Μεταξύ μας, ο κορμός είναι πάντα παρόμοιος: Έφηβος ακούει «ροκ». Έφηβος πλήττει αφόρητα στο στείρο περιβάλλον του σχολείου. Έφηβος αργά ή γρήγορα συναντά άλλους έφηβους που έχουν την ίδια πετριά, που υποφέρουν από την ίδια πλήξη. Έφηβοι φτιάχνουν συγκρότημα. Έφηβοι βρίσκουν σε αυτό το νόημα -ή μεγάλο μέρος αυτού- της ζωής.
Τα κλαδιά των λεπτομερειών είναι που χαρίζουν στο δέντρο της κάθε τέτοιας ιστορίας τη διαφορετικότητά του, που, μικρή ή μεγάλη, πάντοτε υπάρχει, γιατί, έστω και σε επίπεδο λεπτομερειών, καμία ζωή δεν είναι ολόιδια με μία άλλη, γιατί κάπως αλλιώτικα θα μεγαλώσει ένας (ακόμη και μόνο στο μυαλό του) “outcast” στον Βόλο κι ένας στον Ταύρο, γιατί ακόμη και δύο παιδιά που μεγαλώνουν στον ίδιο τόπο και ακούνε την ίδια μουσική, μπορεί κάλλιστα να μη λατρεύουν τους ίδιους μουσικούς, αν, ας πούμε, ακούνε post punk ή new wave, μπορεί ο ένας να έχει βρει το υπαρξιακό του αποκούμπι στους στίχους του Ian Curtis και ο άλλος να προσπαθεί να ξάσει τα μαλλιά του σαν τον Robert Smith.
Καμία, λοιπόν, τέτοια ιστορία για ένα συγκρότημα της διπλανής πόρτας δεν είναι πανομοιότυπη με την ιστορία του συγκροτήματος της…διπλανής του πόρτας, γιατί ακόμη και αν τα δύο συγκροτήματα προσπαθούν να μοιάσουν στο ίδιο πρότυπο, τα μέλη του ενός συγκροτήματος μπορεί να κλείνονται περισσότερες ώρες σε προβάδικα, να πιστεύουν περισσότερο από άλλους σε αυτό που κάνουν όλοι μαζί και να πιστεύει ο τραγουδιστής ή ο κιθαρίστας ή ο ντράμερ ή ο μπασίστας στον εαυτό του αρκετά ώστε όταν, αργά ή γρήγορα, διαλυθεί το συγκρότημα, να οδηγηθεί σε άλλο και μετά σε άλλο ένα και μπορεί -ποιος ξέρει;- ένα από αυτά τα επόμενα συγκροτήματα να αποδειχθεί τόσο σημαντικό, για τα λίγα μέλη του και για τον πάρα πολύ κόσμο, όσο τα Διάφανα Κρίνα.
Είναι ακριβώς αυτή η επίμονη πίστη και διαρκής αναζήτηση που οδήγησε τον Παντελή Ροδοστόγλου στις Μπαλάντες Για Φόνους, «ένα εγχείρημα που αποτολμήσαμε πριν λίγα χρόνια πέντε άνθρωποι με κοινές καλλιτεχνικές ανησυχίες, ένα αμάλγαμα που συνενώνει διάφορα μουσικά είδη και επιρροές και με κεντρικό άξονα τον ελληνικό στίχο, βγάζουμε τα εσώψυχα μας», όπως λέει στην Popaganda έχοντας πια προ πολλού αποδεχθεί πως «η ζωή είναι μία σειρά ατέλειωτων αποχαιρετισμών κι εγώ πρέπει διαρκώς να κλείνω (δεν τα καταφέρνω πάντα) τους λογαριασμούς μου μαζί τους και να προχωράω. Ιδιότυπη και τραγική συνθήκη, αλλά έτσι είναι η ανθρώπινη».
Διαφωνεί κανείς ή να πιάσουμε το νήμα από την αρχή της αρχής;
Ποιο ήταν το πρώτο τραγούδι που έπαιξες ποτέ μόνος σου και ποιο με την πρώτη σου μπάντα;
Στην πρώτη περίπτωση, το “Nice ‘n’ Sleazy” των Stranglers και στην δεύτερη το “I Can’t Escape Myself’’ των The Sound. Ήμουν δεκαέξι και δεκαοκτώ χρονών, αντίστοιχα.
Στο σχολείο ήσουν καλός μαθητής;
Ήμουν μέτριος μαθητής, θα έλεγα. Αν και αγαπούσα τη γνώση, η αλήθεια είναι πως στο σχολείο έπληττα. Μου είχε ανοίξει και τα μάτια η λογοτεχνία – που διάβαζα μανιωδώς από νεαρή ηλικία -και ότι δεν εμπεριείχε το πάθος, την ανατρεπτικότητα και το ρομαντισμό των ηρώων της, μου φαινόταν στείρο, απόμακρο και ξένο. Έτσι, έζησα τα γυμνασιακά και λυκειακά μου χρόνια σαν αποδιωγμένος, τρέχοντας μακριά απ’ όλη αυτή την ανούσια πεζότητα που λέγεται ελληνικό σχολείο και ελληνική εκπαίδευση. Τέλειωσα όπως όπως τις μαθητικές μου υποχρεώσεις και άρχισα να ασχολούμαι με τα πράγματα που αγαπούσα πραγματικά. Έπιασα δουλειά σε ένα βιβλιοπωλείο και συγχρόνως έγραφα στίχους και ποιήματα. Έπαιζα εν τω μεταξύ, περιστασιακά και σε διάφορα ροκ συγκροτήματα.
