Η συνέντευξη που ακολουθεί είναι αρκετά μεγάλη. Ο λόγος που συνέβη αυτό δεν είναι γιατί βαρέθηκα να την κόψω αλλά γιατί σπάνια έχουμε την τύχη να φιλοξενούμε πρόσωπα όπως ο π. Ευάγγελος Γκανάς στην Popaganda. Εφημέριος στα Σεπόλια, θεολόγος επίσης με αρκετές δημοσιεύσεις. Η πιο πρόσφατη είναι ένα βιβλίο με δοκίμια που εκδόθηκε πριν από ένα χρόνο στις εκδόσεις Πόλις με τίτλο «Ο λύχνος πάνω από τη λυχνία».
Εκεί προσπαθεί ν’ ανοίξει μια συζήτηση με τους δυτικούς θεολόγους αλλά και με τον κόσμο για το ποια είναι η θέση της εκκλησίας την εποχή που ο άνθρωπος ετοιμάζεται να μετακομίσει στον πλανήτη Άρη. Μια συζήτηση που πρέπει να την κάνουμε, αν αναλογιστούμε ότι σύμφωνα με αρκετές έρευνες στην Ελλάδα ακόμα ένα πολύ μικρό ποσοστό δεν πιστεύει σε κάποιο Θεό. Τουλάχιστον δεν πρέπει να κλείνουμε στόματα και αυτιά όπως κάνει η θεσμική εκκλησία σε πολλά ζητήματα που απασχολούν τον σύγχρονο κόσμο. Όπως έκανε και ο συνομιλητής μας, λίγες μέρες πριν την εκκίνηση της Μεγάλης Εβδομάδας. Όπως θα δείτε, μπορεί να μην έχει μέσα αρκετές μιντιακές κορόνες, αλλά ανήκει στην εκκλησία που είναι πρόθυμη να ξεκινήσει έναν μεγάλο και εποικοδομητικό διάλογο.
Το βιβλίο το γράφετε για να το διαβάσουν άλλοι θεολόγοι ή ο κόσμος; Ρωτάω γιατί υπάρχει εκτενής βιβλιογραφία και πηγές μέσα. Και τα δύο. Μου αρέσει να διαβάζω. Αναφέρω πολλούς θεολόγους μέσα στο βιβλίο, δυτικούς κυρίως, όχι για να κάνω εντύπωση με επιδεικτική αναφορά ονομάτων, ένα namedropping. Έμαθα πολλά πράγματα από συγγραφείς και ήθελα να τους αναφέρω για να βοηθήσω τον αναγνώστη να πάει πιο πέρα. Αυτό που μ’ ενδιαφέρει είναι ν’ ανοίξουν κάποιες συζητήσεις όπως για παράδειγμα πασιφισμός ή δίκαιος πόλεμος; Δεν είναι μια εξειδικευμένη συζήτηση. Είναι κυριαρχικό μας δικαίωμα να ρίχνουμε τους μετανάστες στη θάλασσα ή είμαστε ανοιχτοί σε οτιδήποτε; Γίνεται μια προσπάθεια να πάρω κομμάτια της δυτικής θεολογίας, η οποία στην Ελλάδα απορρίπτεται σχεδόν συλλήβδην, και ν’ ανοίξω έναν διάλογο με τον κόσμο. Μέσα στο βιβλίο αναφέρω επίσης λογοτέχνες και άλλους καλλιτέχνες. Η εκκλησία δεν μπορεί να κάνει ότι δεν τα ξέρει αυτά.
Έχω ρωτήσει εκατοντάδες φορές ηθοποιούς, τραγουδιστές, συγγραφείς πως είναι το συναίσθημα πριν την πρεμιέρα, κτλ, και πραγματικά νομίζω ότι μια από τις απορίες που είχα πάντα είναι και για τους ιερείς. Ποιες είναι οι σκέψεις πριν ξεκινήσουν οι λειτουργίες της Μεγάλης Εβδομάδας; H Μεγάλη Εβδομάδα είναι μια μακρά διαδικασία, μέρα με τη μέρα, όχι μόνο για τον ιερέα αλλά και για τους πιστούς, ειδικά για αυτούς που έχουν το χρόνο και την επιθυμία να συμμετέχουν από την Κυριακή των Βαΐων στις ακολουθίες. Δυστυχώς, οι εργασιακοί ρυθμοί της εποχής δεν επιτρέπουν σε όλους τους ανθρώπους να το κάνουν αυτό. Αλλά όσοι έρχονται, για να χρησιμοποιήσω έναν όρο από την εθνολογία, βιώνουν μια διαβατήριο τελετουργία. Κανείς, σιγά-σιγά, ζώντας στα ίχνη του Χριστού κατά τις τελευταίες μέρες της επίγειας ζωής του, βιώνει το μεγαλύτερο μυστήριο που, σύμφωνα με αρκετούς θεολόγους, δεν είναι η ανάσταση του Χριστού, αλλά ο θάνατος του.
