Categories: ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Πάνο Βλάχο, πρέπει οι καλλιτέχνες να εκφράζουν πολιτική άποψη;

Στα τέλη του 1969 ο Τζουζέπε Πινέλιαν, αρχικός εργάτης σιδηροδρόµων, εκπαραθυρώνεται από τον τέταρτο όροφο, με τον θάνατό του να χαρακτηρίζεται ως τυχαίος από τις αρχές. Λίγες μέρες πριν, ο Πινέλι είχε συλληφθεί ως ύποπτος για βομβιστική επίθεση που είχε γίνει στην Αγροτική Τράπεζα του Μιλάνου. Αργότερα αποδείχτηκε ότι τη βόμβα είχαν τοποθετήσει οι ιταλικές µυστικές υπηρεσίες, σε συνεργασία µε την ακροδεξιά οργάνωση Ordine Nuovo. Το 1970, όσο διαδραματίζεται η δίκη για τη βομβιστική επίθεση, ο Ντάριο Φο αποφασίζει να γράψει το έργο «Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού» και με όπλο την τέχνη και το χιούμορ του, να συµβάλλει στην καθοδήγηση της κοινής γνώµης, προκειμένου να διαλευκανθούν και άλλα πολιτικά εγκλήματα τέτοιου βεληνεκούς. 

Ο ίδιος ο Φο είχε πει, «Το έργο παίζεται από τον καιρό που γράφηκε με αμείωτη επιτυχία. Ίσως γιατί στη ζωή πληθαίνουν κάθε τόσο η αιματοχυσία, οι βόμβες, τα μεγάλα λόγια και τα μεγάλα σκάνδαλα… Πάντα από τα ίδια συστήματα που οργανώνουν τη βία και που δεν μπορούν να χωνέψουν αυτούς που δεν σκύβουν το κεφάλι».

Το 2021 η πολιτική φάρσα του Ιταλού συγγραφέα ανεβαίνει στο Θέατρο Γκλόρια, σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα, με τον πρωταγωνιστικό ρόλο να πηγαίνει στον Πάνο Βλάχο. Ο ταλαντούχος ηθοποιός, που φέτος μεταμορφώνεται σε Γελωτοποιό, μίλησε στην Popaganda για την επικαιρότητα του έργου, την κατάχρηση εξουσίας και την δύναμη του χιούμορ.

Το έργο του Φο γράφτηκε το 1970 και αναφέρεται σε γεγονότα του 1969. Δύσκολα γεγονότα. Πόσο επίκαιρο είναι το 2021; Δυστυχώς πάρα πολύ επίκαιρο, γιατί η αστυνομική βία και η βία κατά των αδυνάτων και των αθώων, αλλά και η ταξική βία, επαναλαμβάνονται. Το πιο θλιβερό είναι πως έχουν συμβεί από το 1969 μέχρι σήμερα, γεγονότα σχεδόν πανομοιότυπα με την τότε εκπαραθύρωση του Πινέλι. Αν δεν γνωρίζει κάποιος τα όσα συνέβησαν το 1969, θα νόμιζε ότι η παράσταση γίνεται με αφορμή έναn θάνατο που έγινε πρόπερσι, χτες, προχτές και απλά αντί για Ρομά, ομοφυλόφιλο, Πακιστανό, μια γυναίκα, εμείς βάλαμε το όνομα του Πινέλι για να μην μας κυνηγήσουν. Αυτό είναι το τρομακτικό και θα προτιμούσα ίσως, να μην ήταν η παράσταση τόσο επίκαιρη. 

Η παράσταση αναφέρεται σε πραγματικά γεγονότα και υπαρκτά πρόσωπα, που βίωσαν όντως αυτές τις πολύ δύσκολες καταστάσεις. Αυτό σε δυσκόλεψε καθόλου στην προετοιμασία σου; Θα έλεγα πως δεν είναι δύσκολο, γιατί αυτοί οι άνθρωποι δεν ακουμπούν πάνω στην ελληνική πραγματικότητα αυτή τη στιγμή. Φυσικά έχουμε μεγάλο σεβασμό απέναντι στα γεγονότα. Το έργο του Φο αναφέρεται σε μια πραγματική δίκη, όπου οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν και μετά τα πράγματα κουκουλώθηκαν ακόμα περισσότερο. Αυτό που θα έλεγα είναι πως έχω μια ευθύνη απέναντι στον τρόπο με τον οποίο χειρίζομαι την κωμωδία και το αστείο και το πως είναι δίκαιη η παράσταση απέναντι στην κατάχρηση εξουσίας και όχι στα πρόσωπα που φορούν μια στολή. 