Mουσική άκουγες με τις ώρες;
Κοίταξε, ο Ταύρος όπου μεγάλωνα ως έφηβος εκεί στις αρχές της δεκαετίας του ’80, ήταν μία ζόρικη πόλη. Η γειτονιά μου ήταν περικυκλωμένη από εργοστάσια, υπήρχε μεγάλη φτώχεια και ανέχεια. Για νέους με ανησυχίες όπως εμείς δεν υπήρχε καμία καταφυγή, αντίθετα αυτό που μας προτεινόταν ως διέξοδος ήταν τα ναρκωτικά και η παρανομία. Με μία παρέα φίλων είχαμε φτιάξει μία λέσχη, κάτι σαν τον «κύκλο των χαμένων ποιητών» και εκεί διοχετεύαμε όλη μας την ανάγκη για αληθινές σχέσεις, αγάπη, γνώση, ομορφιά. Έχοντας ως κρησφύγετο ένα χαμόσπιτο με πηγάδι και μία αυλή με κότες και κουνέλια, διαβάζαμε βιβλία και εγκυκλοπαίδειες, παίζαμε σκάκι, αθλούμασταν και ακούγαμε μουσική, με τις ώρες. Ενημερωνόμασταν κυρίως από το ραδιόφωνο, μέσα από τις εκπομπές του Γιάννη Πετρίδη, του Αργύρη Ζήλου και του Χρήστου Δασκαλόπουλου (τις εκπομπές των οποίων ηχογραφούσαμε μάλιστα, σε κασέτες), αλλά και από περιοδικά όπως το Ποπ και Ροκ, ο Ήχος κ.α.
Όπως καταλαβαίνεις, ακούγαμε όλα τα είδη ανεξαιρέτως, αλλά σίγουρα, ο καθένας μας ανάλογα με την αισθητική του είχε και τις προτιμήσεις του. Εγώ είχα γοητευθεί από όλη εκείνη τη μεταπάνκ σκηνή με Siouxsie and the Banshees, Cure, Bauhaus, Joy Division, αλλά και μία πιο ροκ προσέγγιση που ερχόταν από την Αμερική και την Αυστραλία, με συγκροτήματα όπως οι Rain Parade, Green on Red, Dream Syndicate, Lime Spiders, Radio Birdman κ.τ.λ.
Ποιός είναι ο πρώτος δίσκος που αγόρασες;
Μαζί με το πρώτο μου στερεοφωνικό, οι πρώτοι δίσκοι που αγόρασα (από το Jazz Rock, στην Ακαδημίας) ήταν δύο δωδεκάιντσα, το “Astronaut” μίας Βέλγικης μπάντας, των The Names και το “Death party” των Gun Club – και τα δύο είναι αρκετά σπάνια σήμερα, απ’ όσο γνωρίζω. Αυτό πρέπει να συνέβη γύρω στο 1984-85 και τα χρήματα τα είχα μαζέψει από το χαρτζιλίκι που μου έδιναν οι γονείς μου. Η εποχή εκείνη, αν και δύσκολη είχε πάρα πολύ ενδιαφέρον, αφού εγώ με την παρέα μου, σε μία προσπάθεια να υπερβούμε τη γκρίζα ρουτίνα της γειτονιάς μας, διαρρήξαμε τις όποιες σχέσεις μας μαζί της και αρχίσαμε να εξερευνούμε την ευρύτερη περιοχή των Εξαρχείων. Βρεθήκαμε έτσι σε ένα μαγικό κόσμο όπου βούιζε η νιότη, διάσπαρτο από παρέες παιδιών σαν και εμάς που είχαν απορίες και ερωτήματα και αγαπούσαν τις συζητήσεις, την πολιτική, τη μουσική, τον κινηματογράφο και τα βιβλία. Η εμπειρία ήταν οριακή και προσωπικά με στιγμάτισε.
Η μουσική λοιπόν είχε τη μερίδα του λέοντος στον ελεύθερό σου χρόνο την εποχή της εφηβείας σου. Κατά τα άλλα;
Πέρα από τον «κύκλο των χαμένων ποιητών» και τα πεπραγμένα του, από τα δέκα μου χρόνια μέχρι και τα δεκαεφτά-δεκαοχτώ έπαιζα μπάσκετ, ώρες ατέλειωτες. Την αγάπη μου γι’αυτό μου τη μετέδωσε ένας θείος μου ο οποίος ήταν πολύ φίλος με τον Νίκο τον Δαρίβα, που εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ’70 μεσουρανούσε ως playmaker στην ομάδα του Αμαρουσίου. Έτσι, παρακολουθούσα αγώνες μπάσκετ από πολύ μικρός. Ήταν η εποχή που μόλις είχε έρθει ο Νίκος Γκάλης στην Ελλάδα και ο ανταγωνισμός είχε αυξηθεί αυτόματα, ανεβάζοντας συγχρόνως και την ποιότητα του αθλήματος.