Γιατί αυτό; Γιατί ο Θεός πεθαίνει. Γιατί λαμβάνει μια εμπειρία που συνακολουθεί την ανθρώπινη. Το Μεγάλο Σάββατο είναι μια μέρα που τη σκέφτομαι πολύ τελευταία. Η αναμονή, η κατάσταση μεταξύ θανάτου και αναστάσεως. Νομίζω ο ιερέας επειδή έχει μεγαλύτερη σύνδεση με τα κείμενα έχει μια μεγαλύτερη δυνατότητα συμμετοχής, όχι ex officio αλλά εμπειρικά. Για όλους είναι μια περίοδο συνάντησης με ένα μυστήριο που μας υπερβαίνει.
Υπάρχει κάποιο άγχος όμως για το στοιχείο της performance, της «παράστασης», της ερμηνείας; Η performance τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να γίνεται κεντρικός όρος στη δυτική θεολογία. Το “performing the faith”, που μας λέει ότι η πίστη πρέπει να βιωθεί, να γίνει πράξη, είναι μια ενσώματη πρακτική. Νομίζω ότι ο ιερέας πρέπει να το έχει αυτό υπόψιν του αλλά ταυτόχρονα να μην πέσει στην παγίδα της εξωτερικής υπόκρισης . Όπως και ένας ηθοποιός, μπορεί κι αυτός να παγιδευτεί αν υποκύψει στο ναρκισσισμό του. Για τον ιερέα η σωστή performance προκύπτει όταν τα τελούμενα και τα λεγόμενα δεν έχουν μεγάλη αναντιστοιχία μεταξύ τους.
Πολλές φορές όμως έχουμε ακούσει να λένε πως «θα πάνω σε αυτή την εκκλησία γιατί είναι καλός ο παπάς». Ή οι ψάλτες. Μ΄ έχει απασχολήσει πολύ αυτό. Παλιότερα ήμουν πιο αυστηρός στην κρίση μου αφού θεωρούσα ότι οι άνθρωποι που το λένε αυτό έχουν μια επιφανειακή, μια αισθητική σχέση με τα τελούμενα. Σαν να πάνε να δουν μια συναυλία. Δε νομίζω ότι είναι αυτό το πράγμα η Μεγάλη Εβδομάδα, είναι κάτι πολύ πιο βαθύ, πιο υπαρξιακό. Δεν είναι μια παράσταση που παρακολουθείς και κάνεις μετά την κριτική σου.
Συμβαίνει, όμως. Μου είχε κάνει εντύπωση που παλιότερα είχα διαβάσει ένα κείμενο του Μένη Κουμανταρέα, η «Μαγγανεία της Μεγάλης Παρασκευής» όπου περιγράφει πως μια μεγάλη παρέα από διανοούμενους που πηγαίνει να παρακολουθήσει την ακολουθία του Επιταφίου στο Μετόχι του Παναγίου Τάφου στην Πλάκα. Από τη μία πλευρά θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι ένα συγκινητικό κείμενο από την άλλη βλέπεις αυτή την απόσταση ενός συγγραφέα που αντιμετωπίζει όλα αυτά τα πράγματα όπως και μια όπερα του Βάγκνερ. Νομίζω πως όποιος μείνει εκεί έχει αδικήσει τον εαυτό του σε σχέση με το Θεό. Από την άλλη δεν απομειώνεται η ευθύνη των ψαλτών και των ιερέων όταν δεν υπάρχει μέτρο, ρυθμός και αρμονία στην λειτουργία. Η εκκλησία από τα παλιά χρόνια οικειοποιήθηκε την αξία της τέχνης και όλα αυτά σαφώς και έχουν τη σημασία τους. Αυτό που έχω καταλάβει και νομίζω ότι έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ο ρυθμός, το να λάβεις υπόψη σου τη σύγχρονη αντίληψη περί χρόνου. Ο κόσμος βιώνει τα πάντα όλο και πιο γρήγορα, τα αργόσυρτα μέλη δεν είναι πια αποδεκτά στις σύγχρονες πόλεις.
