Πασχάλης Αγανίδης: «Για πόσο ακόμα θα πληρώνουν οι μικρότεροι τα λάθη των μεγαλύτερων;»

O Πασχάλης Αγανίδης είναι ένας ευχάριστος τύπος και καλός συνομιλητής. Η συγκρότηση λόγου του είναι ιδανική για μια συνέντευξη. Ιεραρχεί αυτά που θέλει να πει, ξέρει αυτά που θες να ακούσεις και σε πείθει ότι τα πιστεύει. Οι Πολιτικές Επιστήμες που σπούδασε τον βοηθούν σε αυτό. Η εμπειρία του όμως η μεγάλη έρχεται από ένα blog: το G700.

Γυρνάμε πίσω στο 2008. Το Flexicurity εμφανίζεται στην Ευρώπη, οι μισθοί πέφτουν, οι συλλογικές συμβάσεις υποβαθμίζονται και τα ποσοστά της ανεργία των νέων αυξάνονται. Εκεί κάπου εμφανίζεται ο όρος η Γενιά των 700 ευρώ. Δεν είναι τίποτα παραπάνω από τον βασικό μισθό που έπαιρναν όσοι έμπαιναν για πρώτη φορά στην αγορά εργασίας. Το G700 προσπαθεί να εκφράσει τότε τις αγωνίες της νέας γενιάς και τη γενικευμένη ανασφάλεια. Για πρώτη φορά ακούγεται το ζήτημα της διαγενεακής δικαιοσύνης. Με λίγα λόγια υποστηρίζει πως δεν ξοδεύουν αλόγιστα οι μεγάλοι και να αφήνουν το λογαριασμό στους μικρούς. Ο Πασχάλης Αγανίδης πιστεύει πως το αποκορύφωμα αυτής της αδικίας είναι το τεράστιο χρέος που καλούνται να πληρώσουν οι επόμενες γενιές.

Μετά το G700, o Αγανίδης κάνει ένα πέρασμα από τους 58 που όπως υποστηρίζει απέτυχαν γιατί αντί να προτάξουν τις ιδέες τους χάθηκαν στις διαδικασίες και τώρα είναι υποψήφιος Ευρωβουλευτής με την Ελιά. Τι κάνει αλήθεια ένας νέος άνθωπος με ιδέες στην Ελιά; Πως αντιμετωπίζει το ΠΑΣΟΚ και γιατί άραγε να τον ψηφίσουμε; Αυτά και άλλα πολλά ακολουθούν σε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση με έναν τύπο που τουλάχιστον δεν σκέφτεται αυτόν τον καιρό να γίνει υπουργός.

Το G700 που συμμετείχες ήταν περισσότερο blog και ένα forum συζήτησης και δεν είχε τόσο σχέση με κάποια πολιτική κίνηση. Είναι η εποχή από το 2008 έως το 2010 που μεσουρανούν τα blog στο δημόσιο διάλογο. Είναι η πρώτη φορά ουσιαστικά που υπάρχουν πολιτικά blog. Το 2007 που δημιουργείται το blog, προκαλεί μια έντονη κοινωνική αναφορά και δέχεται σύντομα χιλιάδες επισκέψεις. Ξεκινά μια καινοτομία, με την πρώτη διαδικτυακή υπηρεσία «Το συνήγορο του νέου εργαζομένου» όπου δέχεται πάρα πολλά αιτήματα από νέα παιδιά που είναι στην αγορά εργασίας και έχουν προβλήματα, κυρίως όσον αφορά στην προστασία εργασιακών δικαιωμάτων. Αυτό που κατά τη γνώμη μου κάνει το G700  είναι ότι βάζει ένα κομβικό  ζήτημα: η δομή της οικονομίας μας και η δομή των πολιτικών σχέσεων μεταφέρουν διαρκώς τα βάρη από το παρόν στο μέλλον.Έτσι, για πρώτη φορά εμφανίζεται σε δημόσιο διάλογο η αρχή της διαγενεακής δικαιοσύνης και είπαμε τότε ότι υπάρχουν πολλές όψεις «διαγενεακής» αδικίας. Η κορυφαία, απ’ όλες, είναι το υψηλό δημόσιο χρέος που κληρονομήσαμε.