Επηρεασμένος από όλα αυτά, ξεκίνησα και εγώ να παίζω σε μία ομάδα της γειτονιάς μου, τον Αίολο Ταύρου. Πέρασα από όλα τα στάδια (μίνι, παιδικό, εφηβικό) και σταμάτησα την περίοδο που θα έκανα την πρώτη μου προετοιμασία με την αντρική ομάδα. Είχε αρχίσει ήδη κάτι να μη μου αρέσει σε όλο αυτό. Η έννοια του πρωταθλητισμού και η βαρύτητα που προσδιδόταν σε λέξεις όπως «νίκη» και «ήττα», δημιουργούσαν ένα βαρύ, πολεμικό κλίμα που μου προκαλούσε δυσφορία. Ο βασικότερος λόγος όμως, που σταμάτησα, ήταν πως βρισκόμουν σε μία ηλικία που έψαχνα απαντήσεις σε διάφορα θέματα και προσπαθούσα να συμμαζέψω τα υπαρξιακά μου και το μπάσκετ δε με βοηθούσε καθόλου σε αυτό. Το αντίθετο δηλαδή απ’ ότι συνέβαινε με τη μουσική και την ποίηση.
«Δεν έχω μετανιώσει καθόλου που ασχολήθηκα με τη μουσική και τη στιχουργία ή τα βιβλία, αφου για εμένα αυτό σημαίνει κανονική ζωή: να αναζητάς τον εαυτό σου και τους άλλους μέσα σε όλα εκείνα που αγάπησες.»
Πότε και με ποιους έπαιξες πρώτη φορά ζωντανά μπροστά σε κοινό;
Πρέπει να ήταν το φθινόπωρο του 1985 σε ένα κλαμπ των Εξαρχείων, το The Point, γνωρίζω δύο παιδιά από τη Θεσσαλονίκη, που σπουδάζουν στην Αθήνα και αρχίζουμε να κάνουμε παρέα. Μας ενώνουν κοινές αναφορές συν ότι και οι δύο είναι μουσικοί, τύμπανα και κιθάρα. Εγώ ήδη τότε έπαιζα μπάσο και αποφασίζουμε να φτιάξουμε ένα συγκρότημα. Καλώ και ένα φίλο μου από το σχολείο, τον Νίκο Χριστοδούλου (ο οποίος έπαιξε αργότερα στους Blue Jeans) στη δεύτερη κιθάρα και φτιάχνουμε τους Κύκνειο Άσμα. Ξεκινήσαμε να παίζουμε κυρίως διασκευές, Clash, Sound, Stranglers τέτοια πράγματα και σιγά σιγά αρχίσαμε να σκαρώνουμε και δικές μας συνθέσεις. Η πρώτη μας συναυλία έγινε στο Σκιάχτρο, στην Καστέλα, μαζί με τους Αντί. Κάναμε δύο τρία live ακόμα και έπειτα διαλύσαμε άδοξα, για λόγους που, πραγματικά, δε θυμάμαι.
Θυμάσαι δίσκους και βιβλία που να δανείστηκες από φίλους σου και δεν τους επέστρεψες ποτέ;
Γενικότερα, είμαι άνθρωπος που δε ζητάω εύκολα. Όμως είναι φυσιολογικό μέσα στα τόσα χρόνια, να έχουν ξεμείνει – δε θυμάμαι πραγματικά, αν τα δανείστηκα ή αν ξεχάστηκαν ύστερα από μαζώξεις στο σπίτι – στη δισκοθήκη και στη βιβλιοθήκη μου μερικά ενθύμια. Από δίσκους, ένας που θυμάμαι είναι το διπλό βινύλιο του Urgh! Α Music War, με τα τραγούδια της μουσικής του ομώνυμου μουσικού ντοκιμαντέρ. Και από βιβλία μία αυτοβιογραφία του Μαρτσέλο Μαστρογιάννι.