Κάθε μεγάλη κοινωνική κρίση, είτε οφείλεται σε εξωτερικά χαρακτηριστικά είτε σε εσωτερικά, δίνει ένα νόημα στην έννοια του μυστηρίου και στη σχέση του ανθρώπου με την εκκλησία; Ενδεχομένως, ναι. Και πριν την κρίση, την οικονομική, η νέα πλανητική συγκυρία που ξεκινά με την πτώση του τείχους του Βερολίνου το 1989 με το φαινόμενο του νεοφιλελευθερισμού ως μονόδρομου, οδήγησε κάποιους ανθρώπους που αντέδρασαν στη λογική της κατάργησης των εθνών, σε ένα μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τις τοπικές παραδόσεις. Εγώ είμαι γεννημένος το 1965. Μεγαλώνοντας λίγο μετά τη Χούντα στην Αθήνα, δεν είχαμε καμία σχέση για παράδειγμα με το δημοτικό τραγούδι γιατί είχε συνδεθεί με τη δικτατορία. Αργότερα είδα ότι πάρα πολλά παιδιά αγαπούν και μελετούν την παραδοσιακή μουσική. Πέρα από το πολιτισμικό κομμάτι, όμως, είδα ότι για κάποιους ανθρώπους υπήρξε και ένα ενδιαφέρον για την ορθοδοξία. Με ενοχλεί η πιθανότητα…
… η Ορθοδοξία να εξελιχθεί σε παράδοση. Θα πω έναν πιο τολμηρό όρο, ο «χρήσιμος ηλίθιος» σε μια εθνοποιητική διαδικασία. Κάτι που συνέβη τον 19ο αιώνα. Αυτό δεν σημαίνει ότι με αφήνει αδιάφορο η συγκρότηση εθνικής ταυτότητας αλλά απλώς θα ήθελα να υπάρχουν διακριτοί ρόλοι. Η εκκλησία φροντίζει για τη σωτηρία όλου του κόσμου, ενώ μια εθνική παράδοση φροντίζει για τη σωτηρία μιας τοπικής παράδοσης. Βλέπουμε, ότι ειδικά μετά τη Μεταπολίτευση η θεσμική εκκλησία περισσότερο ανέλαβε το ρόλο να υπερασπιστεί το νέο ελληνικό κράτος, τη στιγμή που το ίδιο το κράτος αποποιούνταν την ευθύνη της καλλιέργειας μιας εθνικής ταυτότητας. Γι’ αυτό ολόκληρη η πολιτική συζήτηση εξαντλείται σε έναν προβληματισμό που αφορά μόνο τα οικονομικά και το καταναλωτικό επίπεδο ζωής. Μόνο για τις παροχές μιλάμε. Για ΑΕΠ, συντάξεις, μισθούς.
Πάντως τον νέο τρόπο ζωής, με τη συνάρτηση της τεχνολογίας μέσα αλλά και της ευρύτερης επικοινωνίας με το διαφορετικό, όλοι τον θέλουμε πια. Δεν έχει μόνο κακά η παγκοσμιοποίηση. Εδώ κάθε γενιά έχει την ευθύνη να δει ποιο κομμάτι της κατανάλωσης και της τεχνολογίας είναι μη αναστρέψιμο. Θα είναι μια μάχη οπισθοφυλακών αν αρνηθεί να το κάνει αυτό. Οφείλει όμως να συνειδητοποιήσει πως υπάρχει και παρασιτικός καταναλωτισμός. Το να πεις για παράδειγμα θα ζήσω εκτός διαδικτύου θα ήταν σαν να θες να επιστρέψεις στην εποχή των σπηλαίων. Ακόμα και αν αυτό ήταν επιθυμητό, θα ήταν αδύνατο. Αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί όμως και υπεράνω πάσης κριτικής όταν είδαμε ότι διαλυθήκαμε οικονομικά από τον καταναλωτισμό και από την άλλη είχαμε μείνει όλοι ανικανοποίητοι. Θέτω συχνά το ερώτημα αν ήμασταν πραγματικά ευτυχισμένοι την περίοδο της μεγάλης αυταπάτης. Αν δεν είχε συμβεί η κρίση και συνεχίζαμε το τρελό πάρτι της δεκαετίας του 2000, θα ήμασταν ευτυχισμένοι; Πέρα από τη θεολογία έρχεται και η ψυχανάλυση σήμερα να δείξει ότι η επιθυμία του ανθρώπου είναι κάτι πολύ πιο περίπλοκο και δεν μπορεί να ικανοποιηθεί με αυτό τον τρόπο που ο νεοφιλελευθερισμός επιτάσσει.