Αυτό που έκανε τότε ο Φο είναι ασύλληπτο. Σαν να υπήρχε ένας ελληνικός θίασος την εποχή που γινόταν η δίκη για τη Marfin και να έκανε μια κωμική παράσταση. Αυτό έκανε ο Φο. Ενώ γινόταν η δίκη, αυτός άλλαζε το έργο, το προσάρμοζε, για να καταδικάσει αυτό που συνέβαινε εκείνη τη στιγμή. Έκανε χιούμορ και σάτιρα απίστευτη με το πιο δραματικό πράγμα που μπορεί να υπάρξει. Την απώλεια μια ζωής. Αν το παραλληλίσουμε με το περιστατικό της Marfin, θα καταλάβουμε τι καυτή πατάτα είχε αυτός ο άνθρωπος στα χέρια του και παρόλα αυτά είπε, «Όχι εγώ θα το ξεσκεπάσω». Άρα, εκείνος είναι που έκανε κάτι το μοναδικό, το μαγικό. Εμείς παίζουμε μια παράσταση, προσπαθούμε να μιλήσουμε για πράγματα που εμάς μας συγκινούν και πράγματα που είναι σύγχρονα και δυστυχώς επίκαιρα. 

Ο Φο είχε δηλώσει πως δεν θεωρεί ποτέ ολοκληρωμένο ένα έργο του. Εσύ που τώρα πρωταγωνιστείς σε ένα έργο του Φο, θεωρείς ότι έχεις ολοκληρώσει τον χαρακτήρα σου ή έχουν μείνει ακόμα ανεξερεύνητα κομμάτια του; Όταν τελειώσαμε τις πρόβες, μου είπε ο Γιάννης Κακλέας ότι έτσι όπως είναι φτιαγμένη η παράσταση και έτσι όπως είναι φτιαγμένο και το έργο του Φο, ο ρόλος του Γελωτοποιού δεν έχει τέλος. Επειδή η παράστασή μας είναι φτιαγμένη για να κατακεραυνώνει και για να υποδεικνύει τις αστάθειες της εποχής μας με έναν κωμικό τρόπο -γιατί αυτό ξέρουμε να κάνουμε, δεν έχουμε λύσεις για όλα- εγώ καλούμαι κάθε βράδυ να προσαρμόζω και να στρέφω την διάθεσή μου και τις ρίμες μου μέσα στα τραγούδια προς άλλες κατευθύνσεις. Όλο αυτό έχει πολύ ενδιαφέρον, αλλά είναι εξαιρετικά δύσκολο και εξαιρετικά κουραστικό το να μην αφήνω βλαβερές ιδεολογίες και γεγονότα ασχολίαστα.

Το έργο έχει έντονη πολιτική χροιά. Σας φόβισε καθόλου το γεγονός ότι μπορεί να απωθήσει μια συγκεκριμένη μερίδα κοινού; Εγώ το φοβόμουν και το είχα συζητήσει ανοιχτά με τον Κακλέα. Εκείνος με κορόιδευε και με έλεγε φιλελέ (γελάει). Καταλάβαμε όμως, ότι το έργο έχει πρωτίστως να κάνει με το τραύμα που έγινε θαύμα ενός άνθρωπου που μπόρεσε και έκανε αστείο μέσα στην συμφορά. Αυτό είναι βαθιά ανθρωπιστικό. Ο κόσμος νομίζω ακουμπά πάνω σε αυτόν τον πυρήνα και όχι στην πολιτική. Το κοινό συνδέεται πολύ με το τραύμα των παλιάτσων και των γελωτοποιών, οι οποίοι προσπάθησαν να κάνουν το θαύμα και να το μοιράσουν σε ιστορίες και τραγούδια.

Το έργο είναι ξεκάθαρα πολιτικό και ο Ντάριο Φο έχει ξεκάθαρη πολιτική στάση. Είναι ακτιβιστής, είναι ένας άνθρωπος της αριστεράς που αφιέρωσε όλη του τη ζωή στο να ξεσκεπάσει τη διαφθορά, την κατάχρηση εξουσίας και τον φόνο των αθώων ανθρώπων, όχι μόνο στην Ιταλία, αλλά και παγκοσμίως. Η δική μας παράσταση όμως, είναι πολύ διαφορετική από το κλασικό έργο του Φο.

Κάθε τόσο ανοίγει η κουβέντα για το κατά πόσο πρέπει οι καλλιτέχνες να εκφέρουν πολιτικό λόγο και άποψη, είτε μέσα από το έργο τους, είτε μέσα από μια συνέντευξη για παράδειγμα. Εσένα ποια είναι η γνώμη σου; Δεν έχω ξεκάθαρη απάντηση. Εγώ προσωπικά έχω άποψη. Προσπαθώ να μην την εκφράζω πολιτικά, αλλά θέλω να είμαι πολιτικό ον μέσα από τη δουλειά μου, να έχω απέναντί μου την υποκρισία, την κατάχρηση εξουσίας και την απανθρωπιά, απ’ όπου κι αν προέρχεται αυτή. Δεν έχω πρόβλημα με την εξουσία, ούτε με τις στολές. Με την κατάχρηση έχω και την υπονόμευση της ελευθερίας των ανθρώπων. Δεν αφορά κανέναν το τι ψηφίζω ή το πως ζω, αλλά θα ήθελα σε έναν ιδανικό κόσμο, να τους αφορά το τι κάνω στα έργα μου.