Υπήρξε κάποια καθοριστική στιγμή που να ήξερες ότι ο κόσμος να χαλούσε εσύ θα ζούσες -και δεν το εννοώ κατ’ ανάγκη σε επίπεδο βιοπορισμού- ως μουσικός;
Κοίταξε, όπως σου είπα, ήδη από την εφηβεία μου είχα μία τριβή με τη στιχουργία και τη μουσική. Ήξερα πως αυτοί οι δύο δημιουργικοί δρόμοι, μου έδιναν μεγάλη χαρά και συνάμα με βοηθούσαν να εκφράσω τις σκέψεις και τις ανησυχίες που είχα μέσα στο κεφάλι μου. Όμως ήμουν μοναχικός και όχι ιδιαίτερα φιλόδοξος και δεν ξέρω πραγματικά, αν θα εμπλεκόμουν βαθύτερα σε όλη αυτή την περιπέτεια, αν δε γνώριζα τα Διάφανα Κρίνα. Η γνωριμία μου μαζί τους και η συμμετοχή μου στο συγκρότημα, αποτέλεσε το κομβικό σημείο έτσι ώστε να αποκαλυφθεί μέσα μου, με όλη του την ένταση o εαυτός μου και κατ’ επέκταση και ο προορισμός μου. Γνωριστήκαμε μέσω ενός κοινού φίλου, κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Τότε στο συγκρότημα ήταν μόνο τρία άτομα, ο Θάνος, ο Τάσος και ο Κυριάκος και έψαχναν για μπασίστα. Συναντηθήκαμε λοιπόν ένα απόγευμα, σ’ένα υπόγειο στούντιο στο Περιστέρι και δέσαμε σαν άνθρωποι αμέσως.
Τι θυμάσαι πιο έντονα από τις πρώτες σας πρόβες;
Θυμάμαι τα πρώτα τους τραγούδια, κάτι πρωτόλεια που μιλάγανε για πεντάλφες, νεκρές νύφες, διαβόλους και τριβόλους. Ο Θάνος διάβαζε τότε συγγραφείς σαν τον Λάβκραφτ και τον Πόε και πειραματιζόταν στιχουργικά, όμως ο τρόπος που μετέφερε το πνεύμα των βιβλίων τους στο συγκρότημα, δε με συγκινούσε. Παρ’ όλα αυτά συνεχίσαμε να τα παίζουμε για μήνες. Κάποια στιγμή, τον παίρνω παράμερα και του λέω «γράφω κι εγώ, θες να δεις;» και του ανοίγω ένα τετράδιο με στίχους. Νομίζω πως ρίγησε από την ξαφνική ζεστασιά, αναγνώρισε μέσα εκεί κάτι δικό του, βαθύ και κρυμμένο. Τα πρωτόλεια όπως καταλαβαίνεις, έμειναν για πάντα στο συρτάρι και οι περισσότεροι από τους στίχους που έφερα εκείνη την περίοδο στη μπάντα, έγιναν το επίκεντρο πάνω στο οποίο θα αρχίζαμε να δουλεύουμε ένα διάφορο και εντελώς νέο υλικό, αυτό που αργότερα θα γινόταν ο πρώτος μας δίσκος, το «Έγινε η απώλεια συνήθειά μας».
Είχε έρθει, εν τω μεταξύ και ο Νίκος ο Μπάρδης στη δεύτερη κιθάρα, η παρουσία του οποίου προσέδωσε μία άλλη διάσταση στο συγκρότημα, παικτικά και συνθετικά. Όντας πλέον πέντε μέλη, αποκτήσαμε μία ιδιαίτερη δυναμική και ένα δημιουργικό πλουραλισμό που, σε συνδυασμό με την αμεσότητα των εσωτερικών μας διαθέσεων, αλλά και τις πολιτιστικές ωθήσεις που αφεθήκαμε να δεχθούμε από τις επιρροές μας -ροκ,τζαζ, μπλουζ, ψυχεδέλεια, ποστ πανκ κ.α.- άρχισαν σιγά σιγά να διαμορφώνουν ένα κόσμο που ξεχείλιζε από νεανική ορμή, αλλά και από εκείνη την ποιητικότητα μίας απόγνωσης που είναι εγγενής σε όλα τα πράγματα δίχως ρίζες.
Μπορείς να αποτυπώσεις σε λέξεις τη φιλοδοξία ή, αν θες, την κινητήρια δύναμη της μπάντας και του καθενός σας προσωπικά όταν ξεκινούσατε;
Δεν είχαμε καμία φιλοδοξία και ούτε βάζαμε στόχους και χρονοδιαγράμματα. Αυτό που θεωρώ πως μας εκτόξευσε με πάθος, ήταν το γεγονός πως νιώθαμε απόκληροι, ζωές χωρίς κανένα νόημα, που έτρεχαν προς την κοινή και ακατανόητη καταστροφή τους. Κι έτσι γαντζωθήκαμε ο ένας πάνω στον άλλο και με κοινό άξονα τη μουσική, επιδοθήκαμε σε μία αγωνιώδη προσπάθεια να σμιλέψουμε με κάποιο τρόπο, όλο αυτό το χάος που μας περιτριγύριζε, να του δώσουμε σχήμα, μορφή και ουσία, για να μην τρελαθούμε. Η στοχοπροσήλωση μας ήταν στο κέντρο της ύπαρξης μας και γι’ αυτό το αίτημα μας υπήρξε πέρα για πέρα αληθινό.