Όσον αφορά τη δικαιοσύνη και αυτά που γράφετε το βιβλίο σας, πολλές θέσεις ταιριάζουν με αυτές της Αριστεράς. Θα λέγατε ότι μπορεί να ενώσει νεοφιλελευθερισμός την εκκλησία με την αριστερά; Δεν είμαι μεγάλος γνώστης της ιστορίας της Αριστεράς. Διαβάζοντας όμως τελευταία ένα βιβλίο του Ζαν Κλοντ Μισεά και επίσης τα γραπτά του κοινωνιολόγου Κρίστοφερ Λας, διαπίστωσα πως υπάρχει μια κριτική στο εσωτερικό της Αριστεράς. Από το 1970 και μετά η αριστερά υιοθέτησε μια λανθασμένη διάκριση μεταξύ πολιτισμικού και οικονομικού φιλελευθερισμού, νομίζοντας ότι στον πρώτο βρήκε μια νέα ατζέντα στον τομέα των δικαιωμάτων, αφού διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να αλλάξει τίποτα άλλο στον κόσμο. Στην πορεία όμως αυτή, όπως μας δείχνουν αυτοί οι συγγραφείς, στην ουσία η αριστερά γίνεται ο αθέλητος συνοδοιπόρος του νεοφιλελευθερισμού. Υπό αυτή την προοπτική για ποια Αριστερά μιλάμε; Νομίζω πως και η Αριστερά και η Δεξιά είναι πια πεπαλαιωμένοι όροι, ειδικά μετά το 1989, και βρισκόμαστε μπροστά σε μια εποχή που απαιτεί νέο πολιτικό λεξιλόγιο.
Πάντως ο Κύριος μου φαίνεται, πότε είναι Δεξιός και πότε είναι Αριστερός. Όποιος γνωρίζει στην ουσία της την βιβλική και την πατερική παράδοση, θα δει ότι το θέμα δεν τίθεται ποτέ με τέτοιους όρους.
Επιμένετε πολύ στην βιβλική παράδοση στα κείμενά σας, λέγοντας ότι έχει ξεχαστεί από τους σύγχρονους θεολόγους. Δεν ξέρω αν το έχω γράψει στο βιβλίο, το λέω πιο πολύ προφορικά, για το διαζύγιο του χριστιανισμού. Κάθε διαζύγιο ανάμεσα στα άλλα δυσάρεστα έχει και το μοίρασμα της περιουσίας. Κατά κάποιον τρόπο οι χριστιανοί, μετά τα σχίσματα, κατέληξαν σε μια διανομή: οι ορθόδοξοι πήραν τους ελληνόφωνους πατέρες, οι ρωμαιοκαθολικοί τους λατινόφωνους και οι προτεστάντες τη Βίβλο.
Ναι, το γράφετε αυτό. Επίσης, βλέπω με θλίψη ότι και ο κόσμος πια δεν έχει ιδέα από το Ευαγγέλιο. Αν ρωτήσετε ανθρώπους, αν έχουν διαβάσει ένα Ευαγγέλιο μια φορά απαντούν αρνητικά. Και για να ξαναπάω στο αρχικό θέμα της Μεγάλης Εβδομάδας, νομίζω ότι οι περισσότεροι Νεοέλληνες και ειδικά οι νεότερες ηλικίες, ό,τι ξέρουν γι’ αυτό, το οφείλουν στην ταινία του Τζεφιρέλι και όχι σε μια, έστω και απλή, ανάγνωση ενός εκ των τεσσάρων Ευαγγελίων.
Φταίει, όμως, γι’ αυτό και το εκπαιδευτικό σύστημα; Εγώ είχα την τύχη και ατυχία, να ζήσω την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και κάναμε στο Γυμνάσιο αρχαία από μετάφραση. Χάσαμε ένα κομμάτι της αρχαιογνωσίας, γιατί μπαίνοντας στα αρχαία στην πρώτη Λυκείου δεν προλάβαμε, ειδικά όσοι από εμάς πήγαν στην θετική κατεύθυνση, να μάθουμε καλά αρχαία. Αλλά στα τρία χρόνια του Γυμνασίου, είχαμε κάνει ολόκληρα κείμενα αρχαίων ελληνικών έργων. Τρεις ολόκληρες τραγωδίες, πλατωνικούς διαλόγους, Ιλιάδα, Οδύσσεια, Θουκυδίδη, Ηρόδοτο, Πλούταρχο. Αυτό δεν γίνεται με τα βιβλικά κείμενα.
