυλακές αδίκως. Και, από εκεί και πέρα, μία σωφρονιστική αντιμετώπιση που έχει ως βάση το άρθρο 1 του Σωφρονιστικού Κώδικα: «Ο άνθρωπος που είναι κρατούμενος, στερείται ένα δικαίωμα: την ελευθερία του». Τίποτε άλλο. Δεν μπορεί η Ελλάδα να έχει 4.000 κρατούμενους, περισσότερους από όσους επιτρέπει η χωρητικότητα των φυλακών της. Δεν μπορεί η Ελλάδα να θεωρεί ότι επειδή ένας βαρυποινίτης παραβίασε τους όρους που του τέθηκαν και δεν επέστρεψε στη φυλακή, θα σταματήσει το μέτρο της χορήγησης αδειών που αποτελεί  μια κάποια δικλείδα ασφαλείας στο γενικότερο σωφρονιστικό χάος.

Είχατε αναφέρει ότι «πιο σημαντικό από το να θέτεις ατζέντα στην πολιτική, δεν υπάρχει». Η ατζέντα της Αριστεράς ποια είναι στις ευρωεκλογές αναφορικά με την ανάδειξη των δικαιωμάτων των Ελλήνων πολιτών; Η ατζέντα της Αριστεράς είναι ατζέντα κοινωνικής αλληλεγγύης, ισότητας και δικαιοσύνης. Το πώς αυτό μεταφράζεται στις δημόσιες πολιτικές, είναι ένα ζητούμενο που πρέπει διαρκώς να το χτίζεις. Υπάρχουν πολλοί δημόσιοι τομείς που καλείσαι να οικοδομήσεις ενόψει του μέλλοντος και όχι να παλινορθώσεις το παλιό. Η  Αριστερά, ασφαλώς, δεν είναι η δύναμη που θα επαναφέρει την Ελλάδα στο 2003, 2004, 2005 και 2006, σε κάποιον δήθεν «απολεσθέντα παράδεισο». Πλέον, ζούμε σε μία φάση που η κρίση γίνεται καθεστώς. Ενώπιον αυτού, δεν καλούμαστε να παλινορθώσουμε το προ κρίσης καθεστώς, αλλά να φτιάξουμε ένα καινούργιο. Να ανατρέψουμε το νέο καθεστώς που διαμόρφωσε η κρίση. Αυτό, όμως, σημαίνει προτάσεις. Το μυαλό σε εγρήγορση και σκέψεις. Τι θέλουμε να κάνουμε στο πεδίο της κοινωνικής πολιτικής; Τι πανεπιστήμια θέλουμε; Πώς φανταζόμαστε αυτόν τον τόπο στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης; Στη συνθήκη της κοινωνικής εξάρθρωσης που βρισκόμαστε, φοβάμαι ότι όλα αυτά καλούμαστε να τα ξανασκεφτούμε από την πολύ αρχή τους. Δεν έχουμε έτοιμες λύσεις. Οι λύσεις που είχαμε, χρεοκόπησαν. Αυτό σημαίνει πραγματική αντικαθεστωτική Αριστερά: δύναμη δημιουργικής αμφισβήτησης στην Ελλάδα και την Ευρώπη.