Αν έπρεπε να διαλέξεις ένα σημείο στο οποίο τέμνονταν όλων σας οι επιρροές, ποιο θα ήταν αυτό;
Δεν υπήρχε κάποιο σημείο τομής, οι επιρροές μας ήταν πολυποίκιλες και προκαλούσαμε διαρκώς ο ένας τον άλλον με καινούργια ερεθίσματα. Εγώ, ας πούμε, κουβαλούσα όλη αυτή την ποστ πανκ αισθητική των αρχών της δεκαετίας του ’80, ο Θάνος την αγάπη του για τους μεγάλους τροβαδούρους (Bob Dylan, Johnny Cash, Leonard Cohen), ο Νίκος τα μπλουζ και τη τζαζ, ο Κυριάκος την ψυχεδέλεια της δεκαετίας του ’60, ο Τάσος τους Pink Floyd και τους Black Sabbath και ο Παναγιώτης Μπερλής, που ήρθε στην μπάντα αργότερα, στα πλήκτρα, όλη την κλασική του παιδεία. Έτσι δημιουργήθηκε ένα μουσικό χαρμάνι από ετερόκλητα ακούσματα, συνεπικουρούμενο από μία στιχουργική ατμόσφαιρα που ήταν αληθινή και έντιμη.
Ας το κάνουμε λίγο σαν το High Fidelity: μπορείς να διαλέξεις ένα top 5 οριακών, είτε με την καλή είτε με την κακή έννοια, στιγμών απ’ όλη την πορεία των Κρίνων;
Είναι τόσες πολλές, είναι η αλήθεια. Θα προσπαθήσω όμως να απομονώσω πέντε. Θα μιλήσω για μέρη και για ανθρώπους. Είναι καθαρά προσωπική η εκτίμηση.
1.Φωλιά του βιβλίου: Έτσι λεγόταν το βιβλιοπωλείο όπου πρωτοέπιασα δουλειά, σε ηλικία είκοσι τριών χρονών. Εκεί γνώρισα τον Θανάση Γιαννακόπουλο, που με έφερε σε επαφή με τα Διάφανα Κρίνα. Χωρίς αυτό το παράξενο καπρίτσιο της μοίρας, τίποτα δε θα είχε συμβεί, τουλάχιστον όχι με αυτό τον τρόπο.
2.Κλαμπ των Ασωμάτων: Εκεί έγινε η πρώτη μας συναυλία, λίγο καιρό μετά την κυκλοφορία του «Έγινε η απώλεια συνήθειά μας». Πρώτη φορά παίζαμε σε τόσο πολύ κόσμο. Ήταν σα να βαπτιζόμασταν στην κολυμπήθρα του Σιλωάμ. Ποτέ δεν ξαναείδα το συγκρότημα τόσο ευτυχισμένο.
3.Wipe Out records και This Is My Voice records: Oι δύο ανεξάρτητες δισκογραφικές που εξέδωσαν το σύνολο σχεδόν, του έργου μας. Ο Θοδωρής ο Κρίθαρης, ιδιοκτήτης της Wipe Out, ήταν ο άνθρωπος που πίστεψε από την πρώτη στιγμή σε εμάς. Μας έδωσε απόλυτη ελευθερία και όλα τα μέσα που χρειαζόμασταν, έτσι ώστε να δημιουργήσουμε τους δύο πρώτους μας δίσκους απερίσπαστοι. Είναι αναμφίβολα, αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της ιστορίας. Η This Is My Voice ήταν η δισκογραφική που φτιάξαμε στη συνέχεια. Τόλμημα ιδιαίτερου και υψηλού ρίσκου, σε μία περίοδο μάλιστα που μας κυνηγούσαν όλες οι πολυεθνικές. Φάγαμε τα μούτρα μας βέβαια, αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία, η ζωή είναι πιο ωραία όταν τολμάς πράγματα.
4.Κώστας Βάμβουκας: Ήταν ο μέντορας μας. Ηχολήπτης και μάνατζερ για πολλά χρόνια, των Διάφανων Κρίνων. Άνθρωπος ειδικών αποστολών, πήρε από πάνω μας πολλά από τα πρακτικά βάρη που αποσυντονίζουν την καθημερινότητα ενός συγκροτήματος και μας άφησε ελεύθερους να πραγματοποιούμε τις δημιουργικές μας φαντασιώσεις.
5.Νέα Ζωή (Περιστερίου): Εδώ ήταν το ορμητήριό μας. Γειτονιά των πέντε από τα έξι μέλη του συγκροτήματος. Εδώ είχαμε το στούντιο όπου δημιουργήσαμε το σύνολο των τραγουδιών και των δίσκων μας. Και γύρω από το συγκρότημα μία ολόκληρη παρέα και μία εποχή. Η Νανά, ο Τάκης, ο Άκης ο ροκαμπιλάς, ο Λευτέρης, ο Μπαρμπαγάλας, ο Κυριάκος ο Τρότσκι, ο Αργύρης, ο Μήτσος ο Βασιλικός, η Βάγια, ο Τόλης, η Τσελεπή, η Στεργιάνη, η Βίκυ, η Τάνια, o Κώστας και η Μαρία από το Melody, ο Μανιατόπουλος, η Λένια και η Ματίνα, ο Γιαννακόπουλος και τόσα άλλα παιδιά που σίγουρα ξεχνάω αυτή τη στιγμή. Ήταν οι πρώτοι μας ακροατές και θεατές και χωρίς τις ατέλειωτες συζητήσεις, τη στήριξη και την όσμωση με την παρέα τους, την ανιδιοτελή φιλία, τις κοινές εμπειρίες και μνήμες, τις τρέλες, τα πάρτυ και τα τόσα συναισθήματα, το συγκρότημα αυτό θα ήταν λειψό και σίγουρα αρκετά διαφορετικό.