Τι θέλετε να πείτε με αυτό; Δηλαδή, μια χρονιά στα θρησκευτικά να διαβάσουν π.χ το Ευαγγέλιο του Λουκά, όλο το κείμενο με ανάλυση, όπως κάνουμε με την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, γιατί είναι συγκλονιστικά κείμενα όχι μόνο της βιβλικής παράδοσης αλλά της ιστορίας μας. Για μένα όσο παράλογο είναι να πει κάποιος ότι εγώ δεν θέλω να διδαχθώ, ας πούμε, την Ιλιάδα, επειδή είναι ένα πολεμοχαρές έπος, ενώ εγώ είμαι πασιφιστής και θέλω να εξαιρεθεί το παιδί μου από την διδασκαλία του Ομήρου, άλλο τόσο είναι πιστεύω εκτός πραγματικότητας να πει κάποιος ότι δεν θέλω το παιδί μου να διδάσκεται Θρησκευτικά επειδή δεν θέλω να γίνει θρησκόληπτος. Γι’ αυτό και η διαμάχη είναι σε λάθος κατεύθυνση. Το μάθημα δεν είναι ομολογιακό. Ο καθηγητής των Θρησκευτικών δεν προσπαθεί να πετύχει την χρηστοήθεια του μαθητή, να τον κάνει καλύτερο χριστιανό. Όχι τουλάχιστον περισσότερο απ’ όσο προσπαθεί να το κάνει κι ο φιλόλογος ή ο μαθηματικός. Η ηθική συγκρότηση του μαθητή συνιστά ένα κομμάτι της εκπαίδευσης, αλλά δεν νομίζω ότι είναι προνόμιο του θεολόγου όπως δεν είναι λ.χ. του φυσικού.
Ναι, αλλά στο δημοτικό υπάρχουν κάποια προβλήματα. Δηλαδή;
Tο μάθημα έχει κάποια χαρακτηριστικά προσηλυτισμού. Τουλάχιστον όταν πήγαινα εγώ σχολείο. Όχι, έχουν αλλάξει πολύ τα πράγματα από τότε που ήσουν εσύ μαθητής. Σχεδόν πια, το μάθημα των θρησκευτικών στο δημοτικό είναι στην διακριτική ευχέρεια του δασκάλου. Μπορεί να μην το κάνει καν. Δηλαδή, πρακτικά να το υποβαθμίσει και να καλύψει εκείνη την ώρα τα μαθηματικά στα οποία έχει μείνει πίσω. Δεν είναι το μάθημα θρησκευτικών πια συγκροτημένο. Σε αυτό φταίνε και άλλοι παράγοντες. Αλλάζουμε βιβλίο κάθε δυο-τρία χρόνια. Τα βιβλία είναι γραμμένα στο γόνατο γιατί πρέπει να κυνηγήσουμε το πρόγραμμα του ΕΣΠΑ, να πάρουμε τα χρήματα, να μην τα χάσουμε. Δεν μπορείς να πεις σε έναν άνθρωπο, γράψε βιβλίο σε τρεις μήνες. Κανείς σοβαρός άνθρωπος δεν μπορεί να γράψει σε τρεις μήνες, όπως ζητούν από τους συγγραφείς, ένα σοβαρό βιβλίο για την επόμενη δεκαετία.
Aν είναι, όπως λέτε, στο χέρι του δασκάλου αν θα το κάνει, η εκκλησία γιατί αντιδρά; Δεν είναι λίγο παράλογο; Εγώ φοβάμαι ότι η θεσμική εκκλησία δίνει για άλλη μια φορά μια μάχη, χωρίς κατά την γνώμη μου να έχει μια συγκροτημένη άποψη για το τι θα γίνει στο άμεσο και στο ευρύτερο μέλλον. Τα μέλη του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, τα οποία εκπόνησαν το νέο πρόγραμμα, δεν ήταν αντίπαλοι της εκκλησίας. Δεν θέλω να πω ονόματα. Ήταν και πρόσωπα εντός της εκκλησίας. Μέσα στον χώρο της εκκλησίας, και δεν εννοώ μόνο την ιεραρχία, αλλά όλους τους ανθρώπους, δεν συμφωνούν όλοι οι θρησκευόμενοι άνθρωποι για το πώς πρέπει να είναι το μάθημα των θρησκευτικών. Υπάρχει μια άποψη, πιο συντηρητική, έως πολύ συντηρητική, που νομίζει ότι ζούμε στην δεκαετία ’50 και του ’60, και άλλοι που νιώθουν ότι δεν ζουν πια εκεί και προσπαθούν να δουν τι θα κάνουν.
Πάντως, ενώ υπάρχει μια γενικευμένη αντίληψη, ίσως και για οικονομικούς λόγους, γιατί πάντα παίζει πάρα πολύ η περιουσία της εκκλησίας που δεν έχει εξαφανιστεί. Ένας μύθος.