Εσύ συμμετέχεις από περιέργεια ή πιστεύεις ότι θα αλλάξεις κάτι; Μου αρέσει η πολιτική γιατί θεωρώ ότι μαζί με τις δημοκρατικές διαδικασίες μπορούν να βελτιώσουν τη ζωή μας. Αλλά δε μ’ αρέσει όπως ασκείται τα τελευταία πολλά χρόνια. Μπαίνω επειδή όταν δεν μου αρέσει κάτι, θέλω να δω πώς μπορώ να το αλλάξω. Να κομίσω κάτι διαφορετικό. Ξέρω ότι είναι πολύ δύσκολο και δεν τρέφω καμία αυταπάτη. Αλλά επειδή μου δόθηκε αυτή η ευκαιρία, και στη ζωή οι ευκαιρίες δεν είναι πολύ μεγάλες για ανθρώπους που δεν προέρχονται από μεγάλες οικογένειες, την αξιοποιώ, ξέρω ότι έχει δυσκολίες αλλά δε με ενδιαφέρει ούτε να υποταχθώ σε επικοινωνιακούς ή κανόνες του συρμού. Προσπαθώ με τη δική μου αυτονομία να ασκήσω μία επιρροή, μπορεί να είναι μικρή, μεγαλύτερη, θα δείξει.

Εσύ πρεσβεύεις κάτι νέο, σκέφτεσαι διαφορετικά τα πράγματα και επιλέγεις να πας σε έναν χώρο που είναι κάπως γερασμένος, στην Ελιά. Δεν είναι λίγο δύσκολο; Είναι κάποια μετεξέλιξη του ΠΑΣΟΚ με μια ιταλική φινέτσα. Δεν αυτοσαμποτάρεις αυτή την επιλογή; Αυτό μου το ρωτούν πολλοί άνθρωποι, ακόμη και η οικογένειά μου. Είμαι ένας άνθρωπος που έχει τη δυνατότητα να επιλέγει και να πηγαίνει εκεί που θέλει. Σε ένα πρώτο επίπεδο, είναι τιμητικό να αποδέχομαι μια πρόσκληση από έναν πολιτικό χώρο. Σε ένα δεύτερο όμως πρέπει να βρίσκομαι στον χώρο που με εκφράζει περισσότερο. Και εκείνος είναι της κεντροαριστεράς, της Σοσιαλδημοκρατίας. Της Αριστεράς, η οποία όμως είναι περισσότερο προοδευτική. Έχω πολλά κοινά στοιχεία με φίλους μου που βρίσκονται στον ΣΥΡΙΖΑ. Ξεκινάμε από την ίδια αφετηρία, αν βάζουμε τα πρώτα θέματα που μας ενδιαφέρουν τις ανισότητες, την φτώχεια και οι νέοι άνθρωποι. Ένα διαφορετικό μοντέλο παραγωγής, ένα διαφορετικό πολιτικό σύστημα. Αλλά η δική τους οπτική είναι πάρα πολύ συντηρητική. Θεωρούν ότι όλα μπορούν να τα καταπολεμήσουν επιστρέφοντας σε ένα σύστημα ελληνικό, γηρασμένο, χρεοκοπημένο και επίσης θεωρώντας ότι κάποια πράγματα μπορούν να γίνουν χωρίς αλλαγές και μεταρρυθμίσεις. Ειδικά στο πανεπιστήμιο, που είμαι παιδί του ελληνικού πανεπιστημίου, δεν υπάρχει συνεννόηση.