Τόσα χρόνια μετά, ποια πιστεύεις ότι υπήρξε (αν υπήρξε) η μεγαλύτερη παρεξήγηση για την όλη ιστορία των Κρίνων, είτε από κριτικούς, είτε από κόσμο, είτε από εσάς τους ίδιους;
Όσον αφορά στο συγκρότημα, δεν πρόκειται για καμία παρεξήγηση, αλλά για πολύ σοβαρά προβλήματα συμπεριφοράς που δημιουργήθηκαν εκ των έσω και που επί της ουσίας, οδήγησαν στη διάλυση του συγκροτήματος το 2009. Αλλά αυτά είναι πράγματα, που πραγματικά δεν θέλω να συζητάω.
Ελπίζω να μη σε φέρνω σε δύσκολη θέση, αλλά όπως καταλαβαίνεις δεν γίνεται να μην πιάσουμε το θέμα της ασθένειας και του πρόωρου θανάτου του Θάνου. Σήμερα, τόσο καιρό μετά, ποιο από τα πέντε στάδια της θλίψης ήταν πιο δύσκολα διαχειρίσιμο για σένα;
Κοίταξε, με τον Θάνο μας συνέδεε μία αδερφική φιλία. Πέρα από τις όποιες διακυμάνσεις της μέσα στα χρόνια, η φιλία αυτή -αν και τραυματισμένη αρκετά σοβαρά, από κάποια στιγμή και μετά- διήρκησε μέχρι τέλους. Αν και διαμετρικά αντίθετοι χαρακτήρες, ήμασταν δεμένοι με ένα κρυφό δεσμό, μία βαθιά αλήθεια θα ’λεγα, που είχαμε καταλάβει ο ένας για τον άλλο. Όντας ισχυρές προσωπικότητες και οι δύο, η σχέση μας ήταν θυελλώδης, σε σημείο που όταν συντονιζόμασταν και επικοινωνούσαμε η δημιουργικότητα μας έφτανε σε δυσθεώρητα ύψη. Το ίδιο συνέβαινε και με τους καβγάδες μας, οι οποίοι υπήρξαν παροιμιώδεις.
Πέρα από αυτά, είναι αλήθεια πως το σοκ του θανάτου είναι πάντα βαρύ, κυρίως για τους συγγενείς του αποθανόντος. Για εμένα όμως, που έζησα για πολύ καιρό σε ένα βαθύτερο, εσωτερικό χρόνο μαζί του και εξομολογηθήκαμε ο ένας στον άλλο σκέψεις και συναισθήματα που δεν τα συζητά κανείς εύκολα με τους γονείς του ή με τα παιδιά του, τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά. Θέλω να πω δηλαδή, πως μιλούσαμε σοβαρά όταν γράφαμε τραγούδια σαν το «Βάλτε να πιούμε» για παράδειγμα, με όλο αυτό το Επικούρειο καταστάλαγμα της μουσικής και των στίχων του που κραύγαζε: «ρουφήξτε τη ζωή μέχρι το μεδούλι και μη θλίβεστε καθόλου για το θάνατο». Όταν λοιπόν υπάρχει όλο αυτό το υπόβαθρο και αυτές οι καταβολές από πίσω, η ανάμνηση του άλλου σου υπενθυμίζει διαρκώς τους μυστικούς σας κώδικες κι έτσι ο όποιος πόνος μετριάζεται και μετατρέπεται σε χαρμολύπη.
Για να το ελαφρύνουμε λίγο, με το πιστόλι στον κρόταφο, τι θα επέλεγες να μην ξανακάνεις, να διαβάζεις βιβλία ή να ακούς μουσική;
Το ερώτημα είναι υποθετικό και ως τέτοιο δεν μπορεί να απαντηθεί στην ολότητά του. Προς χάριν όμως της συζήτησης και για να απαντήσω – κατά κάποιο τρόπο – στο ερώτημά σου, θα χρειαστεί να κάνω μία αναγωγή. Αν, ας πούμε, λίγο πριν το τέλος μου είχα πέντε λεπτά ακόμα στη διάθεσή μου, σίγουρα αυτό που θα ήθελα να κάνω, θα ήταν να βάλω στα ακουστικά το “Dambala” της Nina Simone, παρά να αναστοχαστώ πάνω στη φράση του φιλοσόφου που λέει «έχουμε το δικαίωμα να φανταστούμε το χώρο και το χρόνο, χωρίς το νoούν υποκείμενο;»
Κάτι που με ενδιαφέρει ιδιαίτερα να μαθαίνω από κάποιον καλλιτέχνη και δη μουσικό είναι κατά πόσο η δημιουργικότητά του επηρεάζεται από τα μέσα κατανάλωσης του παραγόμενου έργου. Για να το πω αλλιώς: έχοντας ζήσει τη μετάβαση από το βινύλιο στο cd, από το cd στο streaming, και -έστω σε μικρό βαθμό- πάλι το πέρασμα στο βινύλιο, είναι κάτι που έχεις στο μυαλό σου όταν μπαίνεις στο στούντιο;
Σαφώς και ανάλογα με την εποχή, ψάχνεις να βρεις το μέσο (τεχνικά μιλώντας) με το οποίο το μήνυμά σου θα φτάσει ευκολότερα στον τελικό αποδέκτη. Όσο με αφορά όμως, η δημιουργικότητά μου επηρεάζεται μόνο από τις αυξομειώσεις της διάθεσής μου, από τις εκρήξεις της φαντασίας μου και από την προσήλωση μου στο βίωμα ή στο παραγόμενο έργο και με κανένα τρόπο από σκέψεις που σχετίζονται με τα μέσα κατανάλωσης.