Εκτός από υποψήφιος ευρωβουλευτής και επιστήμονας που ασχολείται με τα ανθρώπινα δικαιώματα, είστε και αναπληρωτής καθηγητής στο Πάντειο. Πώς βλέπετε αυτή τη στιγμή το ελληνικό Πανεπιστήμιο; Και κυρίως σε ό,τι αφορά τον τομέα τον δικό σας, των ανθρωπιστικών σπουδών. Το μέλλον των ανθρωπιστικών σπουδών είναι δυσοίωνο, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά γενικά στο δυτικό κόσμο, διότι οι ανθρωπιστικές σπουδές, κατά την κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη άποψη στην εκπαίδευση, είναι ένα οικονομικό κόστος χωρίς αντίκρισμα. Το «μάθε παιδί μου γράμματα» δεν υπάρχει πλέον. Υπάρχει το «καταρτίσου». Το ελληνικό Πανεπιστήμιο έχει δομές που αξίζουν. Το Πανεπιστήμιο από το οποίο προέρχομαι, το Πάντειο, ένα Πανεπιστήμιο φτωχό, που προσπαθούν να το απαξιώσουν, είναι ένα Πανεπιστήμιο με μεγάλο πλούτο ανθρώπων, γνώσεων, παιδείας. Εγώ πιστεύω ότι στο μάθημα που κάνω, δίνω ό,τι μπορώ προκειμένου οι νέοι άνθρωποι να μαθαίνουν, να οπλίζονται με γνώσεις, κριτική, να οξύνεται η κρίση τους, ως επιστημόνων και πολιτών. Είμαι σε μια αίθουσα που δεν έχει κλιματισμό, δεν έχει θέρμανση, δεν έχει τίποτε, αλλά έστω και έτσι, πιστεύω ότι τα παιδιά κάτι κερδίζουν από εκεί μέσα. Και αυτό το εισπράττω. Εισπράττω όμως και κάτι άλλο. Τα τελευταία χρόνια, τα παιδιά ξέρουν ότι το άλμα στην αγορά εργασίας είναι άλμα στο κενό –θυμίζω, οι 2 στους 3 νέους είναι άνεργοι–, και ωριμάζουν πιο γρήγορα. Ακούν, συμμετέχουν και σκέφτονται. Έχουν γίνει πιο σοβαρά, εκτιμούν την προσπάθεια που κάποιοι καθηγητές κάνουν με φιλότιμο και το ανταποδίδουν. Αυτό, προσωπικά, το βρίσκω αφοπλιστικό.

Είστε αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Τι θα λέγατε σε κάποιον που δεν έχει ασχοληθεί επιστημονικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα και τα εκλαμβάνει ως μια χάρτα απλών διακηρύξεων; Γιατί χρειάζεται η ανάδειξή τους και ειδικά εν μέσω μιας οικονομικής κρίσης; Τα δικαιώματα δεν είναι εγκυκλοπαιδικής χρήσης δοξασίες. Είναι αξίες και συμβάσεις που μας επιτρέπουν να είμαστε ίσοι στα βασικά και ελεύθεροι στη ζωή μας. Αν τα χάσουμε, δεν χάνουμε ένα κομμάτι γνώσης αλλά ένα κομμάτι αξιοπρέπειας που αφορά το μέλλον μας. Το να χάσεις, επί παραδείγματι, το δικαίωμά σου να μιλάς ελεύθερα, δεν σημαίνει ότι χάνεις ένα κομμάτι του καταλόγου των δικαιωμάτων σου.  Χάνεις κάτι πολύ σοβαρό: ένα κομμάτι αυτού που σε κάνει άνθρωπο. Και αυτό μας αφορά όλους –όχι μόνο τις λεγόμενες «ευπαθείς» ομάδες. Η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού γίνεται, πλέον, πιο τρωτή παρά ποτέ. Ειδικά στην κρίση, τα δικαιώματα χρειάζονται περισσότερο από ποτέ, διότι εκεί παραβιάζονται όλο και πιο συστηματικά. Ουσιαστικά, σήμερα μας λένε: «Χωρίς λεφτά, δεν έχει δικαιώματα». Έχω απόλυτη συναίσθηση ότι σε στιγμές σαν τη σημερινή τα πράγματα είναι δύσκολα. Ωστόσο, αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα είναι ότι μας ζητάνε να υιοθετήσουμε την αντίληψη ότι, για να ζήσουμε σε «ένα Μνημόνιο χωρίς Μνημόνιο» στα χρόνια που έρχονται, θα πρέπει να πιστέψουμε ότι δεν μας αξίζει τίποτε καλύτερο. Να θεωρήσουμε κανονική τη ζωή μας χωρίς δικαιώματα. Να μάθουμε να ζούμε χωρίς αξιοπρέπεια και να λέμε κι ευχαριστώ αν δουλεύει κάποιος για 400 ευρώ το μήνα. Ε, όχι, τέτοιο δεν θα πάρουμε.

Στεύη Κίτσου