Ναι αλλά γι’ αυτό φταίει και η εκκλησία, που δεν έχει αποσαφηνιστεί όλο αυτό το ζήτημα. Δεν θέλω να επεκταθούμε σ’ αυτό γιατί είναι οικονομικό το ζήτημα και δεν αφορά τη συζήτησή μας, αλλά θεωρώ ότι είναι σαν να κλέβεις εκκλησία, το να βγαίνεις σήμερα και να βρίζεις τους παπάδες. Είναι μια ευκολία. Παρόλα αυτά μου έκανε εντύπωση μια έρευνα του Διανέοσις που βγήκε πρόσφατα και έλεγε ότι νέοι άνθρωποι είναι ακόμα αρκετά θρησκευόμενοι. Ίσως δεν τους έχω φίλους στο Facebook, και το λέω ειρωνικά, για να το καταλάβω και εγώ. Ακόμα ο κόσμος έχει θρησκευτικές αναζητήσεις. Δεν τις συσχετίζει όμως πάντα με την τήρηση ενός τύπου. Δε θεωρεί πια ότι «πιστεύω στο Θεό» σημαίνει ότι πρέπει να προσεύχομαι και να μετέχω στη Θεια Λειτουργία. Νιώθουν μια αμηχανία στην επαφή τους με τον κλήρο και δε μετέχουν στις χριστιανικές κοινότητες. Αλλά δεν έχουμε μεγάλη αθεΐα στην Ελλάδα στατιστικά. Απλά αυτοί οι άνθρωποι συχνά παίρνουν από το χριστιανισμό ό,τι τους αρέσει και δεν υπάρχει διάλογος πια ενός μέρους της εκκλησίας με την κοινωνία. Είπατε πριν ότι στο διαδίκτυο είναι εύκολο να βρίζουν τους παπάδες.
Συμβαίνει. Εγώ θα έλεγα ότι υπάρχουν συγκεκριμένα πρόσωπα που πέφτει πάνω τους όλη η προσοχή. Τι είπε ο τάδε και ο δείνα. Είναι τρία με τέσσερα πρόσωπα και τίποτα παραπάνω και δεν δίνεται καμία σημασία για άλλα πρόσωπα που είναι άγνωστα, τα οποία κάνουν ουσιαστικό έργο για να δημιουργήσουν γέφυρες ανάμεσα στην εκκλησία και τη σύγχρονη κοινωνία. Είναι η ίδια περίπτωση σχετικά με έναν γιατρό που χρηματίζεται, αλλά αν πάτε ένα βράδυ στα επείγοντα και δείτε τι κάνουν οι άλλοι γιατροί μ’ έναν κουτσουρεμένο μισθό, αυτό δεν γίνεται ποτέ είδηση. Για τη σύγχρονη δημοσιογραφία το καλό δεν είναι είδηση.
Υπάρχει όμως και μία πίεση να αποδεχθεί λίγο η Εκκλησία και την πραγματικότητα. Εγώ προσωπικά δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει ένας ιερωμένος να τα βάζει με τους ομοφυλόφιλους. Πολλοί άνθρωποι υποκινούνται ενδεχομένως από τέτοιες δηλώσεις για να δικαιολογήσουν τις βίαιες πράξεις τους. Επίσης ποια είναι η θέση της εκκλησίας για τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία αφού βλέπουμε ότι οι άντρες κατ’ επανάληψιν είτε σε επίπεδο διασήμων είτε σε επίπεδο «χωριού» κακοποιούν τις γυναίκες; Αν εξαιρέσουμε κάποιες λίγες περιπτώσεις που για λόγους εντυπωσιασμού μονοπωλούν τα μέσα, υπάρχουν άνθρωποι που ενδιαφέρονται και προσφέρουν έναν καινό λόγο σε αυτά που αναφέρατε. Και για τη θέση της γυναίκας και για την ομοφυλοφιλία που μπήκε στη δημόσια συζήτηση και θα συνεχίσει να είναι κατά τα επόμενα χρόνια. Το βιβλίο του πατέρα Βασιλείου Θερμού για την ομοφυλοφιλία λ.χ. δε συζητήθηκε όσο του άξιζε παρόλο που είναι ένα πρώτο βιβλίο πάνω σε αυτό το θέμα και μας δίνει όλη τη συζήτηση στο χώρο της Δύσης που είναι ορθολογική. Μένει η ατάκα του ενός. Και δεν είναι μόνο αυτό το βιβλίο, έχουν γίνει και άλλες συζητήσεις.