Πώς προέκυψαν λοιπόν οι Μπαλάντες για Φόνους;
Οι Μπαλάντες για Φόνους, είναι ένα εγχείρημα που αποτολμήσαμε πριν λίγα χρόνια πέντε άνθρωποι με κοινές καλλιτεχνικές ανησυχίες. Έχουμε φτιάξει ένα αμάλγαμα που συνενώνει διάφορα μουσικά είδη και επιρροές (ποστ πανκ, γκαράζ, νεοψυχεδέλεια, ποστ ροκ κ.α.) και με κεντρικό άξονα τον ελληνικό στίχο, βγάζουμε τα εσώψυχα μας. Μόλις κυκλοφόρησε ο πρώτος μας δίσκος με τίτλο «Εκείνη έρχεται μέσα απ’ τις στάχτες» και ξεκινάμε σιγά σιγά τις συναυλίες για την παρουσίασή του.
Το γεγονός ότι έχεις την ιστορία που έχεις ως μουσικός, τώρα που βρίσκεσαι σε ένα νέο σχήμα, έχει μόνο θετικό αποτύπωμα ή σε βάζει σε μια διαδικασία επιπλέον προσπάθειας να αποφύγεις τις όποιες ευκολίες που εύλογα έχεις αποκτήσει λόγω εμπειρίας;
Κοίταξε, συχνά η ιστορία πέφτει πάνω σου σαν κατάρα και όσο για την εμπειρία, πολλές φορές δεν είναι παρά το απάνθρωπο που άντεξες. Θέλω να πω δηλαδή, πως δεν τις έχω και τόσο εξιδανικευμένες αυτές τις έννοιες μέσα μου. Και παρά τις όποιες θετικές αποτυπώσεις μπορεί να έχουν, εγώ λειτουργώ πάντα σα να ξεκινάω από την αρχή. Αυτό σημαίνει πολύ, μα πάρα πολύ προσπάθεια. Αυτό που μου δίνει δύναμη και με κατευθύνει κυρίως είναι η ανάγκη μου να παίρνω χαρά από αυτό που κάνω, η διαίσθησή μου και οι εμμονές μου και σαφώς η όσμωση με τους ανθρώπους με τους οποίους συμπράττω.
Συμφωνείς ότι όλοι οι άνθρωποι, πόσω μάλλον οι δημιουργικοί, αναγκάζονται να εφεύρουν ένα ζωτικό ψέμα για να πορευτούν στη ζωή τους;
Η αλήθεια είναι, πως από τότε που ο άνθρωπος εξορίστηκε δυτικά της Εδέμ, αναγκάστηκε να αναζήτησει καταφύγιο σε κάποια παυσίλυπα (τον έρωτα, τη φιλία, την τέχνη), για να μπορέσει να κρατηθεί και να αντέξει, απέναντι σε αυτή την άνιση μάχη με το αδιανόητο. Το παράδοξο είναι, πως τα συγκεκριμένα παυσίλυπα, παρά την ψευδαισθησιακή τους δράση, αποτελούν εκφάνσεις ό,τι πιο αληθινού και ευγενέστερου έχει ο άνθρωπος μέσα του. Όσο με αφορά, τα αναζήτησα με πάθος.
Αν ο Παντελής του 2019, ως ένας από τις Μπαλάντες Για Φόνους, συναντούσε τον Παντελή του 1997 των Κρίνων, πιστεύεις ότι θα συμπαθούσε ο ένας τον άλλο;
Δεν ξέρω αν θα συμπαθούσε ο ένας τον άλλο. Όμως είμαι σίγουρος πως ο «μικρός», ως πιο ευαίσθητος θα παραπονιόταν στον μεγαλύτερο πως τον παραμέλησε. Και για να τον δοκιμάσει, θα του απήγγειλε έναν αγαπημένο τους στίχο του Πάμπλο Νερούδα: «καθώς ντύνομαι, καθώς αδιάκοπα κοιτάζομαι μες τους καθρέφτες και μες τα τζάμια, ακούω κάποιον να με ακολουθεί, κάποιον να με φωνάζει με λυγμούς, με μια φωνή θλιμμένη, ραγισμένη απ’ τον καιρό». Το τι θα συνέβαινε μετά δεν μπορώ να το ξέρω. Μάλλον το πράγμα θα μπερδευόταν εντελώς. Μέχρι που θα εμφανιζόταν και ο Φίλιπ Ντικ από μία γωνιά και θα χειροκροτούσε.