Ήσουν και ενεργό μέλος στην «Κίνηση των 58» που δεν περπάτησε. Ασκήθηκε για αυτήν μια έντονη κριτική ότι αντί να προτείνει κάτι νέο, δημιουργήθηκε ένας ακόμη χώρος που ήθελε να εξαγνίσει παλιά στελέχη του ΠΑΣΟΚ. Η κριτική έπρεπε να πάει σε άλλο επίπεδο. Στους 58 δεν προτάξαμε με πολύ συγκεκριμένο τρόπο ιδέες. Μπήκαμε σε μια διαδικασία περισσότερο εσωτερικών διεργασιών, διαπραγματεύσεων, αναζήτησης ονομάτων για το ψηφοδέλτιο. Ήταν λάθος. Η ανασυγκρότηση πολιτικών χώρων πρέπει να συμβαίνει από κάτω, από τον κόσμο όχι από πάνω. Δεν μπορεί να είναι elite project η ανασυγκρότηση ενός χώρου που είναι κεντροαριστερός, για μένα. Για να προκύψει όμως αυτό, πρέπει να πας στον κόσμο και να του βάλεις πέντε ιδέες και, ναι, πέντε νέα πρόσωπα και να ξεκινήσεις κάτι καλό από τα κάτω. Αυτό για μένα ήταν το μεγαλύτερο έλλειμμα των 58. Παρόλ’αυτά, επειδή πρέπει να είμαστε δίκαιοι και γενναιόδωροι, βάλαμε στο δημόσιο διάλογο ένα θέμα: ότι υπάρχουν άνθρωποι εκεί έξω που αισθάνονται ότι ανήκουν σε ένα χώρο αλλά δεν έχουν πολιτική έκφραση. Δεν θέλουν να εγκλωβιστούν σε ένα δίπολο το οποίο πολώνει την κοινωνία και κατά τη γνώμη μου την πολώνει με μη παραγωγικό τρόπο, γιατί είναι άλλες οι ανάγκες που έχει τώρα ο κόσμος.

Πιστεύεις ότι την πολώνει τόσο την κοινωνία; Πλέον δε μιλάμε για ποσοστά 80%, τα δύο μεγάλα κόμματα έχουν 40%. Άρα αυτή η πόλωση δεν είναι μέρος του παλαιού κομματικού λόγου; Αυτό είναι το κρίσιμο, ότι δεν την πολώνει δημιουργικά. Δεν έχουν δημιουργηθεί δύο μεγάλα μπλοκ, δύο μεγάλες παρατάξεις που αντιπαρατίθενται και ανταγωνίζονται. Αυτό θα ήταν καλή, δημιουργική πόλωση. Δεν μπορεί κανείς να πει ότι στην Αμερική έχεις κακή πόλωση επειδή υπάρχουν δύο μεγάλα κόμματα. Εδώ έχεις ένα μικρό δικομματισμό, που πολώνει στο επίπεδο ενός κακού πολιτικού λόγου, και μάλιστα χωρίς να πηγαίνει την κεντρικότητα ένα βήμα μπροστά. Για παράδειγμα, πάρε τη συζήτηση για τα δύο άκρα, που μας ταλαιπώρησε τόσο καιρό: οι μεν λένε «εσείς είστε ακροαριστεροί», οι δε  «είστε ακροδεξιοί». Όλα σε ένα φόντο μαύρο και άσπρο, δεν υπάρχει τίποτα ενδιάμεσο. Αυτό όμως δεν πάει την κουβέντα μπροστά. Πιστεύω ότι ο κόσμος θέλει συνεργασία και θέλει ωριμότητα. Θεωρεί δηλαδή ότι τα μεγάλα προβλήματα θέλουν μια προσπάθεια συνεργασίας ακόμη κι από χώρους που σε πολλά ζητήματα είναι διαφορετικοί κι έχουν άλλες καταβολές. Γι’ αυτό, λοιπόν, πιστεύω ότι ο χώρος που έχουμε μάθει να λέμε ενδιάμεσο, κάτι που δεν μ’ αρέσει αλλά εν πάση περιπτώσει, ο χώρος της κεντροαριστεράς και ο αριστερός χώρος θέλουν κάτι διαφορετικό που δεν μπορούν να το βρουν. Θα μου πεις τώρα, το βρίσκουν στην τοπική αυτοδιοίκηση, το βρίσκουν σε επαγγελματικές οργανώσεις, το βρίσκουν σε επιμελητήρια, γιατί το βρίσκουν εκεί και όχι στο κεντρικό επίπεδο; Αυτό είναι ένας γρίφος. Αυτό πρέπει να το λύσουμε.