Όσον αφορά όμως το κήρυγμα, τη Βίβλο ή το Ευαγγέλιο, νομίζω ότι η θέση της γυναίκας έχει κατέβει κατά καιρούς όσο πιο χαμηλά γίνεται. Ούτε εγώ θέλω να γίνω απολογητής της παράδοσής μας, θεωρώ όμως ότι στην περίοδο ακμής της εκκλησίας, από τον 4ο αιώνα και νωρίτερα, η εκκλησία έδωσε μάχες υπέρ των γυναικών και υπέρ των παιδιών και ενάντια στη νοοτροπία της ρωμαϊκής κοινωνίας. Υπάρχουν σχετικές μελέτες, για δράσεις εναντίον της κακοποίησης των παιδιών, εναντίον της έκθεσης των παιδιών. Τότε δεν υπήρχαν εκτρώσεις, τα πετούσαν τα παιδιά. Έχουμε ευρήματα ιταλικών πόλεων που οι υπόνομοί τους είναι γεμάτοι από κρανία μικρών παιδιών κι αν κάνουμε ανάλυση του DNA είναι στη συντριπτική πλειοψηφία κοριτσιών. Τα εγκατέλειπαν. Η εκκλησία έδωσε μάχη γι’ αυτό, όπως και για τη μονογαμία που δεν ήταν μία συντηρητική σεξουαλική πρακτική, αλλά ήταν το δικαίωμα των γυναικών να μην είναι υποχείρια ενός πλούσιου άντρα που θα είχε και άλλες γυναίκες. Ίσως η επιτυχέστερη επανάσταση των τελευταίων αιώνων στη Δύση ήταν αυτή των γυναικών. Η μάχη των γυναικών είναι μία επανάσταση ειρηνική η οποία αλλάζει τον κόσμο σε πολλές κατευθύνσεις. Η εκκλησία νομίζω πως απέναντι σε αυτό μόνο θετική μπορεί να είναι.
Ένα άλλο ζήτημα τώρα. Εκτιμώ μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια θα βρεθεί κάποιο είδος ζωής έξω από τη Γη, κάποιο βακτηρίδιο ίσως. Εκεί πώς θα αντιμετωπίσει η εκκλησία το ζήτημα της ύπαρξης του Θεού; Εγώ αυτό το βλέπω πολύ απλά, αν πιστεύει κανείς, όπως πιστεύουν οι Χριστιανοί, ότι υπάρχει ο Θεός και είναι ο Θεός του κόσμου – η Βίβλος δεν λέει ότι ο Θεός είναι ο Θεός της Γης, του πλανήτη Γη δηλαδή- έτσι ερμηνεύεται όταν οι άνθρωποι νομίζουν ότι είναι τα μοναδικά δημιουργήματα, τότε δεν υπάρχει κάποιο πρόβλημα. Όπως βλέπουμε στη ζωή των Αγίων ο Θεός μεριμνά και για τα φυτά και για τα ζώα, έτσι δεν μπορώ να καταλάβω τι πρόβλημα θα είχαν οι Άγιοι να έχουν μία αγαπητική σχέση με άλλα όντα. Ο Θεός είναι Θεός όλης της πλάσης και είμαι σίγουρος ότι μεριμνά και γι’ αυτό. Υπάρχει μία κριτική, όχι πάντα άδικη προς τον Χριστιανισμό, ότι ενισχύει μία ναρκισσιστική αντιμετώπιση του ανθρώπου, ότι είναι το κέντρο των πάντων. Στον ορθόδοξο Χριστιανισμό όμως ο Θεός είναι πάντοτε το κέντρο και οι άνθρωποι είμαστε οι δορυφόροι και αν δεν είμαστε οι μοναδικοί κάτι τέτοιο δεν συνιστά πρόβλημα.
Δηλαδή, πριν 16 δισεκατομμύρια χρόνια ο Θεός, έκανε ένα τσακ, έγινε το big bang και από τότε δημιουργηθήκαμε όλοι; Γιατί δε μπορούμε να το σκεφτούμε αυτό; Υπάρχει μία αρχική πύκνωση, όπως λένε οι φυσικοί, άρα κάτι υπάρχει. Απ’ όσα έχω διαβάσει δεν μπορούμε να πούμε τι γίνεται πριν την έκρηξη. Υπάρχει το μεγάλο ερώτημα πώς από το τίποτα γίνεται κάτι. Όλη αυτή η θαυμαστή επιστημονική εξέλιξη προσπαθεί να εξηγήσει τι γίνεται από ένα σημείο και μετά. Όλα τα εξηγούμε όντας μέλη αυτού του κόσμου και όχι ως κάποιοι θεατές απέξω, κάτι που είναι προνόμιο μόνο του Θεού.