Υπάρχει κάτι από την Αθήνα της νεότητάς σου που να σου λείπει από την πόλη σήμερα;
Η αλήθεια είναι πως ανήκω σε μία εποχή που δεν υπήρχαν οι μετεωρολόγοι της τηλεόρασης και τα παιδιά πέφτοντας το βράδυ για ύπνο, δεν γνώριζαν πως την επόμενη μέρα η γειτονιά τους θα είναι χιονισμένη. Σε μία γενιά που πρόλαβε το μανάβη που πουλούσε την πραμάτεια του με το κάρο και το άλογο στους δρόμους, που πρόλαβε τον παγοπώλη και τον παγωτατζή με το τρίκυκλο, τον τσαγκάρη και τον καρεκλά, το ξυλίκι, τις γκαζές και τα πεντόβολα, το ποδόσφαιρο στις αλάνες και τόσα άλλα. Όλα αυτά είναι πια παρελθόν, τα σκέφτομαι τρυφερά, τα αγαπώ και τα σέβομαι, όμως δεν τα νοσταλγώ συχνά, με κουράζει. Είναι σαν να ανοίγεις ένα παλιό σκονισμένο κουτί με ξεθωριασμένες φωτογραφίες, σα να κοιτάς μία ανεξάντλητη συλλογή από θλιμμένες μορφές. Έχω αποδεχτεί πως η ζωή είναι μία σειρά ατέλειωτων αποχαιρετισμών κι εγώ πρέπει διαρκώς να κλείνω (δεν τα καταφέρνω πάντα) τους λογαριασμούς μου μαζί τους και να προχωράω. Ιδιότυπη και τραγική συνθήκη, αλλά έτσι είναι η ανθρώπινη.
Ποιά είναι η καλύτερη συναυλία της ζωής σου μέχρι σήμερα, είτε ως θεατής είτε ως μουσικός on stage;
Δεν το συζητώ, Nick Cave and the Bad Seeds, τον Οκτώβριο του 1987, στο Club 22. Ένα χρόνο πριν, είχε κυκλοφορήσει ο αγαπημένο μου δίσκος του, το Your Funeral… My Trial.
Πόσες φορές στη ζωή σου μέχρι σήμερα έχεις μετανιώσει που παίζεις μουσική και δεν ζεις μία «κανονική» ζωή;
Καταρχάς να σου πω πως δεν είμαι κανένας εξωγήινος, έχω μία κανονική ζωή όπως όλοι. Κάθε πρωί σηκώνομαι για να πάω στη δουλειά μου και έχω κι εγώ οικογενειακές ή άλλες υποχρεώσεις. Η ενασχόλησή μου με τη μουσική είναι μία παράλληλη δράση, που όμως απαιτεί πολύ χρόνο και κόπο και υπό αυτή την έννοια τα πράγματα σαφώς και δεν ήταν ποτέ πολύ εύκολα. Ο Tom Waits όταν τον ρώτησαν κάποτε πως μπορεί και συνδυάζει την καλλιτεχνία με τις οικογενειακές υποχρεώσεις απάντησε πως «είναι σα να βγάζεις βόλτα δύο σκυλιά που μισιούνται». Ορμώμενος από αυτή τη διαπίστωση, θα έλεγα γενικότερα πως ο άνθρωπος που δραστηριοποιείται δημιουργικά βιώνει μία ιδιότυπη κατάσταση, αφού αναγκάζεται να ισορροπεί διαρκώς ανάμεσα σε δύο διαφορετικές περιοχές.
Η μία είναι, ας πούμε η υπερβατική, αφού πολλές φορές πρέπει να καταδυθεί στη φαντασία του ή στο ασυνείδητό του για να αντλήσει καύσιμη ύλη για το έργο του, και από την άλλη υπάρχει μία διαρκής πίεση και γείωση, θα έλεγα, που του εξασκεί μία καθημερινότητα από την οποία ναι μεν αντλεί, αλλά και συγχρόνως προσπαθεί να μετασχηματίσει. Αυτό όπως καταλαβαίνεις είναι αρκετά δύσκολο, κάπως αλλόκοτο θα ’λεγα, και απαιτεί τρομερή υπομονή και ισχυρές εσωτερικές διεργασίες. Όπως και να’χει, δεν έχω μετανιώσει καθόλου που ασχολήθηκα με τη μουσική και τη στιχουργία ή τα βιβλία, αφου για εμένα αυτό σημαίνει κανονική ζωή: να αναζητάς τον εαυτό σου και τους άλλους μέσα σε όλα εκείνα που αγάπησες.