Εσένα σου ήταν εύκολο, όταν αποφάσισες να κατέβεις με την Ελιά κατ’ αρχήν να μείνεις με στάμπα του μνημονιακού, με την ταμπέλα της λογικής «τί είναι η Ελιά, είναι το ΠΑΣΟΚ, τί κάνει το ΠΑΣΟΚ, υπογράφει μνημόνια» και τα λοιπά; Μέχρι στιγμής δεν μου το ‘χει πει κανένας αυτό. Πρώτη φορά τ’ ακούω από όλες τις συζητήσεις, ότι έχω τη στάμπα του μνημονιακού. Νομίζω πως μπορώ σε επίπεδο επιχειρημάτων να διατυπώσω μια εντελώς διαφορετική αφήγηση για όλα όσα έγιναν, χωρίς βέβαια να αναιρώ το γεγονός ότι το 2010 η χώρα δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Κανένας σοβαρός άνθρωπος δεν έχει πει ότι μπορούσε να κάνει κάτι διαφορετικό, αλλά μπορώ να κάνω μια σοβαρή κριτική και στο επίπεδο της Ευρώπης και στο επίπεδο των ελληνικών κυβερνήσεων, ότι το κόστος της αναπόφευκτης προσαρμογής σε όλα τα επίπεδα έγινε με πολύ άδικο τρόπο, με τρόπο τιμωρητικό από την Ευρώπη, με τρόπο που δεν δημιουργούσε αισθήματα δικαίου και ασφάλειας στον κόσμο. Επίσης το δίπολο, επειδή μίλησα για πόλωση, αφορά κυρίως στον τρόπο που διαιρεί την κοινωνία. Η κοινωνία διχάζεται, διαιρείται και κυριαρχούν αισθήματα μίσους, όχι αισθήματα ενότητας. Οι Έλληνες στις μεγάλες κρίσεις συνήθως ενωνόμαστε. Και μετά διχαζόμαστε. Στον πόλεμο ενωθήκαμε και μετά διχαστήκαμε.

Μήπως αυτό, ότι δηλαδή οι Έλληνες είναι ενωμένοι στα δύσκολα, είναι τελικά ένας μύθος; Δεν έχεις άδικο. Διχαζόμαστε, περνάμε από μεγάλες καταστροφές μέχρι να ισορροπήσουμε πάλι σε συνθήκες ενότητας και συνεργασίας. Και οι Έλληνες είναι καλό παράδειγμα γιατί είμαστε μια χώρα που παρότι περνάει μεγάλες καταστροφές τελικά στέκεται.

Στην επόμενη σελίδα το «εκβιαστικό δίλημμα» του Βενιζέλου και τ’ άλλα διλήμματα των Ευρωεκλογών. 

Page: 1 2

Σταύρος Διοσκουρίδης

Ο Σταύρος Διοσκουρίδης γεννήθηκε το Μάιο του 1983 στην Αθήνα. Παράλληλα με τις σπουδές του στις Πολιτικές Επιστήμες ξεκίνησε και την ενασχόληση του με τη δημοσιογραφία. Είναι από τα ιδρυτικά μέλη της Popaganda. Επίσης από το 2008 «διατηρεί» την εκπομπή Λατέρνατιβ μαζί με τον Παναγιώτη Μένεγο (08.00-10.00, Εν Λευκώ 87.7) .

Share
Published by
Σταύρος Διοσκουρίδης