Συνέχεια, πάντως βλέπουμε ότι η Θρησκεία έρχεται να «κουμπώσει» πάνω στην Επιστήμη. Πριν 200 χρόνια δεν θα μου λέγατε ποτέ ότι ο Θεός ήταν πριν από τη μεγάλη έκρηξη αλλά πριν από κάτι άλλο. Δεν θέλω από εσάς να «σκοτώσετε» το Θεό σήμερα αλλά πρέπει να καταλάβουμε τι συμβαίνει. Η Γένεσις λαμβάνει υπόψιν την επιστημονική εικόνα του μεσανατολικού κόσμου. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει; Κάθε εποχή ο θεολογικός λόγος λαμβάνει υπόψιν την κρατούσα επιστημονική αντίληψη. Δεν υπάρχει διαπραγμάτευση στον χριστιανισμό, ή πιστεύεις ότι ο Θεός είναι ο δημιουργός του κόσμου ή όχι. Από εκεί και πέρα με τι αφήγηση θα το δώσεις αυτό αλλάζει ανάλογα με την εποχή.
Μιας και μιλάμε για την εποχή. Βλέπουμε τα τελευταία χρόνια και θα είναι ακόμα εντονότερο στο μέλλον ότι οι πληθυσμοί μετακινούνται και πως αρκετός κόσμος από μουσουλμανικές χώρες έρχεται στην Ευρώπη και σε άλλες χώρες του λεγόμενου «δυτικού κόσμου». Φοβάστε ότι πολύς κόσμος εξαιτίας του φόβου προς το διαφορετικό θα στραφεί στη θρησκεία δημιουργώντας ένα εκρηκτικό κλίμα; Δεν μπορούμε να το αποκλείσουμε αυτό.
Ο Θεός όμως δεν είναι αγάπη; Κοιτάξτε μπορούμε να απαιτήσουμε από έναν λαό ολόκληρο να δώσει μιαν απάντηση στο ερώτημα: προτιμάς να πεθάνεις αντί ν’ αδικήσεις; Στη Μεγάλη Εβδομάδα τι βλέπουμε; Ότι ο Χριστός απεκδύεται κάθε μορφή βίας και παραδίδεται άοπλος στα χέρια των διωκτών του. Και το μεγάλο θαύμα του Πάσχα και της Αναστάσεως είναι ότι ο χαμένος τα παίρνει όλα, για να χρησιμοποιήσω τον τίτλο ενός τραγουδιού και μιας ταινίας. Αυτός φαινομενικά που χάνει τη μάχη με τους αντιπάλους του στο τέλος δικαιώνεται και δοξάζεται. Όμως, μπορεί αυτό να απαιτηθεί από έναν ολόκληρο λαό όταν του ζητάς να συνδράμει και να φιλοξενήσει εκατομμύρια ανθρώπους; Ιστορικά δεν έχει συμβεί ποτέ. Πάντα έχουμε συγκρούσεις και περνά πολύς χρόνος μέχρι να γίνει η αφομοίωση. Πρέπει να βρούμε το πρόβλημα στην πηγή του.
Ποια είναι αυτή; Είναι η μετακίνηση των πληθυσμών πραγματικά αναπόφευκτη; Πρέπει να δούμε πως θα μπορέσουν να ζήσουν αυτοί οι άνθρωποι στον τόπο τους. Λίγες μέρες πριν είχα βρεθεί στην Κωνσταντινούπολη για ένα συνέδριο. Φεύγοντας από το ξενοδοχείο, μίλησα με τον ρεσεψιονίστ και μου είπε «ωραία η Κωνσταντινούπολη αλλά που να δείτε την πατρίδα μου το Μαρντίν.» Έψαξα και τη βρήκα και ήταν στα βάθη της Τουρκίας. Αυτός ο άνθρωπος παρά το γεγονός ότι βρισκόταν στο περίλαμπρο κέντρο της Τουρκίας σκεφτόταν την πόλη του όπου «συναγωγές, τζαμιά και ναοί, λειτουργούσαν ταυτόχρονα» όμως μου είπε. Ήταν ξεριζωμένος. Αλλά αυτή η στάση του είναι υγιής. Ο τόπος μας, η παιδική μας ηλικία μάς καθορίζει, και δεν πρέπει να είμαστε αρνητικοί σε αυτό. Ο νεοφιλελευθερισμός μάς θέλει πάντοτε διαθέσιμους, με μια βαλίτσα στο χέρι. Θα το δεχτούμε αυτό;