Δεν είμαι σίγουρος αν θα ήθελα πάντα να ξέρω τις απόψεις ορισμένων καλλιτεχνών. Επειδή έχω ξαναπέσει σε αυτή τη λούπα, θα ήμουν πιο ήσυχος αν δεν ήξερα «πως φτιάχνεται το πιάτο που μου σερβίρεται». Θα ήθελα απλά να μαγεύομαι από αυτό, γιατί όποτε αρχίζω και «διεισδύω μέσα στην κουζίνα», καταρρίπτεται ο μύθος που είχα φτιάξει. Οι καλλιτέχνες όμως πρέπει να είναι πολιτικά όντα. Δεν υφίσταται κωμωδία ή σάτιρα υπέρ της εξουσίας. Αυτή είναι και η βάση του Γελωτοποιού. Επειδή δεν έχει άλλα όπλα, χρησιμοποιεί τον λόγο και τα αστεία του. Εγώ συγκινούμαι με τον τρόπο, με τον οποίο το γέλιο καλύπτει τα πάντα. Αυτό που έχει καταφέρει αυτή η παράσταση είναι ότι πρώτα μπορούμε και γελάμε με τους εαυτούς μας, δεν δείχνουμε με το δάχτυλο αριστεροδέξια ή κεντρώα. Αυτό είναι ακόμα μεγαλύτερη πολιτική θέση από το να στρατευτείς. 

Στην παράσταση συνδυάζεις την υποκριτική με την άλλη σου μεγάλη αγάπη το τραγούδι. Στην συγκεκριμένη συνθήκη αποδείχτηκε απαραίτητο το τραγούδι. Ήμουν εξαιρετικά τρομαγμένος για το αν θα καταφέρω να γράψω τραγούδια για την παράσταση. Μαζί με τον Βάιο Πράπα φτιάξαμε δέκα πρωτότυπα τραγούδια κατά τη διάρκεια των προβών. Η μουσική είναι που κάνει σύγχρονη αυτή τη παράσταση, γιατί φλερτάρει με το ραπ, το σλαμ, το χαρντ ροκ και πολλά ακόμα είδη. Αυτή η ελευθερία που έχουμε να «φτύσουμε» στίχους και λόγια προς κάθε κατεύθυνση, λειτούργησε πολύ απελευθερωτικά. 

Στον ένα μήνα που υποδύεσαι τον Γελωτοποιό, έχεις δει διαφορά στο πως αντιμετωπίζεις τον ρόλο αυτό; Ο Γελωτοποιός μου μεταβάλλεται κάθε μέρα. Η σχέση με το κοινό είναι μια σχέση ιδεών, εμείς πετάμε ιδέες και το κοινό αντιδρά. Οι διαφορετικές αντιδράσεις αλλάζουν κι εμένα. Με πηγαίνουν προς άλλη κατεύθυνση. Κάποιες μέρες γίνομαι περισσότερο αιχμηρός και άλλες πιο εσωστρεφής, άλλες φορές ο Γελωτοποιός γίνεται πιο σάτυρος. Το κοινό είναι που διαμορφώνει τον Γελωτοποιό, γιατί η παράσταση δεν είναι κλεισμένη σε τέσσερις τοίχους, έχει συνομιλία με το κοινό. 

Ζεις για μεγάλα διαστήματα στο εξωτερικό. Πώς είναι κάθε φορά η επιστροφή στην Ελλάδα, είτε παίζεις στο θέατρο, είτε στην τηλεόραση; Αγαπάω πολύ τη δουλειά μου και λαχταράω να δουλεύω σε δουλειές που έχουν όραμα. Έχω ταξιδέψει και ελπίζω να είμαι τυχερός να ξαναταξιδέψω με σκοπό τη δουλειά μου. Η χώρα μου είναι κι αυτή ένας σταθμός που με τροφοδοτεί με πολλές περισσότερες ευκαιρίες απ’ ότι έχω στο εξωτερικό. Η Ελλάδα έχει πολύ ωραίους καλλιτέχνες και εγώ πιστεύω στους Έλληνες καλλιτέχνες. Θεωρώ ότι στα χρόνια που θα έρθουν, θα βρούμε τον τρόπο να μιλήσουμε για πράγματα που είναι πιο παγκόσμια και θα πούμε ιστορίες που θα μας βάλουν στον χάρτη. 

Θέατρο ΓΚΛΟΡΙΑ: Ιπποκράτους 7
Τηλέφωνο: 2103600832
Εισιτήρια ΕΔΩ
Ντενίσα-Λυδία Μπαϊρακτάρι

Γεννήθηκε στην Αλβανία, λίγο πριν την πτώση του κομμουνισμού. Ζει στην Αθήνα από το 1997, παράτησε με μεγάλη επιτυχία το τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών της Παντείου και από το 2017 ασχολείται με την δημοσιογραφία.

Share
Published by
Ντενίσα-Λυδία Μπαϊρακτάρι